Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Πού πέταξε τ’ αγόρι μου

Leoforio-Volvo-1971

Αυτό δεν είναι τραγούδι #746
Dj της ημέρας, ο Σόλων Σαρακενίδης

Παλιά ταξιδεύαμε συχνά με το ΚΤΕΛ. Ξάνθη-Θεσσαλονίκη και τούμπαλιν (αυτό το… τούμπαλιν πάντοτε με τρόμαζε, ειδικά όταν το λεωφορείο πήγαινε δίπλα σε χαράδρες). Η διαδρομή τότε —για όσους ξέρουν— ήταν δύσκολη. Περνούσε μέσα από την κίνηση της Καβάλας, με εκείνο το καλντερίμι στον παραλιακό δρόμο, που χοροπηδούσε λίγο το στομάχι και αν τύχαινε και μιλούσες, τραύλιζες άθελα σου. Μετά από μία φιδωτή ανηφόρα, ανέβαινες μέχρι τον Άγιο Σίλα (ένας είδος Σάντσο Πάντσα του Παύλου-Σαούλ) και, παρακάμπτοντας την Ελευθερούπολη, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στην ωραία βυζαντινή εκκλησία, του αγίου Νικολάου νομίζω, που έχει ρίζες παλαιοχριστιανικές, μετά άρχιζε η ανηφόρα του Παγγαίου και φυσικά οι στροφές.

Το μαρτύριο πολλές φορές γίνονταν αβάσταχτο όταν προέκυπτε αργότερο αυτοκίνητο μπροστά και έπρεπε να περιμένουμε κάποια ευθεία (από τις σπάνιες) για να επιχειρήσει προσπέρασμα ο οδηγός μας. Κάποια στιγμή η ανάσα του Στρυμόνα, η ξύλινη γέφυρα, ο φαντάρος-φρουρός (όλο και θα του πετούσε κάποιος ένα πακέτο τσιγάρα), τα Κερδύλια μετά και ουφ η στάση για κατούρημα, καφεδάκι, κρέμα (σπεσιαλιτέ του μαγαζιού) και, πιθανόν, οι πιο πεινασμένοι να έριχναν κανένα κεφτεδάκι με κάποια μπύρα συνοδεία. Από κεί και πέρα τα πράγμα γίνονται περίπου ειδυλλιακό. Ρεντίνα και μετά στα χωριά της Θεσσαλονίκης. Το τελευταίο μαρτύριο ήταν στα Λαϊνά, λίγο έξω από την Θεσσαλονίκη. Ανηφόρα, πάλι στροφές και μια στις τόσες ένα τρακάρισμα που μας καθυστερούσε. Μετά η λυτρωτική κατηφόρα προς Θεσσαλονίκη· συνήθως συννεφιασμένη και υγρή, μας περίμενε με ανοιχτές αγκαλιές.

Με έπιασε ο οίστρος πάλι και το μάκρυνα. Σ’ αυτό το ταξίδι λοιπόν (και στο ανάποδο), πέρα από όλες αυτές τις ταλαιπωρίες που κρατούσαν περίπου 4,5 ώρες —μαζί με το κατούρημα—, προέκυπτε πάντοτε, μα πάντοτε, ακόμη μία: η μουσική, επιλογής του οδηγού φυσικά. Ραδιόφωνο ή κασετόφωνο-με εκείνες τις μεγάλες κασέτες, που ήταν βιντεοκασέτες αργότερα —tracks 8, κάπως έτσι τις έλεγαν.

Καψουροτράγουδα συνήθως, τραγουδιστές και τραγουδίστριες που δεν τους ήξερε ούτε η μάνα τους — έτσι νόμιζα εγώ φυσικά, μέχρι να ακούσω κανέναν διπλανό μερακλή να συνοδεύει με φάλτσο καημό το εκπεμπόμενο άσμα. Πάντοτε λοιπόν είχα αυτήν την αγωνία: τι μας περιμένει σήμερα. Αφού έλεγα μέσα μου: «Ας είναι βρε παιδί μου έστω ένας Πάριος, μια Σακελλαρίου, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, που μπορείς να αδιαφορήσεις ακούγοντάς το». Σπάνια όμως και όχι για πολύ.

Μια φορά λοιπόν —πρέπει να ήμασταν με την Αθηνά—, μπαίνουμε στο λεωφορείο από την Ξάνθη, πρέπει να ήταν βραδινό δρομολόγιο κάπως, καθόμαστε σχετικά μπροστά, μπαίνει ο οδηγός, βάζει μπροστά, οι πρώτες ταχύτητες, ξεκινάει το λεωφορείο και λίγο έξω από την Ξάνθη, με το δεξί του χέρι αρχίζει να χαρχαλεύει ένα σωρό από αυτόν τον εφιάλτη. Tracks 8! Πιάνει μία, αφού της έριξε μια φευγαλέα ματιά και την χώνει στο κασετόφωνο. Με κομμένη την ανάσα εμείς περιμένουμε. Και, ω του θαύματος!… Ακούγονται οι πρώτες νότες!

* * *

Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στοdimartblog@gmail.com.

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter




from dimart http://ift.tt/1X8cuDH
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου