—του Γιώργου Θεοχάρη—
Πολύς λόγος έγινε τελευταία για μια πασχαλινή διαφήμιση που υποτίθεται ότι προωθούσε τη βία κατά των γυναικών, εξαιτίας της αμφίσημης καταληκτικής ατάκας «χτύπα σαν άντρας». Κατά τη γνώμη μου, δεν προωθούσε τίποτα άλλο πέρα από το κακό γούστο και τις πωλήσεις του διαφημιζόμενου. (Και είναι κρίμα, γιατί ακούω ότι πρόκειται για ανάλγητο εργοδότη.) Αν η φασαρία που ακολούθησε ήταν το ζητούμενο, τότε οι διαφημιστές έκαναν καλά τη δουλειά τους και μπράβο τους. Εντούτοις, με τη συγκεκριμένη διαφήμιση το dim/art έχει ήδη ασχοληθεί διεξοδικά και δεν έχω κάτι ουσιαστικό να προσθέσω επ’ αυτής. Θ’ αρπάξω όμως την ευκαιρία να μιλήσω για μία παράμετρο του μείζονος θέματος της βίας κατά των γυναικών.
Δεν θα παραθέσω στατιστικές (που είναι όντως ανατριχιαστικές), ούτε θα το ρίξω στη χρηστομάθεια (κανείς δεν αλλάζει συμπεριφορά επειδή κάποιος του κουνάει το δάχτυλο από οθόνης υπολογιστή). Με δεδομένο ότι τα φαινόμενα κακομεταχείρισης γυναικών (και στη δημόσια και –κυρίως– στην ιδιωτική σφαίρα) δεν κάνουν ταξικές διακρίσεις, συμπεραίνει κανείς ότι δεν οφείλονται ούτε στην έλλειψη παιδείας ούτε στην οικονομική ανέχεια. Αυτό είναι εξόχως ενδιαφέρον, γιατί τα αίτια φαίνεται πως βρίσκονται βαθύτερα. Επειδή δεν είμαι ούτε ψυχολόγος ούτε κοινωνιολόγος, θα αποφύγω να μπω στα χωράφια των αντίστοιχων γνωστικών πεδίων. Αντίθετα, θα προσπαθήσω να δείξω πώς (ίσως) οικοδομείται και (σίγουρα) συντηρείται μία κυρίαρχη τάση στη σύγχρονη εποχή μέσω μίας δημοφιλέστατης μορφής τέχνης: της λαϊκής κωμωδίας.
Δεν μπορεί να διαφωνήσει κανείς με τον ισχυρισμό ότι οι γυναίκες τρώνε ξύλο από τους άντρες διαχρονικά. Οι λόγοι είναι πολλοί – και κάποιοι από αυτούς προφανείς (λ.χ., άνιση σωματική δύναμη). Έτσι είχαν τα πράγματα ανέκαθεν. Από τον Διαφωτισμό και δώθε υποτίθεται ότι τα πράγματα θα άλλαζαν. Αργά αλλά σταθερά. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν άλλαξαν όσο περίμεναν οι αισιόδοξοι. (Ως αισιόδοξος, εδώ, ορίζεται εκείνος που θεωρεί το “σπεύδε βραδέως” τάση· αντίθετα, απαισιόδοξος είναι εκείνος που το θεωρεί στάση.) Για κάποιους λαούς σαν τον δικό μας που την εποχή του Διαφωτισμού είχε Συσκότιση, ή για τον Τρίτο Κόσμο που, υπό μία έννοια, ζει ακόμα στο Βαθύ και Μόνιμο Σκότος, αυτό είναι λίγο-πολύ κατανοητό· αλλά και στις θεωρητικά προηγμένες κοινωνίες; Γιατί κι εκεί, πρέπει να πούμε, οι φάπες πέφτουν σύννεφο. Περίεργο; Όχι και τόσο.
Οι άντρες, ακόμα και σήμερα, κατέχουν τα μέσα. Οι ποσοστιαίοι συσχετισμοί έχουν αλλάξει, αλλά οι άντρες έχουν ακόμα το πάνω χέρι. Παντού. Όποιος έχει τα μέσα που βασίζονται στις αγορές, εξ ορισμού τα χρησιμοποιεί για να αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία, τις κυρίαρχες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές πρακτικές, τις νόρμες. Η αντικουλτούρα μάχεται να αλλάξει την κατάσταση – άλλοτε με λανθασμένους τρόπους και με υπερβολές, κάποτε με τρόπους αποτελεσματικούς αλλά μικρής εμβέλειας. Μετά τον Α΄ και –ακόμα περισσότερο– τον Β΄ΠΠ, κάθε νέα γενιά (στις δυτικές κοινωνίες αναφέρομαι) που σεβόταν τον εαυτό της, επαναστατούσε εναντίον της γονικής γενιάς, διαφωνώντας σχεδόν με τα πάντα – μέχρι που οι νέοι μεγάλωναν κι αφομοιώνονταν αναπόφευκτα από τη συντήρηση, την καθεστηκυία τάξη. Τα πράγματα στο β΄ μισό του 20ού αιώνα άλλαξαν κάπως, πρέπει να το παραδεχτούμε. Αλλά πολύ λίγο για τις προσδοκίες εκείνων που ήθελαν τον κόσμο και τον ήθελαν τώρα. Και οι της αντικουλτούρας, διαχρονικά, είτε περνούν σε γραφικότητες που βοηθούν την περιθωριοποίησή τους είτε τα παρατούν απογοητευμένοι και κοιτάζουν να τα βολέψουν (σε προσωπικό επίπεδο) όπως-όπως. Όλα αυτά είναι περίπου αυτονόητα, οπότε σταματάω την εισαγωγή και μπαίνω στο κυρίως θέμα.
Αυτονόητο είναι και το γεγονός ότι οι κατέχοντες τα (συμβατικά) μέσα, εκόντες-άκοντες, ρίχνουν νερό στον μύλο της αντίδρασης. (Ωραία κουβέντα, λίρα εκατό!) Δεν υπάρχει κάποια καθεστωτική συνωμοσία που να αναγκάζει τους δημιουργούς να πηγαίνουν με το κυρίαρχο ρεύμα. Το σύστημα προνοεί από μόνο του και βάζει το νερό στο αυλάκι. Θα περιοριστώ σε έξι συγκεκριμένα παραδείγματα από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο για να καταδείξω το πώς ένα λαϊκό μέσο συμβάλλει χωρίς (ιδιαίτερη) χειραγώγηση στη διαιώνιση πρακτικών (εν προκειμένω, μίας συγκεκριμένης: τα χαστούκια εν μαλακαίς παρειαίς νεανίδων) τις οποίες καταδικάζει –θεωρητικά– κάθε εχέφρων και αγαθός άνθρωπος.
Εφτά Χαστούκια από τον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο
[Η σειρά παρουσίασης των ταινιών είναι χρονολογική.]
Ο ζηλιαρόγατος (1956)
Παραγωγή: Ανζερβός. Σκηνοθεσία: Γιώργος Τζαβέλλας. Σενάριο: του ίδιου (βασισμένο στο θεατρικό έργο του Γεωργίου Ρούσσου «Ο εραστής έρχεται»). Εισιτήρια: 95.421 (θέση: 6η σε συνολικά 30 ταινίες).
Σύνδεση: Στο σπίτι των Αντωνόπουλων, η Τζένη Αργυρίου (Καίτη Λαμπροπούλου) τσακώνεται με τη Λέλα Αντωνοπούλου (Ίλυα Λιβυκού) γιατί η μία πιστεύει ότι η άλλη είναι ερωμένη του άντρα της (αμφίδρομα). Η Μίνα Μητσοπούλου (Σμάρω Στεφανίδου), η ξαδέρφη της Λέλας, και η υπηρέτρια, η Κατίνα (Αντιγόνη Κουκούλη), παρακολουθούν τον καυγά. Πάνω που οι δύο κυρίες είναι έτοιμες να πιαστούν μαλλί με μαλλί, επιστρέφουν από το καφενείο (όπου έχουν λύσει τη μεταξύ τους παρεξήγηση) στο σπίτι ο Πότης Αντωνόπουλος (Βασίλης Λογοθετίδης), ο κουμπάρος του Μάρκος Μανωλόπουλος (Βαγγέλης Πρωτόπαππας) και ο Σπύρος Αργυρίου (Λάμπρος Κωνσταντάρας).
Η συνέχεια της σκηνής (μετά το 96ο λεπτό):
Σπύρος: Εεε, τι γίνεται εδώ; Τζένη, τι θέλεις εδώ;
Πότης: Λέλα!
Τζένη: [στον Σπύρο] Εσύ τι θες εδώ! Σα δε ντρέπεσαι! Και με τον άντρα της ερωμένης σου. Αναίσθητε!
[Ο Σπύρος ΧΑΣΤΟΥΚΙΖΕΙ την Τζένη]
Σπύρος: Μπρος, σπίτι. Άντε! Σπίτι!
[Την παίρνει καροτσάκι και φεύγουν.]
Πότης: Χαστούκι, αδερφέ μου! Αμάν!
Κατίνα: Αυτός είναι άντρας!
Πότης: Αυτός;
Κατίνα: Αμέ!
Πότης: Έλα δω.
[Ο Πότης ΧΑΣΤΟΥΚΙΖΕΙ την Κατίνα, κι εκείνη βάζει τα κλάματα.]
Πότης: Σ’ άρεσε; Μπρος, τσακίσου! Πήγαινε στην κουζίνα και κλειδώσου μέσα, και μη σε ξαναδώ μπροστά μου, θα σου κόψω τα πόδια!
Σχόλιο: Δύο τα χαστούκια εδώ, στην ίδια σκηνή· αμφότερα δημόσια. Το πρώτο στην αυθαδιάζουσα σύζυγο, την υστερική ζηλιάρα. (Ασχέτως αν αργότερα, στο σπίτι τους, η σύζυγος παίρνει τη ρεβάνς.) Το δεύτερο είναι απολύτως αδικαιολόγητο. Η υπηρέτρια Κατίνα, μια λαϊκή κοπέλα, επικροτεί τον σύζυγο με το βαρύ χέρι. Ο σαπουνοβιομήχανος Πότης, ο αφέντης, της χώνει ένα χαστούκι για να μην πάει πίσω σε αντριλίκι. Δεν χαστουκίζει τη σύζυγό του, αλλά την υπηρέτρια, που δεν του φταίει σε τίποτα. Το κοινό του 1956 λέτε να ξαφνιάστηκε από την εξέλιξη; Μάλλον όχι: οι καρπαζιές εξουσίας ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι καρπαζιές εν γένει, τελικά.
Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος (1960)
Παραγωγή: Ρουσσόπουλοι-Λαζαρίδης-Σαρρής-Ψαρράς. Σκηνοθεσία: Γιάννης Δαλιανίδης. Σενάριο: του ίδιου (βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό των Νίκου Τσιφόρου & Πολύβιου Βασιλειάδη). Εισιτήρια: 115.029 (3η σε 52).
Σύνδεση: Η Τζούλια Καράλη (Τζένη Καρέζη), κόρη του Γενικού Διευθυντού της Εταιρείας Χάλυβος Τέλη Καράλη (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) έχει πάει για χορό σε ένα κλαμπάκι με τον υπάλληλο του πατέρα της, τον Γρηγόρη (Ντίνος Ηλιόπουλος). Κάποια στιγμή, όταν η Τζούλια δεν είναι μπροστά, οι φίλοι της, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τον Γρηγόρη ονομαστικά, του λένε ότι η φίλη τους έχει βρει έναν χαζό, υπάλληλο του πατέρα της, και του κάνει πλάκα, ότι δήθεν είναι ερωτευμένη μαζί του. Ο Γρηγόρης στραβώνει – και με το δίκιο του.
Η συνέχεια της σκηνής (μετά το 56ο λεπτό):
Τζούλια: Γρηγόρη, ξέρεις–
Γρηγόρης: Ξέρω. [στρέφεται στους φίλους της]. Καληνύχτα. Καλή διασκέδαση.
Τζούλια; Σε βεβαιώ–
Γρηγόρης: Για ποιο λόγο με βεβαιώνεις, το κέφι σου κάνεις. Βρήκες έναν υπαλληλάκι εκεί πέρα και το γλεντάς.
Τζούλια: Σε γλεντάω; Εγώ;
Γρηγόρης: Γιατί, τι άλλο σου ’μαθε ο πατέρας σου να κάνεις; Σου ’μαθε να σέβεσαι τους άλλους, να δουλεύεις, να κοπιάζεις, να δεις πώς βγαίνει το ψωμί και το νοίκι; Όχι. Τα ’βρισκες όλα έτοιμα. Τι να κάνεις πια αφού τα ’βρισκες όλα στο πιάτο, έπρεπε να βρεις και κάτι να περνάς την ώρα σου.
Τζούλια: Άκουσε με, Γρηγόρη–
Γρηγόρης: Σκασμός! Πώς το λέτε, μόκο!
Τζούλια: Σε μένα μιλάς έτσι;
Γρηγόρης: Γιατί, ποια είσαι εσύ; Τι αξία έχεις εσύ; Νομίζει ότι αξίζεις παραπάνω από μια κοπελίτσα που σηκώνεται από τα χαράματα να πάει να βγάλει το μεροκάματο; Να ’σουνα τέτοια να σε σεβόμουνα, δεσποινίς κόρη του κυρίου Γενικού. Αλλά δεν είσαι. Του λόγου σου είναι μια σαβούρα πολυτελείας. Και μας λες πέντε τσουρούτικα μόρτικα εκεί πέρα για να κάνεις την έξυπνη και μας πιάνεις κορόιδα για να κάνεις την πλακατζού. Εντάξει, είμαι κορόιδο, όχι τίποτ’ άλλο, γιατί πίστεψα ότι μπορείς να ’χεις μέσα σου δυο γραμμάρια ανθρωπιά. Μόνο που τα κορόιδα σαν κι εμένα δεν κατεβάζουν το κεφάλι, όχι, σηκώνουν το χέρι και–
[Ο Γρηγόρης ΧΑΣΤΟΥΚΙΖΕΙ την Τζούλια, κι εκείνη φεύγει ντροπιασμένη.]
Η αμέσως επόμενη σκηνή, την επόμενη μέρα, στο γραφείο του κυρίου Γενικού:
Γενικός: Γρηγόρη!… Πλησίασε!
[Ο Γρηγόρης μπαίνει στο γραφείο.]
Γενικός: [θυμωμένος] Εσύ είσαι, ρε, που έδειρες την κόρη μου;
Γρηγόρης: Να σας εξηγήσω, κύριε Γενικέ.
Γενικός: Να μην εξηγήσεις τίποτα. Λέγε, τη χτύπησες;
Γρηγόρης: Τη χτύπησα, κύριε Γενικέ.
Γενικός: Τη χτύπησες;
Γρηγόρης: Μάλιστα.
Γενικός: Εσύ;
Γρηγόρης: Εγώ.
Γενικός: [φιλικός] Θεός σχωρέσ’ τον πατέρα σου. Θεός σχωρέσ’ τον πατέρα σου!… Αλλά πες μου, ρε αθεόφοβε, πού βρήκες το θάρρος κι έδειρες την Τζούλια;
Γρηγόρης: Όχι, δεν ήταν θάρρος, κύριε Γενικέ. Έξαψη ήταν.
Γενικός: Έξαψις;
Γρηγόρης: Ναι, έξαψις. Προσπαθήστε να με καταλάβετε. Θόλωσα, θύμωσα, πικράθηκα, κοκκίνισα–
Γενικός: Το κοκκίνισμα να μην το αναφέρεις άλλη φορά.
Γρηγόρης: Μάλιστα, το ξεβάφω… Κανονικά, όχι χαστούκι, αν είχα το πιστόλι μου θα τη σκότωνα.
Γενικός: Οπλοφορείς κιόλας;
Γρηγόρης: Έχω ένα ιταλικό αλλά δεν έχει κόκορα. Τι να σου κάνω;… Κι αν θέλετε να σας πω κάτι, κύριε Γενικέ, αν την είχατε δείρει όσο ήταν καιρός, το δικό μου το χαστούκι θα το είχε γλιτώσει.
Γενικός: Σ’ αυτό έχεις δίκιο. Σ’ αυτό έχεις δίκιο.
Σχόλιο: Δημόσιο χαστούκι στο κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που δουλεύει ψιλό γαζί τον φτωχό βιοπαλαιστή, συνοδευόμενο από λογύδριο κατά της ξιπασμένης αστικής τάξης (λέμε, τώρα) που χαϊδεύει τα αυτιά που λαϊκού κοινού. Και το κερασάκι: ο πατέρας της παθούσης σχεδόν δίνει συγχαρητήρια στον υπάλληλό του για το σκαμπίλι στην κόρη του. Λέτε να ξαφνιάστηκε το κοινό του 1960; Μπα. Κατά πάσα πιθανότητα το καταχάρηκε. Άλλωστε, λόγω του φούσκου, το πρωταγωνιστικό ζευγάρι στο τέλος παντρεύεται. (Για να μην πούμε τίποτα για το λαμόγιο, τον κύριο Γενικό, που κλέβει ατιμωρητί την εταιρεία του. Απ’ τη ζωή βγαλμένα…)
Φτωχαδάκια και λεφτάδες (1961)
Παραγωγή: Ρουσσόπουλοι-Λαζαρίδης-Σαρρής-Ψαρράς. Σκηνοθεσία: Ορέστης Λάσκος. Σενάριο: του ίδιου (βασισμένο στο θεατρικό του Νίκου Τσιφόρου «Γάντι και Σαρδέλλα»). Εισιτήρια: 49.318 (10η σε 58).
Σύνδεση: Ο αγροίκος ιχθυέμπορος Φώντας Μπαρδούσης (Μίμης Φωτόπουλος) τα λέει στο γραφείο του διαμερίσματός του στην πλατεία Κυψέλης με τον ξεπεσμένο αριστοκράτη Τεό Νταλέκη (Νίκος Σταυρίδης) και την προξενήτρα μαντάμ Τζούλια (Ελένη Χαλκούση). Έρχεται η Φανή (Μπεάτα Ασημακοπούλου), πρώην αίσθημα του Φώντα, και ζητάει να τον δει, αλλιώς θα κάνει σαματά, λέει.
Η συνέχεια της σκηνής (μετά το 24ο λεπτό):
Φώντας: Τι τρέχει, ρε Φανή;
Φανή: Καλορίζικο.
Φώντας: Να ’σαι καλά.
Φανή: Δε μου λες, ρε κύριε, έτσι κάνουν στο χωριό σου; Γίνονται της Αναλήψεως χωρίς να πούνε τίποτα;… Μπαρντόν στην παρέα σου.
Τεό: Παρακαλώ, παρακαλώ.
Φανή: Έφυγες από τον Πειραιά. Δεν έκανε να μου πεις, “Φανίτσα, φεύγω”;
Φώντας: Αφού γουστάριζα πολυκατοικία στην Αθήνα;
Φανή: Κι εγώ; Τρία χρόνια έρωτας; Έτσι τα σβήνουνε, κύριε Φώντα;
Τεό: Τρία χρόνια;
Φανή: Εγώ, που λες, κύριε Φιόγκο μου–
Τεό: Φιόγκο;!
Φανή: –εγώ περνούσα ήσυχα κι ωραία. Έρχεται ο κύριος από δω και με αρχίζει στο πίτσι-πίτσι. Κάτι φεγγάρια, κάτι βαρκάδες, κάτι τραγούδια. Γυναίκα ήμουνα, έπεσα.
Τεό: Δηλαδή, πώς πέσατε;
Φανή: Όπως πέφτουν όλες οι γυναίκες.
Τεό: Ξαπλωτή;
Φανή: Ψήθηκα, μωρέ, πώς το λένε;
Φώντας: Για προχώρει με την όπισθεν. Τι δουλειά έχουν οι ανθρώποι μαζί μας;
Φανή: Θέλω να ξέρει ο κόσμος γιατί θα σου ρίξω βιτριόλι.
Φώντας: Και τι με πέρασες, για λαβομάνο να μου ρίξεις βιτριόλι;
Φανή: Σε πέρασα για άντρα που δεν κρατάει το λόγο του. [Στρέφεται στον Τεό.] Έπρεπε ν’ ακούσεις τι παραμύθια μου έλεγε, κύριε Φιόγκο μου.
Τεό: Θα σας παρακαλέσω πολύ να λύσετε αυτόν το φιόγκο!
Φώντας: Ωραία. Και τώρα τι γουστάρεις;
Φανή: Να καθαρίσω.
Τεό: Δηλαδή, ζητάτε καθαριστήριο;
Φώντας: Όχι, ζητάει τις φάπες της.
Φανή: Τι λες; Θα μας δείρεις κιόλας; Μας κορόιδεψες, μας παράτησες και θα μας δείρεις κι από πάνω. Απατεώνα! Αν βαστάν’ τα κότσια σου, τόλμα!
Φώντας: Μέτρα πρώτο!
[Ο Φώντας ΧΑΣΤΟΥΚΙΖΕΙ τη Φανή.]
Τζούλια: Κύριε Μπαρδούση, τι είν’ αυτά; Χτυπάτε μια γυναίκα;
Φώντας: Χτυπώ.
Τζούλια: Μια γυναίκα δεν τη χτυπάνε ούτε με τριαντάφυλλο!
Φώντας: Σάμπως εγώ τη χτύπησα με τριαντάφυλλο; Με το χέρι τη χτύπησα!
Τζούλια: [στη Φανή] Ελάτε, ελάτε, δεσποινίς, ηρεμήστε. Τον προκαλέσατε όμως κι εσείς, γι’ αυτό παραφέρθηκε. Ελάτε, ας μη δώσουμε συνέχεια σ’ αυτό το επεισόδιο.
Φανή: Φώντα μου! [Πέφτει στην αγκαλιά του.] Γι’ αυτό μ’ αρέσεις, γιατί είσαι σκληρός!
Φώντας: Είσαι εντάξει τώρα;
Φανή: [τρίβοντας το μάγουλό της] Ναι, Φώντα μου.
Φώντας: Άντε μέσα κι έρχομαι.
Φανή: Ναι, Φώντα μου, όπως θέλεις. [στους υπόλοιπους] Συγγνώμη.
Τεό: Παρακαλώ…
[Η Φανή φεύγει.]
Φώντας: Δε γίνεται στα σαλόνια, ε;
Τζούλια: Ποιο;
Φώντας: Το χαστούκι.
Τεό: Ιιι! Να χαστουκίσεις μία κυρία του κόσμου;!
Φώντας: Δοκίμασε μια δόση. Εγώ σου λέω ότι τις στρώνει και τις κυρίες του κόσμου.
Σχόλιο: Δημόσιο χαστούκι στην πληγωμένη πρώην, η οποία συνέρχεται μετά τη φάπα και πέφτει στην αγκαλιά του άντρακλα γιατί της αρέσουν οι σκληροί. Μέχρι και συγγνώμη ζητάει από την ομήγυρη, για την αναστάτωση. Στη συνέχεια, ο Φώντας προτρέπει τον Τεό να αρχίσει κι εκείνος τις μπούφλες στον κύκλο του. Λέτε να ξαφνιάστηκε το κοινό του 1961; Χλωμό. Οι γυναίκες στρώνουν με το ξύλο. Διαταξικά. Χώρια που γουστάρουν κιόλας από πάνω, οι μαζοχίστριες.
Μια τρελλή τρελλή οικογένεια (1965)
Παραγωγή: Φίνος Φιλμ. Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος. Σενάριο: Νίκος Τσιφόρος & Πολύβιος Βασιλειάδης (βασισμένο στο θεατρικό των ίδιων «Οι γυναίκες προτιμούν τους σκληρούς»). Εισιτήρια: 521.134 (5η σε 101).
Σύνδεση: Οι νιόπαντροι Μίκα (Τζένη Καρέζη) και Αντρέας (Αλέκος Αλεξανδράκης) τσακώνονται πάλι, αυτή τη φορά μπροστά στους γονείς της Μίκας, της Τζίνας –γνωστότερη ως Πασταφλώρα (Μαίρη Αρώνη)– και του Στέλιου (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος). Ο Αντρέας κάνει να δώσει ένα χαστούκι στη Μίκα, αλλά το μετανιώνει και φεύγει αγανακτισμένος. Η Μίκα είναι συντετριμμένη.
Η συνέχεια της σκηνής (μετά το 74ο λεπτό):
Μίκα: Μπαμπά, είδες που πήγε να μου δώσει χαστούκι;
Στέλιος: Δε σ’ το ’δωσε όμως.
Πασταφλώρα: Ευγενέστατος άνθρωπος!
Μίκα: Όχι, Πασταφλώρα. Ώρες-ώρες μας χρειάζεται και κάνα χαστούκι. [στον Στέλιο] Μπαμπά, δώσ’ το μου εσύ.
Στέλιος: Ποιο;
Μίκα: Το χαστούκι. Δώσ’ το μου εσύ.
Στέλιος: Μα εγώ…
Μίκα: Δώσ’ το μου, ντε!
Πασταφλώρα: Μίκα, σου απαγορεύω να παραχωρείς στους άντρες τέτοια δικαιώματα!
Μίκα: Δώσ’ το, λοιπόν!
[Ο Στέλιος ΧΑΣΤΟΥΚΙΖΕΙ όχι τη Μίκα, αλλά την Πασταφλώρα.]
Μίκα: Μπαμπά! Μπαμπά! [Τον αγκαλιάζει.] Όχι, μπαμπά μου, αυτό το χαστούκι έπρεπε να το έχεις δώσει εδώ και είκοσι χρόνια. Εδώ και είκοσι χρόνια!
Σχόλιο: Ο Αντρέας της ταινίας είναι η προσωποποίηση της βαρβατίλας. Στην αρχή, χώνει με το ζόρι το κεφάλι της Μίκας κάτω από τη βρύση για να την ξεμεθύσει. Στη συνέχεια, πουλάει νταηλίκι (της ρίχνει και μια κλωτσιά στα πισινά) στη μικρή αδερφή της Μίκας, τη Σίσσυ (Κατερίνα Γώγου) και στο αγόρι της, τον Μίλτο (Αλέκος Τζανετάκος). Μετά, βάζει χέρι στον Στέλιο που δεν έχει δείρει ποτέ τα κορίτσια του και τον προτρέπει να δείρει την Πασταφλώρα, έστω και τώρα. Γενικά, πολλή αγριάδα, περισσή αντρίλα. Στην εν λόγω σκηνή, το χαστούκι προς τη χαριτωμένα ιδιόρρυθμη σύζυγο δεν είναι εντελώς δημόσιο, αλλά είναι εντελώς απρόκλητο· ετεροχρονισμένο. Λέτε να ξαφνιάστηκε το κοινό του 1965; Κατάχλωμο. Οι περισσότεροι θα σκέφτηκαν σαν τη Μίκα: και πολύ καθυστέρησε η κατραπακιά. Άλλωστε, η Μίκα επικροτεί και επαυξάνει, ακόμα και για τον ίδιο της τον εαυτό: ώρες-ώρες, λέει, τις θέλει τις φάπες της.
Οι θαλασσιές οι χάντρες (1967)
Παραγωγή: Φίνος Φιλμ. Σκηνοθεσία: Γιάννης Δαλιανίδης. Σενάριο: του ίδιου. Εισιτήρια:531.287 (3η σε 117).
Σύνδεση: Ο Φώτης Τσιπούρας (Φαίδων Γεωργίτσης), μπουζουξής και καραμπουζουκλής, ερωτεύεται τη Μαίρη (Ζωή Λάσκαρη), που παίζει κιθάρα στις Crazy Girls και έχει και κάμπριο. Ο Φώτης πιστεύει ότι η Μαίρη θα τα έφτιαχνε μαζί του αν γινόταν τζιτζιφιόγκος («Αυτή μέχρι μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις» κ.λπ.). Ξυρίζει, λοιπόν, το μουστάκι και πάει σφαίρα να βρει τη Μαίρη στο κλαμπ όπου εμφανίζεται το συγκρότημά της.
Η συνέχεια της σκηνής (μετά το 56ο λεπτό):
Μαίρη: [βλέποντας τον ξυρισμένο Φώτη] Πώς έγινες έτσι; Χα χα χα!
[Ο Φώτης ΧΑΣΤΟΥΚΙΖΕΙ τη Μαίρη.]
Φώτης: Είσαι πρόστυχια! Εγώ σ’ αγάπησα, ρε. Σ’ αγάπησα και σου το είπα. Εσύ γιατί με κοροϊδεύεις; Γιατί δεν μου το κόβεις από την αρχή; “Δε σ’ αγαπώ, ρε Φώτη, και πάρ’ το απόφαση. Εγώ είμαι αριστοκράτισσα. Εσύ δε μου κάνεις, είσαι πολύ μπας-κλας”. Έτσι ξηγιώνται οι κυρίες. Όχι “μου φταίει η γραβάτα, το κουστούμι, το μουστάκι”. Δεν είσαι εντάξει, Μαίρη. Δεν είσαι εντάξει.
[Ο Φώτης φεύγει κλαίγοντας. Τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος έρχονται δίπλα στη Μαίρη.]
Grazy Girl I: Τι συμβαίνει μ’ αυτόν;
Grazy Girl II: Από πού κι ως πού πήρε τέτοιο θάρρος;
Grazy Girl III: Πόνεσες, πόνεσες;
Grazy Girl II: Να πάμε στην αστυνομία. Έχεις μάρτυρες εμάς.
[Η Μαίρη δεν φαίνεται να τις ακούει. Φεύγει τρέχοντας.]
Μαίρη: Φώτη! Φώτη!
[Μεσολαβεί ένα χορευτικό-φύρα και αμέσως μετά η Μαίρη πάει στο σπίτι του Φώτη και πέφτει στην αγκαλιά του.]
Σχόλιο: Δημόσιο χαστούκι στο προσβλητικό και μη ανταποκρινόμενο αντικείμενο του πόθου. Καταρχάς, αυτό το χαστούκι είναι μούφα (το μόνο της ανθολογίας – τα υπόλοιπα είναι πραγματικά.) Ίσως η Λάσκαρη να μην τα σήκωνε τα μαπίδια ούτε για πλάκα· ίσως ο Δαλιανίδης να ήταν υπερπροστατευτικός με το αστέρι του. Δεν έχει σημασία. Εκείνο που μετράει είναι η συνέχεια: Η Μαίρη όχι μόνο δεν τα παίρνει στο κρανίο με τον Φώτη, αλλά τρέχει και ξωπίσω του, για να μη χάσει το κελεπούρι. Έρωτας στα χρόνια της χαστούκας. Χάπι έντ, δραμαμίνη για τη ναυτία. Λέτε να ξαφνιάστηκε το κοινό του 1967; Ούτε κατά διάνοια. Σαν να τους ακούω: «Γυρεύοντας πήγαινε το crazy girl».
Η ωραία του κουρέα (1969)
Παραγωγή: Φίνος Φιλμ. Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος. Σενάριο: Λάκης Μιχαηλίδης. Εισιτήρια: 228.142 εισιτήρια (31η σε 108).
Σύνδεση: Η κομμώτρια Μάρθα (Μάρθα Καραγιάννη) θέλει να παντρευτεί τον κουρέα Γιάννη (Γιάννης Γκιωνάκης), αλλά εκείνος κωλύεται γιατί έχει τέσσερις ανύπαντρες αδερφές. Η Μάρθα βάζει στοίχημα με τον Γιάννη να παντρευτούν αν τα καταφέρει και βρει γαμπρούς για τις αδερφές του. Όταν τα καταφέρνει (αυτό δα έλλειπε!), ο Γιάννης της θυμίζει το στοίχημα, αλλά εκείνη αρνείται να τον παντρευτεί, παρουσία των τεσσάρων ζευγαριών, των δύο εργολάβων της αντιπαροχής και της απαραίτητης ανύπαντρης θείας του Γιάννη.
Η συνέχεια της σκηνής (μετά το 77ο λεπτό):
Μάρθα: Και τώρα, κύριε Γιάννη, αφού σου πάντρεψα τις αδερφούλες σου, ο προορισμός μου ετελείωσε. Και σου χαρίζω και το στοίχημα.
Γιάννης: Όχι. Έχασα και θα πληρώσω.
Μάρθα: Δεν το δέχομαι. Φεύγω. Χαίρετε!
Όλοι μαζί: Έλα δω! Πού πας; Στάσου!
Μάρθα: Αφήστε με, παιδιά, δε θέλω. Δεν τον αγαπώ. Είναι μπουμπούνας!
Γιάννης: Σουτ. Δε θέλω αντιρρήσεις!
[Ο Γιάννης ΧΑΣΤΟΥΚΙΖΕΙ τη Μάρθα.]
Γιάννης: Ορίστε μας. Γυναίκα!
Μάρθα: Δώσ’ μου κι άλλη. Μ’ άρεσε!
[Ο Γιάννης σηκώνει το χέρι, αλλά πέφτουν πάνω του οι υπόλοιποι και τον σταματάνε.]
Όλοι μαζί: Μη!
Σχόλιο: Δημόσιο χαστούκι στη δυστροπούσα μνηστή. Δεν φτάνει που τον έσωσε με την καπατσοσύνη της, την έδειρε κι από πάνω. Προσέξτε την απαξίωση στην εκφορά του χαρακτηρισμού «Γυναίκα!». Λέτε να ξαφνιάστηκε το κοινό του 1969; Πολύ αμφιβάλλω. Αφού έβγαλε γλώσσα, τι περίμενε, ανθοδέσμη; Χώρια που η ίδια το φχαριστήθηκε· μέχρι που ζήτησε κι άλλο, αλίμονο. Χαλάει χατίρι ο άντρας ο σωστός, ο πρόστυχος; Πάρε να ’χεις, μωρή άρρωστη!
Γενικές παρατηρήσεις
Οι ταινίες που διάλεξα είναι κωμωδίες (ηθογραφίες ή/και φάρσες). Κινηματογραφικά μιλώντας, μόνο η πρώτη έχει κάποια αξία (ο Τζαβέλλας ήταν κινηματογραφιστής)· για τις μεταγενέστερες να ισχύει το “κάθε πέρσι και καλύτερα”. Η δε τελευταία, εκείνη του 1969, είναι κάκιστη (εν μέσω χούντας και με τη Φίνος Φιλμ να καταρρέει).
Δεν διάλεξα δράματα (κι εκεί πέφτουν ουκ ολίγα χαστούκια), γιατί θα έπρεπε να κάτσω να τα δω με προσοχή, πράγμα τόσο ψυχοφθόρο που ούτε στον εχθρό μου. Επίσης, δεν διάλεξα χαστούκια εκπαιδευτικής φύσης (λ.χ., Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο), καρπαζιές της εργοδοσίας (λ.χ., Έλα στο θείο), σφαλιάρες σε συγγενείς πρώτου βαθμού (λ.χ. Ο Παπατρέχας), μπατσάκια σε άγνωστα παιδάκια (λ.χ., Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες), ανάποδα χαστούκια – δηλαδή, από γυναίκες σε άντρες, που είναι μεν λιγότερα, αλλά υπάρχουν (λ.χ. Η κυρία του κυρίου). Να μην σας κουράζω, ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό (μόνο για το ξύλο που έχει φάει ο Αλέκος Τζανετάκος ή ο Θανάσης Βέγγος θα έπρεπε να γράψω εξάτομη πραγματεία). Έμεινα στα ερωτικά χαστούκια, γιατί το θέμα δεν είναι το ξύλο στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, αλλά η βία κατά γυναικών. Ο δημόσιος χαρακτήρας των υπό εξέταση χαστουκιών δεν είναι τυχαίος: πρόκειται για κωμωδίες, όχι για ψυχοδράματα, συνεπώς τα χαστούκια έπρεπε να είναι δημόσια για να φανεί ότι οι γυναίκες τις τρώνε επειδή κάτι έχουν κάνει. Γι’ αυτό και οι αυτόπτες μάρτυρες πουθενά δεν παρεμβαίνουν να υπερασπιστούν τα θύματα και να καταδικάσουν τους θύτες: γιατί οι θύτες είναι κατά βάθος (απροσμέτρητο) τα θύματα. Μόνο που στην πραγματική ζωή το πολύ ξύλο (και όχι μόνο χαστούκια) πέφτει ιδιωτικά, στο σπίτι. Και στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας δεν βγαίνουν ποτέ παραέξω. Περί αυτού πρόκειται.
[Μικρή γλωσσολογική παρένθεση. Καθώς έγραφα αυτό το κείμενο, έπιασα τον εαυτό μου να χρησιμοποιεί διάφορα συνώνυμα του χαστουκιού, για να μην επαναλαμβάνω συνέχεια την ίδια λέξη. Οι γλωσσολόγοι λένε ότι όσο περισσότερα συνώνυμα έχει μία έννοια σε μια γλώσσα, τόσο περισσότερο το περιεχόμενο της έννοιας απασχολεί τους χρήστες της συγκεκριμένης γλώσσας. (Ίσως να έχετε ακούσει ότι οι Εσκιμώοι έχουν 100 λέξεις για το χιόνι. Βέβαια, πρόκειται για μύθο· δεν έχουν τόσο πολλές, αλλά σίγουρα έχουν περισσότερες από τους Βέρβερους στην Αφρική.) Για να δούμε πόσα συνώνυμα έχει το χτύπημα δια της παλάμης: (αντιγράφω από το Αντιλεξικό) ανάποδη, ανάστροφη, ξανάστροφη, κολάφισμα, κολαφισμός, κόλαφος, μπάτσισμα, μπάτσος, παλαμιά, ράπισμα, σκαμπίλι, σκαμπίλισμα, σφαλιάρα, χαστούκι, χαστουκιά. Δεκαπέντε για το μάγουλο μόνο. Και κάμποσα ακόμα για το κεφάλι και τον σβέρκο. Συν κάτι φρέσκα που δεν υπήρχαν την εποχή που λεξικογραφούσε ο ηρωικός Βοσταντζόγλου. Εντάξει, μας απασχολεί το χαστούκι. Όχι πως οι άλλες γλώσσες πάνε πίσω σε συνώνυμα – όλους μας απασχολεί το χαστούκι, παγκοσμίως.]
Δεν παίρνω τοις μετρητοίς τις σκηνές με τα χαστούκια. Στην τέχνη όλα επιτρέπονται, μακριά από μένα οι κανονιστικές ντιρεκτίβες σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική (βάλτε και εισαγωγικά στη λέξη, δεν αλλάζει κάτι) έκφραση. Από την άλλη, η τάση είναι πολύ μεγάλη για να είναι προϊόν μόνο μυθοπλασίας. Ο λαϊκός κινηματογράφος δεν δημιουργούσε ερήμην της περιρρέουσας κοινωνικής πρακτικής. Εδώ ο καπνός την είχε τη φωτιά του.
Ας συνοψίσουμε: Αποδέκτες των προαναφερθέντων χαστουκιών είναι σύζυγοι, αρραβωνιαστικιές –πρώην και νυν–, φιλενάδες, υπηρέτριες. Όλες τους γυναίκες, εννοείται. Από την άλλη, οι χαστουκοχώστες, όλοι τους άντρες. Και όλοι έχουν το δίκιο με το μέρος τους: οι γυναίκες τούς κοροϊδεύουν, τους βρίζουν, τους μειώνουν, τους ντροπιάζουν. Για χαστούκια!
Επίσης, αν προσέξατε, πολλοί από τους συντελεστές των ταινιών που αναφέρθηκαν ονομαστικά παραπάνω ήταν άνθρωποι προοδευτικοί, κάποιοι από αυτούς αριστεροί. Και όμως, συμμετείχαν στο χτίσιμο του μύθου «οι γυναίκες προτιμούν τους σκληρούς». Θα μου πείτε, για το μεροκάματο. Λυπάμαι, αλλά αυτή η δικαιολογία μπάζει από παντού. Περισσότερο με πείθει κάτι τέτοιο: «Μα έτσι είχαν τα πράγματα, αναπαριστούσαμε την πραγματικότητα». Η Καρέζη, λ.χ., μπορεί και να σου έλεγε, «Ένας ρόλος είναι, ξεκόλλα, δεν σημαίνει τίποτα». Ναι, αλλά τα λόγια της Μίκας τα λέει η Καρέζη, αυτό εισπράττει ο θεατής. Μια θαυμάστρια της Καρέζη της εποχής εκείνης, η οποία ενίοτε τρώει καμιά ξανάστροφη από τον έτσι της, δεν θα θυμηθεί τη Μίκα όταν έρθει η κακιά η ώρα, αλλά την ίδια την Καρέζη, το πρότυπο. Και θα σκεφτεί, «Αφού τις τρώει μέχρι και η Καρέζη, ποια είμαι εγώ που θα το κάνω θέμα;» Και θα το βουλώσει για να μη χάσει τον έτσι. Και θα μένει εκεί, βουβή και δαρμένη. Αντίθετα, η Καρέζη (η όποια Καρέζη) ξεκολλάει, πάει παρακάτω. Γιατί μπορεί να το κάνει. Αλίμονο στις άλλες που μένουν πίσω.
Όπως ίσως παρατηρήσατε, στις ταινίες στις οποίες αναφέρθηκα, δεν παρέλειπα να παραθέτω τα εισιτήρια που έκοψαν στην πρώτη τους προβολή. Με αυτό ήθελα να καταδείξω την απήχηση της λαϊκής κωμωδίας στο ευρύ κοινό. Αν στην πρώτη προβολή, προσθέσουμε τη δεύτερη, τρίτη κ.λπ. και τις αμέτρητες επαναλήψεις στην τηλεόραση, αλλά και τώρα τελευταία τις ψηφιακές αναπαραγωγές, δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι πρόκειται για ταινίες που έχουν δει σχεδόν οι πάντες την ελληνική ομιλούντες (συν κάτι λίγοι βάρβαροι). Αυτό έχει τη σημασία του. Τα μηνύματα που οικοδομούν (και συντηρούν) κοινωνικές στάσεις και συμπεριφορές περνούν μέσα από την κωμωδία πανεύκολα γιατί ο (όποιος) κριτικός μηχανισμός του δέκτη βρίσκεται σε καταστολή: ο θεατής της κωμωδίας είναι προετοιμασμένος να γελάσει, όχι να σκεφτεί, γεγονός που τον καθιστά ευάλωτο ακόμα και σε μηνύματα, τα οποία συνειδητά ενδεχομένως να απέρριπτε ως απαράδεκτα. Αν σε αυτό προσθέσουμε τη μαζικότητα του μέσου της λαϊκής κωμωδία, τότε έχουμε ένα πανίσχυρο εργαλείο χειραγώγησης του κοινού, έστω κι αν αυτός δεν είναι ο πρωταρχικός στόχος των δημιουργών.
Το γεγονός ότι η εγχώρια κινηματογραφική βιομηχανία (βιοτεχνία, έστω) περνούσε στο χαλαρό και στο άνετο μηνύματα που προωθούσαν την κακοποίηση γυναικών δεν προκαλεί καμία έκπληξη. Η λαϊκή τέχνη (ιδιαίτερα όταν το μέσο της χρησιμοποιεί εικόνες) είναι ιδεώδες όχημα για την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας και των πρακτικών της στα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα του γενικού πληθυσμού. (Αυτό δεν σημαίνει ότι στα ανώτερα στρώματα δεν υπάρχει πρόβλημα, αλλά ότι τα ανώτερα στρώματα δεν είναι τόσο ευάλωτα στα υπόγεια μηνύματα της λαϊκής τέχνης.) Δεν πρόκειται για κάποια συνωμοσία της άρχουσας τάξης, ας μη γελιόμαστε. Η κοινωνική χειραγώγηση της μάζας είναι (πάντα ήταν – ας ελπίζουμε, όμως, όχι για πάντα) στον αυτόματο πιλότο: όλες οι συμβατικές παράμετροι του πολιτισμού μας (σε δύση και ανατολή) ευνοούν την κατάσταση των πραγμάτων. (Κοντολογίς, γιατί να το αλλάξω εφόσον λειτουργεί;)
Από το μικρό δείγμα ταινιών που εξετάστηκε, προκύπτει αβίαστα τα εξής συμπεράσματα: Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, η κοινωνία δεχόταν ως φυσιολογικό ότι (α) οι γυναίκες, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα (πλην της μάνας), τις αρπάζουν, είτε δημοσίως είτε ιδιωτικώς, και δεν τρέχει τίποτα – είναι νορμάλ να δέρνεις γυναίκες· (β) οι γυναίκες θέλουν ξύλο – έτσι στρώνουν· και (γ) οι γυναίκες (συνήθως) γουστάρουν να τις τρώνε – οι σκληροί αρέσουν. Στην πράξη, δεν ξέρω ούτε αν οι γυναίκες συμμορφώνονται (προς τι, άραγε;) με το ξύλο, ούτε αν τους αρέσει να τις αρπάζουν πού και πού. Δεν έχω προσωπική πείρα (έχω να παίξω ξύλο από την έκτη δημοτικού – και όχι με αλλά για κορίτσι). Διαισθητικά, αμφιβάλλω (αφού εξαιρέσω πρώτα τις ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις): σε ποιον αρέσει να τρώει ξύλο;
Άραγε, έχει αλλάξει η κατάσταση σήμερα; Μάλλον όχι. Ο άντρας μάλλον εξακολουθεί να δέρνει γυναίκες όπου τον παίρνει. Σίγουρα σήμερα γίνονται γνωστά περισσότερα περιστατικά κακοποίησης γυναικών (τα εργαλεία, νομικά και πρακτικά, είναι περισσότερα και καλύτερα). Αλλά η νοοτροπία δεν φαίνεται να έχει αλλάξει σημαντικά. Όταν σου λέει ο άλλος (εκείνος που μετράει τα πάντα) ότι μία στις τρεις γυναίκες έχει υποστεί, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κάποιου είδους κακοποίηση στη ζωή της, δεν έχεις και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Αν νομίζετε ότι υπερβάλλω, θυμηθείτε τα περιβόητα χαστούκια που έριξε ένας φασίστας σε μία πολιτική του αντίπαλο σε ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή· θυμηθείτε τη θετική αντίδραση μιας καθόλου αμελητέας μερίδας του κόσμου («Τα ’θελε και τα ’παθε», «Μας έχει σπάσει τα νεύρα» κ.ο.κ.). Κακά τα ψέματα: έχουμε δρόμο ακόμα να διανύσουμε μέχρι να πάψουμε να ντρεπόμαστε για κάποια από τ’ ανθρώπινα. Και η βία, σε κάθε της μορφή, είναι ένα από αυτά, ένα επαχθές πολιτισμικό όνειδος.
Επίλογος
Γνωρίζοντας ότι παραβιάζω ανοικτές θύρες, θα πω το αυτονόητο: Δεν χτυπάμε ποτέ κανέναν και για οποιονδήποτε λόγο. Υπάρχει Λόγος. Δίνουμε τόπο στην οργή γιατί είμαστε έλλογα όντα. Αγαπάμε αλλήλους, και όχι (μόνο) καταλλήλους. Δεν θα πάω στο άλλο άκρο· δεν θα πω ότι πρέπει να γυρίζουμε –οιονεί χριστιανικά– και το άλλο μάγουλο όταν μας την πέφτουν· αν δεχθώ βίαιη επίθεση, θα αμυνθώ όπως μπορώ (όμως η πρώτη μου επιλογή θα είναι πάντα η αποφυγή οποιουδήποτε είδους βίας – γιατί βία δεν είναι μόνο η σωματική). Αλλά η γενική αρχή της δικής μου μη βίας είναι μία (και χωρίς εξαιρέσεις): δεν χειροδικούμε ποτέ κατά συνανθρώπου (ούτε και κατά οποιουδήποτε άλλου έμβιου όντος, για να ’μαστε μέσα). Τελεία και παύλα.
[bonus track]
Κλείνω μ’ ένα σχετικό με το θέμα τραγούδι που με σοκάρει όποτε το ακούω: Ο άνθρωπός μου (1956) του Μενέλαου Θεοφανίδη. Το τραγουδάει γυναίκα (η Σοφία Βέμπο, στην πρώτη εκτέλεση), αλλά τους πρωτοπρόσωπους στίχους τούς έχουν γράψει –φυσικά!– άντρες (οι Μίμης Τραϊφόρος & Δημήτρης Βασιλειάδης). Διαβάστε τους και μετά πείτε μου, ειλικρινά: είναι ή δεν είναι για χαστούκια;
Χρόνια και χρόνια με τυραννάει
κι ούτε μια στάλα δεν με πονάει·
γιατί;
Και ζω κοντά του μες τη μιζέρια
χειμώνες τώρα και καλοκαίρια·
γιατί;
Και με βαριέται και μ’ άλλες πάει
και μου τα παίρνει και με χτυπάει·
γιατί;
Δεν είναι γόης, δεν είναι ωραίος
και κολυμπάει μέσα στο χρέος·
γιατί;
Κι ένα κοστούμι μονάχα έχει
που το φοράει χιονίζει βρέχει·
γιατί;
Κι όλο τα πίνει κι όλο τα σπάει
κι όλο σε μένα μετά ξεσπάει·
γιατί;
Δε μου μιλάει για το φεγγάρι
κι ένα λουλούδι δε μου ’χει πάρει·
γιατί;
Μονάχα πίκρες μού ’χει χαρίσει
ποτέ δε μου ’χει γλυκομιλήσει·
γιατί;
Ποτέ δε μου ’χει χαμογελάσει
κι ο έρωτάς του μ’ έχει γεράσει·
γιατί;
Μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου
γιατί είναι, βλέπεις, ο άνθρωπός μου.
* * *
from dimart http://ift.tt/1NWW5A5
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου