Αυτό δεν είναι τραγούδι #733
Dj της ημέρας, η Χριστίνα Παπαβασιλείου
Έκανε ζέστη. Πολύ ζέστη. Να καίγονται τα πατώματα. Είχα λοιπόν την φαεινή ιδέα, να κατέβω στην παραλία. Πήρα πετσέτα, βιβλίο, παγωμένο νερό, τσιγάρα κι ήδη είχα αρχίσει να φτιάχνω διάθεση εν αναμονή των χαλαρών, δροσερών ωρών που θα ζούσα. Γιατί τι ζητάει ο άνθρωπος, κάτι τέτοια απλά είναι που αξίζουν στην ζωή. Φτάνω, ξαπλώνω by the sea, ανοίγω το βιβλίο μου και αρχίζει η δόση ευτυχίας που μου αντιστοιχεί στον καυτό τούτο κόσμο. Φευ, πριν καν γυρίσω σελίδα, βομβαρδίζομαι από αμμόμπαλα που μου πετάει τετράχρονος μπόμπιρας. Του χαμογελώ, με ελαφρά αποκάλυψη των κυνοδόντων μου, μην το ξανακάνεις, του λέω, για να του δώσω χρόνο να σημαδέψει καλύτερα και να με πετύχει στο δεξί φρύδι. Αγριοκοιτάζω και το παιδί και την περήφανη μανούλα πίσω του. Παιδί είναι, μου λέει. Σοκαρισμένη απ την αποκάλυψη, δεν προλαβαίνω να προφυλαχτώ από την ευθύβολη ριπή που με κάνει συμμετρική αφού πέτυχε και το αριστερό φρύδι. Παιδί είναι, απαντώ, αλλά όχι δικό μου και σιγά σιγά με θάβει, μήπως να του πείτε κάτι; Μα παίζει, απαντά. Δίνω τόπο στο παιχνίδι του, ψιλοσκάβω κι ένα ανάχωμα μπας και γλιτώσω και γυρίζω άλλη μια σελίδα, όταν ακούω κραυγή σπαραξικάρδια. Αναξίμανδρεεεεεεέ, μηηηηη παιδί μου θα χτυπήσεις εκεί, θα χτυπήσεις! Όλα αυτά χωρίς η τραγική μάνα να έχει κουνήσει χιλιοστό από την ξαπλώστρα της, πέραν του να τινάξει την στάχτη από το τσιγάρο της. Ο Αναξίμανδρος κωφεύει επιδεικτικώς, ‘ντάξει έχει τα δίκια του, κι εγώ με τέτοιο όνομα θα αποκτούσα επιλεκτική ακοή, γυρίζοντας προς την αδελφή του στην οποία σκάει μια μεγαλειώδη σφαλιάρα. Περιέργως ή λόγω πολλαπλών τέτοιων επαναλήψεων, η αδελφή έχει αποκτήσει εκπληκτικά αντανακλαστικά κι αρχίζει να πατάει τσιρίδες πριν καν ακουστεί το κλατς της σφαλιάρας. Μαμάααααα, πες του, ολοφύρεται, σε υπερηχητικούς τόνους, η μαμά δεν του λέει, λέει όμως στις διπλανές της μανάδες το τι ζει μόνο αυτή το ξέρει, ηρωίδα και βάλε, το στόμα της μικρής πάει ροδάνι, τον ασταμάτητο, που με χτύπησε και πονάω και τώρα θα δεις, αλλά δεν βλέπει αυτή, βλέπω εγώ, γιατί αστόχησε ή μάλλον δεν βλέπω γιατί έχω φάει πάλι μια χούφτα άμμο, ενώ επιτέλους η ηρωίδα μάνα αναφωνεί, μην χτυπάς την Ίρις (άκλιτο), έλα εδώ που σου λέω και να δεις τι σου έχω εγώ, ενώ του κουνάει καινούργιο παιχνίδι. Με λίγα λόγια, «τσάκισε την στο ξύλο κι όσο την δέρνεις, εγώ θα σου δίνω παιχνίδια». Υπάκουα ο Αναξίμανδρος της γυρίζει πλάτη απαξιώντας το όποιο παιχνίδι κι αρχίζει να πλέει κατά τα βαθιά. Δεύτερο δράμα, Αναξιμανδρεεεεέ, έλα έξω, πιο έξω, θα σε πάρω και θα φύγουμε. Ω ναι, σκέφτομαι, υπάρχει ελπίδα.
Μετά από μία ώρα και ένα τέταρτο βέβαια που η επωδός της απειλής έχει χάσει κάθε νόημα, χάνω και πάσα ελπίδα ότι θα φύγουν, ενώ αναρωτιέμαι αν το βιβλίο που έχω διαλέξει είναι πολύ δύσκολο γιατί δεν καταλαβαίνω λέξη, ο Αναξίμανδρος εδέησε να βγει στην στεριά, παπαριασμένος και παστός. Και ήρεμος. Ωραία λέω, για να ξαναπιάσω την παράγραφο, να δω τι θέλει να πει ο συγγραφέας. Αμ δε, ότι θέλει και να πει θα μείνει μυστήριο. Παιδάκι δίπλα μου, ηλικίας τετάρτης δημοτικού με διάπλαση που δεν την λες και του Κούρου και με δίπλες που θα τις ζήλευε το ανθρωπάκι της Michelin, έχει στο ένα χέρι μια υπερμεγέθη φρατζόλα με το μισό ψυγείο μέσα και γκρινιάζει γιατί το σακουλάκι με τα πατατάκια που κρατάει στο άλλο χέρι είναι μικρό και δεν είναι το γίγας. Κι αφού τρώει όλο αυτό κι έχει λυσσάξει από το αλάτι και τις σάλτσες, η μανούλα που κοιτάει το καμάρι της και του λέει πόσο μπόι θα ρίξει, δίμετρος θα γίνει, ύψος είναι όλο αυτό, του δίνει και μια κόκα κόλα, γιατί δίψασε. Του λίτρου. Ε ναι, είναι γνωστό τοις πάσι, το νερό κάνει κακό! Και καπάκι, ο μικρός Βούδας βουτάει στην θάλασσα, ενώ εγώ παρατάω βιβλίο και τον κοιτάω με αγωνία να απλώνεται στ’ ανοιχτά, προσπαθώντας να ανασύρω από την μνήμη μου τις πρώτες βοήθειες για πνιγμό που είχα μάθει το πάλε ποτέ στον Ερυθρό Σταυρό. Έχω αγχωθεί. Εγώ. Η μάνα του καθόλου, η οποία μετά από κανά εικοσάλεπτο, τον φωνάζει να βγει για να φύγουνε γιατί τους περιμένει η γιαγιά για φαγητό!
Ταυτόχρονα το μάτι μου πιάνει από τις σκάλες να κατεβαίνουν δύο μανάδες, πέντε παιδιά, τέσσερις σακούλες Jambo μεγέθους αντίσκηνο που αδειάζοντάς τες γεμίζει ο τόπος με κουβαδάκια, τσουγκράνες, φτυαράκια όλων των μεγεθών, μικρά σερφ, ρακέτες, μπάλες, έναν φουσκωτό κροκόδειλο, έναν φουσκωτό δεινόσαυρο, μπουκάλια, μπουκαλάκια, σωσίβια, κούκλες, ένα λούτρινο σκυλί και κορύνες του μπόουλινγκ. Υπομονή, ψιθυρίζω σε αόρατους ακροατές, θα παίξουν με τα ρημάδια και θα απασχοληθούν. Έπαιξαν. Κάτι έφηβοι που ήταν παραπέρα. Έχτισαν ένα ωραιότατο κάστρο με πολεμίστρες, τάφρο και με απ όλα, που οι μικροσκοπικοί Οίνοι διέλυσαν με πολεμικές ιαχές. Παραμένω στην ίδια σελίδα, το κείμενο τελικά πρέπει να είναι σε γραμμική Α γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα. Για την ακρίβεια δυσκολεύομαι να ακούσω και την ίδια μου την σκέψη γιατί τώρα οι μικροί βάρβαροι ολοφύρονται γιατί καταστράφηκε το κάστρο.
Ναι, τα παιδιά είναι ευτυχία. Απλώς την νιώθεις καλύτερα στην απουσία τους κι όταν γύρω στις οχτώ το βράδυ που έφυγαν, πήγα και έκατσα στον μόλο, χωρίς βιβλίο, -η μάχη είχε χαθεί ολοσχερώς- απλώς μόνο για να κοιτάξω την θάλασσα. Ακούγοντας τα κύματα, κατάλαβα ότι δεν είχα χάσει την ακοή μου. Για την όποια ικανότητα σχηματισμού σκέψης, δεν είμαι και τόσο σίγουρη.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Billy Stewart, Χριστίνα Παπαβασιλείου
from dimart http://ift.tt/29j70nj
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου