ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το μυθιστόρημα που Φίλιπ Ροθ Τότε που ήταν καλό κορίτσι, το οποίο κυκλοφορεί τις προσεχείς ημέρες από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.
Τίτλος πρωτοτύπου: Philip Roth, When she was good (1967)
Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Σελίδες: 464
Τιμή: 20€
Εκδόσεις Πόλις, 2016
ISBN 978-960-435-511-2
Το σαγηνευτικό, συνταρακτικό αυτό μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε μια μικρή πόλη των Μεσοδυτικών Πολιτειών και μιλάει για μια συναισθηματικά πληγωμένη νέα γυναίκα με ιδιαίτερα αυστηρές ηθικές αρχές.
Παιδί ακόμα, η Λούσι Νέλσον έστειλε τον αποτυχημένο, αλκοολικό πατέρα της στη φυλακή. Από τότε, προσπαθεί διαρκώς να αναμορφώσει τους ανθρώπους γύρω της. Πιστεύει ότι ρόλος της είναι να αγωνιστεί για το καλό. Η επιδίωξη όμως του καλού την οδηγεί στο να συντρίβει τους πάντες, και η αναζήτηση της τελειότητας καταλήγει στην ίδια της την καταστροφή. Με την άψογη σκιαγράφηση του χαρακτήρα της Λούσι και του αφελούς, ανώριμου συζύγου της, του Ρόι, ο Ροθ πλάθει ένα σκληρό ρεαλιστικό μυθιστόρημα και προσφέρει μια ακριβή εικόνα της θρησκόληπτης αμερικανικής επαρχίας, με τους πόθους της, την οργή της και τις ασφυκτικές οικογενειακές σχέσεις, μια εικόνα αμείλικτη και μαζί συμπονετική.
[Από το Δελτίο Τύπου των εκδόσεων Πόλις]
* * *
Τότε που ήταν καλό κορίτσι (απόσπασμα)
Ούτε να γίνει πλούσιος, ούτε να γίνει διάσημος, ούτε να γίνει σπουδαίος, ούτε καν ευτυχής – αλλά να γίνει πολιτισμένος: αυτό ήταν το όνειρο της ζωής του. Ποια θα ήταν τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας ζωής, αυτό δεν ήταν σε θέση να το εκφράσει τον καιρό που έφυγε από το σπίτι, ή μάλλον το καλύβι, του πατέρα του, στα βόρεια δάση της πολιτείας· το σχέδιό του ήταν να ταξιδέψει ίσαμε το Σικάγο για να το ανακαλύψει. Σίγουρος ήταν για το τι δεν ήθελε – να ζει δηλαδή σαν άγριος. Ο πατέρας του ήταν ένας άνθρωπος τραχύς και ακαλλιέργητος – πρώτα παγιδευτής, έπειτα ξυλοκόπος και προς το τέλος της ζωής του φύλακας στα μεταλλεία σιδήρου. Η μητέρα του μοχθούσε με μια δουλικότητα που δεν την άφηνε καν να διανοηθεί πως θα μπορούσε να θέλει κάτι άλλο από αυτό που είχε· αλλά κι αν συνέβαινε αυτό, αν ήταν όντως κάτι διαφορετικό από ό,τι έδειχνε, η μητέρα του δεν το έβρισκε σώφρον να μιλά για τις επιθυμίες της μπροστά στον άντρα της.
Μια από τις εντονότερες παιδικές αναμνήσεις του Ουίλαρντ ήταν τότε που ήρθε στο καλύβι τους μια γυναίκα, γνήσια Ινδιάνα της φυλής των Τσίπεουα, κι έφερε μια ρίζα για να τη μασήσει η αδελφή του η Τζίνι, που φλεγόταν κατακόκκινη από την οστρακιά. Ο Ουίλαρντ ήταν επτά και η Τζίνι ενός, ενώ η γυναίκα, απ’ ό,τι διηγείται σήμερα ο Ουίλαρντ, πάνω από εκατό χρονών. Το κοριτσάκι ήταν σε κατάσταση ντελίριου, αλλά δεν πέθανε από την αρρώστια, αν και αργότερα ο Ουίλαρντ κατάλαβε πως ο πατέρας του θεωρούσε ότι καλύτερα θα ήταν να είχε πεθάνει. Λίγα χρόνια αργότερα έμελλε να ανακαλύψουν ότι η καημενούλα η Τζίνι αδυνατούσε να μάθει πόσο κάνει δύο και δύο ή να πει με τη σειρά τις μέρες της εβδομάδας. Αν αυτό ήταν συνέπεια της οστρακιάς ή έτσι είχε γεννηθεί, δεν θα το μάθαινε ποτέ κανείς.
Ο Ουίλαρντ ποτέ δεν ξέχασε το περιστατικό και τη σκληρότητά του, το γεγονός δηλαδή, όπως το καταλάβαινε εκείνος, ότι κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, παρόλο που ό,τι συνέβαινε, συνέβαινε σε ένα παιδάκι ενός έτους. Ό,τι συνέβαινε –μια τέτοια αίσθηση είχε τότε– πήγαινε βαθύτερα από τη ματιά του… Καθώς με τον καιρό ανακάλυπτε την προσωπική του γοητεία, ο επτάχρονος συνειδητοποίησε ότι κι αν ακόμα κάποιος του είχε αρνηθεί αρχικά κάτι που ήθελε, ήταν παρ’ όλα αυτά δυνατό να το αποκτήσει, εφόσον κοιτούσε στα μάτια τον άλλο αρκετή ώρα ώστε να εκτιμηθεί η ειλικρίνεια και η ένταση της επιθυμίας του – να γίνει κατανοητό ότι δεν ήθελε απλώς κάτι, αλλά ότι το είχε ανάγκη. Η επιτυχία του, αν και πενιχρή στο σπίτι, ήταν σημαντική στο σχολείο στην Άιρον Σίτυ, όπου η νεαρή δασκάλα είχε κατασυμπαθήσει το πρόσχαρο, καλόβολο και ξύπνιο αγοράκι. Τη νύχτα που η Τζίνι βογκούσε ξαπλωμένη στην κούνια της, ο Ουίλαρντ έκανε ό,τι μπορούσε για να τραβήξει την προσοχή του πατέρα του, εκείνος όμως συνέχισε να τρώει το βραδινό του. Κι όταν εν τέλει μίλησε, ήταν μόνο για να πει στον γιο του να πάψει να σέρνεται από δω κι από κει και να κοιτάει σαν χαζός και να φάει το φαΐ του. Αλλά δεν του πήγαινε κάτω ούτε μπουκιά. Αυτοσυγκεντρώθηκε και πάλι, πάλι μάζεψε όλο του το συναίσθημα στα μάτια του, έδωσε όλη του την καρδιά στην ευχή του –και δεν είχε τίποτε το εγωιστικό η ευχή αυτή, τίποτε δεν ήθελε για τον εαυτό του· για τον εαυτό του δεν επρόκειτο να ευχηθεί ποτέ πια το παραμικρό– και εστίασε την παράκλησή του στη μητέρα του. Εκείνη όμως, γύρισε μόνο την πλάτη της και άρχισε να κλαίει.
Αργότερα, όταν ο πατέρας του βγήκε από το καλύβι και η μητέρα του πήγε τα πιάτα στη γούρνα, εκείνος πλησίασε στη γωνιά όπου ήταν η Τζίνι διασχίζοντας το σκοτεινό δωμάτιο. Έβαλε το χέρι του μέσα στην κούνια. Το μάγουλο που άγγιξε είχε μια υφή σαν ασκί με ζεστό νερό. Πιο κάτω, στα καυτά ποδαράκια του μωρού, βρήκε τη ρίζα που τους είχε φέρει το πρωί η Ινδιάνα. Την έβαλε προσεκτικά στη χούφτα της Τζίνι, αλλά τα δάχτυλά της άνοιγαν μόλις εκείνος την άφηνε. Πήρε τη ρίζα και την κόλλησε στα χείλια της. « Έλα, να», είπε, σαν να ενθάρρυνε ζώο να φάει από το χέρι του. Προσπαθούσε να χώσει τη ρίζα ανάμεσα στα ούλα της όταν άνοιξε η πόρτα. «Ρε – άσ’ την ήσυχη, φύγ’ από κει», κι έτσι, ανήμπορος, πήγε στο κρεβάτι του, έχοντας αποκτήσει, στα επτά του την πρώτη τρομακτική υπόνοια ότι στο σύμπαν υπάρχουν δυνάμεις ακόμα πιο ανθεκτικές στη γοητεία του, ακόμα πιο απόμακρες από τις επιθυμίες του, ακόμα πιο ξένες προς τις ανθρώπινες ανάγκες και τα αισθήματα από ό,τι ο ίδιος ο πατέρας του.
* * *
Φωτογραφία: Peter Pereira/4SEE
Το κορίτσι που δεν ήταν ό,τι οι άλλοι
Το μοναδικό έργο του Φίλιπ Ροθ στο οποίο πρωταγωνιστεί γυναίκα, η Λούσι Νέλσον, από τις αντιπροσωπευτικότερες μορφές στη μεταπολεμική αμερικανική πεζογραφία
—του Αναστάση Βιστωνίτη—
Ο Φίλιπ Ροθ είναι από τους πιο μεταφρασμένους σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς στη γλώσσα μας – και από τους δημοφιλέστερους. Με την έκδοση του Τότε που ήταν καλό κορίτσι (το οποίο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1967) συμπληρώνεται και στη χώρα μας η πρώτη μυθιστορηματική τριλογία του, η οποία αποτελείται από το Αντίο Κολόμπους (που δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα αλλά νουβέλα), το Κι ό,τι θέλει ας γίνει (όπως έχει αποδοθεί στα ελληνικά ο τίτλος του πρωτοτύπου Letting Go, το οποίο είναι αδύνατον να μεταφραστεί) και το παρόν μυθιστόρημα, που εκδόθηκε το 1967. Ο τίτλος προέρχεται από ένα ποίημα του Χένρι Γουάντσγουαρθ Λονγκφέλοου, του πιο διάσημου αμερικανού ποιητή του 19ου αιώνα, τον οποίο ελάχιστοι διαβάζουν σήμερα.
Ο Ροθ ως τότε δεν είχε γνωρίσει τη διασημότητα η οποία ήλθε με το Σύνδρομο Πορτνόι το 1969. Εκτοτε, ό,τι εξέδωσε γνώρισε την επιτυχία τόσο από πλευράς κυκλοφορίας όσο και κριτικής απήχησης – παρά τις όποιες περιστασιακές ενστάσεις της κριτικής.
Το ύφος του Ροθ, λέγεται, άλλαξε μετά το Τότε που ήταν καλό κορίτσι. Υπερβολές, βέβαια. Εκείνο που άλλαξε – και όχι μόνο μία φορά – ήταν το εύρος της θεματογραφίας του. Αλλά το μυθιστόρημα αυτό έχει δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα που δεν υπάρχουν στο υπόλοιπο έργο του Ροθ: πρώτον, ότι οι χαρακτήρες του δεν είναι Αμερικανοεβραίοι αλλά προτεστάντες και δεύτερον ότι είναι το μοναδικό του έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί γυναίκα, η Λούσι Νέλσον, από τις αντιπροσωπευτικότερες μορφές στη μεταπολεμική αμερικανική πεζογραφία.
Ψυχολογικό μελό
Πρόκειται ασφαλώς για ρεαλιστικό μυθιστόρημα, κατά τα πρότυπα, ως έναν βαθμό, του 19ου αιώνα αλλά στην ουσία είναι οικογενειακό μελό, γραμμένο όμως με υψηλές λογοτεχνικές απαιτήσεις από έναν σοβαρό και ανήσυχο συγγραφέα. Το μελό δεν είναι αναγκαστικά κακό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι μόνο μελό – και το ερεθιστικό αυτό μυθιστόρημα δεν είναι. Ο Ροθ δίνει στους χαρακτήρες του ψυχολογικό βάθος, αντιπροσωπευτικότητα και επιπλέον μια ιδιοτυπία χαρακτηριστική σε όλο του το συγγραφικό έργο.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο για έναν πεζογράφο να δημιουργήσει χαρακτήρες που προέρχονται από την καθημερινότητα και ταυτοχρόνως να τους παρουσιάσει με τέτοιον τρόπο ώστε να τους θεωρεί ο αναγνώστης μοναδικούς. Αυτό μόνον οι εξαιρετικά ταλαντούχοι και ιδιοφυείς, όπως ο Ροθ, μπορούν να το επιτύχουν.
Μια «φανατική» ηρωίδα
Όλο το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σαν να θέλει να αναδείξει την προσωπικότητα της κεντρικής του ηρωίδας, Λούσι Νέλσον. Η τοπογραφία του (μια μικρή πόλη των Μεσοδυτικών Πολιτειών στη δεκαετία του 1940) είναι αντανάκλαση του κόσμου στον οποίον ζει αλλά και εκείνου που συνιστά την προσωπικότητά της.
Η Λούσι είναι φανατική στις απόψεις της από πολύ μικρή, έχει βεβαιότητες για τα πάντα, η γνώμη των άλλων, όταν δεν συμφωνεί με τη δική της, δεν την ενδιαφέρει, οι οικογενειακοί δεσμοί είναι μεν σημαντικοί αλλά αν κάποια μέλη της οικογένειας δεν συμφωνούν με τις Αρχές της, δεν παίζουν κανέναν ρόλο. Γι’ αυτό και δεν διστάζει να καταγγείλει τον αλκοολικό πατέρα της στην αστυνομία για ένα παράπτωμά του με αποτέλεσμα να τον κλείσουν στη φυλακή.
Η άτεγκτη ηθική της προκαλεί τη μια στιγμή τη συμπόνια και την άλλη την απέχθεια του αναγνώστη, όμως γι’ αυτό που είναι υπάρχουν σοβαρές αιτίες. Είναι μια κοπέλα που την έχει τραυματίσει βαθύτατα η συμπεριφορά του πατέρα στη μητέρα της και γεμάτη οργή για την ανευθυνότητα και την επιπολαιότητά του. Η ηθικολογία της παραμένει αθεράπευτη, όπως και η οργή της. Ο οργισμένος άνθρωπος υποφέρει γιατί δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον κόσμο αλλά κατά βάθος δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Η οργή της Λούσι είναι αποτέλεσμα της ηθικής της και η συνέπειά της η δυστυχία.
Αφού καταγγείλει τον πατέρα της στην αστυνομία, στρέφεται στη συνέχεια εναντίον όλων των ανδρών με πρώτο τον σύζυγό της. Κι όμως δεν ήταν πάντα αυτό που έγινε στα τελευταία χρόνια της εφηβείας της, μια ακραία έκφραση του περιβάλλοντός της, μια πεισματάρα νεαρή που δεν δέχεται τη σχετικότητα των πραγμάτων. Ήθελε κι εκείνη να ζήσει μια ήρεμη ζωή, να πάει στο κολέγιο, να σπουδάσει. Κι έγινε εκείνο που την έκαναν, ή πιο σωστά: αυτό που δεν ήταν όλοι οι άλλοι.
Θα δυστυχήσει ως γυναίκα, αφού παντρεύεται τον Ρόι που δεν τον αγαπά, μόνο και μόνο επειδή έχει μείνει έγκυος από αυτόν. Τον αναγκάζει μάλιστα να την παντρευτεί γιατί θεωρεί ότι σε τέτοιες περιπτώσεις μόνον ο γάμος αποτελεί λύση. Ο Ρόι συμπεριφέρεται σαν παιδί, είναι ασήμαντος, επιπόλαιος, ανίκανος για οτιδήποτε, αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν loser (αποτυχημένος). Η Λούσι είναι δεκαεπτά ετών, εκείνος είκοσι ενός και ο νους του, όπως και όλων των νεαρών της εποχής, είναι μόνο στο πώς θα βρει ένα κορίτσι να κάνει έρωτα μαζί του. Αυτό που τον έλκει στη Λούσι είναι η σοβαρότητα με την οποία συμπεριφέρεται και εκφράζει τις απόψεις της. Με έναν ανεύθυνο πατέρα και έναν άντρα που δεν είναι ικανός για τίποτε η Λούσι θα υποφέρει με πείσμα χωρίς να ενδώσει ούτε στις κοινωνικές ούτε στις ενδοοικογενειακές συμβάσεις ως την τελική της κατάρρευση.
«Η απέχθεια και η οργή»
Αν σκεφτεί κανείς ότι το βιβλίο αυτό εξεδόθη στα τέλη της δεκαετίας του 1960, περίοδο ανατροπών στην οποία τα κινήματα απελευθέρωσης και η σεξουαλική επανάσταση κυριαρχούσαν, αντιλαμβάνεται την ιδιοφυΐα του Ροθ να παρουσιάσει μια τέτοια ηρωίδα. Δεν απορεί κανείς που κατηγορήθηκε από πολλούς (ανάμεσα στους οποίους και εκπρόσωποι του φεμινιστικού κινήματος – και οι κατηγορίες συνεχίζονται και σήμερα) για μισογυνισμό. Από την άλλη πλευρά, υπήρξαν άλλοι τόσοι και τόσες που τον υπερασπίστηκαν. Την απάντηση έδωσε ο ίδιος χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στο περιοδικό Paris Review. «Το βρώμικομυστικό της εποχής μας δεν είναι το σεξ αλλά η απέχθεια και η οργή». Και όντως, αυτά είναι τα κύρια γνωρίσματα της πρωταγωνίστριάς του στο Τότε που ήταν καλό κορίτσι. Βεβαίως απέχθεια και οργή υπάρχουν και σε άλλα βιβλία του Ροθ, σε μικρές ή σε μεγάλες δόσεις. (Χαρακτηριστικά αναφέρω την Αγανάκτηση και το Θέατρο του Σάμπαθ).
Ο αναγνώστης δεν θα βρει στο μυθιστόρημα αυτό κάποια από τα βασικά γνωρίσματα του Ροθ που κυριαρχούν στα μεταγενέστερα βιβλία του: την ειρωνεία και το υποδόριο χιούμορ – με εξαίρεση ίσως την αμφισημία του τίτλου. Ακόμη, και η τοπογραφία εδώ είναι διαφορετική: δεν έχουμε όπως στα άλλα βιβλία του το περιβάλλον του Νιου Τζέρσι και της Νέας Υόρκης όπου το εβραϊκό στοιχείο παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά τον περίγυρο των Μεσοδυτικών Πολιτειών στις οποίες ο προτεσταντικός πουριτανισμός μπορεί να μην ήταν όσο έντονος στις πολιτείες του Νότου, όμως παρά ταύτα ισχυρός ακόμη, τουλάχιστον στην εποχή όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα είναι βέβαια χωρίς αμφιβολία Ροθ, γραμμένο στο ύφος που τον καθιέρωσε ως έναν από τους κορυφαίους μεταπολεμικούς πεζογράφους της χώρας του.
Ατμόσφαιρα, ρυθμός, αμεσότητα
Θα αναρωτιόταν κανείς αν αυτά σημαίνουν κάτι για έναν Ευρωπαίο. Το αναγνωστικό κοινό ωστόσο σήμερα στη χώρα μας, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, είναι πολύ πιο εξοικειωμένο με την αμερικανική τοπογραφία και την Ιστορία των ΗΠΑ από όσο πριν από τριάντα χρόνια. Και ένα λογοτεχνικό έργο δεν κρίνεται από τέτοια, εξωτερικά εν πολλοίς, γνωρίσματα. Ο Ροθ μας μεταφέρει στην εποχή και τον τόπο με απαράμιλλη μαεστρία, που είναι χαρακτηριστική και στα άλλα βιβλία του. Οι περιγραφές, η αίσθηση του χώρου, η ικανότητά του να σε εισάγει στα δρώμενα με άνεση (αν και πίσω από την άνεση αυτή κρύβεται πολύς συγγραφικός μόχθος), η αμεσότητα αλλά και η λοξή πού και πού ματιά είναι ανεπανάληπτες. Για να μη μιλήσουμε για τη φυσικότητα των διαλόγων του και τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της υπόθεσης και στον αφηγηματικό ρυθμό.
Φτάνοντας ο αναγνώστης στα δύο τρίτα περίπου του βιβλίου δεν θέλει να το αφήσει από τα χέρια του, όχι τόσο για να μάθει τι θα συμβεί παρακάτω όσο γιατί περιμένει να δει πώς θα ολοκληρωθεί το δράμα που αφηγείται ο συγγραφέας — κι ας το μαντεύει λίγο-πολύ. Και βέβαια οι εικόνες της επαρχιακής Αμερικής που περιγράφει ο Ροθ είναι τόσο ζωντανές που σου δίνουν την αίσθηση πως ο χρόνος και ο τόπος του μυθιστορήματος είναι και σήμερα παρόντες.
Οσοι έχουν γοητευθεί από τα κατοπινά μεγάλα έργα του Ροθ, τη Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής ή το Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή λ.χ., δεν θα απογοητευθούν από το μυθιστόρημα αυτό. Στον Ροθ δεν θα συναντήσει κανείς νεκρές ζώνες, όπως συμβαίνει δυστυχώς κάποτε σε έναν άλλο κορυφαίο αμερικανό πεζογράφο: τον Νόρμαν Μέιλερ, που το εκρηκτικό του ταλέντο τον παρέσυρε ορισμένες φορές σε υπερβολές.
Η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου ανήκει στις καλύτερες μεταφράστριές μας. Έχει μεταφέρει το μυθιστόρημα του Ροθ στα ελληνικά με εξαιρετικό τρόπο.
* * *
Ο Φίλιπ Ροθ το 2004 στο εξοχικό του στο Connecticut
AP Photo/Mandatory Credit: James Nachtwey/VII
Ο Φίλιπ Ροθ γεννήθηκε το 1933 στο Νιούαρκ του Νιού Τζέρσεϊ. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στα Πανεπιστήμια του Bucknell και του Σικάγο. Διετέλεσε καθηγητής της συγκριτικής λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια του Πρίνστον, της Νέας Υόρκης (Hunter College) και της Πενσυλβανίας. Διηύθυνε τη σειρά «Συγγραφείς της άλλης Ευρώπης» στις εκδόσεις Penguin και γνώρισε στο αμερικανικό κοινό συγγραφείς όπως ο Bruno Schulz και ο Μίλαν Κούντερα. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν τα έργα του Το σύνδρομο Πόρτνοϊ, Το βυζί, Απάτη, Πατρική κληρονομιά, Το θέατρο του Σάμπαθ, Αντίο Κολόμπους, Η ζωή μου ως άντρα, Αμερικανικό ειδύλλιο, Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή, Επιχείριση Σάυλωκ, Ζούκερμαν δεσμώτης, Αντιζωή, Κι ό,τι θέλει ας γίνει, Το ζώο που ξεψυχά, Το ανθρώπινο στίγμα, Ο καθηγητής του πόθου, Καθένας, Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής, Φεύγει το φάντασμα, Αγανάκτηση, H ταπείνωση, Νέμεσις. Ο Φίλιπ Ροθ έχει τιμηθεί με τα βραβεία National Book Award, δύο φορές (Αντίο, Κολόμπους, 1960, Το θέατρο του Σάμπαθ, 1995), Pulitzer (Αμερικανικό ειδύλλιο, 1997), PEN/Faulkner, τρεις φορές (Επιχείρηση Σάυλωκ, 1994, Το ανθρώπινο στίγμα, 2001, Καθένας, 2007), National Book Critics Circle Award, δύο φορές (Αντιζωή, 1986, Πατρική κληρονομιά, 1991), WH Smith Literary Award (Το ανθρώπινο στίγμα, 2001), Prix du Meilleur Livre Etranger (Αμερικανικό ειδύλλιο, 2000), Prix Medicis Etranger (Το ανθρώπινο στίγμα, 2002), James Fenimore Cooper Prize for Best Historical Fiction (Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής, 2005), με το National Medal of Arts (1998) και με το Gold Medal in Fiction της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων (2001). Έχει λάβει δύο από τα πιο έγκυρα βραβεία PEN: το 2006 το βραβείο PEN/Nabokov για το σύνολο του έργου του και το 2007 το βραβείο PEN/Saul Bellow for Achievement in American Fiction. Το 2011 τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο Man Booker International για το σύνολο του έργου του. Ο Ροθ είναι ο μόνος εν ζωή αμερικανός συγγραφέας που τα Άπαντά του εκδίδονται σε πλήρη και οριστική έκδοση από τη Library of America.
Πηγή: ΒιβλιοΝετ
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: Richard Tuschman, από τη σειρά «Hopper meditations»
from dimart http://ift.tt/25yykqb
via
IFTTT