Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Κλεμμένη γαλοπούλα

—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα

Τα Χριστούγεννα του 1896, ο Αλ. Παπαδιαμάντης δημοσιεύει στην εφημερίδα Ακρόπολις το διήγημα «Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη». Ήδη από την εισαγωγή του διηγήματος, ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως ο συγγραφέας έχει επιλέξει έναν μάλλον διαφορετικό ήρωα για να ανταποκριθεί στο, κατά παραγγελία έστω, εορταστικό κλίμα των ημερών. Παραθέτω: «Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!».[1]  Άνεργος, ακαμάτης, τεμπέλης, περιφρονημένος και γκαφατζής μαζί, ο ήρωας του Παπαδιαμάντη σκηνοθετεί την «κλοπή» μιας γαλοπούλας για να συνεισφέρει και αυτός κάτι στο οικογενειακό τραπέζι, μέχρι που εμφανίζεται ο πραγματικός ιδιοκτήτης για να διεκδικήσει απειλητικά το κοφίνι με το φαγητό. Το διήγημα τελειώνει με το αίσθημα της οικογενειακής ντροπής, με το παιδί του μάστρο-Παύλου να ξεσπά σε βρισιές και απαξιωτικές χειρονομίες («Την υγειά σου, ματο – Πάλο, τεμπελόκυλο, κακέ πατέλα, Τόνε φάαμε το λάλο. Να, πάλε και συ πέντε, κι άλλα πέντε, δέκα») αλλά και με την αποπομπή του ήρωα από το σπίτι για να βρει δουλειά.

Το διήγημα δεν συμπεριλαμβάνεται σε όλες τις εκδόσεις των «Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων» του Παπαδιαμάντη, καθώς μάλλον αποκλίνει από το πρότυπο της ηθικής διαπαιδαγώγησης που προωθεί η «παιδική λογοτεχνία» αλλά και από τα συνήθη στερεότυπα για τον «χριστολάτρη διηγηματογράφο» και «άγιο των γραμμάτων μας». Σε αντίθεση, μάλιστα, με άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, η γιορτή των Χριστουγέννων δεν συνοδεύεται καν από το θρησκευτικό βίωμα της λαϊκής συλλογικότητας. Η μέρα των Χριστουγέννων είναι απλώς μια ακόμη μέρα στη ζωή του τεμπέλη: χρέη, αεργία, πιοτό, απόρριψη, περιθώριο. Στο διήγημα δεν συμβαίνει «κάτι» που να αλλάζει τον ημερολογιακό χρόνο, παρά μόνο η παραπλανητική «κλοπή» της γαλοπούλας — δείγμα μιας αποτυχημένης και σχεδόν γελοίας επινοητικότητας που εκθέτει ακόμη περισσότερο τον ήρωα στο στενό του περιβάλλον. Κι όμως∙ είναι αυτή η κλεμμένη γαλοπούλα που μετατρέπει τον επετειακό διδακτισμό της γιορτής σε αισθητική συγκίνηση της λογοτεχνίας, καθώς ο αναγνώστης βλέπει την απόσταση που χωρίζει την εκκλησία από το καπηλειό να μικραίνει, επειδή αντιλαμβάνεται πως ο τεμπέλης δεν έχει δόλο. Είναι απλώς ο δικός του τρόπος να συμμετέχει, έστω και εξ αποστάσεως, στην οικογενειακή γιορτή. Η αμήχανη αλλά προβλέψιμη αποτυχία του τον κάνει ακόμη πιο οικείο.

Διαποτισμένη από μια ειρωνεία «που δεν συνθλίβει αλλά συμπαθεί» τους ήρωές της, όπως παρατηρεί ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, η αφήγηση του Παπαδιαμάντη αφουγκράζεται τον «στεναγμό των πενήτων»[2], προσπαθώντας να γεφυρώσει την απουσία της δράσης με την ασύμμετρη παρουσία των ανθρώπινων παθών. Για αυτό και για τον Παπαδιαμάντη, τα Χριστούγεννα είναι συνήθως «αναπάντεχα». Όχι απαραίτητα επειδή είναι ο χώρος για τη φανέρωση των θαυμάτων της πίστης αλλά κυρίως επειδή είναι ευκαιρία για να ακουστεί ξανά ο παρηγορητικός λόγος για την ευάλωτη ζωή. Τα «Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη», έτσι όπως τα φαντάστηκε κάποτε ο Βάρναλης,[3] είναι μια καλή αφορμή για να σκεφτεί κανείς τη μέρα που ο συγγραφέας συνάντησε αυτούς τους ταπεινούς και αμαρτωλούς ήρωες του.

Όσο εξακολουθούμε να διαβάζουμε τον Παπαδιαμάντη είτε μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα της «ελληνορθόδοξης αγωγής» είτε μέσα από το εμπορικό περιτύλιγμα των διασκευασμένων «βιβλίων για τα Χριστούγεννα» χάνουμε την πραγματική απόλαυση μιας κορυφαίας αφηγηματικής τέχνης. Όταν όμως εμπιστευτούμε τον κόσμο του, τότε καταλαβαίνουμε πως η νοσταλγία του δεν είναι υποχρεωτικά ηθογραφική. Άλλωστε, όπως σωστά έγραφε ο Ελύτης, «ο Παπαδιαμάντης εστάθηκε απατηλός». Μοιάζει να το πιστεύει και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης με εκείνο το ειρωνικό σχόλιο που υπονομεύει από την αρχή την ιστορία του: «Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!»

[1] http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/306-03-15-ta-xristoygenna-toy-tempelh-1896

[2] Σταύρος Ζουμπουλάκης, Ο στεναγμός των πενήτων. Δοκίμια για τον Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2016.

[3] http://www.sarantakos.com/liter/barnalis/papadiamantis.html

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 



from dimart http://bit.ly/2GKJUc3
via IFTTT

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Κινούμενη άμμος 16.12.2018

—με τον Γιώργο Πήττα—

Σελίδες από το «A Meeting with Medusa» του Arthur Clarke. Καθώς πλησιάζουμε στις γιορτές, πρόσθεσα μια ωραία γαμησιάτικη συνταγή προς το τέλος, μία «ανήθικη συνταγή» από το έξοχο πόνημα του Manuel Vazquez Montalban «Immoral Recipes». Η αποψινή εκπομπή αφιερώθηκε στη μνήμη του Στέφανου Κοτσίκου, που συνταξίδεψε μαζί μας για καιρό.

Playlist:

1. Michael Stearns – «Mantra / Organics»
2. Havasi — The Storm / Lisa Gerrard
3. NASA – Voyager Recordings – Symphonies of the Planets
4. Giovanni Giacomo Gastoldi – Cаntiam lieti cantiamo
5.Voyager Recordings
6. Moondog – Bird’s Lament
7. Bach – Toccata and Fugue in D Minor (Hannes Kästner)
8. Hawkwind – Hassan I Sahba
9. Edgar Froese – Macula Transfer
10. NASA – Voyager Recordings mixed with Nuits by Xenakis
11. Antonio Caprioli – E d’ un bel matin d’amore
12. Donovan – Hurdy Gurdy Man
13. Boccherini – La Musica Notturna delle Strade di Madrid
14. Händel Messiah – Hallelujah Chorus

Ακούστε την εκπομπή:

Κινούμενη άμμος

Κάθε Κυριακή 21.00-23.00 ζωντανά στον Astra 92,8 (Κύπρος).
Λίγες μέρες αργότερα, στο dim/art.

Μουσική. Κυρίως στις περιοχές του κλασικού ροκ και της αφροαμερικάνικης μπλουζ σκηνής.

Λόγος. Που επιδιώκει να είναι συνεκτικός και ανθρώπινος. Απέναντι όμως σε κάθε είδους διακρίσεις και ρατσισμούς.

Η Κινούμενη Άμμος βαφτίστηκε έτσι κυρίως για να παρέχει την ελευθερία που επιθυμεί ο παραγωγός της, προκειμένου να κινείται σε διαφορετικά επίπεδα και διαθέσεις. Ορκισμένος εχθρός των «κατηγοριοποιήσεων» του τύπου «μουσική για νέους, μουσική για πένθος, για χαρούλες, για το καλοκαίρι, το απόγευμα, το πρωί», ο παραγωγός απλά ακούει αυτά που επιλέγει στο σπίτι του και στο αυτοκίνητό του και ελπίζει το ακροατήριο που τον τιμά να μην έχει πρόβλημα με άλματα που μπορεί να ξεκινούν από μια φυτεία του αμερικάνικου νότου και να καταλήγουν στον Pfitzner. Εμμονές στην εκπομπή, υπάρχουν. Ακούνε στα ονόματα Bob Dylan & Beatles. Επίσης, κατά καιρούς, η Κινούμενη Άμμος γλιστράει στα Μονοπάτια του Γαλαξία. Αυτός ήταν ο τίτλος εκπομπής που έκανε ο παραγωγός «μια φορά κι’ έναν καιρό» στο πρώτο πρόγραμμα της ΕΡΤ και κατά καιρούς επανέρχεται, με σκοτεινές ιστορίες συνοδευμένες από σκοτεινότερες μουσικές.

* * *

quicksand-o.gif

Εδώ κι άλλη Κινούμενη άμμος

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart http://bit.ly/2QILj7z
via IFTTT

Το ωραιότερο χριστουγεννιάτικο στολίδι

Βιβλία για παιδιά: προτάσεις μιας βιβλιόφιλης μαμάς

—της Αγγελικής Μποζίκη—

Σήμερα, μια ανάσα πριν από τα Χριστούγεννα, επέλεξα να σας γράψω για ένα βιβλίο που κατάφερε να με συγκινήσει πολύ. Δεν είναι άλλο από Το ωραιότερο χριστουγεννιάτικο στολίδι της αγαπημένης μας Αγγελικής Δαρλάση που, εμπνεόμενη από ένα ιστορικό γεγονός, μας χαρίζει μια υπέροχη χριστουγεννιάτικη ιστορία.

Ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι με καστανόξανθα μαλλιά, καστανά μάτια και λίγο πεταχτά αυτιά αποφασίζει να καταταγεί στο στρατό. Τι και αν η αδελφή του προσπαθεί να τον μεταπείσει θυμίζοντάς του πως είναι ξωτικό — το αγόρι είναι αποφασισμένο. Το μόνο που υπόσχεται είναι να κρύβει τα πεταχτά του αυτιά στο κράνος του. Τα Χριστούγεννα τον βρίσκουν στο μέτωπο και το γράμμα από την αδελφή του θα είναι πραγματική όαση. Λίγο παστό κρέας, ένα ζευγάρι χειροποίητες κάλτσες και ένα σακουλάκι καραμέλες. Και ξαφνικά από το στρατόπεδο του εχθρού ακούγονται χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Το αγόρι μαζί με τους άλλους στρατιώτες βγαίνουν από τα χαρακώματα και συναντιούνται με τους εχθρούς, κάνοντας για λίγο εκεχειρία. Ξεχνούν που βρίσκονται, ανταλλάσσουν ευχές και παίζουν ποδόσφαιρο. Εκεί το αγόρι βρίσκει ένα άλλο αγόρι και του χαρίζει το σακούλι με τις ελάχιστες καραμέλες που του είχαν μείνει. Εκείνος μη έχοντας κάτι να του χαρίσει ξηλώνει και του δίνει ένα κουμπί από τη στολή του. Και όταν επιτέλους ο πόλεμος τελειώνει και οι άνθρωποι γιορτάζουν στα σπίτια τους ξεχωρίζουν δύο δέντρα με δυο ξεχωριστά χριστουγεννιάτικα στολίδια. Ένα πολυκαιρισμένο σακουλάκι από καραμέλες και ένα στρατιωτικό κουμπί. Και θυμίζουν σε όλους εκείνη την εκεχειρία, που πολλοί πίστευαν ότι είναι μύθος.

Η Αγγελική Δαρλάση εμπνεύστηκε από μια πραγματική ιστορία: στις 7 Δεκεμβρίου 1914, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ΄ έκανε έκκληση για εκεχειρία την περίοδο των Χριστουγέννων. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η έκκληση εισακούστηκε σε αρκετούς τομείς του Δυτικού Μετώπου. Η ιστορία του βιβλίου μάς καλεί να σκεφτούμε ποιο είναι ο πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων, αν όχι η αγάπη και η αδελφοσύνη. Γιατί τελικά δεν έχουν σημασία τα υλικά αγαθά ή τα πολύ ακριβά δώρα, παρά οι στιγμές με τους αγαπημένους μας και εκείνα τα μικρά δώρα τα συμβολικά που μας τις θυμίζουν.

Η ρεαλιστική εικονογράφηση της Αλεξίας Οθωναίου μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα της εποχής.

Ένα διαφορετικό χριστουγεννιάτικο βιβλίο που θα συγκινήσει μικρούς και μεγάλους. Σε μια υπέροχη πολύ προσεγμένη έκδοση. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και απευθύνεται σε παιδιά από 6 ετών.

Στολίδι

* * *

Εδώ άλλες Προτάσεις μιας βιβλιόφιλης μαμάς

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 



from dimart http://bit.ly/2V23947
via IFTTT

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Το ποίημα της εβδομάδας 19/12

Το κυνήγι

—Εουτζένιο Μοντάλε—
Μετάφραση: Eva Kopp

Λένε ότι ο ποιητής πρέπει να πάει
να κυνηγήσει τα περιεχόμενά του.
Ισχυρίζονται επίσης πως τα θηράματά του
πρέπει ν’ ανταποκρίνονται σ’ εκείνο που συμβαίνει στον κόσμο
και μάλιστα σ’ εκείνο που θα ήταν ο κόσμος, αν ήταν καλύτερος.
Αλλά στον κόσμο, στον χειρότερο, μπορείς και να σημαδέψεις
κάποιον άλλο κυνηγό, ή κανένα κοτόπουλο
που το ‘σκασε από το κλουβί.
Όσο για τον καλύτερο, δεν θα ‘χει ανάγκη
από ποιητές. Κοτόπουλα θα είμαστε όλοι.

[Περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 1167, 15 Φεβρουαρίου 1976]

* * *

Άλλα ποιήματα, άλλων εβδομάδων

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/2GGUFMT
via IFTTT

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Η ομιλία του Υπουργού

—του Στέλιου Φραγκούλη—

Ο Yπουργός ξεροκατάπιε. Ζήτησε λίγο νερό. Περίμενε. Η αναμονή έφερε ένα σούσουρο στα έδρανα. Ο πρόεδρος χτυπούσε κάθε τόσο και φώναζε: «Ησυχία!» Δυο βουλευτές της αντιπολίτευσης είχαν αγκαλιαστεί και έβγαζαν σέλφι. Κάποιος από την αριστερή πτέρυγα μιλούσε έντονα, συνοδεύοντας τα λόγια του με τη χαρακτηριστική κίνηση του ανδρικού αυνανισμού. Ο παχύτερος βουλευτής είχε αποκοιμηθεί. Το ίδιο και ο γηραιότερος. Οι δυο σέξι βουλευτίνες των αντιπάλων παρατάξεων κάθονταν δίπλα-δίπλα και χασκογελούσαν. Ένας πρώην υπουργός, παθιασμένος ψαράς, είχε ξεμοναχιάσει κάποιον κύριο από πλαστικό, νεαρό, και του εξιστορούσε τις αλιευτικές επιτυχίες του καλοκαιριού.

Ξαφνικά το σούσουρο διέκοψε αυτόματα ο πρόεδρος της συνεδρίασης, που είχε μεταμορφωθεί σε φουσκωτή κούκλα για άσχημα βίτσια. Η στοματάρα της στρογγυλή, τα βλέφαρα ηδυπαθώς μισόκλειστα και κάτι τραγανά βυζιά πάλλονταν πάνω στο έδρανο. Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης τώρα δεν έβγαζαν σέλφι αγκαλιασμένοι, παρά ό ένας κάθονταν στα γόνατα του άλλου και φιλιόσαντε σα λυκειόπαιδες. Ένας ερωτικός παροξυσμός απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη και γίνονταν τ’ αδιανόητα. Ρούχα σέρνονταν στα πατώματα, ερωτικές κραυγές, βόγγοι, «αχ όχι», «πες μου τι είσαι», τριξίματα, κραυγές οργασμού, ο διπλανός του προέδρου είχε περιλάβει τον πρόεδρο, τον είχε γυρίσει και τον κουνούσε σαν τρελός και εκείνος λαχανιασμένος προσπαθούσε να κηρύξει τη λήξη της συνεδρίασης.

Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε η κοπέλα με το νερό. Ο Υπουργός, αφού ήπιε μια-δυο γουλιές, ξερόβηξε επιδεικτικά για να επαναφέρει την τάξη. Όταν όλοι σώπασαν και απόλυτη ησυχία είχε απλωθεί παντού, ο Υπουργός συνέχισε:

Καθόμουνα στο καφενείο και κύτταζα από τη βιτρίνα
μια γυναίκα δίχως χέρια προσπαθούσε
να κρύψει ένα τηλέφωνο μέσα στο στόμα της
το χοντρό κόκκινο πουλί που πάντοτε με καταδιώκει
πέταξε γύρω γύρω μου τρεις φορές
στάθηκε στην πόρτα του καφενείου
και μου φώναξε:
—Είσαι αφελής, δεν ξέρεις τίποτε, θα σε σκοτώσω!
εγώ τότε βάλθηκα να τραγουδάω
για την άσπρη ζαχαρένια γυναίκα που πέθανε με τις καλογριές

ήτανε όλα τόσο άσχημα, φρικτά
που άρχισα να γελάω
να γελάω
να γελάω 

είδα και τον εαυτό μου να περνάει
                        έξω από τη βιτρίνα
ήταν απέραντα θλιμμένος και σκεφτικός*

*Ποίημα «Το Καφενείο», του Μίλτου Σαχτούρη

* * *

Hieronymus_Bosch_-_Triptych_of_Garden_of_Earthly_Delights_(detail)_-_WGA2516

Εικόνα εξωφύλλου: Ιερώνυμος Μπος, «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων»,
λεπτομέρεια, c.1490-1511.

Εδώ άλλες αναρτήσεις του Ρακοσυλλέκτη

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/2Es4V8T
via IFTTT

Το τούνελ της μνήμης

—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα

«Μια φορά το χρόνο πήγαινε κάπου που δεν έχεις ξαναπάει». Η λεζάντα που συνόδευε τη φωτογραφία της πρώην παίκτριας του My Style Rocks κ. Ιωάννας Τούνη στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο,[1] προειδοποιούσε πως το μοντέλο ίσως να μην ήταν αρκετά εξοικειωμένο με τον χώρο, ή ίσως να τον επισκεπτόταν για πρώτη φορά. Η φωτογραφία της ωστόσο προκάλεσε σάλο καθώς, όπως γράφτηκε, «το μοντέλο στέκεται με ανοιχτά τα πόδια στο μνημείο», «ενώ δε διακρίνεται τι φοράει μέσα από αυτό». Η πόζα, σε συνδυασμό με τα ρούχα, ήταν αρκετή για να εξαγριώσει ορισμένους από τους followers της, καθώς θεωρήθηκε ότι η φωτογραφία προσέβαλλε τη μνήμη των νεκρών. Το γεγονός σχολιάστηκε αρνητικά άλλωστε και από μια άλλη παίκτρια του My Style Rocks, (και φίλη της κ. Τούνη) την κ. Αλεξάνδρα Παναγιώταρου, η οποία δήλωσε πως και η ίδια θα επισκεπτόταν το μνημείο του Ολοκαυτώματος αλλά δεν θα έβγαζε φωτογραφία.[2] Στη διευκρινιστική απάντησή της κ. Τούνη στους επικριτές της, ανέφερε ότι τη σόκαραν οι χυδαίες αντιδράσεις και τα σχετικά σχόλια («γυμνή με ανοιχτά τα πόδια») και υπερασπίστηκε την επιλογή της να ντύνεται με τον τρόπο που θέλει. Γράφει η κ. Τούνη στην ανάρτηση της: «Δεν ντρέπομαι να φαίνεται το “γυμνό” δέρμα μου. […] Το λυπηρό παρελθόν, που σεβόμαστε και που οφείλουμε να γνωρίζουμε, δεν αλλάζει. Ευελπιστώ όμως πως το “πώς πρέπει να είναι μια γυναίκα ντυμένη”, για να είναι “αποδεκτή”, να μην δέχεται χυδαιολογίες, bullying και εκφοβισμό, θα αλλάξει». Για να τρολάρει μάλιστα τους υβριστές της ανέβασε ακριβώς την ίδια φωτογραφία, πειραγμένη με photoshop, φορώντας παντελόνι για να σκεπάσει τα γυμνά της πόδια.[3]

TOUNI

Η Ιωάννα Τούνη στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος

Προκλητική βεβήλωση ή άμυνα απέναντι στη λογοκρισία ; Τι μπορεί να συμβεί σε ένα μοντέλο όταν μπει στο τούνελ της μνήμης; Το θέμα θα ήταν ίσως αδιάφορο αν περιοριζόταν μόνο στον τηλεοπτικό ανταγωνισμό της ελληνικής showbiz. Το φαινόμενο ωστόσο δεν είναι στενά ελληνικό και δεν αφορά μόνο τις φωτογραφήσεις μόδας.  Η μελέτη του Yolocaust (You Only Live Once και Holocaust)[4] είναι ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα αλλά και από τα πιο ενδιαφέροντα projects πάνω στην «κουλτούρα μνήμης» του  Ολοκαυτώματος. Χρησιμοποιώντας τις selfies που ανεβάζουν οι χιλιάδες ανώνυμοι και επώνυμοι επισκέπτες του Μνημείου στο Facebook και στο Instagram, ο σατιρικός ισραηλινός καλλιτέχνης Shahak Shapira  εξερευνά τους τρόπους με τους οποίους ανασημασιοδοτείται ο χώρος μέσα από τη σύνδεση της ιστορικής μνήμης με τη σύγχρονη υποκειμενικότητα και τις «εικόνες του εαυτού».

media.media.c6c7adc2-30b9-471f-b523-176028d14e7d.original1024

Από το σχολικό μάθημα μέχρι τη γιόγκα και από την ομαδική εκδρομή μέχρι την εκκεντρική φωτογράφηση μοντέλων και καλλιτεχνών, το Yolocaust είναι πια κομμάτι της βερολινέζικης αστικής ζωής, ενώ έχει προκαλέσει αντιδράσεις και αντι-καμπάνιες για το πώς πρέπει να φέρεται κανείς στο συγκεκριμένο μνημείο.[5] Στον πυρήνα του πάντως, το Yolocaust έχει μια διπλή όψη: αφενός μεν δοκιμάζει τα όρια ανάμεσα στους κανόνες των μνημονικών πρακτικών και τη βεβήλωση των «τόπων της μνήμης», αφετέρου δε εκθέτει τον υπερφίαλο εγωκεντρισμό όσων ζουν με το «σελφοκόνταρο» στο χέρι,  αποκαθηλώνοντας, εκούσια ή ακούσια, την ιερότητα της μνήμης του Ολοκαυτώματος, μέσω μιας ιδιάζουσας έμφασης στο ατομική επιβεβαίωση του My style rocks.

twitter-kunstaktion-warum-hass-im-internet-gefaehrlich-ist

Shahak Shapira

Την Πρωτοχρονιά του 2014 ο Shahak Shapira, που κατάγεται από οικογένεια θυμάτων του Ολοκαυτώματος, δέχτηκε επίθεση από Νεοναζί, ενώ τους κατέγραφε να τραγουδάνε αντισημιτικά τραγούδια στο μετρό. Δεν ήταν όμως η πρώτη και η μόνη επίθεση που γνώρισε η οικογένεια του. Εγκατεστημένος στη Γερμανία από το 2002, είδε την έκρηξη της ακροδεξιάς να απειλεί όχι μόνο τη μνήμη των νεκρών Εβραίων αλλά και τη ζωή των νέων Ισραηλινών μεταναστών. Η καλλιτεχνική δουλειά του γύρω από το Yolocaust εξακολουθεί να είναι ένας δραστικός τρόπος παρέμβασης, που θέτει παράλληλα το πρόβλημα της σχέσης του Διαδικτύου με τη δημόσια σφαίρα.[6]  Η μεγαλύτερη του επιτυχία έως τώρα είναι πως, μαζί με άλλους σατιρικούς καλλιτέχνες, κατάφερε να «κλειδωθούν» ορισμένοι διαδικτυακοί λογαριασμοί ακροδεξιών χρηστών που προωθούσαν τον ρατσιστικό «λόγο της μνησικακίας».  Παράλληλα, πολλοί και πολλές από αυτούς/αυτές που είχαν τραβήξει selfies στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος, σε μια ένδειξη συγνώμης και επανόρθωσης, «κατέβασαν» τις φωτογραφίες τους. Στην Ελλάδα, η συζήτηση τέλειωσε πριν καν αρχίσει, με τη μπανάλ ατάκα μιας κοινότυπης φαντασίωσης: «χειμώνα ή καλοκαίρι, το Instagram της Τούνη… καίει!».[7]  Έστω και έτσι όμως, όταν η κ. Τούνη μπήκε στο τούνελ της μνήμης, συνάντησε τις στάχτες του Άουσβιτς. Έστω και για λίγο, το «λυπηρό παρελθόν», όπως λέει η ίδια, μπορεί να στοίχειωσε και το δικό της Instragram, δείχνοντας πως η απόσταση ανάμεσα στις selfies φωτογραφίες και τη shellfish φωτογράφιση δεν είναι πια και τόσο μεγάλη.

yolocaust-Artikelbild

[1] http://www.mononews.gr/life-style/prokali-i-ioanna-touni-me-anichta-podia-sto-mnimio-tou-olokaftomatos

[2] https://www.oneman.gr/gynaikes/hot_right_now/aleksandra-panagiwtaroy-h-pamkiller-ths-fetinhs-thleoptikhs-sezon.4901460.html

[3] https://www.protothema.gr/life-style/article/847308/ioanna-touni-i-apadisi-tis-gia-ti-fotografia-tis-sto-mnimeio-tou-olokautomatos/

[4] https://yolocaust.de/

[5] https://metro.co.uk/2017/01/19/powerful-images-that-show-why-holocaust-selfies-are-so-disrespectful-6391091/

[6] https://www.youtube.com/watch?v=jzMTBINlLFU

[7] https://www.newsbeast.gr/lifestyle/arthro/4284668/cheimona-i-kalokairi-to-instagram-tis-toyni-kaiei

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x



from dimart https://ift.tt/2PItjFb
via IFTTT

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Τρία ελληνικά ανέκδοτα

—του Γιώργου Θεοχάρη για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα——

Λένε: «Οι Έλληνες είμαστε ο περιούσιος λαός». Λένε: «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Λένε: «Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, οι άλλοι (όλοι οι άλλοι!) ζούσαν σε σπηλιές». Λένε πολλά τέτοια, ατελείωτος ο κατάλογος. Και ποιοι τα λένε; Κάποιοι Έλληνες. Όχι όλοι, αλλά πολλοί και διάφοροι – υπερβολικά πολλοί για να είναι αδιάφοροι.

Δεν έχω τα ποσοτικά δεδομένα για να το υποστηρίξω, αλλά η αίσθησή μου είναι ότι οι περισσότεροι συν-Έλληνες την έχουν την πετριά τους (έστω και σε διαφορετικό βαθμό, κατά περίπτωση) με την ανωτερότητα της φυλής (μας). Όχι πως είναι κακό ή αθέμιτο ν’ αγαπάς την πατρίδα σου – αντιθέτως! Και θεμιτό είναι και ανθρώπινο. Αλλά από την αγάπη για την πατρίδα μέχρι την «πατριωτική» αγάπη είναι μια κρίση δρόμος.

Στη δεκαετία του ’80, τότε που ο Χάρρυ Κλυνν έλεγε, «Όταν εμείς είχαμε χοληστερίνη από τα παϊδάκια, οι Ευρωπαίοι έτρωγαν βελανίδια», γελούσαμε όλοι χωρίς καμία ενοχή. Γιατί τότε όλα πήγαιναν καλά (δεν πήγαιναν, αλλά έτσι νομίζαμε – κι αυτό ήταν που μετρούσε). Τώρα που το στραβό το κλήμα το έφαγε ο γάιδαρος, δεν γελάμε καθόλου: αυτό που τότε ενδόμυχα πιστεύαμε (χωρίς να το κάνουμε θέμα γιατί, επιτέλους, «τρώγαμε παϊδάκια»), κάποιοι εξ ημών  το δηλώνουν απερίφραστα και σε όλους τους τόνους: το ελληνικό έθνος δεν είναι μόνο «ανάδελφον» (και άλλα έθνη μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι – δεν μας φτάνει αυτό), αλλά και ανώτερο απ’ όλα τ’ άλλα.

Διαφωνείς; Είσαι σιωνιστής, μασόνος, μενουμευρωπαίος, φιλελέρα, εαμοβούλγαρος, ληστοσυμμορίτης, συριζαίος, gyftoscopianlover, γκέουλας. Όχι όλα αυτά μαζί (δεν γίνεται: μερικά είναι αντιθετικά), αλλά σε κάποιο απ’ όλα θα σε ταιριάξουμε. Με δυο λέξεις: είσαι μίασμα· ανθέλληνας· εθνοπροδότης!

Υπερβάλλω; Ναι, αναμφίβολα. Κάπως, όμως, έπρεπε να σας τραβήξω την προσοχή, σωστά; Και, μέρες που είναι, όπου δεν πίπτουν επιχειρήματα, πίπτουν πυροτεχνήματα.

Από την άλλη, δεν είναι υπερβολή ότι μια μεγάλη μερίδα νεο-Ελλήνων πιστεύει ότι το έθνος μας βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας: η κορωνίδα της υφηλίου. Υπάρχουν λόγοι για να πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο; Αντικειμενικά, όχι. (Εδώ το «αντικειμενικά» έχει να κάνει με τον τρόπο που η επιστήμη αξιολογεί τα γεγονότα. Απέφυγα, όμως, να πω «επιστημονικά» για να μην πάω κόντρα στην τρέχουσα τάση που θέλει «να μην αφήνουμε τα γεγονότα να χαλάνε μια καλή ιστορία».) Υποκειμενικά όμως; Ναι. Ναι! Εύκολα. (Όταν μια συζήτηση γίνεται κάτω από την ταμπέλα «έθνος», η αντικειμενικότητα βγαίνει στην παρανομία.)

ffoz-bs-chosen-composition-thumb-640x640-3771

Για λόγους οικονομίας, εφεξής θα αναφέρομαι σε όσους πιστεύουν στην (για οποιονδήποτε λόγο) ανωτερότητα του ελληνικού έθνους ως «Υπερέλληνες». Θα αποφύγω τον ιδεολογικά φορτισμένο όρο «Ελληνάρες», αν μη τι άλλο, για αισθητικούς λόγους. Άλλωστε οι «Υπερέλληνες» (αυτοί, δηλαδή, οι Έλληνες που θεωρούν τον εαυτό τους κάτι παραπάνω από οποιονδήποτε άλλο μη-Έλληνα συνάνθρωπο – αλλά και από τους ανθέλληνες συν-Έλληνες) δεν ταυτίζονται απολύτως με τους «Ελληνάρες»: μπορεί να είναι κανείς «Υπερέλληνας» χωρίς να είναι «Ελληνάρας» – και αντιστρόφως.

Ποιους λόγους επικαλούνται οι Υπερέλληνες για να υποστηρίξουν την ανωτερότητά τους; Πολλούς και διάφορους. Καταρχάς, τα γονίδια που κληρονόμησαν από τους αρχαίους Έλληνες (έτσι, γενικώς και αορίστως – «είναι στο DNA μας αφού, χελόοοου!»). Έπειτα, την ελληνική γλώσσα (που σαν κι αυτήν δεν έχει). Από κει και πέρα, ό,τι του φανεί του λωλο-Στεφανή: γιατί εμείς δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού στον κόσμο· γιατί εμάς κυνηγάνε πάντα οι σκοτεινές δυνάμεις παγκοσμίως (γιατί; μα επειδή μας ζηλεύουν!)· γιατί, γιατί, γιατί· γιατί έτσι!

Σπανίως θα πει κάποιος ότι είμαστε απλώς τυχεροί επειδή γεννηθήκαμε σε μαγαζί-γωνία. (Ακόμα κι αυτός ο μύθος –της πανέμορφης, ευλογημένης χώρας– δεν αντέχει σε σοβαρό έλεγχο: ωραία η χώρα μας, αλλά ομορφιές βρίσκει κανείς και σε πολλά άλλα σημεία του πλανήτη· όταν τα μεγέθη δεν είναι μετρήσιμα, ό,τι και να πει κανείς δεν μπορεί να ελεγχθεί αντικειμενικά.) Ακόμα σπανιότερα θα πει κάποιος ότι το γεγονός ότι είναι Έλληνας είναι απολύτως τυχαίο: θα μπορούσε να είχε γεννηθεί οπουδήποτε αλλού – ή και να μην έχει γεννηθεί καθόλου (άλλου είδους γκαντεμιά αυτή).

Όποιος κι αν είναι ο λόγος για την ανωτερότητά μας που προβάλει ο καθείς, το γεγονός (για τους περισσότερους, φοβάμαι) είναι ένα: είμαστε ο περιούσιος λαός. Αυτός ο ιδεασμός, σε περιόδους ειρήνης, ευημερίας και προόδου, δεν έχει (ορατές) συνέπειες στην καθημερινότητα. Τα πράγματα περιπλέκονται αγρίως, όμως, σε περιόδους κρίσης. Όπως τώρα, καληώρα.

Σε μια προσπάθεια να καταλάβω τι κάνει κάποιον Έλληνα Υπερέλληνα, θα βάλω στο μικροσκόπιο του Λόγου τρία ανέκδοτα που κυκλοφορούν χρόνια στην Ελλάδα, με μεγάλη επιτυχία.

Το πρώτο:

Φανταστείτε ένα σπίτι σ’ ένα ορεινό χωριό της Κρήτης. Είναι καλοκαίρι και απομεσήμερο. Ένας γέρος κάθεται στην πεζούλα και πίνει αμέριμνος ρακί. Η γριά του, παραδίπλα, μαζεύει τη μπουγάδα από το σκοινί. Ξαφνικά, εμφανίζεται μία παρέα τουρίστες. Σταματούν μπροστά στον γέρο και ένας απ’ όλους τον ρωτάει:

«Do you speak English?»

«Όι», λέει ο γέρος.

«Parlez-vous français?»

«Τς», λέει ο γέρος.

«Sprichst du Deutsch?»

« Ό-χι», λέει ο γέρος.

«¿Ηablas español?»

«Ούτε», λέει ο γέρος.

«Parli italiano?»

«Μπα», λέει ο γέρος.

Απογοητευμένοι οι τουρίστες, ευχαριστούν («thanks for nothing» κ.λπ.) και φεύγουν.

Η γριά κουνάει το κεφάλι της σεκλετισμένη. Μαζεύει τη λεκάνη με τα ρούχα και πάει προς τα μέσα. Στην πόρτα στέκεται και λέει του γέρου:

«Άι, μωρέ Μανωλιό! Μια ξένη γλώσσα δεν αξιώθηκες να μάθεις. Αν ήξερες, θα μπορούσες τώρα να συνεννοηθείς με τσι ξένοι».

«Ναι, πώς. Αυτοί μιλούσαν πέντε γλώσσες και τους είδα συνεννόηση που κάμανε», λέει ο γέρος και πιάνει το ρακοπότηρο.

τσιπουρο

Το δεύτερο:

Ένας Ελληνοαμερικάνος βρίσκεται για διακοπές σε αιγαιοπελαγίτικο νησί. Ένα σούρουπο, κάνοντας βόλτα, πέφτει πάνω σ’ έναν ηλικιωμένο νησιώτη που την έχει αράξει στην αυλή του και χαζεύει τον ήλιο που βουτάει στη θάλασσα, πίνοντας το ουζάκι του. Ο «ξένος» ερχόμενος είχε περάσει μέσα από έναν ελαιώνα αφρόντιστο, με τις ελιές αφημένες στο έλεος του Θεού και του είχε κάνει εντύπωση η εγκατάλειψη. Από περιέργεια, θέλησε να μάθει ποιανού ήταν οι ελιές.

«Καλησπέρα, πατριώτη».

«Καλησπέρα και σε σένα», λέει ο παππούς.

«Δε μου λες, ποιανού είναι οι ελιές στον λόφο;»

«Δικές μου».

«Και τις έχεις παρατημένες; Δεν τις μαζεύεις;»

«Μαζεύω όσες χρειάζομαι».

Σαλτάρει ο μπρούκλης.

«Καλά, ρε άνθρωπε, γιατί; Αν τα φροντίσεις τα δέντρα και αν μαζεύεις τους καρπούς στην ώρα τους, θα τις πουλάς και θα τα κονομήσεις! Ξέρεις πόσο πάει το παρθένο ελαιόλαδο στη Μινεσότα; Θα μπορούσες να φτιάξεις μια μονάδα εμφιάλωσης και να έχεις κόσμο στη δούλεψή σου. Σίγουρα λεφτά!»

«Τι να τα κάνω τα λεφτά;» ρωτάει ο παππούς, κόβοντας τον επιχειρηματικό οίστρο του άλλου.

«Θα χτίσεις μια σπιταρόνα και θα έχεις υπηρέτες να σου κάνουν όλες τις δουλειές».

«Κι εγώ τι θα έκανα;»

«Θα έκανες ό,τι ήθελες!»

«Δηλαδή; Θα μπορούσα να κάθομαι στην αυλή μου, να πίνω το ουζάκι μου και να χαζεύω το ηλιοβασίλεμα;»

PLN020316

Το τρίτο:

Ένας νεαρός χωριάτης που δεν είχε στον ήλιο μοίρα πήγε μια μέρα στην εκκλησία του χωριού και ζήτησε δουλειά από τον παπά της ενορίας.

«Σαν τι δουλειά;» ρώτησε ο παπάς.

«Καντηλανάφτης! Μπορώ να γίνω καντηλανάφτης».

«Χμ. Η αλήθεια είναι ότι χρειαζόμαστε έναν καντηλανάφτη… Γράμματα ξέρεις;»

«Ε…, όχι. Δεν πήγα σχολείο».

«Αναλφάβητος; Και θέλεις να γίνεις καντηλανάφτης! Πήγαινε, παιδί μου, στην ευχή του Θεού!»

Έφυγε περίλυπος ο νεαρός. Καθώς δεν μπορούσε να σκεφτεί έναν τρόπο να κερδίζει τα προς το ζην, πήρε των ομματιών του κι έφυγε μετανάστης στην Αμερική.

Εκεί δούλεψε σκληρά, λαντζέρης σε εστιατόριο και, έτσι προκομμένος, έξυπνος και οικονόμος που ήταν, σύντομα άνοιξε δικό του εστιατόριο. Μετά δεύτερο, τρίτο…, αλυσίδα ολόκληρη. Πρόκοψε. Στα πενήντα του ήταν ζάμπλουτος.

Κάποτε θέλησε να ευεργετήσει τη γενέτειρά του. Ρώτησε και έμαθε ότι οι συγχωριανοί πολύ είχαν στεναχωρηθεί που το καμπαναριό της εκκλησίας στο χωριό είχε πέσει εξαιτίας ενός σεισμού. Έστειλε, λοιπόν, μια γενναιόδωρη επιταγή στον παπά της ενορίας, με εντολή να χτιστεί καινούριο καμπαναριό.

Λίγα χρόνια αργότερα πήρε πρόσκληση από τον παπά να παρευρεθεί στην εορταστική λειτουργία για την αποπεράτωση του καμπαναριού. Αποφάσισε να πάει. Κι έτσι βρέθηκε πάλι στο χωριό, το οποίο είχε εγκαταλείψει σαράντα χρόνια πριν.

Κανείς δεν τον θυμόταν, κανείς δεν τον αναγνώρισε. Όλοι του έκαναν τεμενάδες. Στο τραπέζι που ακολούθησε μετά τη λειτουργία, οι προεστοί στους λόγους τους τον ευχαρίστησαν και τον κολάκεψαν. Ήταν ευχαριστημένος από την υποδοχή.

Κάποια στιγμή, ξεμονάχιασε τον παπά, εκείνον τον ίδιο παπά που το είχε διώξει τότε από την εκκλησία, ο οποίος ήταν πια υπέργηρος.

«Δεν με θυμάσαι, πάτερ;»

«Όχι, τέκνον μου».

«Δεν είμαι εγώ που είχα έρθει τότε, σαράντα χρόνια πριν, και σου γύρεψα να με κάνεις καντηλανάφτη γιατί αλλιώς από θα πέθαινα από την πείνα; Που με έδιωξες επειδή δεν ήξερα γράμματα;»

«Τι μου λες, ρε παιδί μου; Εσύ είσαι; Πού να πάει το μυαλό μου; Εσύ έγινες σπουδαίος και τρανός εκεί στην ξενιτιά. Μπράβο σου! Φαντάσου τι θα είχες γίνει αν ήξερες γράμματα!»

«Δεν χρειάζεται να το φανταστώ, πάτερ», απάντησε ο ζάμπλουτος. «Θα είχα μείνει καντηλανάφτης στο χωριό».

kadili312

Επιγραμματικά, το πρώτο εκθειάζει την εθνική μας εσωστρέφεια, το δεύτερο την εθνική μας κοσμοθεωρία και το τρίτο την εθνική μας μιζέρια. Με το πρώτο γελάω· με το δεύτερο μελαγχολώ· με το τρίτο τσαντίζομαι.

Και τα τρία ανέκδοτα (τα οποία, αφού αναπαράγονται, προφανώς αρέσουν σ’ εμάς τους Έλληνες) ενισχύουν τα στερεότυπα που μας έχουν φορτώσει οι «βάρβαροι»: είμαστε όλοι παιδιά του Ζορμπά (που ήταν παιδί του Κανάρη, που ήταν παιδί του Πλήθωνα, που ήταν παιδί του Περικλή, που ήταν παιδί του Ηράκλειτου – και πάει σόι το βασίλειο). Έτσι μας βλέπουν οι «ξένοι». Εμείς τους πουλάμε αυτή την εικόνα – άσχετα αν, όταν μας την τρίβουν στη μούρη, τα παίρνουμε στο κρανίο. Εμείς οι ίδιοι εμπορευόμαστε τη «μαγκιά της φυλής». (Μεταξύ μας όλα αυτά, για εσωτερική κατανάλωση: το προϊόν δεν είναι εξαγώγιμο – όχι επειδή δεν θέλουμε, αλλά επειδή δεν πουλάει πια.)

Και άντε τώρα να εξηγήσεις στον Ελβετό καλβινιστή και στον Αυστριακό προτεστάντη πού είναι το αστείο σε αυτά τα ανέκδοτα (και κυρίως στο δεύτερο). Δεν πρόκειται να καταλάβουν ποτέ τους. Κι ως εκ τούτου, «μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος».

Το πρώτο είναι κουτοπόνηρο κι ελαφρώς σοβινιστικό. Στην προέκτασή του, θα βρεθούμε στην καθολική άρνηση του «γκαρσόνια της Ευρώπης εμείς δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ!». Κοροϊδεύει την πρόοδο και τη γνώση στη βάση τού «όσα δεν φτάνει η αλεπού». Σαν εργαλείο του αντι-αποικιοκρατικού αγώνα μοιάζει. Είναι «αντιδραστικό» και «politically incorrect». Γι’ αυτό έχει (άγρια) πλάκα! Γελάω, λίγο ενοχικά και σαν να μορφάζω – αλλά γελάω. «Δεν είναι έτσι οι σύγχρονοι Έλληνες», λέω. Και το πιστεύω: δεν είμαστε έτσι. Εντούτοις, το τι πιστεύω εγώ ελάχιστη σημασία έχει γιατί η πιθανότητα να με παραπλανά ο μικρόκοσμός μου είναι μεγάλη.

Το δεύτερο πάει πιο βαθιά. Είναι επικούρειας φύσης. Θα μπορούσε κανείς να το στηρίξει με σοβαρά επιχειρήματα, παρμένα από ποικίλους τομείς του επιστητού. Μόνο που, όσοι το ανακυκλώνουν, δεν έχουν τέτοιες φιλοδοξίες. Εκείνο που θέλουν να τονίσουν δεν είναι ένας εναλλακτικός τρόπος θέασης του κόσμου (ένα επικούρειο κοσμοείδωλο, ας πούμε), αλλά ένα σύνθημα που ακούστηκε και από επίσημα χείλη προσφάτως: «τον ήλιο, τη θάλασσα και το τσίπουρο δεν μπορούν να μας τα πάρουν».

Το τρίτο είναι –επιεικώς– απαράδεκτο. Ο εγγράμματος καντηλανάφτης είναι το σύμβολο του λόγιου λαπά, που κακομοίρη που ποτέ δεν θα αξιωθεί ξαπλώστρα στη Μύκονο εκεί που σκάει στο κύμα. Εξισώνει ύπουλα τη μόρφωση με την επαγγελματική αποτυχία. Το παν στη ζωή, μας λέει, είναι τα φράγκα. “Money talks, bullshit walks”, λένε οι Αμερικάνοι κι αυτό φαίνεται να το έχει εμπεδώσει ο εξ Αμερικής «ζάμπλουτος ευεργέτης» του ανέκδοτου. Τώρα, αν παράλληλα πιστεύει ότι μας ψεκάζουν ή ότι τα εμβόλια είναι του σατανά ή ότι η Γη είναι επίπεδη, αυτό δεν το ξέρουμε. Αλλά και να τα πιστεύει όλα αυτά τα απίστευτα, τι έγινε; Τουλάχιστον αυτός δεν είναι φτωχομπινές!

Αυτή είναι η εικόνα (χοντρικά και καθ’ υπερβολή) του νέο-Έλληνα που βγαίνει από τα τρία ανέκδοτα. Αυτοί είμαστε άραγε; Κοιτάζω στον καθρέφτη την απολλώνεια κατατομή μου (αλληθωρίζοντας) και προβληματίζομαι. Χρόνια τώρα διαδίδω όπου σταθώ κι όπου βρεθώ ότι προτιμώ για παρέα ένα ντελιβερά με PhD από ένα ντουβάρι που είναι επιτυχημένος επιχειρηματίας και πρόεδρος των ΗΠΑ (τυχαίο το παράδειγμα). Μήπως κοροϊδεύω τον εαυτό μου; Μήπως τελικά η ερώτηση (στην οποία απαντάω μόνος μου, συν τοις άλλοις) δεν είναι «ποιον προτιμάς για παρέα;», αλλά «τι θα προτιμούσες να ήσουν εσύ ο ίδιος;»; Μήπως ο καθρέφτης μου είναι παραμορφωτικός; Μήπως είναι παραμορφωμένος;

Από την άλλη, σαν πολλή σημασία δεν δίνω σε τρία ανέκδοτα; Ίσως. Δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι τα αστεία (και η σάτιρα, γενικότερα) από τη φύση τους δεν διακρίνονται (ευτυχώς) για την πολιτική ορθότητα και τον ορθολογισμό τους· αντίθετα, η σοφιστεία, η παραδοξολογία, η στρέβλωση αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά τους. Εντούτοις, ακόμα και τα ανέκδοτα (πολύ περισσότερα τα εθνικά ανέκδοτα) απεικονίζουν κάποια όψη της πραγματικότητας, έστω και καθ’ υπερβολή. Συνεπώς, έχει κανείς κάθε δικαίωμα να παίρνει τα αστεία σοβαρά – έστω και κατ’ εξαίρεση, έστω σαν αφορμή να του κοπεί (για λίγο) το γέλιο. Τα τρία περί ου ο λόγος ανέκδοτα δεν συνιστούν ασθένεια –ίσως ούτε καν συμπτώματα μιας εθνικής μας ασθένειας–, αλλά σίγουρα κάτι λένε για τη συλλογική συνείδηση του λαού που τα επινόησε.

Απεχθάνομαι τις γενικεύσεις. Απεχθάνομαι, όμως, και τον σχετικισμό. Με άλλα λόγια, δεν θέλω να πω ούτε «όντως έτσι είμαστε» ούτε «είμαστε και έτσι». Δεν θέλω να κάνω αμφιλεγόμενα κοινωνιολογικού τύπου σχόλια, ούτε να μπω στα δύσβατα χωράφια της μαζικής ψυχολογίας. Τότε τι ακριβώς θέλω; Ξέρω; Έτσι λέω. Θέλω να μιλήσω για γεγονότα· θέλω να φτάσω όσο πιο κοντά στην αλήθεια γίνεται· θέλω πραγματική πραγματικότητα! Φυσικά, δεν μπορώ. Δεν υπάρχει θέση εκτός κόσμου, γλώσσας και σκέψης απ’ όπου να μπορώ να δω την πραγματικότητα ως έχει. Είμαι καταδικασμένος να ζω σε μια εικονική πραγματικότητα, σ’ ένα ψηφιδωτό αποσπασματικών εικόνων, σ’ ένα πλέγμα ατομικής μυθολογίας. Αδιέξοδο.

Συνεπώς, δεν αξίζει να υπερασπιστώ τη δική μου πρόσληψη της πραγματικότητας. Είναι εξακριβωμένο ότι αυτή η τακτική καταλήγει πάντα στην ανάγκη να αποδειχτούν κάποια αξιώματα, τα θεμέλια που στηρίζουν το οικοδόμημα. Και τα αξιώματα δεν αποδεικνύονται: είτε τα πιστεύεις είτε όχι. Και όταν στην εξίσωση μπαίνει η πίστη, δεν υπάρχει κοινά αποδεκτά λύση. Δεν θα υπερασπιστώ ούτε την Κοινή Λογική – δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα (τουλάχιστον όχι με την έννοια του Κοινού Κτήματος). Θα υπερασπιστώ, όμως, τον Ορθό Λόγο. Αναγκαστικά. Κατ’ ανάγκην. Γιατί αυτός υπάρχει. (Αν δεν υπήρχε, δεν θα ήμασταν τώρα εδώ να το συζητάμε. Αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε και τον Αριστοτέλη – εκείνον τον πρόγονό μας, ξέρετε.)

Ορθός Λόγος: το ύστατο αποκούμπι μας. Ας αφήσουμε στην μπάντα το ότι, καταρχήν, οι άλλοι (οι κακοί) ασφαλώς και μπορούν να μας πάρουν «τον ήλιο, τη θάλασσα και το τσίπουρο» και ας επικεντρωθούμε στο τι θέλουμε εμείς για εμάς. Θέλουμε να μείνουμε κοντά στις παγκόσμιες εξελίξεις, με όλα τα θετικά και αρνητικά που αυτό συνεπάγεται; Θέλουμε μια ανοιχτή κοινωνία, ευπροσάρμοστη και δεκτική στην τεχνολογική κοσμογονία που συντελείται αυτή τη στιγμή; Θέλουμε να προχωρήσουμε; Ή, αντιθέτως, θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε τον μύθο του «εκλεκτού λαού», επίσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται; Γιατί και τα δύο μαζί δεν μπορούμε να τα έχουμε, όσο «δαιμόνιοι» και να είμαστε. Η πρώτη δέσμη των «θέλω» προϋποθέτει εξωστρέφεια, σχεδιασμό και προβλεπτική ικανότητα – δηλαδή, ιδιότητες για τις οποίες δεν φημιζόμαστε (ως έθνος, πάντα). Θα χρειαστεί ν’ αλλάξουμε νοοτροπία: αυτή η κοινοτοπία μάς φέρνει αλλεργία, όχι επειδή αντιπαθούμε τις αλλαγές (που τις αντιπαθούμε), αλλά κυρίως επειδή δεν έχουμε συλλογική επίγνωση των χαρακτηριστικών της υπάρχουσας νοοτροπίας. (Με άλλα λόγια, δεν αλλάζουμε επειδή δεν θέλουμε, αλλά επειδή δεν μπορούμε – κι αφού δεν μπορούμε, δεν θέλουμε· απλό.) Αν πάλι θέλουμε συνειδητά να παραμείνουμε ως έχουμε (το αγλάισμα του ανθρώπινου είδους που όλοι οι υπόλοιποι κακομοίρηδες στον πλανήτη μας –στον δικό μας πλανήτη!– το ζηλεύουν), όλα καλά: δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα – και σ’ αυτό είμαστε καλοί. Τότε, μπορούμε κάλλιστα να συνεχίσουμε να λέμε ανέκδοτα – σ’ αυτό είμαστε ακόμα καλύτεροι.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 



from dimart https://ift.tt/2BrtZcL
via IFTTT