Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Όπου γάμος και χαρά (#not)

Αυτό δεν είναι τραγούδι #729
Dj της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά

Την Κυριακή του Θωμά (του άπιστου) είχα γάμο. Παντρευόταν μια μικρανιψιά μου, κόρη πρώτης ξαδέρφης. Θρησκευτικός με γλέντι μετά, σε κτήμα κάπου στα Μεσόγεια. Υπερπαραγωγή. Κανονικά δεν πάω σε τέτοια, βρίσκω μια δικαιολογία (συνήθως απίστευτη, του στιλ «δεν έπιασε το μπότοξ») και τη γλιτώνω. Αλλά η Μίνα, η νύφη, ήταν κάποτε το αγαπημένο μου πιτσιρίκι, ήθελα να πάω. Θα πήγαινα.

Το πρόβλημα ήταν, όπως πάντα, το σόι, το σοϊμουμέσα. Ποιος αντέχει να περάσει ένα βράδυ όπου κάθε δεύτερη κουβέντα που ακούει είναι «πότε θα φάμε τα κουφέτα σου;» ή «και στα δικά σου, άντε, ήρθε η σειρά σου»; Τους περισσότερους είχα να τους δω χρόνια και θα ήταν γκαζωμένοι. Κάτι έπρεπε να κάνω. Πάνω στην απελπισία μου κατέφυγα στο κλασικό κόλπο: να εμφανίσω έναν γαμπρό για να με αφήσουν στην ησυχία μου.

Ναι, αλλά ποιον; Έπρεπε να είναι άγνωστος. Κατά σύμπτωση, το Πάσχα, σε μια άλλη αξιολησμόνητη σύναξη, είχα πέσει πάνω σε έναν φίλο από τα παλιά, τον Άρη. Συνάδελφος σε μια καλή δουλειά του παρελθόντος, από κείνες που παίρναμε μέχρι και μισθό. Παντρεμένος και χωρισμένος. Ασόβαρος. Θεωρητικός (για σαρανταπεντάρης). Και φίλος. Φίλος φίλος – δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει ποτέ τίποτα μεταξύ μας. Μου έκανε. Τον πήρα τηλέφωνο και του εξήγησα την κατάσταση. «Δικός σου ο ρόλος, αν το θέλεις», κατέληξα. Δέχτηκε να με συνοδεύσει: για κάτι τέτοια ζει.

Εκείνη την Κυριακή, πηγαίνοντας προς την εκκλησία, του έκανα μια ενημέρωση στα γρήγορα. Αφομοίωνε άνετα τις άχρηστες πληροφορίες. Μετά, στήσαμε και τα δικά μας, για να μη λέμε άλλ’ αντ’ άλλων: πολιτικός γάμος τα Χριστούγεννα, δεν ήμουν έγκυος, δεν μέναμε μαζί γιατί εκείνος δούλευε στις Βρυξέλλες, διερμηνέας, κι εγώ στα Παλούκια, μαουνιέρισσα. Απλά πράματα, πιστευτά.

Στην τελετή εισπράξαμε κάποια διερευνητικά βλέμματα, όπως ήταν αναμενόμενο. Στην ουρά για τις χαιρετούρες είχαμε τις πρώτες κρούσεις. Έκανα τις συστάσεις κατά το δοκούν.

«Από δω ο άντρας μου ο Άρης».

«Ωραίο όνομα! Ο θεός του πολέμου».

«Όχι, Άρης από το Αριστοτέλης».

Αλήθεια ήταν αυτό. Τώρα, γιατί ν’ απαρνηθείς τον φιλόσοφο και να διαλέξεις τον πολεμοτζάνκι (ή τη δευτεράτζα της Θεσσαλονίκης ή το αθηναϊκό Πεδίο, ξερωγώ), δεν το καταλαβαίνω. Ο ίδιος, όταν συστηνόταν μόνος του έλεγε, όπως τον παλιό κακό καιρό, «Χαίρω πολύ, Άρης και δεν έγινα παπάς επίτηδες». Χιουμοράκι διαλογής, από τα καλάθια. Μου ’ρχόταν να συμπληρώνω, «Κρίμα, γάντι θα σου ταίριαζε». Αλλά συγκρατιόμουν. Δεν ήμασταν και πραγματικά παντρεμένοι, στο φινάλε.

Στη δεξίωση τα πράγματα βελτιώθηκαν, κυρίως γιατί άρχισα να οικοδομώ μιας εξαρχής ένα ευπρεπές σούρωμα. Θα είπα την ιστορία του “γάμου” μας και τριάντα φορές. Μόνο μεθυσμένη θα την έβγαζα καθαρή. Ο Άρης το καταδιασκέδαζε. Απαντούσε και στα παράπονα («Μα να μη μας καλέσετε!» «Έγινε εν πολύ στενώ. Αφού να σκεφτείτε, ούτε μάρτυρες δεν είχαμε, μόνοι μας υπογράψαμε».) και στις ευχές («Να ζήσετε, καλούς απογόνους!» «Ευχαριστούμε, λευτεριά στις έγκυες!»). Τον κλώτσησα τόσες φορές κάτω απ’ το τραπέζι που στραπατσάρισα τη γόβα.

Κάποτε έκανε και την επική του είσοδο το ζεύγος των νεόνυμφων. Υπό τους ήχους του “Final Countdown”, για όνομα! Κοίταζα τριγύρω να δω μήπως σκάσει από πουθενά μύτη ο Αργύρης Καμπούρης να βαρέσει τις βολές.

Φάγαμε, ήπια, χόρεψαν. Κάποια στιγμή έπαιξε και το αναπόφευκτο “Por una Cabeza” (εκείνο που χορεύει ο τυφλός Al Pacino με μια πιτσιρίκα στο Scent of a Woman). «Α, το ταγκό μου! Χορεύετε;» μου λέει ο Άρης. Αρνήθηκα. «Άσε, θα περιμένω την ταραντέλα». Δεν ήμουν σε θέση να χορέψω ταγκό, εκτός κι αν ήθελαν να τους δείξω τη διάσημη φιγούρα μου «πώς πατάνε τα σταφύλια». Άσ’ το καλύτερα, σκέφτηκα. Αλλά ο Άρης το χόρεψε. Με την κουμπάρα. «Καλή η κουμπάρα, έτσι;» μου είπε γυρνώντας στο τραπέζι μας. «Καλή, πολύ καλή. Για τυφλός, πάντως, μια χαρά βλέπεις!»

Από κει και πέρα δεν θυμάμαι και πολλά. Δηλαδή, στόχος επετεύχθη. Σπίτι μπορεί να μην άνοιξα, αλλά την κλινική αποτοξίνωσης έτοιμη την έχω, με το κλειδί στο χέρι.

Το πρωί ξύπνησα με ήπιο πονοκέφαλο (καλό μου κρασάκι!) και διάθεση αφυδατωμένη. Και βέβαια δεν ξύπνησα από μόνη μου: τηλέφωνο. Η ξαδέρφη, η από χθες το βράδυ πεθερά. Ευχαρίστησε για το δώρο και τα σχετικά. Και μετά είπε:

«Συγγνώμη προκαταβολικά γι’ αυτό που θα σου πω, δεν τα συνηθίζω κάτι τέτοια, αλλά ο άντρας σου,… πώς να πω; Δεν είναι σωστός».

Ο άντρας μου; Ώρα είναι! Ποιος άντρας μου; Α, ο Άρης!

«Ξέρεις τι έκανε; Την έπεσε στην Τούλα!»

Τούλα; Ποια Τούλα; Τι σκ–

«Την κουμπάρα! Μέσα στην τουαλέτα! Παραλίγο να γίνει σκάνδαλο. Ευτυχώς το αποφύγαμε».

Μετά με άρχισε τα «να τον προσέχεις» και τα τοιαύτα, βαρέθηκα. Της είπα ότι μου χτυπάνε την πόρτα, θα την ξανάπαιρνα (σε μια άλλη ζωή) να μάθω λεπτομέρειες και την έκλεισα. Μέσα στην επόμενη ώρα, με πήραν άλλες δέκα –ξαδέρφες, ανιψιές, άγνωστες!– να μου πούνε περίπου τα ίδια. Σταμάτησα να σηκώνω το τηλέφωνο. Ρε, ζημιά που έπαθα! Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα γραμμή στο σπίτι εκείνου του σκορδόπιστου. Το φίδι! Ήταν ώρα να τον χειροτονήσω, να μην πάει χαμένο τέτοιο όνομα.

Μου άνοιξε με τα σώβρακα, σε άθλια κατάσταση. Τον πήρα από τα μούτρα.

«Ρε κνώδαλο, ρε απαράδεκτε, ρε ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη! Πήγες και την έπεσες στην κουμπάρα;»

«Ναι, γιατί; Ευκαιρίας δοθείσης… Στους γάμους παίζεται το χοντρό παιχνίδι, πού ζεις;»

«Αφού είμαστε παντρεμένοι, ρε! Έγινα ρεντίκολο. Με παίρνουν όλη μέρα τηλέφωνο και με συλλυπούνται».

«Έλα, μωρέ. Δεν έγινε και τίποτα. Άλλωστε, έχω κακό σκοπό. Θα το πάρω το κορίτσι».

«Δίγαμε!»

«Καλά, πρώτα θα πάρουμε διαζύγιο και μετά. Είμαστε και πιο κοντά: γάμος, διαζύγιο, δύο σκαλοπάτια. Ενώ την άλλη, αρραβώνας, γάμος, διαζύγιο, τρία σκαλοπάτια».

Τώρα μου έκανε τον Καλλιβωκά στο Μια Τρελλή Τρελλή Οικογένεια! Κωμωδία, τι άλλο;

«Μ’ εκείνην δεν έγινε αρραβώνας, αλλά φάσωμα! Κάνε μου μια χάρη, την επόμενη φορά που θα αρραβωνιαστείς να πιάσεις δωμάτιο».

Γέλασε μέχρι που του ήρθε λόξυγκας. Τον κοίταξα προσεκτικά, μέσα το εργενάδικο της μέσης ηλικίας, αναμαλλιασμένο, τσιμπλή κι αξούριστο, και δεν άντεξα: έβαλα κι εγώ τα γέλια. Τι καλά που δεν ήταν άντρας μου!

Το ίδιο βράδυ πήρα τηλέφωνο την πεθεροξαδέρφη να την ευχαριστήσω που γεννήθηκε καρφί. Μου ξαναζήτησε συγγνώμη, αλλά έκρινε πως έπρεπε να ξέρω. Ο Άρης δεν έκανε για σπίτι. Το ήξερα. Ούτε για σπίτι ούτε για ξενοδοχείο. Ευκαιρία να βγω από τον γάμο-αστραπή μ’ ένα αστραπόβροντο. (Και δεν την ξαναπαθαίνω: την επόμενη φορά που θα χρειαστώ σύζυγο μιας χρήσης θα διοργανώσω οντισιόν.)

«Γι’ αυτό κι εγώ τον χώρισα».

Κεραυνός! Έχασε τα λόγια της (επιτέλους) η πεθερά του Ρόιτερ.

«Μα θα διαλύσεις το σπίτι σου για μια μα– χαζομά– κουταμά–»

«Τα όμορφα σπίτια όμορφα καίγονται, ξαδέρφη», είπα και της το ’κλεισα θεατρικά. Παραλίγο να της πω, «Άντε και στα δικά σας οι παντρεμένες», αλλά έδειξα χαρακτήρα. Δεν είμαι τέτοιο κορίτσι εγώ.

 

* * *

Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter




from dimart http://ift.tt/2910aUe
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου