Αυτό δεν είναι τραγούδι #730
Dj της ημέρας, ο Γιώργος Τσακνιάς
Χίλια εννιακόσια ενενήντα λίγο, στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, κόλλησα ρεμπετίτιδα από τον συγκάτοικό μου τον Γιάννη. Έπαιζε αυτός, πήρα λοιπόν κι εγώ —ο μέχρι τότε αποκλειστικά ψυχεδελικός και μπλουζ κιθαρίστας, ασούμε— έναν μπαγλαμά κι έναν τζουρά και δώσ’ του ντρίγκι ντρίγκι όλη τη μέρα. Το σήκωνε και το σκηνικό, η αυλή δηλαδή στην οδό Αχιλλέως (στο «εξεζητημένα αισχρό σπίτι» σύμφωνα με τον θείο Τζίμη), όπου μέναμε, στην προαναφερθείσα Άνω Πόλη.
Παίζαμε με τον Γιάννη και μάθαινα. Η μόνη δυσκολία ήταν αυτό το γαμωζεϊμπέκικο. Αρκετοί φίλοι —ρεμάλια τελειωμένα—, από αυτούς που συνωστίζονταν τα βράδια στην αυλή μας, κόντεψαν να σκοτωθούν ή να σπάσουνε κάνα πόδι στη μάταιη προσπάθειά τους να χορέψουν, ενώ εγώ πάλευα φιλότιμα το χώσω το ένατο όγδοο στη σωστή του θέση.
Έγινε κι αυτό κάποτε, εν πάση περιπτώσει, και τότε ο Γιάννης έκρινε ότι ήμασταν έτοιμοι να προχωρήσουμε στην ίδρυση κομπανίας που θα κατακτούσε τη ρεμπέτικη σκηνή της Άνω Πόλης, των Σαράντα Εκκλησιών και ίσως και των Συκεών. Όπερ και εγένετο, με την προσθήκη άλλων δύο μελών. Η τετραμελής κομπανία μας (μπουζούκι, τζουράς, μπαγλαμάς, κιθάρα — και τέσσερις γαϊδουροφωνάρες) έκανε τεράστια καριέρα για μερικούς μήνες, με ρεπερτόριο αυστηρά και πουριτανικά ρεμπέτικο (κοινώς, χασικλίδικα και άλλα άσματα του υποκόσμου), εμφανιζόμενη σε ταβέρνες (συνήθως αφιλοκερδώς), σε διάφορα ιβέντ (αλληλεγγύης; φιλανθρωπικά;) και σε υπαίθρια πάρτι, σε χώρους του πανεπιστημίου, κατειλημμένους από μαυροφορεμένους συμφοιτητές μας, που πάσχιζαν να οξύνουν τις αντιθέσεις (γενικώς).
Εδώ, λίγα λόγια για την εμφάνιση, απαραίτητα για τη συνέχιση της ιστορίας: ο Γιάννης έμοιαζε με τον Σαββόπουλο στα νιάτα του: ίδιο μαλλί, ίδιο μούσι, ίδιο μαύρο παλτό· ο Μήτσος έμοιαζε με τον Τζέρυ Γκαρσία στα νιάτα του: ίδιο μαλλί, ίδιο μούσι, ίδιο τροφαντό μαγουλάκι και μόνιμο χαμόγελο· ο Χάρης έμοιαζε με θάμνο: ήταν τόσα τα μαλλιά και τα μούσια, που από το κεφάλι του δεν καταλάβαινες ποιο είναι το μπροστά και το πίσω, έπρεπε να κοιτάξεις τα ρούχα ή τα παπούτσια του· εγώ, τέλος, δεν έμοιαζα με τους άλλους τρεις: δεν είχα μούσια, τα μαλλιά μου θύμιζαν ταβανόβουρτσα ή ροκαμπιλά που τον έβαλες στην μπρίζα, είχα φαβορίτες και σκουλαρίκι στο ένα αυτί.
Μετά το πέρας μιας από τις τελευταίες μας εμφανίσεις, μας πλησίασε μια κοπέλα. Το γεγονός αυτό ήταν από μόνο του αρκούντως συγκλονιστικό. Η συνέχεια ήταν ακόμα καλύτερη: «Πώς σας λένε;» ρώτησε χαμογελαστή και με ειλικρινές ενδιαφέρον. Εννοούσε την κομπανία. Δηλαδή, είχαμε αρέσει. Τρομερό.
Αλλά τόσο κράτησε. Έσπευσε να απαντήσει ο Γιάννης και, αντί να πει το συμφωνημένο «Αχίλλειος πτέρνα» (εμπνευσμένο από τη διεύθυνσή μας στην οδό Αχιλλέως, η αυλή της οποίας ήταν το ορμητήριο / γιάφκα / στούντιο της κομπανίας), ξεφούρνισε την εξυπνάδα του: «Τρεις Μουσάτοι κι Ένας Φλώρος». Ακολούθησε γενική θυμηδία, χάχανα και διαμαρτυρίες μου (=εμού, Του Φλώρου) και, φυσικά, η εξαφάνιση της άγνωστης θαυμάστριας, που κατάλαβε ότι έχει μπλέξει με βλαμμένους ή ρεμάλια — ή (το πιθανότερο) και τα δύο.
Εν πάση περιπτώσει, ένα από τα χιτ μας ήταν η Ελένη η ζωντοχήρα, το μεγάλου Γιοβάν Τσαούς.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στοdimartblog@gmail.com.
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart http://ift.tt/292kZR1
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου