Σημειώσεις μιας Φιλολόγου
—της Ρούλας Καλαρά—
Ένας από τους βασικούς στόχους που είχε η δικιά μου γενιά εκπαιδευτικών –η λεγόμενη γενιά της μεταπολίτευσης– ήταν η σύνδεση σχολείου και ζωής, η σύνδεση δηλαδή του μαθήματος με τον αληθινό κόσμο. Επί τριάντα χρόνια προσπάθησα με κάθε δυνατό (και αδύνατο μερικές φορές) τρόπο να φέρω το μάθημά μου, είτε αυτό ήταν Ιστορία είτε Αρχαία Ελληνικά είτε Νέα, κοντά στην πραγματική ζωή που παλλόταν έξω από την αίθουσα, κοντά στους χώρους των γεγονότων, δίπλα στα ερείπια του δράματος, μέσα στις φωνές των αληθινών ανθρώπων, με σάρκα και οστά, ανάλογα με το είδος και το περιεχόμενο του μαθήματος. Άλλοτε φανερά κι άλλοτε κρυφά, άλλοτε με άδεια κι άλλοτε χωρίς άδεια, έπαιρνα την τάξη και πηγαίναμε να κάνουμε το μάθημα βολτάροντας σε σχετικούς χώρους. Η αλήθεια είναι ότι, όταν δουλεύεις σε σχολεία του κέντρου, που βρίσκονται ανάμεσα στα μουσεία, τους αρχαιολογικούς χώρους, τις εκκλησίες, τη Βουλή, τις πλατείες, τις ιστορικές γειτονιές κ.λπ., αυτό δεν είναι και τόσο δύσκολο…
Έτσι λοιπόν, όταν έναν Απρίλη αποφάσισα ξαφνικά και χωρίς προετοιμασία να διδάξω σε μια τάξη Γυμνασίου την «Άνοιξη Περαστικιά» του Τέλλου Άγρα, κι επειδή η αίθουσα ήταν μέσα στα σκοτάδια ενώ έξω η μέρα ήταν χαρά Θεού, ρώτησα τα παιδιά μήπως θα προτιμούσαν, μιας και το θέμα σχετιζόταν με τη φύση, να πάμε να κάνουμε το μάθημα σ’ ένα από τα κοντινά πάρκα, καθισμένοι στο γρασίδι. Η απάντηση ήταν δεδομένη. Ποιος έφηβος, γεμάτος χυμούς και με τις ερωτικές φωνές της φύσης στο αίμα του, θα προτιμούσε να κάθεται Απρίλη μήνα σ’ ένα θρανίο και να μαραζώνει, τη στιγμή που του πρότειναν να βγει βόλτα σε πάρκο της πόλης και να ξαπλώσει στα χορτάρια και στις μυρωδιές της φύσης, δίπλα σε άτομα του φύλου που τον ενδιέφερε ερωτικά; Δόξα τω Θεώ, συνήθως είχα υγιείς μαθητές, ζωντανούς και ξύπνιους.
Στη γειτονιά του σχολείου μας υπήρχαν τρία παρκάκια. Στο ένα, στην πλαγιά του Λυκαβηττού, πηγαίναμε –τάχα για να σωθούμε– όταν κάναμε άσκηση σεισμού και ήθελε κάμποσο περπάτημα σε σκαλάκια και ανήφορο, για να φτάσουμε. Το άλλο, το ωραίο, ήταν πίσω από τη Μονή Πετράκη, στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, κάπως μακριά μας για τα τρία τέταρτα που διαθέταμε. Έμενε το ψιλοβρώμικο παρκάκι του Ευαγγελισμού. Συμφωνήσαμε να πάρουμε μόνο τα βιβλία και να πάμε τρέχοντας εκεί, να κάνουμε –και να απολαύσουμε, υποτίθεται– το ποίημα του καημένου του Άγρα, που το όνομά του πρώτη, και μάλλον τελευταία φορά στη ζωή τους, άκουγαν.
Πράγματι, σε πέντε λεπτά είχαμε φτάσει! Διάλεξα ένα ωραίο σημείο, κάπως απόμερο σε σχέση με τον δρόμο, για να είμαστε ήσυχα. Είχε μεγάλους φουντωτούς θάμνους γύρω γύρω, ένα παρτεράκι με λουλούδια παραδίπλα, χορταράκι για να καθίσουμε και ένα σκιερό δέντρο από πάνω μας. Ό,τι έπρεπε! Ήμουν πανευτυχής για την ιδέα μου κι ακόμα ευτυχέστερα ήσαν τα παιδιά μου, που αναπάντεχα τους έλαχε εκδρομή!
Καθίσαμε σε κύκλο, χαλαρά, ανάκατα αγόρια κορίτσια –το πιο σημαντικό ήταν αυτό– και εγώ άρχισα να διαβάζω αργά, θεατρικά και δυνατά, για να ακούνε μόνο τους στίχους και να βυθιστούν στη μαγεία και στην εικονοποιία τους:
«H άνοιξη, περαστικιά
απ’ το σπίτι,
έσυρε μια χαρακιά
στο φεγγίτη.
»Xάραξε κλαδιά πλεχτά
σα γαϊτάνι,
και τα φύλλα τα δετά
σε στεφάνι…»
«Κυρία! Κυρία! Βοήθεια!» με διέκοψε μια φωνή.
Μου κόπηκε η χολή! Πετάχτηκα επάνω να πάω να δω τι συμβαίνει. Δυο-τρία σκουληκάκια, που ήταν όπως και ο συνάδελφός τους στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού –«το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο»–, σέρνονταν δίπλα σε κάτι μαθήτριες, που τα πέρασαν για θηρία της ζούγκλας και κόντεψαν να λιποθυμήσουν απ’ την τρομάρα τους! Τα μάζεψα μ’ ένα χαρτομάντιλο και τα απόθεσα πιο πέρα, μέσα στα λουλούδια, τις καθησύχασα κι έπιασα πάλι να απαγγέλλω με οίστρο το ποίημα:
«Και τ’ αγέρι όταν περνά
στα κοτσάνια,
κάνουν όλα ταπεινά
μια μετάνοια.
»Πέρασε απ’ τις γνωστικές
τις κοπέλες
κι άνθισαν ποδιές λευκές
και κορδέλες.
»Άγιασε τα χώματα
μ’ άγια μύρα,
κι είν’ ευκές τα χρώματα,
γύρα-γύρα…»
«Kυρίαααααα!!!! Μπλιάχ!!! Κακά!!!»
Ρε γαμώτο, τι πάθανε πάλι; Αυτή τη φορά ένας αντιλήφτηκε ότι είχε κάτσει πάνω σε… προϊόντα αφόδευσης –ευτυχώς ξερά–, ποιος ξέρει ποιου θαμώνα του πάρκου. Τον καθησύχασα, του είπα ότι θα του δώσω άδεια μετά να πάει σπίτι ν’ αλλάξει παντελόνι, ηρεμήσαμε και έπιασα πάλι το έρμο το ποίημα να το προχωρήσω:
«Πήγε κι απ’ την εξοχή
κι απ’ το ρέμα,
κι όλοι οι φράχτες, οι φτωχοί,
τρέχουν αίμα.
»Tώρα ο δρόμος της μακριά
θα τη βγάλει,
κει που βρέχει τη στεριά
τ’ ακρογιάλι,
»στα νερά τα χαμηλά,
κούφια, λίγα,
για να βάλει μια λιλά,
μια ίσια ρίγα».
Ένας ασαφής αχός ακουγόταν εδώ και λίγη ώρα από κάπου εκεί δίπλα, κι ώσπου να φτάσω στη λιλά τη ρίγα, ξέσπασαν φωνές, βρισιές, αλαλαγμός και γινόταν της τρελής! Ενθουσιασμένα τα παιδιά για το ξαφνικό άγνωστο επεισόδιο, πεταχτήκανε απάνω –πάει και το ποίημα, πάνε και τα βιβλία, πάει κι η καθηγήτρια– και τρέξανε όλα κατά τις φωνές. Από κοντά κι εγώ, για να τα σώσω!
Μια μεγαλούτσικη ομάδα τσιγγάνων είχε κατασκηνώσει στην πλευρά του πάρκου προς το νοσοκομείο, πάνω σε πλουμιστές κουβέρτες, κιλίμια και λοιπά συμπράγκαλα όλων των χρωμάτων και των ειδών. Να και το κόκκινο του ποιήματος, να και το λιλά, να και τα πράσινα, να όλα! Άντρες, γυναίκες και παιδιά κάθε ηλικίας, άλλοι όρθιοι κι άλλοι ξάπλα, όλοι ξυπόλητοι, για κάποιο άγνωστο σε μας λόγο, αυτή τη στιγμή λογομαχούσαν στη γλώσσα τους, κάποιοι είχαν έρθει και στα χέρια και γινότανε χαλασμός κόσμου! Βγήκανε έξω και νοσοκόμοι και φύλακες για να τους χωρίσουν και να τους ηρεμήσουν, πλάκωσε και η αστυνομία…
Πού να το κουνήσουνε οι μαθητές μου από τέτοιο τζερτζελέ! Τους τράβαγα απ’ τα χέρια, τους έσπρωχνα κι αυτοί ξαναγυρνούσαν πίσω εκστασιασμένοι με το πρωτόγνωρο θέαμα! Αγρίεψα για τα καλά στο τέλος και πήραμε το δρόμο κατά το σχολείο.
Όπως έμαθα αργότερα, όταν αρρωσταίνει ένας τσιγγάνος, και μάλιστα βαριά, τον ακολουθεί, συνήθως, ολόκληρο το σόι του στο νοσοκομείο. Στην περίπτωση του Ευαγγελισμού, άπλωναν τα στρωσίδια τους στο πάρκο κι έμεναν εκεί για μέρες, μέχρι να γίνει καλά ο άνθρωπός τους ή να πεθάνει και να τον παραλάβουν να τον θρηνήσουν. Εμείς δεν τους είχαμε πάρει χαμπάρι όταν πήγαμε, λόγω των πυκνών θάμνων και της βιαστικής εγκατάστασής μας.
Γυρίσαμε κακήν κακώς στο σχολείο για το υπόλοιπο πρόγραμμα, με τα παιδιά σε έξαλλη κατάσταση, με γέλια και φλυαρία ακατάσχετη! Την τελευταία στροφή του ποιήματος —(«Άδειασε κι εδώ κι εκεί / τόσα δώρα / και σα Mοίρα στοργική / φεύγει τώρα / – στην καλή της ώρα!» την άκουσαν μέσα στην τάξη… Αυτό το ποίημα το πήρε ο διάβολος – ή, μάλλον, το κατάπιε η ζωή: σκουλήκια, σκατά, σκυλοκαβγάδες ανθρώπων. Η ζωή στην αυθεντική της μορφή! Με την άνοιξη της τέχνης πάντα να είναι περαστικιά.
* * *
Φωτογραφία εξωφύλλου: Γλυπτό του Αντώνη Σώχου (1888-1975) στο πάρκο του Ευαγγελισμού
H Ρούλα Καλαρά θυμάται επεισόδια και σκηνές από τη θητεία της στο δημόσιο ελληνικό σχολείο, στο οποίο εργάστηκε επί 30 συναπτά έτη. Ιστορίες αστείες, σκληρές, τραγελαφικές, φαιδρές ή στενάχωρες, όπως ακριβώς και το ελληνικό σχολείο που τόσα χρόνια τώρα περιμένει τη μεταρρύθμιση που δεν γίνεται.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Σημειώσεις μιας φιλολόγου
from dimart http://ift.tt/1WyWY59
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου