—της Όλγας Σελλά—
Το μήνυμα ήρθε αυτές τις ήσυχες μέρες της Διακαινησίμου Εβδομάδος: «Ξέρεις ότι από την 1η Απριλίου καταργήθηκε η δωρεάν είσοδος των δημοσιογράφων, με την ταυτότητα της ΕΣΗΕΑ, στα μουσεία της χώρας;» Ρώτησα τίνος ήταν η απόφαση και η απάντηση ήταν η εξής: «Του υπουργείου Πολιτισμού».
Προβληματίστηκα πολύ. Απαιτείται η δημόσια ανάδειξη αυτής της είδησης ή μήπως συνιστά «συντεχνιακό θέμα»; Γιατί, θα αναρωτηθεί κάποιος, πρέπει οι δημοσιογράφοι να μπαίνουν δωρεάν στα μουσεία; Γιατί να έχουν κι άλλα «προνόμια»; (Υποθέτω ότι αυτό θα το λένε με ζέση κι εκείνοι που βάζουν τσίχλες ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο στα ακυρωτικά μηχανήματα των εισιτηρίων, και στοχοποιούν τους ελεγκτές. Αλλά εδώ μάλλον επικρατούν άλλα κριτήρια, κι όχι φυσικά η βιωσιμότητα και η λειτουργία των οργανισμών Μέσων Μαζικής Μεταφοράς…).
Αμέσως μετά, πολύ γρήγορα, συνειδητοποίησα ότι αυτό δεν είναι διόλου ένα συντεχνιακό θέμα, αλλά ένα θέμα μιας ευρύτερης αντίληψης για την παιδεία. Γιατί η επίσκεψη σ’ ένα μουσείο, σ’ έναν αρχαιολογικό χώρο, σ’ έναν χώρο τέχνης και πολιτισμού διαμορφώνει —αργά αλλά σταθερά, πάντως διαμορφώνει— τους επισκέπτες. Κι όταν οι επισκέπτες τυχαίνει να είναι εκείνοι που έχουν δημόσιο λόγο, που καλούνται να κρίνουν και να διαχειριστούν πληροφορίες, τότε αυτές οι επισκέψεις μπορεί να αφορούν όχι έναν κλάδο, αλλά το σύνολο. Εκείνους που ακούνε εκείνους που τυχαίνει να έχουν δημόσιο λόγο, γραπτό ή προφορικό.
Όσοι από εσάς έχετε σταθεί μαγεμένοι μπροστά από έναν πίνακα ζωγραφικής, όσοι έχετε μείνει άφωνοι μπροστά σε σπαράγματα από αρχαίες κολώνες, όσοι έχετε ονειρευτεί πίσω από τις πολεμίστρες ενός κάστρου, όσοι έχετε δακρύσει μπροστά από ένα θαλασσινό τοπίο του Σπύρου Βασιλείου, από τη μαγικά πρωτόλεια σύνθεση του Θεόφιλου ή από τη συναρπαστική παλέτα των χρωμάτων και των γραμμών του Παναγιώτη Τέτση, σίγουρα έχετε επισκεφτεί ένα μουσείο, ένα κάστρο, έναν αρχαιολογικό χώρο. Και αν νιώσατε έτσι, έχετε φύγει από αυτά τα μέρη με το ίδιο συναίσθημα πληρότητας που αφήνει μια υπέροχη θεατρική παράσταση, μια συναρπαστική κινηματογραφική ταινία, μερικές νότες, οι σελίδες ενός βιβλίου… Η τέχνη δηλαδή. Και μάλλον, ίσως, πολύ πιθανόν, μετά από όλα αυτά, να αντιμετωπίζετε τα πράγματα κάπως αλλιώς. Είναι κάτι σαν διά βίου μάθηση η επίσκεψη σε χώρους τέχνης, η επαφή με την τέχνη, συστηματική ή αποσπασματική. Όπως και να είναι, κέρδος είναι.
Προσπαθώ να κατανοήσω το σκεπτικό αυτής της απόφασης. Εντάσσεται στο πλαίσιο της αύξησης των τιμών στα μουσεία; Εμπεριέχει τη λογική «βιωσιμότητας» του κάθε μουσείου-φορέα; Και σ’ αυτή τη λογική ακυρώνονται όλα τα δωρεάν; Προσπαθώ… Την ίδια στιγμή σκέφτομαι ότι με 30 ευρώ μπορεί ένας δημοσιογράφος να βγάλει Διεθνή Δημοσιογραφική Ταυτότητα, που διαρκεί δύο χρόνια, με την επίδειξη της οποίας μπορεί να επισκεφτεί δωρεάν όλα τα μουσεία κάθε χώρας που θα επισκεφθεί. Υποθέτω ότι αυτή η Διεθνής Ταυτότητα ισχύει για τους ξένους συναδέλφους που επισκέπτονται τη χώρα μας. Το πρόβλημα λοιπόν είναι τα μέλη της ΕΣΗΕΑ. Για τα οποία το υπουργείο Πολιτισμού δεν φαίνεται να θέλει να βελτιώσουν την επαφή τους με την ιστορία του τόπου και της τέχνης αυτού του τόπου. Κι επειδή το θέμα δεν είναι καθόλου συντεχνιακό, δεν ξέρω αν η ελεύθερη είσοδος σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους ισχύει για τους εκπαιδευτικούς, αλλά θα έπρεπε, επιβάλλεται να ισχύει. Για τους ίδιους και για ακόμη πιο σημαντικούς λόγους.
ΥΓ 1. Φαίνεται ότι έγινε τόσο «μουγκά» αυτή η κίνηση, που είχαν άγνοια και κάποια μέλη του Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ.
ΥΓ 2. Πριν από 2-3 χρόνια, όταν το Μουσείο Μπενάκη περνούσε μια πολύ δύσκολη φάση της πορείας του, για όλους, και για τους έχοντες ελεύθερη είσοδο, υπήρχε η προτροπή ν’ αφήσουν κατά την είσοδό τους έστω ένα ευρώ. Δεν υπήρξε ούτε ένας δημοσιογράφος που να μην άφησε. Για τους περισσότερους ήταν καθήκον και ενσυναίσθηση, δεν ήταν θέμα ευγενείας.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Πολιτισμός και πολιτική
from dimart http://ift.tt/1UATDRa
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου