Αυτό δεν είναι τραγούδι #754
Dj της ημέρας, η Χριστίνα Παπαβασιλείου
Είχα μια ξαδέλφη. Μεγάλωσα σχεδόν σκαρφαλωμένη στα πόδια της. Εκεί νανουρίστηκα, ταΐστηκα, άκουσα παραμύθια, ιστορίες, αποσπάσματα από την μυθολογία του Τσιφόρου. Στα πόδια της ξεκίνησα να αφηγούμαι τις δικές μου ιστορίες, μικρές, παιδικές και απόλυτα παράλογες, αλλά μυθικές και μοναδικές στο δικό μου μυαλό. Τα μεσημέρια, ξάπλωνε πάντα μπρούμυτα, διαβάζοντας κάποιο βιβλίο. Κι εγώ, ανάσκελα πάνω στην πλάτη της σαν την χελώνα με το καβούκι της, αχνοκοιμόμουνα ή την ζάλιζα με την απίστευτη λογοδιάρροια που με έπιανε τις ώρες της ραστώνης. Οι μεγάλοι μας φώναζαν ότι θα της σπάσω την πλάτη. Ευτυχώς δεν τους ακούσαμε ποτέ. Η χελώνα και το καβούκι της κράτησε χρόνια ενώνοντας τις δυο μας, σε αυτήν την παράξενη στάση.
Ένα καλοκαίρι, μεγαλωμένες πια, θυμάμαι μια μέρα από αυτές τις αποχαυνωτικές, της ατελείωτης βαρεμάρας, αφού είδαμε ότι ταινία είχε γράψει για να την δούμε μαζί, αφού φάγαμε πατατάκια, γαριδάκια, πασατέμπο, ότι γλυκό και παγωτίνι υπήρχε στο ψυγείο και παρ όλα αυτά το κέφι μας είχε πάρει την κατιούσα, είπαμε να βγούμε βόλτα. Μπας κι αεριστεί το κεφάλι μας, φύγει η κατήφεια και συνέλθουμε. Πήραμε την κατηφόρα του σπιτιού, περάσαμε τον μεγάλο δρόμο κι αποφασίσαμε να συνεχίσουμε απέναντι. Στην ανηφόρα. Εκεί ήταν τα δύσκολα. Έκανε και ζέστη. Είχα τεντώσει χέρια, έβαζα δύναμη, κόντρα τα πόδια μου στην άσφαλτο, αλλά η κίνησή μας ήταν αργή, η προσπάθεια μεγάλη. Κι άρχισαν από τα σπιτάκια του στενού, να βγαίνουν ένας ένας, λες και κάποιος τους είχε δώσει το σύνθημα, στην αρχή μόνο κοιτάζοντάς μας με περιέργεια, σιγοψιθυρίζοντας, κάποιοι προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν, πράγμα που η αξιοπρέπειά μας δεν δέχτηκε με τίποτα. Ανηφορίζαμε κι όλο ανηφορίζαμε κι όλο έβγαιναν άνθρωποι και μας χάζευαν, αισθανόμασταν τα βλέμματά τους στην πλάτη μας, αυτοί που ήταν μπροστά μας μισοκρυβόντουσαν στο γείσο της πόρτας τους μέχρι να τους προσπεράσουμε για να ενωθούν κατόπιν με τους άλλους που είχαν βγει στον δρόμο. Μας χάζευαν. Στόχος μας ήταν η παραπάνω στροφή απ όπου έβλεπες κάτω τις αλάνες. Με τα πολλά φτάσαμε. Ήμουν κάθιδρη. Τις είδαμε τις αναθεματισμένες τις αλάνες, έκανα κι ένα τσιγάρο και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.
Φτάσαμε στο σπίτι γελώντας, είμαι σίγουρη ότι πέρα από την δική μου ανάμνηση, έχουμε μείνει και σε όλους αυτούς που μας κοίταζαν. Εκείνη η μέρα πρέπει να σηματοδοτήθηκε ως η ημέρα που πέρασε η κοπέλα στο αναπηρικό καρότσι. Είμαι σίγουρη ότι εμένα δεν με θυμούνται καν και πως θα μπορούσανε άλλωστε όταν σχεδόν δεν φαινόμουνα από το λύγισμα της προσπάθειας στην ανηφόρα. Κι άλλωστε αυτό δεν έχει καμία σημασία μπροστά στην “παρέλαση“ του τόσο τιμητικού οχήματος στο στενό τους.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
from dimart http://ift.tt/1Tz6tyG
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου