—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—
Πριν ακόμα ανοίξω καλά καλά το τετράδιο, ένα παιδικό πρόσωπο γεμάτο φακίδες, πρόβαλε μέσα από την Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά, αναρριχήθηκε στην πρώτη τσάκιση της σελίδας και ήρθε και στρογγυλοκάθισε στην πρώτη σειρά. «Περάστε κόσμε, περάστε κόσμε, ασώματος η κεφαλή, περάστε», φώναζε τραγουδιστά. Σε χρόνο μηδέν στις πρώτες γραμμές εμφανίστηκαν οι αδελφοί Μαρξ, ο Μαρξ του Κεφαλαίου και ο Marks χωρίς τον Spencer, να παίζουν ανοικτή πόκα με κλειστά τα χαρτιά τους. Δυο αράδες πιο κάτω ο Ιούδας μετρούσε τα τάλαντά του και ο ζηλιάρης Σκρουτζ τον κοιτούσε με φθόνο. Ο Ιονέσκο καβάλα στον ρινόκερό του, κατάφερε να χωθεί ανάμεσα στην έκτη κι έβδομη γραμμή απαγγέλλοντας με στόμφο ατάλαντου Έλληνα ηθοποιού στην Επίδαυρο, αρχαία τραγωδία. Λίγο πιο κάτω ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών αγκομαχώντας έσπρωχνε τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό στο περιθώριο της σελίδας. Μέσα στην αναμπουμπούλα ο Σαρτρ έχτισε γρήγορα τον τοίχο του δίπλα στο τείχος του Βερολίνου στην δέκατη σειρά, αφήνοντας ένα ελάχιστο πέρασμα για την πολυπόθητη μετακίνηση από Ανατολή προς Δύση. Στη στιγμή όρμησε στην επόμενη γραμμή από το στενό αυτό πέρασμα ο Παπαδόπουλος της Απριλιανής παρέας και πήγε να κάτσει και να ξαποστάσει στο παγκάκι των χιλίων και ενός ερώτων και μουσικών φθόγγων της Σεχραζάτ. Στο απέναντι παγκάκι η ηθική ελευθεριότητα του Μαρκησίου Ντε Σαντ, μακάρια ξαπλωμένη στην αγκαλιά του θαύμαζε τα άνθη του κακού. Ο σύντροφος Στάλιν καθισμένος λίγο πιο πέρα σε ένα παγκάκι μόνο για έναν, είχε ήδη απλώσει τα πόδια του με άνεση και ρωτούσε τον Μολότοφ που μόλις είχε διασχίσει τον ήρεμο Ντον με μια πιρόγα, πώς αισθανόταν μόλις λίγα λεπτά πριν εκραγεί; Ένας πονηρός Φλαμανδός ζωγράφος, απέχοντας ως καλλιτέχνης της πολιτικής, τους προσπέρασε γρήγορα – γρήγορα μην καεί και η δική του γούνα, και έστησε στην επόμενη γραμμή την παλέτα του ζωγραφίζοντας ατέρμονα νεκρές φύσεις με ζωντανά συναισθήματα. Ο Λέοναρντ Κοέν ανεβαίνοντας αργά-αργά τις γραμμές ξάπλωσε αναπαυτικά στο κενό τους, σκίασε με το καπέλο του Μπόγκαρντ τα μάτια του και ψιθύρισε με κατάνυξη το τελευταίο βαλς στη Βιέννη κοιτώντας βουρκωμένος την Τζάνις Τζόπλιν να χορεύει εκστασιασμένη κάπου μεταξύ δέκατης τρίτης γραμμής και ουρανού. Εν τω μεταξύ οι αδελφοί Κοέν παρέα με τον άνθρωπο που δεν ήταν εκεί, συζητούσαν με τον Γούντι Άλεν για το σοβαρό πρόβλημα του νευρικού εραστή που όλο και ανέβαινε ασθμαίνοντας μέχρι τη δέκατη έκτη σειρά, και όλο γλιστρούσε προς το τέλος της σελίδας προσπαθώντας συγχρόνως να αποφύγει τις πέτρες που κυλούσαν στα διάκενα των γραμμών μόλις άνοιγε το στόμα του ο Μπομπ Ντύλαν. Τότε βρήκε την ευκαιρία το συναίσθημα να δραπετεύσει από όλα τα πρωινά του κόσμου και να κρυφτεί πίσω από τις επόμενες αράδες της σελίδας ελπίζοντας ότι χιλιοειπωμένες λέξεις, αναστολές και αναβολές θα το εξαιρέσουν για άλλη μια φορά. Το κενό των κενών γραμμών ήρθε να γεμίσει μια παρέα από ονειροπολήματα μιας άλλης εποχής, αποφασισμένα να διοργανώσουν αξέχαστες γιορτές. Όλη η αυτοκρατορία των αισθήσεων — πρόσωπα, γεγονότα, φόβοι και ηδονές στρογγυλοκάθισαν γύρω από ροτόντες και λειαίνοντας τις αιχμές άρχισαν να συζητάνε για αγγλοσαξονικές εξοχές και πύργους χτισμένους στην άμμο, εκεί δίπλα στον μεγάλο ανεξερεύνητο ωκεανό των ονείρων. Στη συνέχεια γεύτηκαν με παριζιάνικη φινέτσα και συνοδεία ανατολίτικης μουσικής την εξαίσια πουτίγκα της γιαγιάς στα λεπτεπίλεπτα πορσελάνινα πιάτα με αναπαραστάσεις κυνηγιού και άπλωσαν τα μακριά τους πόδια στο υπόλοιπο της σελίδας για να ξεκουραστούν. Ο ένας από τους επτά δυνατούς και πιστούς Σαμουράι πέρασε κάτω από τα πόδια τους και εκεί, στη σκιά των τελευταίων σειρών, έπλεξε το εγκώμιο της σκιάς, που φώτιζε τώρα τόσο καθαρά όλη τη σελίδα.
«Ποιος κυβερνάει επιτέλους αυτό το χάος;» φώναξα έντρομη. «Ουδείς τολμάει» μου απάντησε ένας λαθρεπιβάτης έρωτας, χωμένος στην παρανομία μεταξύ εικοστής πρώτης και εικοστής δεύτερης σειράς. Τους κοίταξα όλους πρώτα ρίχνοντας μια διαγώνια ματιά σε όλη τη σελίδα και στη συνέχεια κοιτώντας έναν -έναν ξεχωριστά στα μάτια και με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση, «Εγώ θα επιμεληθώ το χάος», δήλωσα, πήρα την πένα μου και γύρισα σελίδα.
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: Andrew Phillips, «Horror vacui I»
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Διάφοροι καημοί
from dimart http://ift.tt/1ZxhJf1
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου