Ray Bradbury, (22 Αυγούστου 1920 – 5 Ιουνίου 2012)
—της Ειρήνης Βεργοπούλου—
«….Αν είχα ανακαλύψει ότι ο Norman Mailer με συμπαθούσε, θα αυτοκτονούσα. Νομίζω παραήταν σκοτισμένος τύπος. Χαίρομαι που ούτε ο Kurt Vonnegut με γούσταρε. Είχε προβλήματα, φρικτά προβλήματα. Δεν μπορούσε να δει τον κόσμο όπως τον βλέπω εγώ. Υποθέτω ότι εγώ είμαι πολύ Πολυάννα και αυτός είναι πολύ Κασσάνδρα. H αλήθεια είναι ότι προτιμώ να βλέπω τον εαυτό μου ως έναν Ιανό […] προειδοποιώντας για το μέλλον και ζώντας ίσως πολύ στο παρελθόν, ένας συνδυασμός […] »
Κάπως έτσι περιέγραφε τον εαυτό του ο ίδιος ο Ray Bradbury, σε συνέντευξή του στο The Paris Review. Μια συνέντευξη που είχε δώσει γραπτά στις αρχές των 70ς αλλά που τότε δεν είχε δημοσιευτεί γιατί είχε θεωρηθεί «πρόχειρη», και που βελτιωμένη αναδημοσιεύτηκε το 2010.
Δεν χρειαζόταν να έχει δυο πρόσωπα όμως, όπως ο Ιανός που έλεγε. Ο αμερικάνος συγγραφέας υπήρξε ένας πολύ τυχερός, ένας ευλογημένος από την τύχη άνθρωπος, όντας μόνο ένας εαυτός, ο δικός του: εκείνος ο νεαρός με την υπερδραστήρια φαντασία από τις Μεσοδυτικές πολιτειών, αλλά πιο πολύ της Δυτικής Ακτής, που έζησε μια χαρά από τη γραφή του, ευτυχής και ικανοποιημένος, έχοντας μοιραστεί με την ανθρωπότητα τις χιλιάδες ιστορίες φαντασίας που ανάβλυζαν από το κεφάλι του. Απόλαυσε την αναγνώριση και την εμπορική επιτυχία από νωρίς και όσο ζούσε, στις ήρεμες αγκάλες της όμορφης οικογενειακής ζωής, ασκώντας ως επάγγελμα την επινόηση κόσμων: φαντασιακών, τρομαχτικών, μελλοντικών, δυστοπικών. Το πιθανότερο είναι ότι οι τραβηχτικές αφηγήσεις του, άπειρα δηλαδή διηγήματα και νουβέλες όπως το Fahrenheit 451 και άλλες, που έκαναν ευρέως αποδεκτή και αξιόμαχη στην λογοτεχνική κριτική την επιστημονική φαντασία στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, θα κατακτήσουν και τη διαχρονικότητα. How lucky can you get, really?
Ο Ray Douglas Bradbury γεννήθηκε το 1922 στο Ιλινόι, στην κωμόπολη Waugenan, που θα περνάει «μεταμφιεσμένη» συχνά στο συγγραφικό του σώμα. Ο πατέρας του ήταν τεχνικός τηλεφωνικών γραμμών. Το 1934, ύστερα από μετακινήσεις λόγω της μεγάλης κρίσης, η οικογένειά του μετακομίζει μόνιμα στο Λος Άντζελες. Ο νεαρός γιος είναι αδηφάγος αναγνώστης βιβλίων και ιστοριών από πολύ μικρός, όπως επίσης και λατρεύει το σινεμά, και περιχαρής βρίσκεται κοντά στην «πηγή» του. Αρχίζει από τα έντεκα χρόνια του να γράφει τις ιστορίες του, σε ό,τι χαρτί βρει μπροστά του. Βυθίζεται σε ατελείωτες αναγνώσεις βιβλίων, που τα βρίσκει σε βιβλιοθήκες. Ο Bradbury αγαπούσε τις βιβλιοθήκες, και σε όλη του τη ζωή υπήρξε υπέρμαχός τους, συμμετέχοντας σε εκστρατείες στήριξής τους. Φτασμένος πια, δήλωνε ότι τα κατάφερε στη ζωή του επειδή δεν πήγε να σπουδάσει σε κολέγιο, αλλά διάβασε πάρα πολλά βιβλία.
Η εφηβεία και νεότητα του θα κυλήσουν πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά στη διάρκειά του, σε ένα απροσδόκητα θα λέγαμε προστατευμένο περιβάλλον, αν αναλογιστεί κανείς την βαθιά κρίση που περνούσε τότε η Ευρώπη και όλος ο κόσμος, μέσα στη θύελλα της σύρραξης. Ο νεαρός Ray περνούσε τον χρόνο του μεταξύ αχόρταγων αναγνώσεων βιβλίων —ανακαλύπτοντας τον Wells, τον Verne, τον Poe, τον Hemingway, τα κόμικς— και παρακολούθησης ταινιών και συλλογής αυτογράφων από τους μεγάλους σταρ των στούντιο που ήταν εκεί κοντά.
Είναι έξυπνος, δραστήριος, κάνει ήδη παρέα με ηθοποιούς, θεατρικούς συγγραφείς, και άλλους που μοιράζονται το πάθος του για τις αφηγήσεις και για το εξελισσόμενο είδος της επιστημονικής φαντασίας. Σιγά σιγά ανακαλύπτει σαν αναγνώστης και τα πιο σοβαρά διαβάσματα, του κλασικούς. Εντρυφεί στη λογοτεχνία του 18ου, του 19ου και του μέχρι τότε 20ού αιώνα, στην ποίηση επίσης. Αυτά που απορροφά, τα μετουσιώνει σε ιδέες ιστοριών στο στυλ του αναπτυσσόμενου είδους της Science Fiction.
Γενικά κινείται στους κύκλους των «φαν» της λογοτεχνίας μυστηρίου και φαντασίας, κάνει φιλίες εκεί με γνωστούς ήδη συγγραφείς όπως τον Robert Henlein, ενώ έχει την υποστήριξη του Forrest J. Ackerman, που εκδίδει το περιοδικάκι Imagination. Εκεί θα έχει την πρώτη του δημοσίευση το 1938 ο νεαρότατος Bradbury, με το διήγημα «Hollerbochen’s Dilemma», ενώ ο Ackerman θα του δώσει χρήματα ένα χρόνο αργότερα για να παραστεί στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο Επιστημονικής Φαντασίας που θα γίνει στη Νέα Υόρκη, και θα χρηματοδοτήσει το περιοδικάκι του Ray, το Futuria Fantasia.
Έχοντας πάρει απαλλαγή από τον στρατό λόγω κακής όρασης, ο ανερχόμενος συγγραφέας θα περάσει την θυελλώδη για την υφήλιο επόμενη δεκαετία με διάφορες ενασχολήσεις πάντα γύρω από τη γραφή. Ήταν μέλος θεατρικής ομάδας, έγραφε κριτικές στο κινηματογραφικό περιοδικό Script, και πούλαγε τις ιστορίες του σε έντυπα ειδικευμένα στο μυστήριο και το φανταστικό, έντυπα που τότε τα θεωρούσαν δευτερεύοντα και ευτελή σε ποιότητα, τα λεγόμενα pulp.
Από το 1942 ήδη, ο Bradbury ζούσε ως επαγγελματίας γραφιάς. Καθοριστικό στην εξέλιξή του ήταν το γεγονός όταν το διήγημά του «Homecoming», που το είχε υποβάλει στο ευρείας κυκλοφορίας περιοδικό Mademoiselle, το εντόπισε ένας νεαρός συντάκτης που λεγόταν Truman Capote, και το προώθησε. Το διήγημα δημοσιεύτηκε, και κέρδισε το 1947 το πολύ έγκυρο βραβείο O. Henry. [*τι σύμπτωση αλήθεια, ο μεγάλος διηγηματογράφος O. Henry μοιράζεται την ίδια ημερομηνία θανάτου με τον Bradbury].
Εδώ όμως, σε αυτό το σημείο, θα κάνουμε μια στάση. Είπαμε ότι ο ανερχόμενος συγγραφέας είχε όλη την εύνοια της μοίρας με το μέρος του πάντα. Θα είχε ενδεχομένως εξελιχθεί ούτως ή άλλως, μα αυτό επιταχύνθηκε και διευκολύνθηκε από τις ευμενείς επιλογές της τύχης και ως προς τα προσωπικά του. Ο Bradbury ήταν ένας ήσυχος τύπος, που παντρεύτηκε την μόνη γυναίκα με την οποία έκανε δεσμό, την Marguerite Susan McClure. Στην ιστοσελίδα του, διαβάζουμε για την (τι άλλο;) μυθιστορηματική σχέση τους, που τον στήριξε μια ζωή. Η Maggie ήταν κόρη πλούσιας οικογένειας εστιατόρων, και σπούδαζε Αγγλική και Ισπανική λογοτεχνία. Στα μέσα των 40ς, είχε πιάσει δουλειά στο βιβλιοπωλείο Fowler Brothers στο κέντρο του Λος Άντζελες. Εκεί, ένα απόγευμα του 1946, πρόσεξε έναν περίεργο νέο άντρα ντυμένο με φαρδύ αδιάβροχο που περιφερόταν στα ράφια και τον θεώρησε ύποπτο για κλοπή. Του έπιασε την κουβέντα και αυτός της συστήθηκε. Ένα διήγημά του είχε πρόσφατα περιληφθεί σε συλλογή με τα καλύτερα της χρονιάς. Βγήκαν ραντεβού, τελικά παντρεύτηκαν, και έζησαν 56 ευτυχισμένα και ανέφελα χρόνια μαζί, μέχρι το θάνατό της, το 2003 —αλήθεια, πόσο συχνά άραγε διαβάζει κανείς για ευτυχισμένες ζωές και γάμους πασίγνωστων συγγραφέων;— αποκτώντας τέσσερις κόρες. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα, η Maggie συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργική πορεία και καθιέρωση του άντρα της, δουλεύοντας η ίδια μόνο τα πρώτα χρόνια, για να μπορεί αυτός απερίσπαστος να γράφει, ώσπου να βελτιωθεί το δικό του εισόδημα. Όταν εκείνη το 1949 έμεινε έγκυος, αυτός επέσπευσε την προσπάθειά του να ολοκληρώσει και να πουλήσει τα κείμενα για τον «Εικονογραφημένο άνθρωπο» και τα «Χρονικά του Άρη». Η Margaret του στάθηκε σε όλα και, εκτός των άλλων, ανέχθηκε τη μανία του για συλλογές — τα αναρίθμητα έντυπα και αντικείμενα που κρατούσε στις αποθήκες τους, μεταξύ των οποίων τα 7000 βιβλία του.
Στη δεκαετία του ’50, θα έρθει η καθιέρωση και η παγκόσμια έκτοτε αναγνωρισιμότητα. Το 1950 θα εκδοθούν τα Χρονικά του Άρη, The Martian Chronicles — μια σειρά από διηγήματα που είχαν ήδη εκδοθεί σε περιοδικά, και συνδέονται μεταξύ τους φτιάχνοντας το χρονικό του εποικισμού του Άρη από τους ανθρώπους μετά από μια ατομική καταστροφή της Γης, υποτίθεται από το 1999 ως το 2026. Στο βιβλίο απηχείται η ανησυχία του τότε κόσμου μετά τις ατομικές βόμβες και την εξέλιξη των πυρηνικών όπλων, ενώ ο επικοισμός θυμίζει υπαινικτικά την κατάκτηση της Αμερικής από τους Ευρωπαίους με τον αφανισμό των αυτοχθόνων. Η έκδοση χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τους κριτικούς, μεταξύ τους και από τον συγγραφέα Christopher Isherwood, που αμέσως κατέταξαν τον Bradbury στα σημαντικά ταλέντα της όλο και πιο σοβαρά αναγνωριζόμενης επιστημονικής φαντασίας, ενώ μεταφράστηκε αμέσως σε αρκετές γλώσσες. Στην έκδοση της Αργεντινής, τον πρόλογο τον έκανε ο Μπόρχες. Ο ίδιος ο Bradbury πάντως δεν θεωρούσε ότι έγραφε επιστημονική φαντασία, όσο ότι προσπαθούσε να αποτυπώσει μύθους στο χαρτί.
Θα ακολουθήσει ο Εικονογραφημένος Άνθρωπος (The illustrated Man)», το 1951, που ήταν και πάλι μια συλλογή διηγημάτων συνδεδεμένων μεταξύ τους γύρω από την ομώνυμη ιστορία, με θέμα τον προβληματισμό σχετικά με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και την τεχνολογία. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Bradbury δεν ήταν φανατικός υπέρμαχος της τεχνολογίας, αλλά αντίθετα είχε πολλούς φόβους και ενδοιασμούς ως προς το που οδηγούν οι μηχανές και οι υπολογιστές.
Η παντοτινή αγάπη του στα βιβλία, στο χαρτί, στις βιβλιοθήκες καταγράφηκε στη νουβέλα του Fahrenheit 451 (1952), το πιο διάσημο από όλα τα βιβλία του μάλλον. Η δυστοπική απεικόνιση ενός μέλλοντος όπου τα βιβλία καίγονται και εξαφανίζονται απηχούσε την αίσθηση της Μακαρθικής περιόδου που βίωναν τότε οι Η.Π.Α, την λογοκρισία του Στάλιν στην «αντίπερα όχθη», στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και τα κυριολεκτικά καψίματα βιβλίων από το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία. Ακόμα, ο Bradbury, ο οποίος θα διατηρούσε όπως είπαμε τη λατρεία του για τις βιβλιοθήκες για μια ζωή, είχε από πολύ νέος επηρεαστεί από την ιστορία της καταστροφής της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Επίσης, η νουβέλα είναι ένα σχόλιο και πάνω στην αρνητική επιρροή των ΜΜΕ στις αντιλήψεις των ανθρώπων και στη σκέψη τους. Η δραματική καταστροφή στο τέλος του βιβλίου από τον πυρηνικό όλεθρο αντικατοπτρίζει ξανά τη μόνιμη αγωνία του καιρού εκείνου, στον απόηχο των βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, ενώ η αχτίδα αισιοδοξίας στο τέλος είναι οι άνθρωποι που επιβιώνουν έχοντας απομνημονεύσει τη μνήμη της ανθρωπότητας, τα βιβλία, απέξω. Η βάση της νουβέλας είχε υπάρξει ένα αρχικό διήγημα με τίτλο «Ο Πυροσβέστης», που ο Bradbury είχε γράψει πάνω σε μια νοικιασμένη γραφομηχανή σε μια κεντρική βιβλιοθήκη. Με την εμφάνισή του, αμέσως το Φαρενάιτ 451 θεωρήθηκε κλασικό και επαινέθηκε, αν και όχι ομόφωνα, και συγκρίθηκε με το 1984 του Όργουελ. Συχνά μέχρι σήμερα εντυπωσιάζουν κάποιες πετυχημένες μελοντολλογικές προβλέψεις του Bradbury, όπως οι τεράστιες επίπεδες οθόνες και άλλα. Σε λίγα χρόνια από την έκδοσή του άρχισε να διδάσκεται στα Αμερικανικά σχολεία, αν και πολύ συχνά με περικοπές στη γλώσσα ανά περίσταση, ενώ έχει έρθει το ίδιο αντιμέτωπο με την απαγόρευση και την καταδίκη σε κάποιες πολιτείες των Η.Π.Α. Πασίγνωστη είναι και η βασισμένη σε αυτό ταινία του Φρανσουά Τρυφώ, από το 1966.
Ενδιαφέρουσα είναι η τοποθέτηση του διάσημου σύγχρονου συγγραφέα Neil Gaiman πάνω στο έργο αυτό του Bradbury, που γράφτηκε για τα 60 χρόνια της επετείου της πρώτης έκδοσης. Ο Gaiman θεωρεί ότι το Φαρενάιτ δεν μιλάει για το μέλλον, αλλά για το παρόν, και για το ότι παίρνουμε όλοι σαν δεδομένο πολύτιμα πράγματα του πολιτισμού μας, ενώ δεν είναι δεδομένα. Σε αυτή τη διαπίστωση, και στο ότι επιχειρείται να ερμηνευτεί το παρόν περισσότερο, ο Gaiman θα έβρισκε σίγουρα σύμφωνο τον ίδιο τον Bradbury.
Υπάρχουν πολλά κείμενα του Bradbury όπου η περιγραφή καταστάσεων του μέλλοντος αποτελεί σχόλιο στο (τότε) παρόν. Στο διήγημα «The Veldt» («Ο Βοσκότοπος»), του 1950, που πρωτοδημοσιεύτηκε στη Saturday Evening Post, και περιλήφθηκε μετά στον Εικονογραφημένο Άνθρωπο, η οικογένεια ζει σε ένα πλήρως αυτοματοποιημένο σπίτι ενώ τα δυο παιδιά δραπετεύουν σε ένα χώρο εικονικής πραγματικότητας, ενώ στην πορεία η τεχνολογία δρα εκτός ελέγχου. Στο «A sound of Thunder» του 1952, ένας ταξιδιώτης του χρόνου γυρνάει στην εποχή των δεινοσαύρων, πέφτει πάνω σε μια πεταλούδα και αλλάζει την πορεία της Ιστορίας — το διήγημα έδωσε τη βάση για τη θεωρία του χάους με το πέταγμα της πεταλούδας. Πολυάριθμες άλλες αφηγήσεις του, επί δεκαετίες, τόνιζαν όχι τόσο την απειλή από τις μηχανές και τα ρομπότ, όσο την απειλή κατά της δημιουργικότητας και της ανθρωπιάς.
Τα υπόλοιπα χρόνια, όλες οι δεκαετίες που ακολούθησαν, μέχρι να φύγει στα 91 του το 2012, ήταν διαρκώς παραγωγικά για τον αστείρευτο επινοητή ιστοριών Ray, ακόμα και αφού υπέστη εγκεφαλικό το 1999. Συμπλήρωσε 70 χρόνια συγγραφής, μεταφράστηκε σε 36 γλώσσες, κατέθεσε πολλές εκατοντάδες διηγήματα, έγραψε σενάρια για το σινεμά και την τηλεόραση (συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τον John Houston για το «Moby Dick» to 1956), βραβεύτηκε με αρκετές διακρίσεις, μέχρι και το Εθνικό Αριστείο των Τεχνών το 2004, και ακόμα συνεργάστηκε με την Disney στην δημιουργία του Epcot center. Ασχολήθηκε με πλήθος άλλων δραστηριοτήτων, πάντα γύρω από τα έργα του και τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες. Έχει επίσης αστέρι στο Χόλυγουντ, στο πεζοδρόμιο των σταρ, αστεροειδή που έχει πάρει το όνομά του, τον Bradbury 9766, βιογραφίες του έχουν γραφτεί, ενώ ένας κρατήρας ονομάστηκε Dandelion, από τη νουβέλα του Dandelion Wine (Κρασί από πικραλίδα). Και άλλες πολλές πολλές διακρίσεις. Δεν έμαθε ποτέ να οδηγεί, και έμενε στο ίδιο καλιφορνέζικο σπίτι επί δεκαετίες, περικυκλωμένος από τις συλλογές του —και τις γάτες του. Θα βρίσκονται όλα αυτά μαζί του τώρα, όπως και η Maggie του, σε κάποια άλλη διάσταση, και ακόμα σίγουρα θα χτυπά τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής.
Εδώ άλλα επετειακά
from dimart http://ift.tt/1Ul5j6g
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου