Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Όταν η ζωή μιμείται την έβδομη τέχνη

Suadiye_3

Έγκλημα στην Πόλη #31 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40

—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—

Η γεννηθείσα στην Ιστανμπούλ το 1920 Σελμά, το 1941 ήταν 21 ετών. Είχε ήδη προλάβει να εξαπατήσει δύο εμπόρους —ξεχωριστά εννοείται τον καθένα αλλά ταυτοχρόνως— με την υπόσχεση ότι θα τους παντρευτεί, αποσπώντας συνολικά και από τους δύο τριάντα χιλιάδες περίπου τουρκικές λίρες. Εντυπωσιακά μεγάλο ποσόν για τα δεδομένα της εποχής και ακόμα εντυπωσιακότερη η ικανότητα της νεαρής να πείσει τους δύο εξαπατημένους υποψήφιους γαμπρούς, μετά από κάποιες συναντήσεις μαζί τους στις οποίες τους πρόσφερε μέγα βρασμό σώματος, να  αποσύρουν τις μηνύσεις που είχαν καταθέσει εν βρασμώ ψυχής εναντίον της. Να τη συγχωρέσουν κατάφερε αφού τους έπεισε ότι από το μεγάλο της πάθος να γίνει ηθοποιός οδηγήθηκε στην εξαπάτησή τους και ουχί από έλλειψη συναισθημάτων προς αυτούς. Μεγάλη η γοητεία της μικράς, εκ γενετής χαρακτηριστικό της να παγιδεύει τους αρσενικούς στα πλοκάμια της. Μόνο ο πατέρας της έμεινε αδιάφορος και απόμακρος, παντελώς ασυγκίνητος και ξένος μπρος στα θέλγητρά της, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Γι αυτό κι όταν μετά τη μήνυση την αλίευσαν οι αστυνομικοί στην αμαξοστοιχία προς την Άγκυρα και την έφεραν πίσω και την οδήγησαν στο τμήμα, έκλαιγε εκείνη μαύρο δάκρυ και σπάραζε και η καρδιά και του πιο σκληρού οργάνου της τάξης μπροστά στα συγκινητικά λόγια της μετάνοιας που έρρεαν σαν δροσερό άσπρο κρασί που μεθούσε όσους την άκουγαν και κυρίως βέβαια όσους την έβλεπαν και ανφάς και προφίλ και όρθια και καθιστή. Στην Αμερική ήθελε να πάει το κορίτσι να γίνει ηθοποιός, καλλιτέχνης της οθόνης να μαγεύει πλήθη ολόκληρα, κι όχι έναν δυο εμπόρους ή κάτι λίγους θαυμαστές που είχε στη γειτονιά της.

Εδώ που τα λέμε, κορόιδα ήθελε βασικά να βρίσκει να περνάει καλά με τα λεφτά τους, να την προσέχουν και να την έχουν στα όπα-όπα κι όσο κρατήσει, αλλά όχι βέβαια να σκλαβωθεί με γάμους και υποχρεώσεις, αυτά ήταν για τις άλλες, τις δειλές, τις γυναικούλες, που δεν ήθελαν ή δεν είχαν τα προσόντα να ξεδιπλώσουν όλες τους τις χάρες και να ζήσουν ζωή απείθαρχη και χαρισάμενη. Αυτές οι οποίες να βολευτούν ήθελαν μόνο, να παραιτηθούν από την  περιπέτεια της ζωής και τα σκαμπανεβάσματά της και μες την ρουτίνα και την αφάνεια να χάσουν νιάτα και όνειρα, τις κοιτούσε αφ’ υψηλού η Σελμά.

Το διαβατήριο πάντως για να μπει στους καλλιτεχνικούς κύκλους του θεάματος, κυρίως του σινεμά, το είχε σίγουρα με όλες τις απαραίτητες  γνήσιες σφραγίδες των νιάτων, της ομορφιάς της και της καπατσοσύνης της. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο εξάλλου, η γνωριμία και με ένα άτομο μόνο, αν αυτό ήταν το κατάλληλο, αρκούσε για να εισχωρήσει η Σελμά στους κύκλους του κινηματογράφου. Οι τουρκικές ταινίες δεν είχαν δα και πολλά χρόνια ζωής, oι πρώτες  παραγωγές είχαν αρχίσει το 1922, αλλά μετά το 1938 εμφάνισε ο τουρκικός κινηματογράφος σταδιακά μεγάλη ανάπτυξη.

Έτσι και έγινε. Η Σελμά γνώρισε έναν ύποπτο τύπο, με το παρελθόν του καλυμμένο από πολύ μυστήριο, έναν πρώην κρατικό υπάλληλο που ζούσε κάνοντας ύποπτες δουλειές, μπλεγμένος σε υποθέσεις εκβιασμών αλλά και ληστειών και ενδεχομένως και φονικών ενεργειών. Δεν έβαζε το χέρι της στη φωτιά για τίποτα από όλα αυτά η Σελμά, ούτε βέβαια θα έπεφτε η ίδια στη φωτιά για αυτόν τον περίεργο τύπο, είχε καταλάβει πολύ καλά ότι όσο πιο λίγα ήξερε γι αυτόν τόσο το καλύτερο για την ίδια, το μικρό του όνομα μόνο ήξερε, Μουσταφά, και αυτό της αρκούσε, ξέροντας βεβαίως ότι δεν ήταν το αληθινό του όνομα. Ούτε μπλεξίματα ήθελε πολλά με τον υπόκοσμο με τον οποίο είχε συναλλαγές ο Μουσταφά, της αρκούσε πως, με την ίδια ευκολία που κυκλοφορούσε στις κακόφημες συνοικίες μόνος του, κυκλοφορούσε σε σαλόνια και καλλιτεχνικά στέκια μαζί της.

Ο Μουσταφά είχε το χάρισμα, ενώ ηθοποιός δεν ήταν, να μπορεί να μπει στο πετσί διαφορετικών ρόλων. Όπως τον είχε προικίσει η φύση με ένα ωραίο παρουσιαστικό, ο ρόλος που του ταίριαζε καλύτερα ήταν του σοβαρού, καθωσπρέπει, επιβλητικού αστού κυρίου. Δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στο ντύσιμό του και γενικά στην εμφάνισή του, στους τρόπους και στην ομιλία του,  μπορούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη οποιουδήποτε και να τον πείσει για τις άδολες και ειλικρινείς προθέσεις του, κι ας ήταν ποταπές οι επιδιώξεις του. Κυκλοφορώντας μαζί του η Σελμά αισθανόταν ότι αποκτούσε κι εκείνη κάποιο κύρος και κάποια καράτια παραπάνω. Το τελευταίο ορθώς και το αισθανόταν, πολλών καρατίων ήταν τα χρυσαφικά που της έδινε αφειδώς και σε μεγάλες ποσότητες ο Μουσταφά και εκείνη τα φορούσε χωρίς ποτέ να αναρωτηθεί που τα έβρισκε ο προστάτης της, και κοσμηματοπωλείο δικό του να είχε και πάλι δε θα εξηγούσε κανείς εύκολα το πόθεν έσχες των μεγάλης αξίας αλλά πολύ διαφορετικών μεταξύ τους κοσμημάτων που της χάριζε. Μόνο κάποιες φορές, ανάλογα με το πού θα πήγαιναν, τις έδινε οδηγίες για το ποια κοσμήματα να φορέσει, αποκλείοντας αυστηρά κάποια άλλα. Υπήρχαν και κάποια εντυπωσιακά κομμάτια που της απαγόρευσε εντελώς να τα φοράει έξω από το σπίτι, γιατί ήταν κοσμήματα της μητέρας του, έλεγε, και είχαν γι αυτόν μεγάλη συναισθηματική αξία και δεν ήθελε να εκτίθενται σε κοινή θέα. Τον πίστεψε – δεν τον πίστεψε η Σελμά, ουδείς θα μάθει, πάντως τηρούσε με υπερβολική προσοχή τις οδηγίες και τις απαιτήσεις του, δεν είχε καμία διάθεση να χάσει την εύνοιά του και μαζί τα κοσμήματα και την καλή ζωή. Της το είχε ξεκαθαρίσει ο Μουσταφά, όταν θα τη χώριζε —τονίζοντας το ότι μόνον αυτός είχε την επιλογή να τη χωρίσει— όλα τα χρυσάφια και οι πέτρες οι πολύτιμες που γυάλιζαν τώρα πάνω στο άσπρο μυρωδάτο  νεανικό της δέρμα  σε εκείνον θα επιστρέφονταν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Το είχε αποδεχτεί η Σελμά κι αυτό όπως και πολλές άλλες ιδιοτροπίες του, αλλά κάπου μέσα της ήλπιζε ότι όλο και κάτι μπορεί να συμβεί, να τα φέρει η ζωή έτσι ώστε δικά της να μείνουν για πάντα τα πανάκριβα κοσμήματα.

Ο Vasfi Rıza Zobu ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς  ηθοποιούς της εποχής του. Γεννημένος το 1902, φύση ανήσυχη και καλλιτεχνική, αφού φοίτησε κάποια χρόνια στη στρατιωτική σχολή Kuleli Askeri Lisesi, στη Γερμανική Σχολή Εμπορίου και στην Σχολή Καλών Τεχνών ολοκλήρωσε την εκπαιδευτική του περιπέτεια φοιτώντας στη θεατρική σχολή Darülbedayi Tiyatro Okulu και έγινε επιτυχημένος ηθοποιός του θεάτρου και του σινεμά μετά το 1923. Ηθοποιός του φημισμένου Şehir Tiyatrosu (Δημοτικού Θεάτρου της Πόλης), κατά τη διάρκεια της καριέρας του  ασχολήθηκε με επιτυχία και με τη σκηνοθεσία και  έγραψε πάρα πολλά κείμενα και άρθρα σχετικά με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Την εποχή που ο Μουσταφά και η Σελμά κυκλοφορούν στους  καλλιτεχνικού κύκλους, ο Vasfi Rıza Zobu είναι ήδη δημοφιλής και καταξιωμένος ηθοποιός. Η ταινία του Akasya Palas (Ξενοδοχείο Ακάσια Παλάς) που βγήκε στις αίθουσες περίπου ένα χρόνο νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 1940, είχε μεγάλη επιτυχία και είχε ανεβάσει τη δημοτικότητά του σε μεγαλύτερα ύψη. Κωμωδία αξιώσεων, μια αλληλουχία   συμπτώσεων, παρεξηγήσεων και μπλεξιμάτων των ηρώων λόγω ζηλοτυπίας και απιστιών, δεν παραλείπει να συμπεριλάβει σε δεύτερους ρόλους και πρόσωπα των μειονοτήτων: οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου είναι Αρμένιοι και η υπηρέτρια της οικογένειας των πρωταγωνιστών είναι η Ελένη, η Ρωμιά.

Akasya_Palas_1940

Akasya Palas, 1940

Τον πέτυχε λοιπόν η Σελμά, αφού είχε καταφέρει να πάρει και κάποιους ασήμαντους  ρόλους σε κάποιες  αμφίβολης ποιότητας ταινίας,  τρεις-τέσσερις φορές σε διάφορα κοσμικά και καλλιτεχνικά λημέρια τον αγαπητό στο κοινό ηθοποιό και του έγινε τσιμπούρι. Δασκαλεμένη επαρκώς από τον Μουσταφά, άρχισε να τον κολακεύει και να προσπαθεί να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για τη ζωή και τις συνήθειές του. Ευγενικός και κιμπάρης  κύριος εκείνος, αρκετά καταδεχτικός μαζί της, ανταποκρίθηκε με συγκρατημένο ενδιαφέρον στο δικό της εντονότερο ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Κάπως έτσι λοιπόν συνέβαλε  η Σελμά στο να μάθει αυτά που έπρεπε να ξέρει ο Μουσταφά για να καταστρώσει το φιλόδοξο σχέδιο του.

Στις 25 Δεκεμβρίου του 1941, την ημέρα των Χριστουγέννων των χριστιανών, γιορτή παντελώς αδιάφορη για τους μουσουλμάνους Τούρκους, ο  Vasfi Rıza Zobu θα διανυκτέρευε  στο  Suadiye (Σουαντιέ), συνοικία του Kadıköy, στη δεύτερή του κατοικία. Μόλις άρχισε να νυχτώνει, ένας κύριος, κομψοντυμένος και περιποιημένος στην τρίχα, χτύπησε το κουδούνι της εισόδου του σπιτιού του ηθοποιού, στο ευρωπαϊκό κέντρο της Πόλης. Η υπηρέτρια, η μόνη που βρισκόταν εκείνη την ώρα εκεί, άνοιξε τη πόρτα και ο αξιοσέβαστος κύριος με τα όλα του —την μπριγιαντίνη στα άψογα χτενισμένα ψαρά μαλλιά του, την κολόνια να απλώνεται σαν αύρα μαγευτική γύρω του, με το αρχοντικό ύφος και τη σαγήνη του βλέμματος και των λόγων του να κατακτά την εμπιστοσύνη της υπηρέτριας— ζήτησε να δει τον καλό του φίλο. Η υπηρέτρια τον ενημέρωσε ότι ο αξιότιμος κύριός της έλειπε και θα επέστρεφε από το εξοχικό του την επομένη το πρωί. Ο άντρας ζήτησε ευγενικά την άδειά της να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς  με τον φίλο του Βασφή Ριζά μπέη και εκείνη τον οδήγησε στο γραφείο του αφεντικού της, αποχωρώντας διακριτικά, όπως είχε μάθει να κάνει πάντα όταν έπρεπε. Εξερχόμενος από το γραφείο ο αριστοκρατικός ξένος τής μετέφερε την επιθυμία του φίλου του να διανυκτερεύσει το βράδυ στο σπίτι του για να ειδωθούν με την ησυχία τους το πρωί όταν επιστρέψει. Η υπηρέτρια έστρωσε το κρεβάτι  στο δωμάτιο των  φιλοξενούμενων, του έφερε ένα δίσκο με ένα πρόχειρο δείπνο, τον καληνύχτισε ευγενικά και κατευθύνθηκε στο ταπεινό της δωμάτιο, στο υπόγειο του οικήματος.

Ο ξένος όμως δεν αποδείχτηκε τόσο έντιμος όσο φαινόταν. Αφού έφαγε και ήπιε το εξαίρετο γαλλικό κρασί, ξεκουράστηκε κάποιες ώρες και, πριν βγει ο ήλιος να δει της νύχτας τα καμώματα και να γελάσει με την καρδιά του, αναχώρησε με τις τσέπες του γεμάτες τούρκικες λίρες, κάτι λιγότερες χρυσές και πολλά τιμαλφή, που ανήκαν όλα βέβαια στον απόντα ηθοποιό. Όπως μπορεί ο καθείς να φανταστεί, ο κύριος που σαν κύριος μπήκε στο ξένο σπίτι και σαν κύριος έφυγε δεν ήταν άλλος από τον Μουσταφά, που μπέης δεν ήταν αλλά σαν μπέης ήθελε να ζει.

Όταν ενημερώθηκε η αστυνομία από την υπηρέτρια και ήρθε για επιτόπια έρευνα, διαπίστωσε ότι ο χωρίς μάσκα Φαντομάς, προτού φορέσει το αγγελικό του χαμόγελο και χτυπήσει με αυτοπεποίθηση μεγάλη το κουδούνι της εξώπορτας, είχε κόψει το καλώδιο του τηλεφώνου. Την επόμενη μέρα, για λόγους οι οποίοι παρέμειναν αδιευκρίνιστοι, οι εφημερίδες, ενώ αναφέρθηκαν λεπτομερώς στο συμβάν, δεν ανέφεραν το πραγματικό όνομα του αριστοτέχνη   ληστή, ενώ υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις για το ποιος ήταν. Ήταν το ίδιο άτομο που στο παρελθόν είχε αποπειραθεί να εκβιάσει τον πρώην υπουργό Εσωτερικών κ. Σουκρή Καγιά.  Ήταν όμως πρώην κρατικός υπάλληλος και το όνομά του δεν έπρεπε να γίνει γνωστό και να ατιμαστεί μαζί του και η αξιοπρεπής τάξης των υψηλόβαθμων κρατικών λειτουργών που υπηρετούσαν τιμίως το κράτος και τον λαό. Για  τον περισσότερο κόσμο, όπως και για τη Σελμά, ο κομψός αριστοκρατικής εμφάνισης  πανούργος ληστής έμεινε  γνωστός ως Μουσταφά, χωρίς κανένα άλλο αναγνωριστικό στοιχείο. Ένας ξεχωριστός βέβαια Μουσταφά, γιατί κατάφερε να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει στη ληστεία στην οικία του διάσημου ηθοποιού ως να σκηνοθετούσε και να πρωταγωνιστούσε σε μία άψογη, πετυχημένη κινηματογραφική ταινία, βασισμένη σε σενάριο αναμφισβήτητα βγαλμένο μέσα από την ίδια τη ζωή.

_φαντομάς_

* * *

Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Έγκλημα στην Πόλη

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο




from dimart http://ift.tt/28oazA0
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου