Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Οι εντιμότατοι φίλοι μου

AMICI-MIEI-2

Αυτό δεν είναι τραγούδι #753
Dj της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης

 

Ένα Σάββατο μεσημέρι, πήγαμε στο χωριό Καπωσέτσι για να δούμε από κοντά τον Μαυρομίχο τον τοκογλύφο. Είχαμε πρόσφατα ακούσει μια άγρια ιστορία της κατοχής, από τον σκληρό χειμώνα του 1941. Είχαν περάσει 38 χρόνια από τότε, αλλά η ιστορία παρέμενε άγρια, ένα έπος απληστίας. Εκείνη την εποχή, ως παρέα, μαζεύαμε ιστορίες, ακούγαμε τι μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι. Κάποιες μάλιστα τις καταγράφαμε εν θερμώ. Όπως τη συγκεκριμένη, που μας αφηγήθηκε ο Μέντης, σερβιτόρος στο στέκι μας εκείνη την εποχή, στο Μοναστηράκι. Αντιγράφω από τετράδιο του 1979 (αλλάζοντας ονόματα και τοπωνύμια):

«Γεννήθηκα Δεκέμβρη του ’40. Ο πατέρας μου είχε έρθει στην Αθήνα το ’36 για να σπουδάσει. Αλλά έμπλεξε με τα πολιτικά, τον πήραν φαντάρο και τον κόντεψαν να τον τρελάνουν στα καψόνια. Όταν απολύθηκε, γύρισε στην Αθήνα, γράφτηκε στη Νομική και παντρεύτηκε. Χριστούγεννα του ’39 αυτό. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, τον πήραν πάλι, από τους πρώτους. Αλβανία. Δεν ήταν κοντά στη μάνα όταν γεννήθηκα. Γύρισε όταν κατάρρευσε το μέτωπο. Δεν τον θυμάμαι καθόλου, πέθανε το ’48 στο βουνό. Άλλη φορά θα σας πω γι’ αυτό. Παραλίγο να είχε πεθάνει νωρίτερα. Κι αυτός και η μάνα μου κι εγώ. Τον χειμώνα του ’41 πέθαινε κόσμος αβέρτα από την πείνα. Όσο είχε γάλα η μάνα, εγώ δεν κινδύνευα. Αλλά για πόσο ακόμα, πόσο θα άντεχε κι αυτή η δόλια; Ο πατέρας μου καταγόταν από το Καπωσέτσι, ένα χωριό κοντά στη Μάντρα. Βιος δεν του είχε απομείνει εκεί, και οι δικοί του όλοι πεθαμένοι. Το πατρικό με κάποια στρέμματα τριγύρω το είχε πουλήσει κοψοχρονιά πριν από τον πόλεμο για να αγοράσει μια μονοκατοικία στην Κυψέλη, για να στεγάσει την οικογένεια. Όταν είδε ότι δεν θα τη βγάζαμε καθαρή, πήγε στο χωριό και έπεσε στα χέρια του Μαυρομίχου. Μεγαλομπακάλης. Τοκογλύφος και δωσίλογος. Τεράστιο καθοίκι. Κανόνισε να παίρνει τακτικά πατάτες, λάδι, αλεύρι. Έτσι ζήσαμε στα χρόνια της Κατοχής. Το αντίτιμο ήταν το σπίτι στην Κυψέλη. Με πωλητήριο, όλα νόμιμα και παστρικά. Έτσι άλλαξαν χέρια πολλές περιουσίες επί Κατοχής. Μετά τον πόλεμο, ο πατέρας βγήκε στο βουνό. Τότε ήρθε ο Μαυρομίχος και γύρεψε το σπίτι. Η μάνα δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν της έφταναν οι τραμπούκοι που δεν την άφηναν σε ησυχία, είχε και τον κόρακα από πάνω! Ευτυχώς τότε πέρασε ένας νόμος που όριζε να επιστραφεί στους πρώην ιδιοκτήτες ό,τι είχε πουληθεί στην Κατοχή. Έπρεπε όμως να αποδείξεις ότι είχες πουλήσει από ανάγκη, για να μην πεθάνεις της πείνας. Δηλαδή, ήθελε τρέξιμο, δικηγόρους, δικαστήρια. Πού να βρει λεφτά η μάνα, πού να τρέξει; Πάντως, ο Μαυρομίχος λούφαξε για λίγο, φοβήθηκε. Μετά, μαθαίνουμε ότι ο πατέρας σκοτώθηκε. Εγώ, παιδάκι, δεν πολυκαταλάβαινα τι γινόταν. Δυο χρόνια μετά, πάει και η μάνα, την έχασα. Έλιωσε από τη στεναχώρια της. Εμένα με ανέλαβε η γειτονιά, οι ξένοι, οι δικοί μου ξένοι. Κανένας άλλος δεν ενδιαφέρθηκε, λόγω του πατέρα μου. Έζησα κάνοντας μικροθελήματα, μέχρι που μεγάλωσα αρκετά για να δουλέψω κανονικά.. Το σπίτι, βέβαια, το πήρε ο Μαυρομίχος. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα».

Τραγική ιστορία, αλλά καθόλου πρωτότυπη. Είχαμε ακούσει και χειρότερες. Όμως το ενδιαφέρον μας τότε δεν ήταν δραματουργικό, αλλά πολιτικό. Ρωτήσαμε τον Μέντη για τον Μαυρομίχο. Μας είπε ότι, απ’ όσο ήξερε, ζούσε ακόμα, πάντα μπακάλης στο χωριό. Πάμπλουτος και σκατόψυχος, όπως πάντα. Γερο-λαδάς κανονικός.

Εμείς που ρωτάγαμε ήμασταν τρεις, το Τρίο Στούτζες – ο Λάρι, ο Μο κι ο Κέρλι. Φίλοι από παιδιά, τώρα φοιτητές και σουλατσαδόροι. Ο Λάρι είχε πρόσβαση στο οικογενειακό αυτοκίνητο – και δίπλωμα. Όποτε διαθέταμε ρόδα, πηγαίναμε στα πέριξ, συνήθως για κρασοκατάνυξη και συζητήσεις ανωτέρου επιπέδου και επί ξένου οικοπέδου. Μια μέρα, είπαμε να πάμε στη Μάντρα, για παϊδάκια σε γνωστή και μη εξαιρετέα ταβέρνα, πάνω στην πλατεία. Καθ’ οδόν, ο Μο θυμήθηκε το Καπωσέτσι και τον Μαυρομίχο.

«Στο δρόμο μας είναι. Δεν περνάμε να δούμε από κοντά το μορμολύκειο;»

Γιατί όχι; Όντως κάναμε μια μικρή παράκαμψη, φτάσαμε στο χωριό και δεν δυσκολευτήκαμε να βρούμε το μπακάλικο Η Αφθονία, Π. Μαυρομίχου. Παρκάραμε και μπήκαμε στο μαγαζί, δήθεν για τσιγάρα. Εκεί ήταν ο γεροξούρας! Εβδομηντάρης, αλλά κρατιόταν καλά. Και φαινόταν ότι ήταν κάθαρμα, έκανε μπαμ από μακριά. Διάβαζες την πλεονεξία στο βλέμμα του το αρπακτικό. Κακότροπος, καχύποπτος, κακόβουλος. Πήραμε τσιγάρα και φύγαμε για την ταβέρνα στη Μάντρα. Βρίσαμε για λίγο το σάψαλο, να ξεδώσουμε, και μετά περάσαμε σε άλλα θέματα. Καλά περάσαμε.

Εκείνο τον καιρό, ήταν παράδοση να βλέπουμε κάθε καλοκαίρι την ιταλική κωμωδία Οι Εντιμότατοι Φίλοι μου. Την είχαμε δει σε πρώτη προβολή πριν μερικά χρόνια και είχαμε κολλήσει. Κάθε καλοκαίρι, πηγαίναμε σε όποιον θερινό προβαλλόταν και την ξαναβλέπαμε, ήταν παράδοση της παρέας – και ακόμα είναι: όταν, σπανίως πια, προβάλλεται κάπου, σπεύδουμε. Αλλιώς, μαζευόμαστε στο σπίτι του Λάρι και τη βλέπουμε από DVD. Είναι η ταινία μας (μαζί με τον Νευρικό Εραστή και τα Άπαντα των Αδελφών Μαρξ).

Το καλοκαίρι του ’79 την πετύχαμε να παίζεται στα Εξάρχεια. Αφού την είδαμε, πήγαμε να φάμε εκεί κοντά. Εκεί έπεσε η ιδέα. Ο Μο σπούδαζε τοπογράφος και μπορούσε να βρει όργανα τοπογραφίας από ένα τεχνικό γραφείο όπου δούλευε περιστασιακά. Γιατί να μην πάμε να κάνουμε την πλάκα «θα περάσει δρόμος από το μαγαζί σου» στον Μαυρομίχο; Είχαμε πιει και τα κρασάκια μας, οπότε βρήκαμε την ιδέα καταπληκτική. Συμφωνήσαμε να πάμε το πρώτο Σάββατο μετά την εξεταστική.

Είχε μεσημεριάσει όταν φτάσαμε στο Καπωσέτσι. Παρκάραμε έξω από το μπακάλικο και κατεβήκαμε. Βγάλαμε από το αμάξι τα όργανα και πιάσαμε δουλειά. Ο Μο, ως ειδικός, πήρε τον θεοδόλιχο και το τρίποδο για να τον στήσει· ο Λάρι τη μετροταινία· εγώ τη σταδία. Άψογοι, επαγγελματίες. Αρχίσαμε να μετράμε και να χαλάμε τον κόσμο με φωνές.

«Τριάντα δύο και εβδομήντα. Μας παίρνει;»

«Μας παίρνει. Θα το ρίξουμε ίσα-ίσα. Για τράβα παραπέρα, στην άκρη».

«Ακούμπα στο περκούτσι, να δω αν γουρδώνει».

Βγήκαν οι πελάτες από το μπακάλικο και μας κοίταζαν παραξενεμένοι. Βγήκε κι ο Μαυρομίχος.

«Εεε, για σταθείτε! Τι κάνετε εκεί;»

Ο Λάρι τον πλησίασε με ύφος κρατικής εξουσίας.

«Δικό σας είναι το κατάστημα;»

«Γιατί ρωτάς;»

«Είστε ή δεν είστε ο κύριος [εδώ τάχαμου συμβουλεύτηκε ένα χαρτί που κρατούσε] Παναγιώτης Μαυρομίχος;»

«Είμαι. Γιατί ρωτάς;»

«Πρέπει να κλείσεις το μαγαζί. Θα το γκρεμίσουμε».

Κόντεψε να πάθει αποπληξία ο γεροταρνανάς.

«Τι θα κάνετε;!»

«Θα περάσει από δω η πεθνική αγκιτάτσια. Πρέπει να γουρδώσουμε το περκούτσι αλλιώς θα καψουλέψουμε τη σουπερλαγία. Κάντε γρήγορα!»

«Δρόμος; Θα περάσει δρόμος από το μαγαζί μου;!»

«Η πεθνική αγκιτάτσια, μάλιστα. Θα γουρδώσουμε το περκούτσι. Δρόμος, αγωγός, καλώδια. Σας έχει έρθει ειδοποίηση από το Μεραρχείο Αποδομών και Περφεκτοδότησης, σωστά;»

«Όχι! Τίποτα δεν έχει έρθει!»

«Κακώς. Αυτοί οι γραφειοκράτες! Αλλά δεν έχει σημασία. Το περκούτσι σας γουρδώνει υπέροχα, μας κάνει. Ορίστε και η επίσημη απόφαση», είπε ο Λάρι και του έδωσε το έγγραφο που κρατούσε. Το είχα γράψει στη γραφομηχανή το προηγούμενο βράδυ, με υπογραφές κύρους από κάτω· μέχρι σφραγίδα είχα βάλει. Κρίμα που δεν κράτησα αντίγραφο· ήταν μνημείο τεχνικού κειμένου, σαν λεκτικό εγκεφαλικό.

Ο γέρος άρχισε να φωνάζει, μπλάβιασε, έβγαζε αφρούς. Απειλούσε ότι θα πάρει τηλέφωνο την αστυνομία, τον πρόεδρο της κοινότητας, τον βουλευτή του. Ο κόσμος γύρω του μάλλον το διασκέδαζε.

Από κει που στεκόμουν με τη σταδία, φώναξα: «Την αστυνομία την ειδοποιήσαμε εμείς, όπου να ’ναι έρχεται. Πρέπει να κάνει κι εκείνη κατοψία στη σουπερλαγία».

Ο Μαυρομίχος είχε πλέον πάρει το χρώμα μελιτζάνας τσακώνικης. Μια γριούλα που τον βαστούσε για να μη σωριαστεί, πιθανώς η γυναίκα του, ρώτησε έντρομη: «Θα γκρεμίσετε όλη τη γειτονιά;»

Ο Μο την πλησίασε με το τρίποδο αγκαλιά.

«Όχι, μόνο το μπακάλικο. Η αγκιτάτσια θα περάσει έτσι [εδώ έκανε μια κίνηση με το χέρι προς το κτίσμα πίσω από το ζευγάρι των γέρων] και η σουπερλαγία θα γίνει ακαριωτική».

«Τα μετρήσαμε όλα; Και την αντερίδα;» ρώτησε ο Λάρι

«Όλα, όλα. Περκούτσικα-περκούτσικα. Όλα καλά!»

«Ωραία!» Ο Λάρι γύρισε στο ραμολιμέντο. «Εμείς φεύγουμε. Πάμε στη Μαγούλα-Μάντρα να φτέρουμε την μπουλζόντα και το γορτηφό. Μέχρι να γυρίσουμε να έχει εκκενωθεί ο χώρος, παρακαλώ».

Κάτι καλόπαιδα, αφού άκουσαν τα διαμειβόμενα, άρχισαν να φωνάζουν, «Πάμε να αδειάσουμε το μπακάλικο του Μαυρομίχου», «Ο Μαυρομίχος κλείνει, τρεχάτε», τέτοια. Πανικός στη γειτονιά!

Τα μαζέψαμε στα γρήγορα, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε σπινιάροντας και πατώντας την κόρνα ρυθμικά. Ο Μαυρομίχος πίσω μας έβριζε θεούς και δαίμονες. Ωραία εικόνα!

Μάθαμε αργότερα από τον Μέντη (αφού πολύ νωρίτερα του είχαμε περιγράψει τη φάση, τιμής ένεκεν) ότι ο Μαυρομίχος έβαλε δικηγόρους, πήγε σε υπουργεία, έκανε σαματά μεγάλο για να μην του γκρεμίσουν το μαγαζί. Του εξηγούσαν ότι είχε πέσει θύμα φάρσας, αλλά εκείνος δεν τους πίστευε. Έπεσε γέλιο στο χωριό. Αλλά σίγουρα εμείς γελάσαμε περισσότερο απ’ όλους εκείνη τη μέρα. Κάναμε λες και είχαμε πάρει το κύπελλο με πέτσινο πέναλτι στις καθυστερήσεις.

Αυτά για την επαναστατική δράση των εντιμότατων φίλων μου (εμού συμπεριλαμβανομένου). Νομίζαμε πως κάναμε κάτι με αυτές τις χαζομάρες, ενώ ουσιαστικά διασκεδάζαμε εκ του ασφαλούς και από θέση ισχύος. Παίζαμε. Όχι πως έχουμε μετανιώσει. Ανάλογη με την επανάσταση που συμμετείχαμε ήταν και η δράση μας: για γέλια. Δεν πειράζει, καλά ήταν κι έτσι. Άλλωστε, κάποιος έπρεπε να το γουρδώσει το περκούτσι.

* * *

[Οι Εντιμότατοι Φίλοι μου (Amici miei) είναι ταινία του 1975 σε σκηνοθεσία του Μάριο Μονιτσέλι. Το βίντεο που ακολουθεί δεν είναι τραγούδι (γιατί αυτό-δεν-είναι-τραγούδι), αλλά ακούγεται το βασικό μουσικό θέμα της ταινίας και κάποια στιγμή οι ήρωες τραγουδάνε. Άρα, και τυπικά εντάξει.]

[Bonus track από το Amici miei II. Οι στίχοι λένε αυτό που φαντάζεστε.]

* * *

Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter




from dimart http://ift.tt/1XFvhqy
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου