—του Νικόλαου Φώτη*—
Η ιστορία μας ξεκινάει από την Καστανιά Λακωνίας, ένα χωριό στην ανατολική πλευρά της Πελοποννήσου χτισμένο στην πλαγιά του Ταΰγετου. Γύρω στο 1864, ο πάτερ φαμίλιας Κωνσταντίνος Σταθόπουλος εγγράφει στο μητρώο αρρένων της Μαγούλας Λακωνίας την γέννηση του γιού του, με το όνομα Αναστάσιος. Το 1873, η οικογένεια Σταθοπούλου μεταναστεύει στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας, και τα μέλη της επιδίδονται στην εμπορία ξύλου.
Ο γιος Αναστάσιος μέχρι το 1890 έχει αποκτήσει φήμη ως εξαιρετικός επισκευαστής οργάνων όπως λαγούτα και βιολιά, και ανοίγει το δικό του μαγαζί στην Σμύρνη. Μια από τις καινοτομίες του ήταν ένα υβρίδιο που αποκλήθηκε «μπουζούκι», με την κοψιά του λαούτου και «μανίκι» σαν του ταμπουρά (αλλά με λιγότερες χορδές και κουρδισμένο ψηλότερα από τον τελευταίο).
Σύντομα ο Αναστάσιος παντρεύτηκε και η οικογένεια απέκτησε το 1893 τον πρώτο απόγονο, με το όνομα Ευριπίδης, με άλλα τρία αδέλφια (Ορφέας, Αλέξανδρος, Αλκμήνη) να ακολουθούνε. Πιθανώς λόγω βαριάς φορολογίας για τους μη οθωμανούς υπήκοους της αυτοκρατορίας, ή λόγω επιδημίας ευλογιάς στην Σμύρνη, το 1903 ο Αναστάσιος σην ώριμη ηλικία των 43 ετών έφυγε για την Νέα Υόρκη, όπου κι έφτασε στις 11 Σεπτεμβρίου. Συνεργαζόμενος με τον Ιταλό μάστορα Henry Cappielo παράγει κυρίως μαντολίνα, τα οποία είχαν την μεγαλύτερη ζήτηση. Η μοναδική πατέντα στο όνομά του κατατέθηκε στις 25 Μαρτίου 1909 για ένα μαντολίνο ιταλικού τύπου. Η λεζάντα στα όργανα του γράφει:
Stathopoulo
Manufacturer, repairer
of all kinds
of musical instruments
Patentee of the Orpheum Lyra
New York, 1910 U.S.A.
Δύο ακόμα παιδιά (Φρίξος και Έλλη) προστίθενται στην οικογένεια, και ο Αναστάσιος φροντίζει να μάθουν οργανοποιία και να σπουδάσουν, με τον Ευριπίδη να αποφοιτά με άριστα από το τμήμα διοίκησης επιχειρήσεων του πανεπιστήμιου Columbia. Η εταιρεία επεκτείνεται στην κατασκευή μπουζουκιών, φτιάχνει καταλόγους, και οι ομογενείς φέρνουν τα περίφημα μπουζούκια του στην Ελλάδα γύρω στο 1912, παράλληλα με ταξίδι του Αναστάσιου στην Ελλάδα. Η οικογενειακή επιχείρηση λειτουργεί στο ισόγειο, στην διεύθυνση 247 West 42nd Street, ενώ στον επάνω όροφο μένει η οικογένεια. Ο Αναστάσιος πεθαίνει από καρδιά το 1915, οπότε η γυναίκα του (Μαριάνθη Βάμβα, Χιώτισσα γεννημένη στην Σμύρνη) και ο 22χρονος Επαμεινώνδας αναλαμβάνουν την εταιρεία και της δίνουν την επωνυμία «Οίκος Σταθοπούλου» (the House of Stathopoulo, Quality Instruments Since 1873).
O Epi (εξαμερικανισμένο όνομα του Επαμεινώνδα) αποφασίζει την είσοδο στην αγορά του μπάντζο (banjo), το οποίο είναι σε έξαρση δημοτικότητας, μέσω της εξαγοράς άλλης επιχείρησης, με την πρώτη πατέντα του να είναι η αριθμός 1.248.196. Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1923, ο Epi είναι ο μοναδικός κύριος της εταιρεία, η οποία το 1928 μετονομάζεται σε Epiphone Banjo Company. Η νέα ονομασία προέρχεται από το όνομα του Epi και την λέξη «φωνή». Η εταιρεία ανταγωνίζεται σκληρά την Gibson (πολλά μοντέλα της είχαν μεγαλύτερο κύρος και ψηλότερη τιμή από τα αντίστοιχα της Gibson), επεκτείνεται στην αγορά της κιθάρας, η οποία αναδύεται ως δημοφιλές όργανο, πειραματίζεται με τη χρήση μαγνήτη για ενίσχυση, καταχωρεί πατέντες. Η επέκταση της εταιρείας επιβάλλει μετακόμιση στον αριθμό 235-237 της Δυτικής 47ης οδού. Το 1931, παράγει την σειρά κιθαρών Masterbilt, στην οποία ήταν εμφανής η επιρροή της Gibson L-5, και το 1936 διαφημίζει την νέα σειρά Emperor με ένα γυμνό μοντέλο που την κρατάει, προξενώντας ένα μικρό σκάνδαλο.
Μετά τον θάνατο του Epi από λευχαιμία το 1943 στην ηλικία των 49 ετών, η εταιρεία πήρε την κάτω βόλτα, με τα αδέλφια του Ορφέα και Φρίξο να μην μπορούν να συμφωνήσουν για την πορεία της· τελικά ο Φρίξος πούλησε τις μετοχές του στον Ορφέα. Μια τετράμηνη απεργία ανάγκασε την εταιρεία να μετακομίσει από την Νέα Υόρκη στην Φιλαδέλφεια το 1953, χάνοντας αρκετούς τεχνίτες. Η παρακμή της εταιρείας ήταν τέτοια που, όταν η Gibson εξέφρασε το ενδιαφέρον της για το τμήμα που έφτιαχνε κοντραμπάσα το 1957, ο Ορφέας αντιπρόσφερε ολόκληρη την εταιρεία (μαζί με το στοκ) έναντι μόλις 20.000 δολαρίων. Η εξαγορά από την Gibson σήμανε το τέλος της οικογένειας Σταθοπούλου ως κατασκευαστών, αλλά όχι της μάρκας.
Η Epiphone σε νέες περιπέτειες
Η εξαγορά από την Gibson σύντομα οδήγησε στην αναγέννηση της μάρκας, η οποία πρόσφερε ταυτόχρονα φτηνότερες εκδοχές των Gibson, αλλά και δικές της κιθάρες, οι οποίες μάλιστα θεωρούνταν υψηλότερης αξίας από τις αντίστοιχες Gibson, μέχρι και οι Beatles αυτές χρησιμοποιούσαν.
Οι πωλήσεις σε τεμάχια αυξήθηκαν πέντε φορές από το 1961 έως το 1965. Η εμφάνιση αντιγράφων από άλλες εταιρείες οδήγησε σε οικονομικά προβλήματα για το γκρουπ, και η Epiphone δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί σε τιμή. Η φίρμα το 1970 κατέληξε να κοσμεί κιθάρες που παράγονταν φασόν στην Ιαπωνία από την Matsumoku Company, καθώς το εργοστάσιο στις ΗΠΑ έκλεισε. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η εταιρεία άρχισε να έχει μια δική της γκάμα.
Το αυξανόμενο κόστος της παραγωγής στην Ιαπωνία οδήγησε πολλές εταιρείες του κλάδου στην Κορέα. Μια τριάδα αποφοίτων του Χάρβαρντ εξαγόρασαν το γκρουπ το 1983, και σύντομα οι δύο εταιρείες αναγεννήθηκαν, χάρη στις νέες τεχνικές παραγωγής που μείωναν το κόστος. Η σταδιακή αύξηση της ζήτησης έκανε την Epiphone να ανοίξει μια αποκλειστικά δική της μονάδα παραγωγής στην Κίνα το 2004, για πρώτη φορά μετά την συγχώνευση του 1957.
Σήμερα, η Epiphone ατενίζει αισιόδοξα το μέλλον, με τα 145 έτη από την ίδρυσή της στον ορίζοντα.
Πηγές:
* Ο Νικόλαος Φώτης είναι μηχανικός υπολογιστών με 20ετή εμπειρία, αρθρογράφος και φωτογράφος· και αυτό είναι το πρώτο του κείμενο για το dim/art, με αφορμή την αγορά μιας Epiphone Les Paul.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Vintage
Στο:Vintage Tagged: Epiphone, Gibson, Αναστάσιος Σταθόπουλος, Επαμεινώνδας Σταθόπουλος, Μαριάνθη Βάμβα, Νικόλαος Φώτης
from dimart http://ift.tt/2czC6IM
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου