Έγκλημα στην Πόλη #27 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40
—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—
Ο χειμώνας του 1943 ήταν βαρύς και ασήκωτος. Βαρύς λόγω καιρού και ασήκωτος λόγω οικονομικής κρίσης. Με δελτίο το ψωμί, η ζάχαρη, το αλεύρι, το βούτυρο και παντελής έλλειψη πολλών βασικών τροφίμων. Απαγορεύσεις η μία μετά την άλλη για παρασκευή ειδών «πολυτελείας» σε εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία. Χαμένα κυρίως τα αυθεντικά γλυκά από την πιάτσα. Πάστες κάθε είδους, σοκολατένιες, άσπρες, ροζ, πολύχρωμες, σιροπιαστιά ρεβανί, μπακλαβάδες, κανταϊφια και όλα τα ζουμερά συγγενικά τους γλυκά ήταν οι μεγάλες απουσίες στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων.
Επιτρεπόταν μόνο η παραγωγή γλυκών χωρίς αλεύρι και χωρίς ζάχαρη! Άκουσον! Άκουσον! Μα γίνεται να φτιάξει κανείς το μεθυστικό προφιτερόλ ή τη βιενέζικη σοκολατίνα ή το σεκέρ παρέ που λιώνει στο στόμα και λιώνεις κι εσύ μαζί του από ευχαρίστηση, των περίφημων ζαχαροπλαστείων του Πέρα χωρίς αφράτο αλεύρι, γνήσιο ανόθευτο βούτυρο και λευκότερη από το χιόνι ζάχαρη; Εδώ που τα λέμε βέβαια τα μεγάλα και δημοφιλή ζαχαροπλαστεία όλο και κάποιο τσουβάλι αλεύρι, όλο κάποιο δοχείο με ζάχαρη έβρισκαν στη μαύρη αγορά.
Τα περιορισμένα όμως σε αριθμό «αληθινά» γλυκά για τους λίγους και εκλεκτούς πελάτες τους ήταν φτιαγμένα, και τους περίμεναν κρυμμένα στα έγκατα της κουζίνας. Μπας και τα πάρει το μάτι κάποιου μη εκλεκτού και καλέσει τον αστυφύλακα και αυτός καλέσει την αγορανομία και αυτή στείλει τον ελεγκτή και αυτός πάρει τα μισά υπό μάλης και επιστρέψει χαρούμενος στο σπίτι του να χαρούν τα παιδιά και όλο του το σόι. Ευτυχέστερος βέβαια ο ζαχαροπλάστης όχι μόνο επειδή έσωσε τα μισά του γλυκίσματα από το στόμα του λύκου αλλά και γιατί έριξε την παρανομία του την ίδια στο στόμα του λύκου, τον γλύκανε και τον άφησε ο λύκος ήσυχο. Μέχρι την επόμενη φορά.
Και έτρωγε ο απλός κοσμάκης τα «ψεύτικα» γλυκά φτιαγμένα με κάτι χαρουπάλευρα και πετμέζια της κακιάς ώρας. Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα και όλοι βολεύονταν όπως όπως με τα τρόφιμα που υπήρχαν στην αγορά. Ο φτωχός κόσμος βέβαια, όπως πάντα, περνούσε πολύ πιο δύσκολα και υπήρχε φτωχός κόσμος πολύς στις παρυφές της κοσμοπολίτικης πόλης. Στα σοκάκια και στα καλντερίμια πέριξ του «και-η- ζωή-συνεχίζεται-όπως-πάντα»-Μπέγιογλου δεν έλειπαν μόνο τα γλυκά και πολλά από τα βασικά τρόφιμα από το καθημερινό τραπέζι του φτωχού, έλειπαν και τα κάρβουνα για να ζεσταθεί, και τα χοντρά ρούχα και τα παπούτσια χωρίς τρύπες και άλλα πολλά.
Κατά τη διάρκεια όλης της δύσκολης χρονιάς του 1943 οι ληστείες κυριαρχούν στα αστυνομικά δελτία κατά τρόπο εντυπωσιακό. Εκατοντάδες αντικείμενα εκλάπησαν, άλλα σοβαρά και άλλα λιγότερο σοβαρά και καταγράφηκαν στα αστυνομικά δελτία. Κλοπές, κλοπές, κλοπές. Ο κλέψας του κλέψαντος. Προφανώς δεν έπεσε στην καρδιά της πόλης ο ιός της κλεπτομανίας. Δεν έγινε ξαφνικά η κλεψιά το χόμπι των αργόσχολων. Γεννήθηκε από την ανάγκη επιβίωσης, από την ανάγκη να αντιμετωπίσουν άνθρωποι καθημερινοί τα προβλήματα της φτώχειας και της ανέχειάς τους. Προφανώς έγιναν και ληστείες από επαγγελματίες κλέφτες, αλλά από τα είδη που γίνονται αντικείμενο κλοπής, μπορεί εύκολα να συνάγει κανείς το συμπέρασμα ότι οι ερασιτέχνες λωποδύτες κάνουν από ανάγκη τις περισσότερες λιγότερο σοβαρές κλεψιές.
Υπήρξαν οργανωμένες ληστείες, όπως αυτή στις 26 Ιανουαρίου 1943, στην οδό Αρπά Σουγιού, στο Σισλή. Στο διαμέρισμα με αριθμό 4 ζούσε ο Εκρέμ μπέη με την οικογένειά του. Τμηματάρχης στην υπηρεσία των τηλεφώνων, είχε ένα μισθό καλό και μπορούσε να ζει άνετα με τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά. Είχε και τις διασυνδέσεις του, έβρισκε σε καλές σχετικά τιμές τα πάντα στη μαύρη αγορά και ήταν και ένας από αυτούς που ήξερε ότι όποια ώρα και αν πάει στο ζαχαροπλαστείο Le Bon, στη Μεγάλη Οδό, θα τον περίμενε ένα κουτί με αυθεντικά γλυκά. Άντρας κουβαλητής που λένε με τα όλα του. Με γεμάτα χέρια γυρνούσε σχεδόν κάθε μέρα μετά τη δουλειά του στο σπίτι και έτρεχε η θυρωρός να του ανοίξει και την εξώπορτα και την εσωτερική γυάλινη πόρτα του απαρτεμάν. Πολλές φορές τον βοηθούσε να ανεβάσει τα πακέτα στον τρίτο όροφο.
Τα έβλεπε τα χάρτινα πακέτα η Ανταλέτ, η θυρωρός, μύριζε το περιεχόμενο τους και προσπαθούσε να φανταστεί τις λογής λογής λιχουδιές που μπορεί να έκρυβαν και ζήλευε. Και αυτή είχε τρία παιδιά να θρέψει, και μάλιστα μόνη της, ο άντρας της είχε εξαφανιστεί μια μέρα εδώ και τρία χρόνια πηγαίνοντας να αγοράσει τσιγάρα. Οι φήμες έλεγαν ότι ζούσε σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Ανατολίας μαζί με την καινούρια του σύζυγο που είχε παντρευτεί με θρησκευτικό μόνο, εννοείται, γάμο.
Το σκέφτηκε από εδώ η Ανταλέτ, το σκέφτηκε από εκεί, είχε και δυο συγχωριανούς της που θα τη βοηθούσαν, με το αζημίωτο βέβαια, και κατέστρωσε το σχέδιό της. Μέρα μεσημέρι, γύρω στις 12, που έλειπαν όλοι από τα διαμερίσματά τους, μπήκαν οι τρεις τους στο σπίτι του τμηματάρχη και με την ησυχία τους μετέφεραν στο υπόγειο όπου διέμενε η θυρωρός, ό,τι πολύτιμο βρήκαν. Δύο μεγάλα χαλιά, ασημικά σκεύη, τρία φορέματα και δύο κοστούμια, δύο χρυσά βραχιόλια, ένα χρυσό γυναικείο ρολόι, κρυστάλλινα μπουκαλάκια με αρώματα και πούδρες, έναν καθρέπτη με χρυσή κορνίζα, αρκετά μαγειρικά σκεύη και δυο τρία παιχνίδια. Αυτά τα τελευταία ήταν που την πρόδωσαν και βρέθηκε στη φυλακή αφού βέβαια επέστρεψε όσα πράγματα είχαν μείνει κρυμμένα στο υγρό και σκοτεινό σπίτι της και δεν είχαν πάρει μαζί τους οι δύο συνένοχοί της.
Οι πιο ανθρώπινες από τις ανθρώπινες κλοπές όμως είναι αυτές που σε κάνουν σαν άνθρωπο και εσένα να συμπονέσεις τους κλέφτες και σαν ανθρώπους αδύναμους να τους δεις. Η λίστα των κλεμμένων κατά τις πρώτες 45 μέρες του 1943 μιλά από μόνη της· είναι μια λίστα που συγκινεί και προβληματίζει: Ένα ταψί με μπουρέκι από φούρνο. 700 δελτία άρτου και 250 λίρες από έτερο φούρνο. Ένα τελάρο μήλα από μανάβικο στο Κουρτουλούς. 25 κιλά κάρβουνα από αυλή σπιτιού. Κιγκλιδώματα του ρωμαίικου νεκροταφείου στο Χάσκιοϊ. Δίχτυα μαζί με τα τορίκια που είχαν πιαστεί στους βρόχους τους. Τρόφιμα από τις αποθήκες του συσσιτίου των μαθητών του 15ου δημοτικού σχολείου στο Φατίχ. Δοχείο με λάδι και 14 κιλά ρύζι από μαθητικό συσσίτιο σχολείου μέσης εκπαίδευσης στο Καντίκιοϊ. Ένας σάκος φουντούκια από βαγόνι τρένου στο σταθμό του Σιρκετζή. Ένα δοχείο λάδι από αποθήκη εταιρείας μεταφορών. Ένα δοχείο βούτυρο από επιβάτη στο ατμόπλοιο Μαρακάζ. Από το μπουφέ της αποβάθρας των πλοίων σοκολάτες και γλυκίσματα αξίας 50 λιρών.
Επίσης, δωδεκαετής έκλεψε κοσμήματα από οικία. Εντεκάχρονος έκλεψε από παντοπωλείο χρήματα και τρόφιμα. Υπηρέτης από το αφεντικό του 85 λίρες, ένα κοστούμι και ένα αδιάβροχο.Αρραβωνιασμένος νέος έκλεψε έπιπλα από το σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του. Συμμορία τεσσάρων νέων έκλεβαν καπέλα και πανωφόρια από καφενεία. Πελάτισσα έκλεψε μαχαιροπίρουνα και πιάτα από το μαγειρείο του Νιαζή στο Κιουτσούκ Παζάρ. Δεκαπέντε πρόβατα έκλεψε άγνωστος στο νησί του Μαρμαρά Χάλκη. Στο Σκούταρι στο παντοπωλείο του Χασάν πελάτισσα έκλεψε τρόφιμα κρύβοντάς τα κάτω από το πανωφόρι της. Σε κινηματογράφο στο Σκούταρι άγνωστος έκλεψε 150 λίρες από το ταμείο.
Κι ακόμη, κλοπή αντρικού παλτού μετά από επίθεση σε δρόμο στο Φατίχ. Κλάπηκε ένας κουβάς με κάρβουνα από σπίτι δικηγόρου στο Καντίκιοϊ. Στο Μπαλούκ Παζάρ δύο τορίκια από το ψαράδικο του Αλή. Νήματα από το υφαντουργείο του Ταχήρ στο Φατίχ. Από λουτρώνα στο Γαλατά πελάτης έκλεψε πετσέτες και πεστεμάλια τυλίγοντας το σώμα του με αυτά. Ρούχα απλωμένα από το σπίτι της Χατιτζέ στο Μπεσίκτας εξαφανίστηκαν. Έξι κυψέλες μέλι από οικόπεδο στο Εντιρνέ Καπού. Από κατάστημα υφασμάτων, υφάσματα αξίας 90 τουρκικών λιρών. Γυναικεία τσάντα σε κινηματογράφο στο Πέρα. Γυναικείο παλτό σε έτερο κινηματογράφο στο Πέρα. Αντρικό αδιάβροχο και παιδικό παλτό σε τραμ.
Επιπλέον, άγνωστοι λήστεψαν ψαρά την ώρα που ψάρευε μέσα στη βάρκα του στα ανοιχτά του Βοσπόρου. Δεκαεξάχρονος παραβίασε το χρηματοκιβώτιο σε κατάστημα ειδών νεωτερισμού του Γαβριήλ στην περιοχή Τσακματζιλέρ και έκλεψε 3.000 τουρκικές λίρες. Υπάλληλος έκλεψε από το αφεντικό του Μπασματζιάν, ιδιοκτήτη εργαστηρίου κατασκευής ηλεκτρικών συστοιχιών επτά ράβδους χρυσού και 100 χρυσές λίρες αξίας 20.000 τουρκικών λιρών, που ήταν κρυμμένα στο φούρνο του εργαστηρίου. Κλοπή κοσμημάτων και πολύτιμων λίθων μεγάλης αξίας από κοσμηματοπωλείο στο Καπαλί Τσαρσί κ.λπ. κ.λπ.
Άλλος κλέβει λοιπόν για να φάει, άλλος για να ντυθεί, άλλος για να ζεσταθεί, άλλος για να κάνει λαθρεμπόριο, άλλος για να κάνει την μπάζα του, άλλος για να εκδικηθεί, άλλος απλώς για να κλέψει. Άλλος τη γλιτώνει, άλλος πιάνεται. Άλλος βγαίνει μέσα από τις σελίδες των Αθλίων και άλλος μπουκάρει στη σκηνή μέσα από τη μουσική της ταινίας Τόπκαπι.
* * *
Φωτογραφία εξωφύλλου: Κωνσταντινούπολη 1940.
- * * *
Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Έγκλημα στην Πόλη
from dimart http://ift.tt/226TiH7
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου