Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Γκάφες, στο όνομα του Αλτουσέρ

Σημειώσεις μιας Φιλολόγου

—της Ρούλας Καλαρά—

Oι ανόητες επιλογές και οι γκάφες που έχω διαπράξει μέσα στην τάξη -ιδιαίτερα τα πρώτα χρονια, στη δεκαετία του ’80- είναι αμέτρητες και απερίγραπτες. Όπως τα σκέπτομαι σήμερα, και κατόπιν εορτής, τα πράγματα, αυτές οφείλονται σε τρεις κυρίως λόγους, διαφορετικούς μεταξύ τους αλλά αλληλοσυμπληρούμενους:

  • στην απίστευτη αφέλειά μου να θεωρώ ως δεδομένα και αυτονόητα, πράγματα που ούτε κατά διάνοιαν δεν ήξεραν και δεν ήσαν υποχρεωμένα να ξέρουν τα παιδιά
  • στη μανία μου για την πρωτοτυπία, για το «αλλιώτικο» και το «μοναδικό», που θα μάγευε τα παιδιά, θα ξυπνούσε μέσα τους το ενδιαφέρον και θα τα κρατούσε προσηλωμένα στο καταπληκτικό και απροσδόκητο μάθημά μου…!
  • στην ιδεολογία μου και στη… στρατηγική επιλογή μου να δώσω τις προσωπικές μου μάχες για να αλλάξω το σχολείο, να σπάσω τα παραδοσιακά στερεότυπα, να απελευθερώσω τη σκέψη των παιδιών.

Γελάω βέβαια σήμερα και μάλλον γελάνε και τα παιδιά μου, όταν τα θυμούνται. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι τις βλακείες που έκανα τις απολαύσαμε εκατέρωθεν. Πρώτος διορισμός στο Λύκειο Νεμέας. 1982. Μπορεί να ήταν και η πρώτη φορά που βρέθηκα σε τάξη ως καθηγήτρια. Δεν είχα εργαστεί ποτέ ως αναπληρώτρια. Μπαίνω μέσα στην αίθουσα μιας Α’ Τάξης με αυτοπεποίθηση μέχρι τον ουρανό και αρχίζω να εφαρμόζω αμέσως τα… συστήματά μου.

Μετά τις συστάσεις και τις χαιρετούρες με τα παιδιά, στέκομαι όρθια και μακριά από την έδρα (που ήταν σύμβολο της επάρατης εξουσίας) και αρχίζω να τους εξηγώ πόσο αντιπαιδαγωγική και ύπουλη για την ένταξή τους στο σύστημα είναι η έδρα του καθηγητή και η τοποθέτηση των θρανίων έτσι ώστε να είναι το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο κι όλα στραμμένα προς αυτήν. Και δώσ’ του για την υποσυνείδητη εμπέδωση μέσα τους της έννοια της ιεραρχίας. Και δώσ’ του για την αναπαραγωγή της ανισότητας και της υποταγής. Τα τρέλανα τα παιδιά με Αλτουσέρ. Βλέπετε, τότε ήμουν θαυμάστρια της θεωρίας ότι το σχολείο είναι ιδεολογικός μηχανισμός ένταξης στο κράτος και αναπαραγωγής του συστήματος. Στο τέλος τούς πρότεινα να διαλύσουμε τη διάταξη και να βάλουμε τα θρανία γύρω γύρω σ’έναν κύκλο κι εγώ με την καρέκλα μου στη μέση να κάνω το μάθημα κοιτώντας παντού.

Χαμός στην τάξη. Άλλο που δεν θέλανε για τη φασαρία και την ανακατωσούρα. Τα φτιάξανε όπως τους υπέδειξα. Χάλαγε ο κόσμος από τις φωνές και τα σβαρνίσματα, το παίρνει χαμπάρι ο Λυκειάρχης. Θεολόγος, παλιός μου καθηγητής στο Γυμνάσιο στο Χιλιομόδι, πιο συντηρητικός δεν υπήρχε στον κόσμο ολόκληρο. Καταφθάνει τρέχοντας! Του δίνω κάτι εξηγήσεις άλλα αντ’ άλλων! Ότι έτσι μας διδάσκει η μοντέρνα Παιδαγωγική, και «Εμπιστευτείτε με, κ. Σ. Είναι για το καλό του σχολείου!» και κάτι τέτοια. Με άκουσε ο καημένος, είχα κι ένα ύφος ξερόλα, ερχόμουνα και από τα Παρίσια, πείστηκε και συμφώνησε, αρκεί να μην κάναμε φασαρία. Οι άλλοι καθηγητές όμως, Μαθηματικοί, Φυσικοί και παλιές καραβάνες, τα θρανία τα θέλανε στη θέση τους, όπως τα ξέρανε. Ούτε κουβέντα για κύκλους και ισότητες και μοντέρνες παιδαγωγικές. Κι έτσι, το πράγμα κατέληξε ως εξής: όποτε είχα εγώ μάθημα στις τάξεις, τα παιδιά, πριν να μπω, έβαζαν τα θρανία σε κύκλο και αμέσως μετά τα ξαναέφτιαχναν όπως συνήθως!

Ούτε βδομάδα δεν έκλεισε το αντιαυταρχιικό πείραμα! Διότι μια μέρα άκουσα δυο μαθητές μου να κουβεντιάζουνε στο διάλειμμα, χωρίς να με έχουν δει:

«Ρε, έχουμε Καλαρά την άλλη ώρα! Ωχ! Πρέπει να της φτιάξουμε τα θρανία της στρογγυλά, γιατί θα θυμώσει και θα πέσουνε τίποτα τιμωρίες…» — Κι εκεί επί τόπου, έληξε η μάχη μου με την ιεραρχία και την εξουσιαστική δομή του σχολείου.

Μερικά χρόνια αργότερα, προς το τέλος της δεκαετίας του ’80, σε μια Γ’ Λυκείου, στην Αθήνα πια, έδινα τη μάχη της πρωτοτυπίας. Θεωρούσα υποχρέωσή μου να σπάζω τα παραδοσιακά καλούπια και να φρεσκάρω το μάθημα και το μυαλό των παιδιών με ασυνήθιστα μοτίβα, με αναπάντεχα ευρήματα, για να τραβάω το ενδιαφέρον τους στο μάθημα και να μαθαίνουν καινούργια πράγματα με κάθε ευκαιρία. Και, βεβαίως, θεωρούσα ως αυτονόητα και δεδομένα διάφορα στοιχεία και πληροφορίες που δεν υπήρχαν ούτε κατά διάνοιαν. Αμέτρητα τα σπαρταριστά αποτελέσματα των εγχειρημάτων μου. Ένα δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Έπρεπε, σύμφωνα με την ύλη, να βάλω μια έκθεση με θέμα τον πόλεμο και την ειρήνη. «Πόλεμος και Ειρήνη»; Αμ δε! Tι τίτλος ήταν αυτός; Πολύ μπανάλ για τα γούστα μου. «Τα αγαθά της ειρήνης και οι συμφορές του πολέμου»; Μπα! Πολύ συνηθισμένο και τυπικό. Εγώ έπρεπε να βρω κάτι αλλιώτικο. Κάτι που να μην παρέπεμπε σε εκθεσάρι, να μην ήταν του συρμού και να είχε προσωπική και ποιητική σφραγίδα. Σκέφτηκα, σκέφτηκα — και το πέτυχα.

Πάω την άλλη μέρα και γράφω στον πίνακα, γεμάτη κρυφή υπερηφάνεια και ικανοποίηση: «Kερνάω Ειρήνη σ’ένα φλιτζανάκι. Έλα κι εσύ να πιεις που σε πονάει. Η ασπίδα μου θα κρέμεται στο τζάκι». Αχαρνής. Αριστοφάνης – Σαββόπουλος. «Γράφτε ό,τι νομίζετε και ό,τι σας εμπνέει αυτό το απόσπασμα», τους λέω. Και με αυτό περίμενα να μου γράψουν για το πόσο κακός είναι ο πόλεμος (ασπίδα) και τι καλή που είναι η Ειρήνη. Το τι καταλάβανε και το τι μου γράψανε τα παιδιά δεν μεταφέρεται εδώ! Μία όμως έκθεση έμεινε στην ιστορία και όταν αργότερα τους εξήγησα το απόσπασμα και ποιος το έγραψε, η τάξη κόντεψε να γκρεμιστεί από τα γέλια. Έγραφε λοιπόν ο νεαρός: «Mε αυτή τη φράση, ο Αρχαίος Φιλόσοφος Σαββόπουλος μας μιλάει για την αξία της Ειρήνης, που είναι τόσο ωραία σαν να την πίνεις στο ποτήρι».

Και θα τελειώσω τις σημερινές σημειώσεις μου με μια γκάφα που έκανα σε μια Γ’ Γυμνασίου τη δεκαετία του 2000 πια. Δίδασκα τα συνηρημένα σε -εω. Αφού τα απαγγείλαμε εν χορώ όλοι μαζί, όπως συνηθίζαμε, και τα είχαμε πια ψιλομάθει, έπρεπε να τους αναφέρω και τα μονοσύλλαβα σε -εω που έχουν κάποιες ιδιορρυθμίες στις συναιρέσεις τους. Θα μπορούσα να τα διδάξω μια χαρά με το παράδειγμα του «»ρέω, όπως έκανα πάντα. Αμ δε! Εγώ διάλεξα το «χέω», έτσι για αλλαγή, χωρίς η φαντασία μου να λειτουργήσει ούτε κατ’ελάχιστον. Τι έγινε στην τάξη; Είχα κάτι σαΐνια εκείνη τη χρονιά, που το πιάσανε στον αέρα. Με το πιο αθώο ύφος του κόσμου άρχισαν να σηκώνουν τα χέρια.

«Κυρία! Τι πάει να πει «χέω»;»

«Κυρία! Πώς κάνει ο Μέλλοντας και ο Αόριστος του «χέω»;»

«Κυρία! Να πω τους αρχικούς χρόνους του «χέω»;»

Ποτέ ξανά τέτοια προθυμία για γραμματική. Γέμισε η αίθουσα εφηβικό ενθουσιασμό μαζί με χυσίματα και χεσίματα!

* * *

Φωτογραφία εξωφύλλου:  Γλυπτό του Αντώνη Σώχου (1888-1975) στο πάρκο του Ευαγγελισμού

H Ρούλα Καλαρά θυμάται επεισόδια και σκηνές από τη θητεία της στο δημόσιο ελληνικό σχολείο, στο οποίο εργάστηκε επί 30 συναπτά έτη. Ιστορίες αστείες, σκληρές, τραγελαφικές, φαιδρές ή στενάχωρες, όπως ακριβώς και το ελληνικό σχολείο που τόσα χρόνια τώρα περιμένει τη μεταρρύθμιση που δεν γίνεται.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία  Σημειώσεις μιας φιλολόγου

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο




from dimart http://ift.tt/1WTGpRc
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου