Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Το ποίημα της εβδομάδας 31/3

Το τέλος της τέχνης

Ράινερ Κούντσε
— μετάφραση: Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου

Δεν κάνει, είπε η κουκουβάγια στον αγριοπετεινό,
δεν κάνει να τραγουδάς τον ήλιο
Ο ήλιος δεν είναι σπουδαίος

Ο αγριοπετεινός έβγαλε
τον ήλιο απ’ το ποίημα του

Είσαι καλλιτέχνης,
είπε η κουκουβάγια στον αγριοπετεινό

Κι ήταν ωραία σκοτεινά

* * *

Άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων

Το dim/art στο facebook
Το dim/art στο twitter
instagram-logo
img_logo_bluebg_2x


from dimart https://ift.tt/2O6MEFe
via IFTTT

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Μεθύστε. Με τ’ αθάνατο.

—της Μαρίας Τοπάλη—

μνήμη Γεωργίου Δ. Τοπάλη

Όταν ήμουν παιδί, το «1821» ήταν μια ταινία πολύ έγχρωμη, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο μπαμπάς μου. Για την ακρίβεια, «ο πατέρας μου». Και να γιατί. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα μέσα στο ποντιακό σόι της μητέρας μου. Σε εκείνα τα ομιχλώδη εδάφη με τα βυζαντινο-ρωμαϊκά ερείπια και τα τουρκο-εβραϊκά τοπωνύμια, οι φουστανέλες και τα καριοφίλια ήταν μια πολύ μακρινή υπόθεση. Το πρωί οι γονείς μου έλειπαν στη δουλειά. Ο παππούς μου, κοντός, κοστουμάτος και χωρίς μουστάκι, βουτηγμένος στο χαρτομάνι και στα μελίσσια, μιλούσε ποντιακά με την παραμάνα μου. Κι αν δεν το «ήξερα», το ένιωθα πάντως από πολύ νωρίς ότι το ’21 ήταν μια μακρινή, μια εξ αγχιστείας υπόθεση. Τα παιδιά εντάσσουν αυτόματα τον κόσμο του παραμυθιού στον δικό τους καθημερινό κόσμο. Εκεί που ζούσα εγώ δεν φύτρωναν ούτε φουστανέλες, ούτε τσαρούχια ούτε τσίκνα από κοψίδια ανέβαινε στον ουρανό – το λέω αυτό γιατί από πολύ νωρίς συνειδητοποίησα ότι τα κοψίδια στα κάρβουνα πάνε μαζί με την ενδυμασία και τον οπλισμό. Στο μενού των παιδικών μου χρόνων, που εκτείνεται ανάμεσα σε τανωμένο σορβά και προφιτερόλ από τον «Αγαπητό», χασίλια και γλωσσίτσες από την αγορά Μοδιάνο, παρεμβάλλεται ευχάριστα ένα πιτόγυρο με μπούκοβο από την Αγίας Σοφίας — και ως εκεί με τα ψητά.

 

Όμως η μέρα μου ήταν διπλή. Για λίγο, ανάμεσα στον μεσημεριανό  και τον βραδινό του ύπνο, έκανε την εμφάνισή του ο πατέρας. Λένε πως η παλαιά μνήμη είναι υποφωτισμένη. Δεν είμαι βέβαιη ότι αυτό ισχύει για όλες τις σκηνές, πάντως ναι, η δική του εικόνα είναι σχεδόν πάντα υποφωτισμένη. Είναι και αρκετά σπάνια, έτσι κι αλλιώς. Στέκεται σε εκείνο το σαλόνι που τη δεκαετία του ’60 δεν θερμαίνεται πάντοτε. Θερμαίνεται συστηματικά μόνο η κουζίνα και το δωμάτιο του παππού, όπου και, κυρίως, ζούμε. Το σαλόνι θερμαίνεται και φωτίζεται αραιά. Είναι ημιακατοίκητος χώρος. Ο πατέρας μου στέκεται στο ημίφως του σαλονιού. Περισσότερο γνωρίζω πως είναι αυτός, παρά τον βλέπω. Πώς το γνωρίζω; Απαγγέλλει. «Τούτον το λόγο θα σας πω….». Ακούω τη φωνή του ολοκάθαρα μέσα στο αυτί μου. Πόσο καλύτερα διατηρεί το αυτί τις αποσκευές από το μάτι, το αχόρταγο και βιαστικό – «…δεν έχω άλλον κανένα». Στο σημείο αυτό μπαίνει και λίγο μάτι: ναι, ο πατέρας με κοιτά λοξά, να δει αν τσιμπάω. Τσιμπάω φουλ, εννοείται. Τεντώνω τον λαιμό μου ψηλά, τον κοιτώ με βλέμμα «πες, πες το όλο, ξέρω τι θα πεις, το περιμένω!» Και εκείνος το λέει: «ΜΕΘΥΣΤΕ».

Η μνήμη πραγματοποιεί εδώ μια από τις αξιοσημείωτες γκέλες της. «Enivrez-vous»!Enivrez-vous sans cesse!» Αυτή είναι φυσικά μια πολύ μεταγενέστερη Μαρία. Είναι μια έφηβος που έχει διαβάσει τον Τσίρκα και, χάρη στον Τσίρκα, κυκλοφορεί με τον Βωδελαίρο υπό μάλης. Στη μνήμη, όμως, το «μεθύστε» του Παλαμά επαναλαμβάνεται δίχως τέλος, στο υποφωτισμένο σαλόνι. Sans cesse! Επειδή, πριν το πει ο πατέρας μου, κάθε φορά με κοιτά χαμογελώντας πονηρά κάτω από τα μουστάκια του —ΑΥΤΟΣ έχει μουστάκι κι ας μη φορά φουστανέλα και τσαρούχια— με κοιτά για να ανεβάσει την ένταση μέσα μου, κι όταν το λέει  —«Μεθύστε!»— γεμίζει το αυτί μου και ο χώρος και, στην πραγματικότητα, το λέω κι εγώ μαζί του, ίσως μάλιστα να αναπηδώ και λίγο όπως κάνουν τα μικρά παιδιά και οι σκύλοι σε κατάσταση έντονης αναμονής. «Μεθύστε!» λέει όμορφα και καθαρά και εγώ τινάζομαι και το λέω μαζί του για πάντα, sans cesse. Η Θεσσαλονίκη υποφωτίζεται ολόκληρη, τα ποντιακά σβήνουν, οι γλώσσες θα μείνουν στο τηγάνι αφάγωτες. Το τρένο σφυρίζει και είμαστε στο βαγόνι οι δυο μας, στο πασχαλινό ταξίδι για τον Παρνασσό.

Μπορεί το τρένο να είναι μια υπόθεση κατά πολύ μεταγενέστερη του ’21, αλλά είναι αυτό που τρυπά την ομίχλη της Θεσσαλονίκης και μας μεταφέρει στο Νότο, στη Ρούμελη, στο «χωριό». Εκεί όπου μιλούν «χωριάτικα», δηλαδή ρουμελιώτικα (εννοείται πως ΔΕΝ είναι χωριάτικα τα ποντιακά!), εκεί όπου οι άντρες έχουν μουστάκια και χορεύουν τσάμικο, την ώρα που ψήνονται τα αρνιά «στο λάκκο». Δεν είμαι βέβαιη ότι μου αρέσουν όλα αυτά, αλλά μαζί του θα πιω ασφαλώς το αθάνατο κρασί του ’21, κι ας είναι ελαφρά ρετσινωμένο, κι ας είναι συχνά μισοψημένο το αρνί και περίεργος ο τρόπος που μιλάνε οι γύρω μου. Η μυρωδιά τους είναι κι αυτή κάπως ανοίκεια όπως και η μουσική, αυτές οι ένρινες φωνές και η στριγκιά δόνηση του κλαρίνου. Όχι, καθόλου βέβαιη δεν είμαι ότι μου αρέσουν όλα αυτά, αλλά η έλλειψη βεβαιότητας ενισχύει, όπως ξέρουμε, δραστικά την πεποίθηση της μέθης.

Όταν κατέβει ξεροσφύρι ο Παλαμάς, το βουητό των ανθρώπων σβήνει και μένει απέναντι ο κάμπος καθώς βραδιάζει και ανάβουν τα φώτα των άλλων χωριών. Τότε, ακούω και πάλι τη φωνή του να λέει τα ονόματα: «Αγόριανη, Μαριολάτα, Γραβιά, Καστέλι, Παλιοχώρι.» Κάτι ξεχνάω. «Από τη Μαριολάτα είναι η θειά η Αργύρω, σωστά;» Η Αργυρούλα έφυγε και αυτή από τη ζωή σε ηλικία 98 ετών το 2020. Ήταν γυναίκα του Μάνθου, που έφυγε τόσο νωρίς κι όμως εγώ θυμάμαι και τη δική του τη φωνή. Και τα μουστάκια του, που πρόωρα θα είχαν γκριζάρει, γι’ αυτό και τα θυμάμαι γκρίζα. Ξεκαρδισμένοι, και ο πατέρας μου και ο Μάνθος, που με είχαν πείσει ότι αυτός, ο Μάνθος, ήταν ξάδερφος του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Enivrez-vous. Ο Μάνθος, έφιππος αντάρτης του ΕΛΑΣ συναντιέται sans cesse με τον Λουκά Κούσουλα στον κάμπο, σε εκείνο το βιβλίο του Λουκά με τα διηγήματα για το «χωριό». Ναι, εδώ μπορούσα να πιστέψω τα πάντα. Εδώ είχε γυριστεί αυτή η ταινία, το 1821. Το 1941. Αυτοί ήταν οι πρωταγωνιστές. Είχαν μουστάκια. Γύριζαν σούβλες. Γράφανε ποιήματα. Πολεμούσαν;

«Παππού!», ρώτησα όταν γυρίσαμε πίσω στη Θεσσαλονίκη. «Εσύ δεν πολέμησες;» Ο λόγιος Πόντιος χαμογέλασε σαν τον Chesire Cat. Μύριζε καπνό και μελισσοκέρι. Στα παπούτσια του είχε μονίμως κολλημένη μιαν ακαθόριστη μάζα μελισσοκομικής προέλευσης. «Πού; Πού να πολεμήσω;» Εγώ: «Στη Θεσσαλονίκη, παλιά, δεν πολέμησες;» Σκέφτηκε ένα λεπτό: «Πολέμησα. Με τον Στρατηγό Βελισσάριο». Στο πιάτο του παππού το κρέας έμπαινε σπάνια, και όταν συνέβαινε αυτό, ήταν μια μικρή  μπουκιά στην άκρη. Μα ο παππούς ήταν εκεί, και παραμένει παρών, sans cesse, ολόφωτος. Ο άλλος εμφανιζόταν μονάχα στις εθνικές επετείους, υποφωτισμένος. Περίμενα (sans cesse) το τρένο, που θα μας έφερνε μια φορά το χρόνο, μαζί αυτόν κι εμένα, στον τόπο της μέθης. Τον παραδέχομαι που φρόντισε να φύγει ίσα-ίσα πριν κορυφωθούν οι εορτασμοί ώστε να μην τα καταφέρω, μια φορά έστω, να φτάσω τη συζήτησή μας σε ένα χορταστικό «τέλος». Να μην μπορώ ούτε ένα κρασί να πιω με τους φίλους μου και να τον μνημονεύσω. Οπότε ας γίνει με τις μεθυστικές λέξεις. De poésie. Με αυτές που έχω πρόχειρες, από μνήμης. Πώς το λέει η Λενάρα στο τέλος των Ακυβέρνητων Πολιτειών;  «Ήταν άνδρες σωστοί». Το επιβεβαιώνω: Και ο παππούς μου, ο πόντιος Νικολάκης που έπινε ούζο, και ο πατέρας μου, ο ρουμελιώτης Γιώργος που έπινε κρασί, τα σιχαινόντουσαν τα όπλα.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία  De profundis

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/3vVu0Bf
via IFTTT

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Η δίκη των δικαστών

—του Γιώργου Γλυκοφρύδη—

«Μακριά από μας κάθε ιδέα κομματισμού και μεροληψίας».

«Γιατί, με τα μυαλά που έχεις, κάθε εξουσία θα σε κατατρέχει».

Στις δύο σύντομες εναρκτήριες σκηνές, στην πραγματικότητα παρουσιάζεται ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας. Και μιας που αυτός ήταν ο πατέρας μου —αλλά και ο δάσκαλός μου (αν και όχι ο μόνος) όσον αφορά στην τέχνη της αφήγησης και της δραματουργίας—, μπορώ και τον «διαβάζω» χωρίς κόπο ανάμεσα στα πλάνα και στις ατάκες των διαλόγων.

Κυνηγός της αλήθειας σε όλα του τα έργα, ό,τι κι αν κόστιζε αυτή, κυνηγός της ελευθερίας και για τον ίδιο αλλά και για τους άλλους, κυρίως, και εραστής της Ιστορίας.

Καμία νομενκλατούρα και καμία εξουσία δεν θα μπορούσε ποτέ να τον ενσωματώσει όσο κι αν τον ήθελε.

Αλλά ας επιστρέψουμε στην Δίκη των Δικαστών, την ταινία του Πάνου Γλυκοφρύδη, στην οποία ο Φιλοποίμην Φίνος επένδυσε πάνω από 7.000.000 δρχ. εν μέσω δικτατορίας και πολέμου. (Θέλει αρετή και τόλμη, λένε…) Και που αφηγείται την δίκη των δύο δικαστών που αρνήθηκαν, παρά τις πιέσεις του οθωνικού καθεστώτος, να υπογράψουν την εις θάνατον καταδίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα.

Η σκηνή της αγόρευσης του εισαγγελέα, ως στήσιμο, ως παρουσίαση, είναι σχολή: Οι κινήσεις της κάμερας ελάχιστες αν όχι ανύπαρκτες. Τα zoom (πολύ της μόδας την εποχή εκείνη) ελάχιστα αν όχι ανύπαρκτα και αντικατεστημένα με επίσης ελάχιστα μη αντιληπτά travelling, και οι ηθοποιοί, φιγούρες κέρινα ομοιώματα, icons της επανάστασης, λες και σε ρόλους πραγματικού θεάτρου, και το σκηνικό, πλήρως αφαιρετικό στα όρια ξύλινης σκαλωσιάς μαθητικής σκηνής που παριστάνει «την αίθουσα του δικαστηρίου», το κοινό πολύχρωμο ως μετρημένοι ηθοποιοί χορού, και τα λόγια των ηθοποιών, [ο πρόεδρος, ο εισαγγελέας], ολόκληρα σε πλήρη ρεαλιστική μεταφορά από τα πρακτικά της πραγματικής δίκης.

Οι αλλαγές των πλάνων και των κάδρων, οι αναγκαίες.

Η σκηνή της σύλληψης του Κολοκοτρώνη πριν από την σκηνή της αγόρευσης του εισαγγελέα, ολόκληρη εκτός της οικίας του, μονοπλάνο contre-plongé μετρημένο καλά όμως, διόλου κάθετο, με σύνθεση μόνο από σκιές έντονες, ρυθμιστές γεωμετρίας του κάδρου, του σκηνικού, και της νύχτας, κινήσεις των στρατιωτών και μόνο, δύο τρεις ατάκες όχι λιγόλογες, (σαν ο Κολοκοτρώνης να μιλά με τον εαυτό του), και το μακρινό γαύγισμα ενός σκύλου, λες να είναι αυτός ο σκύλος που λέει ο Κολοκοτρώνης. Πόση μοναξιά. Πόση αδικία. Αυτός που απελευθέρωσε έναν λαό ένα έθνος και μία πατρίδα. Πόση βαριά τραγική μοναξιά τον περίμενε.

Η ομάδα σκηνών της εξέτασης των μαρτύρων και της συνεδρίασης των δικαστών, και της κατασκευής της γκιλοτίνας (με μια άγνωστη μαύρη μοίρα σε μια ψηλή γωνία), ταυτόχρονες ως δραματουργική αντίστιξη, με τους ηθοποιούς πάντα φιγούρες κέρινα ομοιώματα, εμφανίζει αναντίρρητα την συνομωσία ενάντια στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα από την πλευρά της Βασιλείας.

Η μουσική του Χρήστου Λεοντή, συχνά μόνο σαν ξέχωροι ήχοι αν και πάντα στο μέτρο άλλων ήχων του περιβάλλοντος, (βροχή με συνεχείς ψιχάλες ως ισοκράτημα), η φωτογραφία του Άρη Σταύρου bold έγχρωμη αν και όχι συνεχώς αλλά πάντα με το contrast σε βαθμούς πάνω της όποιας πραγματικότητας, τα κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου μαζί με το μακιγιάζ και τα σκηνικά, συνολικός πίνακας σε λαογραφικό μουσείο, οι λίγες αλλαγές πλάνων συν ένα 360 μοιρών όλης της αίθουσας του δικαστηρίου, τα λόγια είτε των δικαστών είτε των μαρτύρων, παρμένα από τα πρακτικά της πραγματικής δίκης, κυνηγούν να καταδείξουν την ιστορική αλήθεια. Αμέτοχα με μηδενική υπόδειξη και διδαχή.

Βεβαίως, το σινεμά της εποχής με την αρκετή χρήση zoom και ιδίως με το γέλιο του εισαγγελέα, αλλά και με το παίξιμο των ηθοποιών γενικά και όχι ειδικά, τηλεμεταφέρουν εύκολα στα 70s. Αλλά ας βάλουμε μια υποσημείωση: η ταινία γράφτηκε το 1973 και γυρίστηκε το 1974 με την δικτατορία από πάνω και με τα γυρίσματα να διακόπτονται από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο…

Έτσι, όταν ο θεατής του 2021 σταματήσει να παρατηρεί τα 70s που φαίνονται ακόμη και σε μικρές φράσεις των διαλόγων, όταν αυτοί δεν είναι πρακτικά της πραγματικής δίκης, και σταματήσει (ξανά) να παρατηρεί μία επί της ουσίας alternative (έτσι θα την έλεγαν σήμερα) δημιουργία των Πάνου Γλυκοφρύδη, Άρη Σταύρου, Διονύση Φωτόπουλου, Χρήστου Λεοντή, Πέτρου Λύκα, και Φιλοποίμενα Φίνου —το σινεμά ποτέ δεν ήταν δουλειά ενός ανθρώπου άσχετα αν ο σκηνοθέτης και συνολικός εμπνευστής ένας ήταν πάντα—, τότε θ’ αρχίσει να αντιλαμβάνεται οσκαρικές ερμηνείες, με πρώτη αυτή του Νίκου Κούρκουλου, και το ότι παρακολουθεί ένα ιστορικό γεγονός σε επίπεδο δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ διάρκειας μόλις 88 λεπτών. Στα όρια μιας ταινίας μεγάλου μήκους.

Το περίφημο δεκάλεπτο μονοπλάνο της απολογίας του Πολυζωίδη, στηριγμένο δραματουργικά από πριν με σημαντικές σκηνές όπως αυτή του πλήθους με τους πυρσούς, στα όρια του μαγικού ρεαλισμού  (μιας που στην ταινία δεν υπάρχουν γεγονότα που δεν είναι πραγματικά, αλλά μόνο κινηματογραφημένα στην αναπαράστασή τους με συγκεκριμένο τρόπο), αυτό το δεκάλεπτο που έσωσε την τιμή μιας χώρας και ανέτρεψε όλο τον σχεδιασμό της Βασιλείας, νομίζω πως γυρίστηκε μία φορά. Άντε δύο…

Ο κινηματογράφος του φιλμ δεν υπάρχει πια. Και μαζί του δεν υπάρχουν πολλά πράγματα. Και πολλοί άνθρωποι. Διόλου κακό αυτό. Το μέλλον είναι εδώ και είναι συναρπαστικό, αλλά αν τα στερνά τιμούν τα πρώτα, θέλει αρετή και τόλμη, το μέλλον, όπως η ελευθερία._

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία  De profundis

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/3rgU0n7
via IFTTT

Το ποίημα της εβδομάδας 24/3

Η αλήθεια για τη θάλασσα

—Γιάννης Βαρβέρης—

— Κανείς δε σκέφτηκε ποτέ
πώς άντεξε τόσο νερό
στους ήλιους αιώνων
είπε το ψάρι
εκεί στο μακροβούτι μου.
Η θάλασσα
είν’ τα δικά μας δάκρυα στους αιώνες
είπε πάλι· και τότε δάκρυσε
αλλά μπορεί και να μη δάκρυσε
πώς να διακρίνεις
μέσα στο νερό.

* * *

Εδώ άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/3d48hyj
via IFTTT

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Εμβόλιο μετά μουσικής

Πριν από λίγες μέρες, ο Yo Yo Ma, ο διάσημος κινεζικής καταγωγής αμερικανός τσελίστας, έκανε τη δεύτερη δόση του εμβολίου κατά του covid-19 στο εμβολιαστικό κέντρο του Berkshire Community College, στο Πίτσβιλ της Μασαχουσέτης. Οι παριστάμενοι, προσωπικό και συμπολίτες του που περίμεναν να εμβολιαστούν, τον αναγνώρισαν και, καθώς είχε μαζί του το τσέλο του, τον ρώτησαν αν σκοπεύει να παίξει. Άλλο που δεν ήθελε, κάθισε σε μια πλαστική καρέκλα και φορώντας τη μάσκα του έδωσε ένα μίνι ρεσιτάλ διάρκειας περίπου δεκαπέντε λεπτών — για το διάστημα δηλαδή που έπρεπε να παραμείνει στο  κέντρο μετά τον εμβολιασμό του.

«Πάντοτε αναταποκρίνομαι μετά χαράς, όταν οι άνθρωποι αισθάνονται πως έχουν ανάγκη να ακούσουν μουσική», δήλωσε αργότερα ο εξηνταεξάχρονος τσελίστας. «Στο κάτω κάτω, αυτή είναι η δουλειά μου».

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Μουσική

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/3r938dn
via IFTTT

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Κινούμενη άμμος 28.2.2021

Πριν από λίγες μέρες έφυγε, πλήρης ημερών στα 101 του, ο εμβληματικός δημιουργός Lawrence Ferlinghetti, του οποίου είχα διαβάσει αρκετά ποιήματα πριν από έναν περίπου χρόνο σε αυτή την εκπομπή. Στο ψάξιμο του ευρύτερου πλαισίου του ανακάλυψα τον σημαντικό Αμερικανό συνθέτη Joseph Martin Waters και το έργο του Populist Manifesto 1, που είναι εμπνευσμένο από το ομότιτλο ποίημα του Ferlinghetti. Το άκουσα και μου άρεσε πολύ, καθώς και αρκετές άλλες δουλειές του συνθέτη που ξετρύπωσα. Του έστειλα ένα μήνυμα αναρωτώμενος αν θα το δει και αν θα απαντήσει. Απάντησε και ανταλλάξαμε αρκετά μακροσκελή μηνύματα με επίκεντρο τη δουλειά του. Δεν είναι η πρώτη φορά που επιδιώκω να συνομιλήσω με δημιουργούς των οποίων το έργο θέλω να παρουσιάσω στην Κινούμενη Άμμο. Οι «ξένοι» όποιοι κι αν είναι, ακόμα και κορυφαίοι στη δουλειά τους, πάντα μα πάντα απαντούν. Ποιοι παριστάνουν τους φουσκωμένους διάνους, ας μην αναφέρω. O πίνακας-σκίτσο που κοσμεί το εξώφυλλο είναι του Ferlinghetti· έγινε το 1995 και ανήκει σε μια σειρά έργων του με τον γενικό τίτλο Love and War.

Ακούστε την εκπομπή:

Playlist:

1. Bob Dorough – Dog poem by Lawrence Ferlinghetti, read by Bob Dorough
2. Quiet City – Aaron Copland
3. Autobiography · Lawrence Ferlinghetti Beat Generation – Music & Poetry
4. The Populist Manifesto – Joseph Martin Waters
5. Bob Dylan – The Times They Are A-Changin’
6. Drum Ride – Joseph Martin Waters
7. The Band -The Lord’s Prayer (Lawrence Ferlinghetti) -11/25/1976
8. The Residents – Sinister Exaggerator
9. Quiet Music-Early Morning – Joseph Martin Waters
10. Moonlight Beach Chaconne – Joseph Martin Waters
11. American Girl · Roger McGuinn
12. Moonlight Beach Chaconne (cont)
13. Bob Dylan – Idiot Wind
14. When The Clouds So Boldly Painted On The Sky – Joseph Martin Waters
15. Bob Dylan – Make You Feel My Love

Κινούμενη άμμος

Κάθε Κυριακή 21.00-23.00 ζωντανά στον Astra 92,8 (Κύπρος).
Λίγες μέρες αργότερα, στο dim/art.

Μουσική. Κυρίως στις περιοχές του κλασικού ροκ και της αφροαμερικάνικης μπλουζ σκηνής.

Λόγος. Που επιδιώκει να είναι συνεκτικός και ανθρώπινος. Απέναντι όμως σε κάθε είδους διακρίσεις και ρατσισμούς.

Η Κινούμενη Άμμος βαφτίστηκε έτσι κυρίως για να παρέχει την ελευθερία που επιθυμεί ο παραγωγός της, προκειμένου να κινείται σε διαφορετικά επίπεδα και διαθέσεις. Ορκισμένος εχθρός των «κατηγοριοποιήσεων» του τύπου «μουσική για νέους, μουσική για πένθος, για χαρούλες, για το καλοκαίρι, το απόγευμα, το πρωί», ο παραγωγός απλά ακούει αυτά που επιλέγει στο σπίτι του και στο αυτοκίνητό του και ελπίζει το ακροατήριο που τον τιμά να μην έχει πρόβλημα με άλματα που μπορεί να ξεκινούν από μια φυτεία του αμερικάνικου νότου και να καταλήγουν στον Pfitzner. Εμμονές στην εκπομπή, υπάρχουν. Ακούνε στα ονόματα Bob Dylan & Beatles. Επίσης, κατά καιρούς, η Κινούμενη Άμμος γλιστράει στα Μονοπάτια του Γαλαξία. Αυτός ήταν ο τίτλος εκπομπής που έκανε ο παραγωγός «μια φορά κι’ έναν καιρό» στο πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ και κατά καιρούς επανέρχεται, με σκοτεινές ιστορίες συνοδευμένες από σκοτεινότερες μουσικές.

* * *

quicksand-o.gif

Εδώ κι άλλη Κινούμενη άμμος

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/38UEh6Y
via IFTTT

Από την ταράτσα

Το βιβλίο της άμμου #71

Η άδεια να παίζουμε στη στέγη του Ξενοδοχείου εξακολουθούσε να ισχύει παρά τα γεγονότα. Δεν είχαμε πάντως μεγάλη όρεξη. Ας σημειωθεί ότι ήταν η δεύτερη Τετάρτη του Μαΐου του 1940. Ίσως η τελευταία Τετάρτη για κάποιους από εμάς. Κάπνισα ένα τσιγάρο βηματίζοντας στη στέγη, συνήθεια την οποία είχα πιθανότατα μόνο εγώ από όλο το προσωπικό. Εγώ, που δεν ξεμύτιζα από το Ξενοδοχείο, εγώ, που κουλουριαζόμουν με αγαλλίαση στις γωνιές του, εγώ, που στους χώρους του ένιωθα προστατευμένος από τη σύγχρονη βία και τη μοντέρνα βαρβαρότητα, μόλις έβγαινα στη στέγη, είχα την αίσθηση πως πήγαινα ταξίδι. Ήταν η στέγη του κόσμου μου. Θολές εικόνες μες στη βροχή ανασύρθηκαν συγκεχυμένες από τη μνήμη μου, οι φιγούρες δύο αντρών που διασταύρωναν τα σπαθιά τους για να υπερασπιστούν την τιμή τους.

Η τιμή… Μια λέξη που μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μια άλλη, τη φρίκη.

Από κάθε πλευρά της τεράστιας αυτής πολυεπίπεδης ταράτσας είχες τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις τους γείτονες. Οι πιο μακρινοί, στο μεγάλο κτίριο του μπουλβάρ Ρασπάιγ, κυκλοφορούσαν στο σαλόνι ή στην τραπεζαρία τους. Ο πλησιέστερος, που δεν ήταν άλλος από τον Δον Χοσέ, καθόταν στο παγκάκι του μικρού υπαίθριου χώρου του οποίου είχε την επικαρπία, με όλη του την προσοχή επικεντρωμένη στο σκύλο του που σήκωνε το ποδάρι. Υπήρχε όμως άλλος ένας άνθρωπος που μου κινούσε το ενδιαφέρον. Κοντός και γεροδεμένος, φαλακρός, με συρμάτινα στρογγυλά γυαλιά. Δεν έμενε στο Ξενοδοχείο, αλλά στους δύο τελευταίους ορόφους του κτιρίου στον αριθμό 17 της οδού ντε Σεβρ, στο ισόγειο του οποίου βρισκόταν η πισίνα της Lutetia. Από την ταράτσα, τον παρακολουθούσα συχνά να κάθεται στο γραφείο του που έβλεπε σε μια από τις αυλές μας. Διάβαζε ή έγραφε. Πλήθος τα βιβλία, επισκέπτες που έμοιαζαν φοιτητές, χαρτιά παντού. Ίσως να ήταν καθηγητής. Το φως του έμενε αναμμένο μέχρι αργά τη νύχτα. Από περιέργεια, πήρα πληροφορίες για την ταυτότητά του. Πεδίο των ερευνών του ήταν η φεουδαρχική κοινωνία και οι θαυματουργοί βασιλιάδες, ενώ τα βιβλία του αποτελούσαν, όπως με διαβεβαίωσαν, έργα μεγάλου κύρους — το πιθανότερο όμως ήταν πως δεν θα τα διάβαζα ποτέ. Ήταν ιστορικός και ονομαζόταν Μαρκ Μπλοκ.

* * *

Pier Assouline, Ξενοδοχείο Lutetia, μετάφραση: Σπύρος Παντελάκης, Πόλις 2006

Ανθολόγος σήμερα, ο Γιώργος Τσακνιάς

* * *

—Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται αποσπάσματα βιβλίων που μιλούν για άλλα βιβλία, πραγματικά ή φανταστικά. Εντοπίστε σχετικά αποσπάσματα και στείλτε τα στο dimartblog@gmail.com για να γίνετε ο ανθολόγος της ημέρας

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Το βιβλίο της άμμου

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 



from dimart https://ift.tt/3r4q2ms
via IFTTT

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Κινούμενη άμμος 21.2.2021

—με τον Γιώργο Πήττα—

Με μια εξαιρετικά φορτισμένη εβδομάδα να έχει προηγηθεί, τόσο σε Κύπρο όσο και στην Ελλάδα αναζήτησα «ημερότητα».

Μικρές ιστορίες από τον Kafka, τον Robert Walser, την Sarah Kirsch, και τον Clemens Setz (ερανισμένες από το Πλανόδιον) κι ανάμεσά τους μουσικές, μουσικές που κάποιες από αυτές δεν έχουν ποτέ ξαναπαιχτεί σε ελληνόφωνο ραδιόφωνο.

Ακούστε την εκπομπή:

Playlist:

1. Songbird – Nama Dama
2. Wolf, Obscured By Snow –  Lori Goldston
3. Captain Jefferson – James Newton Howard
4. Arriving at Red River – James Newton Howard
5. Jester’s Lullaby – Nama Dama
6. Symphony No. 6 (B Minor), «Pathetique» – Pyotr Ilyich Tchaikovsky
7. Now for Some Federal News – James Newton Howard
8. In Jiro’s Room -Lori Goldston
9. Jon Lord -Bouree
10. Side A – Lori Goldston
11. «A Hard Rain’s Gonna Fall» – The Mendelssohn Choir
12. Mr. Tambourine Man – Bob Dylan Live at the Gaumont Theatre, Sheffield, UK May 16, 1966.
13. Alfred Schnittke – Story of an unknown actor
14. «Comfortably Numb» – D. Gilmour / D. Bowie / R. Wright

Κινούμενη άμμος

Κάθε Κυριακή 21.00-23.00 ζωντανά στον Astra 92,8 (Κύπρος).
Λίγες μέρες αργότερα, στο dim/art.

Μουσική. Κυρίως στις περιοχές του κλασικού ροκ και της αφροαμερικάνικης μπλουζ σκηνής.

Λόγος. Που επιδιώκει να είναι συνεκτικός και ανθρώπινος. Απέναντι όμως σε κάθε είδους διακρίσεις και ρατσισμούς.

Η Κινούμενη Άμμος βαφτίστηκε έτσι κυρίως για να παρέχει την ελευθερία που επιθυμεί ο παραγωγός της, προκειμένου να κινείται σε διαφορετικά επίπεδα και διαθέσεις. Ορκισμένος εχθρός των «κατηγοριοποιήσεων» του τύπου «μουσική για νέους, μουσική για πένθος, για χαρούλες, για το καλοκαίρι, το απόγευμα, το πρωί», ο παραγωγός απλά ακούει αυτά που επιλέγει στο σπίτι του και στο αυτοκίνητό του και ελπίζει το ακροατήριο που τον τιμά να μην έχει πρόβλημα με άλματα που μπορεί να ξεκινούν από μια φυτεία του αμερικάνικου νότου και να καταλήγουν στον Pfitzner. Εμμονές στην εκπομπή, υπάρχουν. Ακούνε στα ονόματα Bob Dylan & Beatles. Επίσης, κατά καιρούς, η Κινούμενη Άμμος γλιστράει στα Μονοπάτια του Γαλαξία. Αυτός ήταν ο τίτλος εκπομπής που έκανε ο παραγωγός «μια φορά κι’ έναν καιρό» στο πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ και κατά καιρούς επανέρχεται, με σκοτεινές ιστορίες συνοδευμένες από σκοτεινότερες μουσικές.

* * *

quicksand-o.gif

Εδώ κι άλλη Κινούμενη άμμος

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/3bYoy90
via IFTTT

Το ποίημα της εβδομάδας 17/3

Μη αποδείξιμο

—Ίλσε Τιλς—
Μετάφραση από τα αγγλικά: Γιώργος Τσακνιάς

Το σπίτι
στο οποίο ζω
το τραπέζι
στο οποίο κάθομαι
το πιάτο
από το οποίο τρώω

η γη
στην οποία περπατάω
με την παρανοϊκή
υποψία
πως είναι όλα πραγματικά:
Το σπίτι
το πιάτο
το τραπέζι
κι εγώ.

* * *

Εδώ άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/3cIiTmj
via IFTTT