Η ιστορική και κοινωνική φυσιογνωμία της ελληνικής πρωτεύουσας από τον 19ο αιώνα έως σήμερα, μέσα από τον πρώτο διαδικτυακό Κοινωνικό Άτλαντα, προϊόν έρευνας 74 ερευνητών
—της Μαίρης Αδαμοπούλου—
Είναι η πόλη με τις 152 θεατρικές σκηνές και τις 151 κινηματογραφικές αίθουσες, 25% των μουσείων του κέντρου της αφορούν τα εικαστικά και μόλις 11,9% έχουν αρχαιολογικό περιεχόμενο. Ανήκει στην πλέον πυρόπληκτη περιφέρεια της χώρας (1991-2004) και με τις υψηλότερες μακροσεισμικές εντάσεις της τελευταίας πεντηκονταετίας. Στις γειτονιές της στήνονται κάθε εβδομάδα 180 λαϊκές αγορές. Ψηφίδες πολύτιμες μεν που δεν αρκούν όμως για να αποκαλύψουν την ταυτότητα της πόλης. Στοιχεία γοητευτικά για μια παρτίδα δυνατών παικτών επιτραπέζιου παιχνιδιού, που προσθέτουν μια ξεχωριστή πινελιά στο κατά πολλούς άσχημο προφίλ της. Αριθμοί και στοιχεία που προέκυψαν ύστερα από έρευνα 74 συγγραφέων επιστημόνων και συνθέτουν έναν ιδιαίτερο χάρτη: τον πρώτο διαδικτυακό Κοινωνικό Άτλαντα που δημιουργήθηκε για εκείνη, με στόχο την ανάδειξη και την καταγραφή της κοινωνικής γεωγραφίας της.
Η πόλη δεν είναι άλλη από την Αθήνα. Εκείνη μπήκε στο επιλεκτικό μικροσκόπιο την τελευταία τριετία. «Μίλησε» για πτυχές της που συναντούμε όλοι στην καθημερινότητα μας, αλλά σχεδόν ποτέ δεν ξέρουμε τα μεγέθη τους, για όψεις που βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας χωρίς να έχουμε όμως ολόκληρη την εικόνα. Και το αποτέλεσμα χωράει σε μια ιστοσελίδα, ένα ενδιαφέρον εργαλείο το οποίο στους έξι μήνες που βρίσκεται στον αέρα με φορέα υλοποίησης το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και την οικονομική υποστήριξη του Ιδρύματος Ωνάση, έχει δεχθεί 10.000 επισκέψεις. «Στόχος μας είναι η καταγραφή της κοινωνικής γεωγραφίας της πόλης που έχει εγκαταλειφθεί» λέει στο «Νσυν» ο καθηγητής στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, γενικός γραμματέας Ερευνας και Τεχνολογίας και επιμελητής του Κοινωνικού Άτλαντα Θωμάς Μαλούτας. «Μας ενδιαφέρει να εξελιχθεί σε ένα δυναμικό forum αναλύσεων για την πόλη, σε μια πλατφόρμα διαλόγου και για τον λόγο αυτό θέλουμε διαφορετικές και ει δυνατόν αντίθετες αλλά τεκμηριωμένες απόψεις για κάθε θέμα» συνεχίζει και προσθέτει ότι ο άτλας σύντομα θα είναι διαθέσιμος στα αγγλικά και στα γαλλικά, ενώ θα εμπλουτίζεται με νέα άρθρα.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Στις «σελίδες» αυτού του ιδιότυπου λεξικού μπορεί κανείς να «ξεφυλλίσει» 61 άρθρα που εντάσσονται σε 15 θεματικές, οι οποίες αφορούν από την πολιτική έως τις γειτονιές και από τον πολιτισμό έως την υγεία και την κοινωνική οικονομία. Και αν οι τίτλοι των θεματικών ίσως δεν είναι τόσο ελκυστικοί, μια περιήγηση ανάμεσα στα γεμάτα φωτογραφίες και κατατοπιστικούς χάρτες «παράθυρα» θα σας κρατήσει για ώρα μπροστά στην οθόνη, όπως τα λήμματα ενός λεξικού, γεμάτα στοιχεία και πληροφορίες, πυκνά και συνοπτικά, που φωτίζουν στιγμές της πόλης και μπορεί να αφορούν από τη δημόσια συγκοινωνία έως την ιδιωτική εκπαίδευση και από τα κλειστά καταστήματα και τα άδεια κτίρια έως τα χωράφια στην πόλη, χωρίς να λείπουν οι εκτενείς αναφορές στον τομέα του πολιτισμού. «Οι θεατρικές σκηνές στην Αθήνα αυξήθηκαν κατά 153% την περίοδο 2000-2014, ενώ το 70% των σκηνών που λειτούργησαν μετά το 2000 έχει ιδρυθεί από την αρχή της ύφεσης (2008-2014). Σήμερα, στην Αθήνα εντοπίζονται 152 χειμερινές θεατρικές σκηνές. Συγκεκριμένα, το 17% των υφιστάμενων θεατρικών σκηνών λειτουργεί πριν από τη δεκαετία του 1980, το 26% λειτούργησε πρώτη φορά κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990, ενώ το 57% λειτούργησε μετά το 2000. Σημειώνεται ότι από το σύνολο των θεάτρων που λειτούργησαν μετά το 2000, οπότε και παρατηρείται η εντονότερη αύξηση των θεατρικών σκηνών, περίπου το 60% ξεκίνησε τη λειτουργία τους στο χρονικό διάστημα 2010 – 2014» καταγράφουν οι Ε. Ψαθά, Γ. Λάλου και Α. Δέφνερ στη μελέτη τους για τα θέατρα. Οσον αφορά το μέγεθός τους, το μεγαλύτερο ποσοστό των θεάτρων (57%) έχει μικρή χωρητικότητα, έως 200 θέσεις. Από τα μικρά θέατρα, το 70% λειτούργησε μετά το 2000, σε αντίθεση με τα θέατρα μεσαίας χωρητικότητας (400 – 700 θέσεις) τα οποία τείνουν να είναι παλαιότερων δεκαετιών (μέχρι το 1970). Όσο για το μεγαλύτερο; Εξακολουθεί να είναι το κατασκευής 1932 θέατρο Παλλάς στη Βουκουρεστίου.
Η Αθήνα διαθέτει λοιπόν 152 θεατρικές σκηνές και μόνο κατά μία λιγότερες είναι οι κινηματογραφικές της αίθουσες, ενώ το 2010, χρονιά κατά την οποία χτίστηκε το τελευταίο πολυσινεμά, ήταν 164. «Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 αποτέλεσαν για τον κινηματογράφο την πιο ένδοξη περίοδό του, από την πλευρά τόσο της παραγωγής ταινιών όσο και της ανέγερσης ειδικών κτιριακών εγκαταστάσεων. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το 1950 η ετήσια παραγωγή ταινιών ήταν τέσσερις με έξι, το 1960 αυξήθηκε στις 60 και κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 φθάνοντας τις 90.
Παράλληλη αυξητική πορεία ακολούθησε και ο αριθμός των κινηματογραφικών αιθουσών, προκειμένου να φιλοξενήσει τη ραγδαία ανερχόμενη δημοφιλία της νέας αυτής μορφής διασκέδασης που εξέφραζε και η πληθώρα των νέων ταινιών. Ετσι, ενώ το 1950 στην Αττική καταμετρούνται 153 αίθουσες, το 1969 σχεδόν είχαν πενταπλασιαστεί φτάνοντας τις 667. Η επέκταση των κινηματογραφικών αιθουσών συνεχίστηκε μέχρι και το 1971, οπότε και άρχισε μια αντίστροφη πορεία τόσο για τις αίθουσες όσο και για την παραγωγή ταινιών» σημειώνει η Α. Γεωργίκου στη μελέτη για τους κινηματογράφους. Κι ενώ υπογραμμίζει την περαιτέρω κάμψη που σημειώνεται τα επόμενα 25 χρόνια με στοιχεία, επισημαίνει ως χρονιά ορόσημο το 2000 οπότε και σημειώθηκε μικρή αύξηση κατά τέσσερις αίθουσες έως την αρχή της ανάκαμψης που αποτυπώθηκε και στον αριθμό των εισιτηρίων, αφού τα περίπου 8,5 εκατ. που κόπηκαν το 1998, αυξήθηκαν σε 13 εκατ. το 2009.
ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΤΑΣΗ: ΜΟΥΣΕΙΑ. «Το μεγαλύτερο ποσοστό των μουσείων που ανήκουν στον Δήμο Αθηναίων καταλαμβάνουν τα μουσεία εικαστικών τεχνών (25,4%) και τα μουσεία με θέματα ειδικού ενδιαφέροντος (25,4%). Τα ιστορικά και λαογραφικά μουσεία έπονται με μικρή διαφορά και ποσοστό 23,7%. Στη συνέχεια βρίσκονται τα αρχαιολογικά μουσεία και συλλογές (11,9%), τα μουσεία που ανήκουν σε δύο κατηγορίες (6,8%), τα διαχρονικά μουσεία (3,4%) και, τέλος, τα βυζαντινά μουσεία και συλλογές (1,7%) και τα μουσεία θεάτρου (1,7%). Από τα παραπάνω μουσεία ποσοστό 8,5% δεν λειτουργεί λόγω ανακαίνισης, αναπαλαίωσης ή μετεγκατάστασης» παρατηρούν οι Ν. Καραχάλης, Σ. Κατσαφάδου και Α. Δέφνερ.
Η ιδιαίτερη βόλτα στην Αθήνα προβλέπει και μια ματιά στη συμμετοχή των μεταναστών στην αγορά κατοικίας ανά εθνικότητα (Δήμος Αθηναίων, 2000 – 2010, δείγμα 3.089 μεταναστών ιδιοκτητών): οι Αλβανοί είναι το 57,2% των αγοραστών και οι μετανάστες από τις πρώην ανατολικές χώρες ακολουθούν με 20,7%, ενώ 25% των μεταναστών εν συνόλω αγοράζουν διαμερίσματα στον δεύτερο όροφο, παρατηρεί ο Δ. Μπαλαμπανίδης.
Μια στάση και στις 180 λαϊκές αγορές που λειτουργούν κάθε εβδομάδα στην Περιφέρεια Αττικής, από τις οποίες 44 χωροθετούνται στα όρια του Δήμου Αθηναίων, αναφέρει ο Μιχάλης Πέτρου για τις αγορές που θεσμοθετήθηκαν το 1929 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο προκειμένου να αντιμετωπιστούν η κερδοσκοπία και η απειλή της αισχροκέρδειας μπροστά στο φάσμα της οικονομικής κρίσης στο Μεσοπόλεμο. Σε άλλο σημείο —στο άρθρο για τους φυσικούς κινδύνους, των Κ. Σαπουντζάκη, Π.-Μ. Δελλαδέτσιμα και Χ. Χαλκιά— πληροφορούμαστε ότι η Αττική συγκαταλέγεται στις ελληνικές περιφέρειες με τις υψηλότερες μακροσεισμικές εντάσεις και μεταξύ άλλων ότι οι περιοχές με τις υψηλότερες θερμοκρασίες είναι τα Μέγαρα, η Ελευσίνα – Ασπρόπυργος, τα Μεσόγεια και το κέντρο της Αθήνας.
INFO
O διαδικτυακός Κοινωνικός Άτλας της Αθήνας (athenssocialatlas.gr) θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 18.00 – 20.00 στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, Συγγρού 107. Είσοδος ελεύθερη
Πηγή: Το Βήμα
from dimart http://ift.tt/28SbC6d
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου