Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Τα παιδιά έχουν πάντα δίκιο

—της Μαρίας Τοπάλη—

Συνέβη όπως και με τη Δέλτα, που υπήρξε φορέας ανατρεπτικών για την εποχή της αντιλήψεων αλλά, μέσω του πατριωτισμού, αφομοιώθηκε παραμορφωτικά από τους «κυρίαρχους μηχανισμούς». Έτσι και η Ζέη, ξεκίνησε ως καρπός κομμουνιστικός, οιονεί απαγορευμένος, για να γίνει γρήγορα, με το Καπλάνι και τον Πέτρο, τυπικό μεταπολιτευτικό φετίχ, μπεστ-σέλερ με εκατοντάδες εκδόσεις και μεταφράσεις σε πλήθος γλωσσών. Η τρομερή κυρία με τα τοξωτά φρύδια δοκίμασε, από το ’60 μέχρι σήμερα, πολλές συνταγές με επιτυχία, εμβαθύνοντας ανήσυχα, τολμηρά στο θέμα της. Η «ενσωμάτωση» βέβαια των κλασικών έργων έχει διπλή όψη: εν μέρει ο ριζοσπαστισμός τους κατευνάζεται, εν μέρει έχει ήδη συμβάλει από την πλευρά του στην αλλαγή των συνειδήσεων, οδηγώντας τον πολιτισμό ένα βήμα παραπέρα. Με κάτι τέτοια κριτήρια δεν (θα έπρεπε να) απονέμονται, άλλωστε, και τα μεγάλα διεθνή βραβεία;

Όπως κάθε κλασικός, η Ζέη υπερβαίνει την κατηγοριοποίηση «παιδικό-νεανικό». Είναι απλώς ο μεγαλύτερος έλληνας συγγραφέας της Μεταπολίτευσης (οι άλλοι θα ήταν οι Χάκκας και Βακαλόπουλος, αν τους είχε δοθεί περισσότερος χρόνος). Η Ζέη (1925) μοιράζεται με τη Δέλτα, της οποίας είναι καθαρόαιμη επίγονος, την ιστορικότητα. Τα μεγάλα γεγονότα δεν συνιστούν απλώς καμβά του έργου της αλλά καθορίζουν και δίνουν νόημα στις ζωές των πρωταγωνιστών. Μοιράζεται την αγάπη «για την πατρίδα», το ρομαντικό πάθος, τη ζωή ως απόλυτο δόσιμο. Ανάλογη είναι και η επιρροή της Λάγκερλεφ, την οποία η Ζέη επίσης διάβασε και αγάπησε. Με τη Δέλτα μοιράζεται μιαν ακόμη ιδιαίτερη ποιότητα, που χαρακτηρίζει πολλούς κλασικούς συγγραφείς «για παιδιά»: χιούμορ, καθόλου σοβαροφάνεια, ούτε στις τραγικότερες εξάρσεις, καθόλου διδακτισμός, διατήρηση της οπτικής του παιδιού δίχως αραχνιασμένο «σεβασμό» και «γνώση»: απροσποίητα, ανεπιτήδευτα.

Παιδί μιας άλλης εποχής, κάνει το δύσκολο βήμα για τη δική της, αυτόνομη εγγραφή (κι ας φαίνεται εκ των υστέρων αυτονόητο). Όταν, το 1987, δημοσιεύεται η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, θέτοντας απερίφραστα ζητήματα «κομματικής ετερότητας» και «γυναικείας ταυτότητας», το τείχος του Βερολίνου μοιάζει ακλόνητο. Τα πλήθη στην Ελλάδα εξακολουθούν διψασμένα και ανήλικα να αποζητούν τον ηγέτη. Κι όμως: οι δυνατοί άντρες, οι άκαμπτοι πειθαρχημένοι καθοδηγητές γίνονται σκόνη στο βιβλίο της, μια σκόνη που την «τρώνε» κατάμουτρα κι οι ήρωες της Δέλτα. Στις αντιφατικές τους αποχρώσεις ανατέλλουν τώρα οι πολύχρωμοι κι ευαίσθητοι, με μόνη χαμηλότονη αποσκευή, στον ιστορικό κατακλυσμό που τους σαρώνει, τις ιδιορρυθμίες και τα πάθη τους.

Ότι η Ζέη είναι storyteller αειθαλής τεκμαίρεται ακλόνητα στο ύστερο έργο της. Το Η Κωνσταντίνα και οι Αράχνες της (2002) στήνει στον τοίχο τη γενιά της Αντίστασης και του Εμφυλίου, υπέρ μιας χαμένης έφηβης που φτιάχνεται με χαπάκια, δεν αντέχει την κουβέρτα που τσιμπάει και απαιτεί παγωμένο το γάλα στα δημητριακά της. Σ’ αυτή την απελπισμένη Κωνσταντίνα η Ζέη δεν αντιτάσσει καμιά διδακτική επινόηση γονεϊκής φιγούρας αλλά κάτι που το γνωρίζει από πρώτο χέρι: μιαν αντιπαθή, αυταρχική γιαγιά, ηρωίδα αντάρτισσα, φιλοσοβιετική, ανίκανη να ακούσει, να δεχτεί, να κατανοήσει. Έτοιμη να σώσει τον πλανήτη αλλά ακατάδεχτη όταν είναι να αναλάβει την ευθύνη της εγγονής που λαχταρά στοργή και φροντίδα. «Και για όσους δυσκολεύονται να το καταλάβουν», μοιάζει να λέει η μεγάλη κυρία της σύγχρονης πεζογραφίας μας, «τα παιδιά έχουνε πάντα δίκιο».

Όπως πολλοί μεγάλοι συγγραφείς έτσι και η Ζέη γράφει διαρκώς το ίδιο έργο. Όλα μαζί τα βιβλία της συνθέτουν το έπος της Αντίστασης και του Εμφυλίου, με τις δάφνες και με τα άπλυτά του, εξίσου. Τα παιδιά, με τον αφελή και απροκατάληπτο τρόπο τους, είναι οι ανατρεπτικοί φακοί της, ξεκινώντας από τις μέρες του ’30 και φτάνοντας, σχεδόν, στο 2010. Στα πρώτα χρόνια της συγγραφής της σκαλίζει και βυθομετρά, μ’ έναν ιδιαίτερο νεορεαλισμό, τα χρόνια από τη δικτατορία του Μεταξά μέχρι και την απριλιανή επταετία, συμπεριλαμβάνοντας αθηναϊκή εαμική αντίσταση και πολιτική προσφυγιά στην ΕΣΣΔ. Στα τελευταία, ανοίγει με παραμυθένια άνεση την αφήγησή της από το γραφικό Μαρούσι του ’30 μέχρι το Χολαργό και το Παγκράτι του σήμερα· από το μεταξωτό εξπρεσιονιστικό αερόστατο της Μωβ Ομπρέλας στο μεταμοντέρνο φορητό ηλεκτρονικό παιχνίδι.

Με τον Βακαλόπουλο μοιράζεται επίσης κάμποσα η Ζέη: τη γερή κινηματογραφική παιδεία (ας μην ξεχνάμε ότι σπούδασε σεναριογραφία στη Μόσχα του ’50!), έκδηλη στη γρήγορη, εναλλασσόμενη οπτικοακουστική αφήγηση∙ την γλυκόπικρη μυθοποίηση του αστικού αθηναϊκού τοπίου και τη σύνδεσή του με μια νεανική εμπειρία μέθης, σε τόνους διακριτικούς — αφού πια το γνωρίζουμε ότι οι βάρβαροι και πάλι θα διαβούνε: θα γεράσουμε, μ’ άλλα λόγια. Κουράγιο μιας ανθεκτικής παιδικής ματιάς είναι οι Θερμοπύλες της.

Δεν παραιτούμαστε στη θλίψη. Όσο υπάρχουν πιτσιρίκια, παιδιά κι εγγόνια, φυσικά και υιοθετημένα, περιστασιακά και μόνιμα, αρσενικά και θηλυκά, ενήλικα και ανήλικα, θα υπάρχει πάντα ζήτηση για μια καλή ιστορία απ’ τα παλιά. Ιστορία όχι απαραίτητα πειστική («Ψεύτη Παππού!»), δίνει το σύνθημα να ξεκινά η αρχαία τελετουργία ανακωχής ανάμεσα στο παλιό και στο νέο. Ο εμπόλεμος χρόνος αυλακώνει για να κυλήσει, σταγόνα ή ρυάκι, η ελπίδα. Η αφήγηση της Ζέη, που βγήκε στο βουνό ρίχνοντας κούκλες κουκλοθέατρου σ’ ένα σακούλι και για μεγάλο μέρος της ζωής της ανεβοκατέβαινε σ’ αεροπλάνα, τρένα και βαπόρια, είναι η φρέσκια, ολοζώντανη ελπίδα της μητρικής μας γλώσσας.

[ Πρώτη δημοσίευση το 2011, στο ένθετο για το βιβλίο της Καθημερινής ]

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/3a9Prmv
via IFTTT

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Το ποίημα της εβδομάδας 26/2

[ Το κόκκινο πιπέρι μπήγει κραυγές…]

—Ιβάν Γκολ—
Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς

Το κόκκινο πιπέρι μπήγει κραυγές
δεν κρατάει πια κρυφή τη λαχτάρα του

Ο θάμνος της βανίλιας
είναι ένα σύννεφο ηδονής

Μια θύελλα κανέλας πλημμυρίζει τον κόσμο

Το δέντρο της βροχής
mου ‘σταξε το πρώτο του δάκρυ

 

Ιβάν Γκολ, Μαλαισιακά τραγούδια, μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 2002

* * *

Εδώ άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/37YX1Pl
via IFTTT

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Το ποίημα της εβδομάδας 19/2

Ο γλάρος

—Γιάννης Σκαρίμπας—

Ώρα καλή στου απείρου την καρδιά
γλάρε µου βραδυνέ που φεύγεις – πλοίο,
μετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρά µου, ένα φωσάκι, ένα βιβλίο.

Πηγαίνεις συ… Εγώ εκπεσµένο αλαργινό
αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω·
ένα βιβλίο, ένα φωσάκι –και πονώ–
µια καµαρούλα – αδέρφι µου υψωμένο.

Κι όλο πετάς. Ώρα καλή κι έχω δουλειά
στο χούμα δω που βρέθκαν οι καημοί µου,
άσπρα να κάμω τα χρυσά µου τα µαλλιά
κι ύστερα να λυγίσω το κορμί µου.

Κι από κοντά (μην απορείς και µη ρωτάς)
σιγά θα φύγω έχω δουλειά γλάρε µου – πλοίο
ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς
σαν να ‘σαι το ανοιγμένο µου βιβλίο…

* * *

Εδώ άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/38FaUDn
via IFTTT

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Τσίκνα από τη φάρμα των ζώων

—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα

«Καλύτερα μπακούρι τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου παρά vegan την Τσικνοπέμπτη». Η ατάκα που κυκλοφορεί, μας θυμίζει τον υπόγειο «πολιτισμικό πόλεμο» που διεξάγεται αυτές τις μέρες στα στέκια διασκέδασης αλλά και στο Διαδίκτυο, ενόψει της επικείμενης αποκριάτικης γιορτής. Οι νέες «φυλές» της πόλης έχουν ήδη λάβει θέση: οι «βιγκανιστές» μποϊκοτάρουν την έξοδο της Τσικνοπέμπτης και οι κρεατοφάγοι ζητούν επιδεικτικά την οσμή από το ψημένο κρέας. Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον είναι πως η παλαιά «χορτοφαγία» δεν προβάλλεται πλέον ως ένας οικολογικός και υγιής τρόπος διατροφής ούτε ως ένα πολιτικό-κοινωνικό κίνημα. Αντίθετα, ο βιγκανισμός έχει γίνει το καινούργιο θέμα μιας ευρύτερης «θετικής μόδας». Το παράδειγμα από τη «δημοφιλή κουλτούρα» είναι ενδεικτικό: «Είμαι η Κρίστεν Λεωτσάκου, είμαι από την Αθήνα και είμαι οπαδός της “θετικής μόδας”» γράφει στο βιογραφικό της η γνωστή παίκτρια του My Style Rocks. Και συνεχίζει: «Ντύνομαι κυρίως με μεταχειρισμένα ρούχα, με ρούχα κατασκευασμένα οικολογικά και δε φοράω ρούχα από εταιρίες γρήγορης μόδας οι οποίες χρησιμοποιούν παιδιά για να κατασκευάσουν τα ρούχα τους. Ξεκίνησα να ασχολούμαι με την ηθική μόδα των οικολογικών τρόπο ζωής όταν δούλευα αεροσυνοδός και έμενα στο Ντουμπάι. […] Είμαι μέλος και σε μία ομάδα η οποία μαζεύεται στο κέντρο και δείχνει εικόνες από σφαγεία, από πειράματα σε ζώα και παίρνω μέρος στο να ενημερώσω τον κόσμο για το τι περιλαμβάνει η κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών».[1] Η Κρίστεν που «μποϋκοτάρει τα πάντα»[2] δίνει έμφαση στη σχέση ανάμεσα στον κύκλο της βίας με θύματα τα ζώα, την εργασιακή καταπίεση, την παιδική εκμετάλλευση, τη ανθυγιεινή διατροφή και το ενδυματολογικό γούστο της «γρήγορης μόδας».

Κρίστεν Λεωτσάκου

Το «οικολογικό άγχος» (eco-anxiety)[3], παράγωγο —και αυτό— της κλιματικής αλλαγής, έχει γίνει ένα είδος υπαρξιακής απειλής για πολλές και διαφορετικές κοινότητες που προσχωρούν, ολοένα και περισσότερο, στο βιγκανισμό. Παράλληλα το «πράσινο life style» δεν είναι πια στο περιθώριο αλλά στο κέντρο της καθημερινής κουλτούρας, με αντίστοιχες δίαιτες, διατροφές, συναισθήματα, πολιτικές συμπεριφορές και δράσεις μαχητικού ακτιβισμού. Για αυτό, εδώ και καιρό, στη σχετική βιβλιογραφία αλλά και στη δημόσια σφαίρα, ο βιγκανισμός έχει γίνει ένα επίδικο πολιτισμικό πεδίο, που προκαλεί διαμάχες για το αν εγγράφεται στα εναλλακτικά οικολογικά προτάγματα ή στη νέο-συντηρητική «πολιτική ορθότητα» και τη νέα καταναλωτική κουλτούρα. Όπως έδειξε άλλωστε και η πρόσφατη καμπάνια στο μετρό της Αθήνας,[4] τα όρια ανάμεσα στην ευαισθητοποίηση του κοινού και σε ένα αστικό «θέατρο της ωμότητας» είναι πολύ λεπτά. Είναι άλλο πράγμα η προτροπή να γίνει κανείς “V-educated” και άλλο η καταγγελία της κρεατοφαγίας ως δήθεν ατομικής συναίνεσης για τη μαζική θανάτωση των ζώων. Επιπλέον, ο βιγκανισμός ως νέα απόλαυση του Δυτικού κόσμου, δεν μπορεί να εξισορροπήσει την άνιση κατανομή της τροφής στον Τρίτο Κόσμο. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο πως η εργατική τάξη είναι έτοιμη να υποστηρίξει το βιγκανισμό με μια θεαματική «απεργία πείνας» απέναντι στον καπιταλισμό.

Grace Heejung Kim, «Climate Anxiety»

Στο λεξικό της Οξφόρδης, ήδη από το 2014 προστέθηκε η λέξη flexiterian. Η λέξη προσπαθεί να αποδώσει αυτή την ενδιάμεση κατάσταση των ανθρώπων που συνδυάζουν περιστασιακά τη φυτική διατροφή με την κρεατοφαγία, χωρίς να ανάγουν υποχρεωτικά σε δόγμα την επιλογή τους∙ και πάντως, χωρίς να αποκλείουν άλλες ομάδες από τις συναναστροφές τους. Όσοι λοιπόν δεν έχουν προσχωρήσει με φανατισμό σε κάποια διατροφική «σέχτα», καταλαβαίνουν πως δεν υπάρχει ηθική ανωτερότητα στην τροφή. Αντίθετα, αυτό που θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει είναι αφενός μεν η διάδοση των προϊόντων με φυτική προέλευση, αφετέρου δε η μέριμνα για την αξιοπρεπή ζωή αλλά και τον ανώδυνο θάνατο των ζώων που προορίζονται για την αγορά κρέατος. Η επίσης ενδιαφέρουσα συζήτηση, άλλωστε, για το αν τα ζώα έχουν ή δεν έχουν δικαιώματα, δεν αναιρεί το γεγονός ότι εμείς έχουμε υποχρεώσεις απέναντί τους, ιδίως σε ό,τι αφορά τις πράξεις που οδηγούν, με επώδυνο, βίαιο και βάναυσο τρόπο, στη θανάτωσή τους. (Για αυτό υπάρχουν και οι σχετικοί νόμοι, που προβλέπουν ποινές για την κακοποίηση των ζώων). Δεν χρειάζεται ο βιγκανισμός, επομένως, για να μας υπενθυμίσει πως βγαίνει ακόμα πολλή τσίκνα από τη βιομηχανική φάρμα των ζώων. Πολλοί, χορτοφάγοι και κρεατοφάγοι, συμφωνούν σήμερα πως οι διεκδικήσεις τους πρέπει να επικεντρωθούν σε ένα «πράσινο New Deal». Σε όλη την Ευρώπη, η πολιτική οικολογία κάνει ξανά και δυναμικά την εμφάνισή της. Και, αυτή τη φορά, μοιάζει να έρχεται από το μέλλον.

[1] https://www.happytv.gr/kristen-leotsakoy-viografiko-kai-ilikia-my-style-rocks/

[2] https://www.youtube.com/watch?v=UAxWJu9HUnw&feature=youtu.be

[3] https://time.com/5735388/climate-change-eco-anxiety/

[4] https://www.cnn.gr/news/ellada/story/147785/des-poion-efages-simera-antidraseis-gia-tin-vegan-kampania-sto-metro

* * *

* Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/326cKLd
via IFTTT

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Ο δεκάλογος του συγγραφέα

Ο Αουγκούστο Μοντερόσο γεννήθηκε στην Ονδούρα το 1921. Το 1936 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Γουατεμάλα, από την οποία καταγόταν ο πατέρας του. Εκεί δημοσίευσε τα πρώτα του διηγήματα. Το 1944 συνελήφθη από το καθεστώς του Jorge Ubico για την αντιδικτατορική του δράση και εξορίστηκε στο Μεξικό. Έζησε μερικά χρόνια στη Βολιβία και στη Χιλή, ως διπλωματικός εκπρόσωπος της επαναστατικής κυβέρνησης που ανέτρεψε τον Ubico, και το 1956 εγκαταστάθηκε οριστικά στο Μεξικό και αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Πέθανε το 2003.Ο Κάρλος Φουέντες, με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων του Μοντερόσο Το μαύρο πρόβατο και άλλες ιστορίες, έγραψε: «Φανταστείτε τα φανταστικά όντα του Μπόρχες να πίνουν τσάι με την Αλίκη. Φανταστείτε τον Τζόναθαν Σουίφτ και τον Τζέιμς Θέρμπερ να ανταλλάσσουν σημειώσεις. Φανταστείτε έναν βάτραχο από την επαρχία Καλαβέρας, ο οποίος έχει διαβάσει στα σοβαρά τον Μαρκ Τουέιν. Αυτός είναι ο Μοντερόσο».

Ο Παναγιώτης Πούτος μεταφράζει τον «Δεκάλογο του συγγραφέα» του Αουγκούστο Μοντερόσο για το dim/art και τη στήλη «Οίνος φιλολόγους ποιεί».

Αουγκούστο Μοντερόσο και Χούλιο Κορτάσαρ

* * *

Ο δεκάλογος του συγγραφέα

—Αουγκούστο Μοντερόσο—Μετάφραση: Παναγιώτης Πούτος

Πρώτο.

Όταν έχεις κάτι να πεις, πες το· όταν δεν έχεις, κάνε το ίδιο. Γράφε συνέχεια.

Δεύτερο. 

Μην γράφεις ποτέ για τους σύγχρονούς σου και σε καμία περίπτωση, όπως κάνουν τόσοι πολλοί, για τους προγόνους σου. Κάνε το για τις επόμενες γενιές, στις οποίες χωρίς αμφιβολία θα είσαι διάσημος, καθώς είναι γνωστό ότι οι μεταγενέστεροι πάντα αποδίδουν δικαιοσύνη.

Τρίτο. 

Σε καμία περίπτωση μην ξεχνάς την περίφημη ρήση: «Στη λογοτεχνία δεν έχει γραφτεί τίποτα».

Τέταρτο.

Αυτό που μπορείς να πεις με εκατό λέξεις πες το με εκατό λέξεις· αυτό που μπορείς με μία, πες το με μία. Ποτέ μην καταφεύγεις στη μέση οδό· έτσι, ποτέ δεν θα γράψεις τίποτα με πενήντα λέξεις.

Πέμπτο. 

Αν και μπορεί να μην φαίνεται, το να γράφεις είναι μια τέχνη· το να είσαι συγγραφέας σημαίνει να είσαι ένας αρτίστας, όπως ο ακροβάτης ή όπως ο κατ’ εξοχήν μαχητής, δηλαδή αυτός που παλεύει με τη γλώσσα· για αυτή τη μάχη να εξασκείσαι μέρα και νύχτα.

Έκτο. 

Εκμεταλλεύσου όλα τα μειονεκτήματα, όπως η αϋπνία, η φυλακή ή η φτώχεια· η πρώτη έκανε τον Μποντλέρ, η δεύτερη τον Πελίκο και η τρίτη όλους τους φίλους σου συγγραφείς· απόφυγε λοιπόν το να κοιμάσαι όπως ο Όμηρος, την ήρεμη ζωή ενός Βύρωνα ή το να κερδίζεις τόσα πολλά όπως ο Μπλουά.

Έβδομο. 

Μην κυνηγάς την επιτυχία. Η επιτυχία κατάστρεψε τον Θερβάντες, που μέχρι τον Δον Κιχώτη ήταν τόσο καλός μυθιστοριογράφος. Αν και η επιτυχία είναι πάντα αναπόφευκτη, δοκίμασε μια γερή αποτυχία πού και πού προκειμένου να στενοχωριούνται οι φίλοι σου.

Όγδοο.

Δημιούργησε ένα ευφυές κοινό, το οποίο μπορείς να εξασφαλίσεις περισσότερο ανάμεσα στους πλούσιους και τους ισχυρούς. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα σου λείψουν ούτε η κατανόηση ούτε η ενθάρρυνση, που προέρχονται από αυτές τις δύο μόνο πηγές.

Ένατο. 

Πίστευε σε εσένα, αλλά όχι πολύ· αμφίβαλλε για τον εαυτό σου, αλλά όχι πολύ. Όταν νιώθεις αμφιβολία, πίστευε· όταν πιστεύεις, αμφίβαλλε. Σε αυτό εντοπίζεται η μοναδική αληθινή σοφία που μπορεί να συνοδεύει ένα συγγραφέα.

Δέκατο. 

Προσπάθησε να λες τα πράγματα με τρόπο που ο αναγνώστης να νιώθει πάντα ότι κατά βάθος είναι το ίδιο ή περισσότερο ευφυής από εσένα. Μερικές φορές φρόντισε ώστε να είναι πραγματικά έτσι· όμως, για να το πετύχεις αυτό, πρέπει να είσαι πιο ευφυής από τον αναγνώστη.

Εντέκατο. 

Μην ξεχνάς τα συναισθήματα των αναγνωστών. Γενικά είναι το καλύτερο που διαθέτουν· δεν είναι όπως εσύ, που τα στερείσαι, αφού διαφορετικά δεν θα προσπαθούσες να μπεις σε αυτή τη δουλειά.

Δωδέκατο. 

Πάλι ο αναγνώστης. Όσο καλύτερα γράφεις, θα έχεις περισσότερους αναγνώστες· όσο τους δίνεις έργα κάθε φορά πιο εκλεπτυσμένα, τα δημιουργήματά σου θα αρέσουν σε έναν μεγαλύτερο κάθε φορά αριθμό ανθρώπων· αν γράφεις για τη μάζα, ποτέ δεν θα γίνεις διάσημος και κανείς δεν θα προσπαθήσει να σου αγγίξει το σακάκι στο δρόμο ούτε θα σε δείξει με το δάχτυλο στο σουπερμάρκετ.

 

 

Ο γράφων δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να αποκλείσει δύο από αυτές τις δηλώσεις και να μείνει με τις υπόλοιπες δέκα.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Οίνος φιλολόγους ποιεί

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/2u0HCA4
via IFTTT

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020

Το ποίημα της εβδομάδας 12/2

Νουβέλα

—Άντριεν Ριτς—
Μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Δύο άνθρωποι σ’ ένα δωμάτιο συζητούν έντονα.
Ο ένας σηκώνεται, βγαίνει να περπατήσει.
(Αυτός είναι ο άντρας).
Ο άλλος πάει δίπλα
και πλένει τα πιάτα· σπάει ένα.
(Αυτή είναι η γυναίκα).
Έξω σκοτεινιάζει.
Τα παιδιά τσακώνονται στη σοφίτα.
Δεν της έμεινε αίμα στην καρδιά.
Ο άντρας γυρίζει, το σπίτι σκοτεινό.
Το μόνο φως, στη σοφίτα.
Ξέχασε το κλειδί του.
Χτυπάει την ίδια του την πόρτα
κι ακούει λυγμούς στις σκάλες.
Ανάβουν στο σπίτι τα φώτα.
Η πόρτα κλείνει πίσω του.
Έξω απομονωμένα σαν τον κάθε νου
ανάβουν και τ’ αστέρια.

* * *

Εδώ άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 



from dimart https://ift.tt/2tTZJYw
via IFTTT

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Ένα πρωινό Δευτέρας σαν όλα τ’ άλλα

Αυτό δεν είναι τραγούδι #1453
Dj της ημέρας, η Κατερίνα Επιτροπάκη

— Μαμά, φεύγω-φεύγω. Δεν το θέλω το σάντουιτς.
— Μα θα φύγεις νηστική;
— Δεν πεινάω, το στομάχι μου είναι κόμπος. Φεύγω σου λέω, θ’ αργήσω.
— Πρώτη ώρα γράφετε διαγώνισμα; Μα έλα, βάλτο στην τσάντα, το τρως μετά.
— Ναι πρώτη ώρα. Άσε με βρε μαμά, δε θέλω είπα, φάτο εσύ.
— Καλή επιτυχία! Να προσέχεις

Το απότομο μπαμ που ακούστηκε από το νευρικό κλείσιμο της πόρτας δεν της άφησε καμιά αμφιβολία πως η μικρή ούτε που άκουσε τα τελευταία της λόγια.

Ασυναίσθητα σχημάτισε με το δεξί της χέρι έναν μεγάλο σταυρό στον αέρα. «H Παναγιά  μαζί σου», ψιθύρισε, σχεδόν χωρίς ήχο.

Ανασκουμπώθηκε. Άρχισε να βάζει πρόγραμμα στις δουλειές της: Πρέπει ν’ αερίσει τις κρεβατοκάμαρες, να αλλάξει σεντόνια στα κρεβάτια. Ο ουρανός από το παράθυρο δείχνει καθαρός, δεν θα βρέξει, ευκαιρία να βάλει πλυντήριο. Ακούστηκε το σφύριγμα της χύτρας από την κουζίνα, σε κανένα εικοσάλεπτο θα είναι έτοιμο το κοκκινιστό. Πρέπει να τα προλάβει όλα νωρίς, στις δέκα πρέπει να ’χει φύγει για το σπίτι της πεθεράς, να την πάει στον γιατρό για την εξέταση.«Θα ’χουμε γυρίσει πριν τις δωδεκάμιση; Μήπως  να βράσω από τώρα και τα μακαρόνια; Θα πρέπει να πεταχτώ και σουπερ μάρκετ, τελειώνει ο καφές. Γυρνώντας να περάσω κι απ’ το καθαριστήριο και…. Τι άλλο; Κάτι ακόμα πρέπει να θυμηθώ… Πρέπει να …Τι;»

Για μια στιγμή στάθηκε αποσβολωμένη στη μέση του μικρού διαδρόμου που οδηγεί στην κουζίνα. Το βλέμμα της έπεσε  στο είδωλό της στον ολόσωμο καθρέφτη που βρισκόταν στον απέναντι τοίχο.

Είδε μια μορφή που αισθάνθηκε πως δεν την αναγνώριζε. «Ποια είναι αυτή η κουρασμένη γυναίκα με την τριμμένη ρόμπα πάνω από τις πιτζάμες; Πού είμαι εγώ; Πού κρύφτηκα; Έγινα αόρατη; Δεν με βλέπει κανείς; Όχι, όχι, δεν κατοικώ εκεί μέσα, σ’ αυτό το σώμα. Δεν είμαι εγώ αυτή. Δεν την γνωρίζω».

Ανατρίχιασε. Το σφύριγμα της χύτρας ακουγόταν πια στ’ αυτιά της σαν σειρήνα ασθενοφόρου. Κρατήθηκε από τον ξύλινο καλόγερο που βρισκόταν στον πλαϊνό τοίχο, όμως ένοιωσε πως αυτός μετατρεπόταν σε μια σκοτεινή φιγούρα και τα κρεμαστάρια του σε πλοκάμια που προσπαθούσαν να την εγκλωβίσουν.

Έκλεισε  τα μάτια πιέζοντας με τα δυο της χέρια τους κροτάφους με τέτοια δύναμη, λες και θα ήταν δυνατόν να ξαναπλάσει  το σχήμα του κεφαλιού της. Χαλάρωσε την πίεση, καθώς μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της μέχρι κάτω, στα καρφωμένα στο πάτωμα πόδια της. Για λίγο αισθάνθηκε πως το υλικό της ήταν τσιμέντο, θα ’μενε για πάντα ακινητοποιημένη εκεί, στη μέση ενός μισοσκότεινου διαδρόμου.

Δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει τον χρόνο που πέρασε. Θα μπορούσε να ήταν ελάχιστα δευτερόλεπτα ή και πολλά εικοσιτετράωρα. Το ντριν του τηλεφώνου σαν να την ξύπνησε από λήθαργο. Κινήθηκε τρέχοντας.

«Παρακαλώ; Μάλιστα. Όχι, όχι ευχαριστώ, δεν μας ενδιαφέρει, έχουμε ήδη συμβόλαιο ασφάλισης  κατοικίας».

* * *

Ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com
για να γίνετε ο Dj της ημέρας.

* * *

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/37bwUEB
via IFTTT

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

Οικογενειακό δείπνο

—της Εύης Τσακνιά—

Μιλώντας για τα παιδικά του χρόνια σε μια τηλεοπτική συνέντευξη του 1979, την οποία ανέβασε προχθές ο Independent, ο Κερκ Ντάγκλας αντιπαρέρχεται γρήγορα τις μελό ερωτήσεις περί των φτωχικών παιδικών του χρόνων, γιατί δεν θεωρεί τη φτώχεια κατόρθωμα. «Εβραίοι μετανάστες από τη Ρωσία ήμασταν», λέει, «τι περιμένατε; Εξάλλου δεν ήμασταν μόνο εμείς πάμφτωχοι, είναι πάρα πολλοί σε όλον τον κόσμο» — και με την ευκαιρία τα χώνει στους πολιτικούς, λέγοντας πως θα έπρεπε να είναι το πρώτο τους μέλημα η εξάλειψη της ακραίας φτώχειας. Επιλέγει λοιπόν μια ανάμνηση από την εκείνη την εποχή, που δίνει ακριβώς το στίγμα της θαρραλέας και εκρηκτικής προσωπικότητάς του και σίγουρα του χιούμορ του, με τον ανάλαφρο και κινηματογραφικό τρόπο που την διηγείται.

Ο Κερκ με τον πατέρα του, με τη μητέρα του και με τις αδερφές του

Η σκηνή έχει ως εξής: όλη η οικογένεια Ντανιέλοβιτς βρίσκεται συγκεντρωμένη γύρω από το τραπέζι πίνοντας τσάι. Ο ίδιος,10 χρόνων τότε, οι έξι αδερφές του,η μητέρα τους και ο «χωριάτης και αγριωπός» πατέρας τους, όπως τον περιγράφει στη συνέντευξη, σε μια από τις σπάνιες φορές που καθόταν μαζί τους, πίνει το τσάι του σε γυάλινο ποτηράκι, όπως το πίνουν οι Ρώσοι, ενώ ταυτοχρόνως δαγκώνει και ένα κύβο ζάχαρης.

Βρίσκεται ως συνήθως σε κακή διάθεση και όλοι παραμένουν σιωπηλοί, τρέμοντας μια πιθανή έκρηξή του.

Λες και αυτή η σκηνή συμπύκνωνε όλη την πατρική καταπίεση, λες και ήταν αυτό το εκκωφαντικό κρακ της ζάχαρης καθώς θρυμματιζόταν από τα δόντια του πατέρα, που πυροδότησε την αντίδραση του μικρού Κερκ να πάρει ένα κουταλάκι, να το γεμίσει με καυτό τσάι και τσακ, σαν να έριχνε με σφεντόνα, να σημαδέψει και να εκσφενδονίσει το υγρό πυρ στη μούρη του έκπληκτου πατέρα.

Και ήταν τόσο συνεπαρμένος από την τόλμη του, που δεν τον ένοιαξε καθόλου που το επόμενο δευτερόλεπτο ο πατέρας του τον άρπαξε,τον στροβίλισε στον αέρα και τον πέταξε στον τοίχο.

Αν και αφηγείται το περιστατικό γελώντας, έχει πλήρη επίγνωση ότι δεν ήταν καθόλου πλάκα,αλλά ρισκάριζε σοβαρά τη ζωή του με την του πράξη αυτή,η οποία τον έκανε φυσικά να αισθανθεί πολύ γενναίος και περήφανος για τον εαυτό του, χωρίς να έχει αλλάξει γνώμη έκτοτε.

Εκείνη την κομβική ημέρα, ο μικρός Ισούρ Ντανιέλοβιτς έγινε ο Κερκ Ντάγκλας. Δεν ήταν πια «ο γιος του ρακοσυλλέκτη», όπως τον φώναζαν στη γειτονιά. Ήταν ήδη ο Κερκ Ντάγκλας που θα κατακτούσε σε λίγα χρόνια με την τέχνη του την συντηρητική και ξενοφοβική Αμερική και που η φήμη του θα έφτανε ως την άκρη του κόσμου.

Ακούγοντας αυτήν τη συνέντευξη του Κερκ Ντάγκλας, δεν μπόρεσα να μην θυμηθώ μια άλλη σχετική περίπτωση στην άλλη άκρη του κόσμου,στη Ρωσία, γύρω στα τέλη 19ου αιώνα.
Ο Αντόν Τσέχοφ, επιπλήττοντας τον μεγαλύτερο αδερφό του Αλεξάντερ για την άσχημη συμπεριφορά του προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του, του θύμισε την τυραννική συμπεριφορά του πατέρα τους προς τη μητέρα τους.

Οικογένεια Τσέχοφ

«Να σου υπενθυμίσω», του είπε, «πως απ’τη μια ο δεσποτισμός του πατέρα μας και από την άλλη τα ψέμματά του κατέστρεψαν τα νιάτα της μάνας μας και βανδάλισαν την παιδική μας ηλικία, σε σημείο που, και σήμερα ακόμα, μόνο που τα σκέφτομαι αρρωσταίνω. Θυμήσου τον τρόμο και την αηδία που νοιώθαμε γι’αυτόν όταν ξέσπαγε σ’εκείνες τις φοβερές κρίσης οργής στο τραπέζι την ώρα του δείπνου,για ασήμαντες αφορμές. Όπως ,ας πούμε,γιατί είχε πολύ αλάτι η σούπα. Που πέταγε κάτω το πιάτο και φώναζε τη μάνα μας ηλίθια.

Βέβαια,ο ευγενής και λεπτεπίλεπτος Τσέχοφ δεν ήταν ο Κερκ. Φυσικά δεν έχουν κανένα νόημα αυτές οι συγκρίσεις, αλλά να, δεν μπορώ να μην φαντάζομαι την σκηνή, που θα μπορούσε να είναι σκηνοθετημένη απ’τον Μπέργκμαν, όπου ο μικρός Αντόν, σηκώνεται αργά από το τραπέζι κρατώντας το πιάτο του, πλησιάζει ήρεμος τον οργισμένο πατέρα και τον περιλούζει με την καυτή σούπα.

Ας μείνουν όμως αυτά τα δυό περιστατικά στη θέση τους στην ιστορία, εκεί που είναι και όπως ακριβώς είναι. Για τα αμέτρητα πιθανά διαφορετικά σενάρια, υπάρχει ευτυχώς η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος, που φρόντισαν να εμπλουτίσουν μοναδικά οι μάρτυρες και πρωταγωνιστές αυτών των οικογενειακών δείπνων.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις στην κατηγορία Σινεμά

Το dim/art στο facebook
Το dim/art στο twitter
instagram-logo
img_logo_bluebg_2x


from dimart https://ift.tt/2SchR9b
via IFTTT

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Το ποίημα της εβδομάδας 6/2

Σονέτο 5
—Κωνσταντίνος Θεοτόκης—

Το σπάνιο μπλάβο ρόδο που μπροστά σου
Στην ερμιά, μες στ’ αγκάθια του κλεισμένο
Το είδες, φαινότουν να σου λέει: «Προσμένω
Τ’ άσπρο σου χέρι να με κόψει. Στάσου!»
Το τήραξες, κυρά, κι ολόγυρά σου
Τ’ άχραντο βλέμμα ρίχνεις το βλοημένο
Κι όλο τον κάμπο βλέπεις ανθισμένο
—Γεννά λουλούδια η γη για τη χαρά σου—
Και παίρνεις από τούτα και τ’ αφήνεις,
Γιατί φοβάσαι μήπως σ’ αγκυλώσει
Μονάχα ακόμη μια ματιά του δίνεις
—Πόνος αψύς μπορεί να σε λιγώσει—
Πέρα στο λόγγο η ροδαριά εξεράθη:
Καημένο μπλάβο ρόδο που εμαράθη!

* * *

Άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/2unSS9Y
via IFTTT