Αυτό δεν είναι τραγούδι #714
Dj της ημέρας, η Χριστίνα Παπαβασιλείου
Σαν σήμερα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ερατοσθένη, το 1184πΧ πέφτει η Τροία. Το 1509 ο Ερρίκος Η της Αγγλίας παντρεύεται την Αικατερίνη της Αραγονίας. Είναι η πρώτη, κατόπιν θα πάρει άλλες πέντε και σε κάποιες θα πάρει και το κεφάλι τους. Το 1864 γεννιέται ο Στράους ο καλός, ο Ρίχαρντ, όχι οι άλλοι με τα βαλσάκια.
Στον δικό μου όμως μικρόκοσμο, είναι η μέρα που —πέρασαν κιόλας τρία χρόνια— πήρα την πιο δύσκολη απόφαση της ζωής μου. Το πάλευα πέντε μέρες πριν, το πάλευα τουλάχιστον ένα χρόνο μετά, αν έκανα καλά. Ποια ήμουν, στην τελική, ή ποιος μου έδωσε το σύνδρομο του Θεού που αποφασίζει για την ζωή και τον θάνατο. Η μόνη μου δικαιολογία ήταν το ανέλπιδο, η αποστέωση ενός πλάσματος κι ο φοβερός πόνος που ζούσε. Ζούσε; Όχι, πέθαινε αργά.
Δεν μιλάω για άνθρωπο, μιλάω για το κοριτσάκι μου, την Λούνα, το σκυλουμπίνι μου, το μουρλόσκυλο, την στριγγλίτσα μου, την κωλαρίτα, την Λούμου, την τριχόμπαλα, την κοπρίτα, την παλαβιάρα, την χρυσαφένια μου, την Delongi, την θα σου δώσω ένα λεξοτανίλ και θα πάρω κι εγώ ένα, το τρυφερούδι μου, την κοκκονέλα, τις ματίνες, την χαδού, και πόσα άλλα προσωνύμια που της είχαν δοθεί.
Αποφάσισα για τον κατά κάτι μέρες ή ίσως και ώρες πιο γρήγορο θάνατό της. Και την κράτησα μέχρι το τέλος στην αγκαλιά μου, αισθάνθηκα να ηρεμεί, να σταματάει η αγωνιώδης αναπνοή της, η συνεχόμενη ταχυκαρδία της, τα πόδια μου νιώσανε την ζέστη και το μούλιασμα από το τελευταίο της κατούρημα, το βλέμμα της που με αποχαιρέτησε. Κι έμεινα με ένα σκυλί αγκαλιά, νεκρό κι όμως ακόμα ζεστό, ώρα πολλή μέχρι να μου την πάρουν από τα χέρια. Το κοριτσάκι μου.
Ύπουλα, για λίγο, αναδύθηκε μια κάποια ανακούφιση· όχι για μένα, γι’ αυτήν. Την τυλίξαμε με το σεντόνι να γυρίσουμε σπίτι, ένα σπίτι που μέχρι να έρθει η Σέρκα, έμεινε πεντακάθαρο, απόλυτα τακτοποιημένο, ήσυχο. Ακίνητο. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, οδηγούσε ο γιος μου κι εγώ δίπλα με το τυλιγμένο σώμα στα πόδια μου. Να γυρίσουμε για να ταφεί στον κήπο.
Λίγο πριν φτάσουμε, είδαμε στον δρόμο Ζητάδες να σταματούν τα αμάξια για έλεγχο. Σταμάτησαν και εμάς. Ήταν παραπάνω από τις δυνάμεις μου να υποστώ εκείνην την ώρα και αυτό, κατέβασα το παράθυρο μου και γύρισα στον Ζητά λέγοντας του, «όχι τώρα και αυτό, κρατάω στην αγκαλιά μου το νεκρό σκυλί μου για να το θάψω, πέθανε πριν μια ώρα, μην μου το κάνεις αυτό». Ο Ζητάς μου έριξε το φακό στο πρόσωπο, μετά φώτισε το φορτίο που είχα στα πόδια μου, δεν ζήτησε ευτυχώς να ανοίξω το σεντόνι και περιέργως μας άφησε να φύγουμε.
Τρία στενά πιο κάτω —ποιος θα μας πίστευε ή τι είδους άνθρωποι ήμασταν— ο γιος μου κι εγώ με την Λούνα στην αγκαλιά, σπαρταρίζαμε από τα γέλια, λέγοντας ότι αφού φύγαμε, θα λέγανε οι Ζητάδες μεταξύ τους, «ε ρε μαλακία κάναμε, τι άλλο πια θα σκαρφιστούνε για να περάσουν τα ναρκωτικά που κρύβανε».
Ήταν το τελευταίο γέλιο που έκανα για τουλάχιστον ένα μήνα.
Τα σκυλιά μπορούν να σε κάνουν να πλαντάξεις στο κλάμα αλλά και να γελάσεις με την καρδιά σου. Όπως και να χει, η αγάπη που δίνεις και σου δίνουν πάντα νικάει.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart http://ift.tt/22Z26iO
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου