—The Road goes ever on and on
Down from the door where it began—
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1973, πέθανε ο John Ronald Reuel Tolkien, γλωσσολόγος, ποιητής και πεζογράφος, συγγραφέας του Χόμπιτ και του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και δημιουργός της μυθολογίας της Μέσης Γης καθώς και πλήθους γλωσσών.
Φωτογραφία: Pamela Chandler, Σεπτέμβριος 1961
* * *
Ακολουθούν αποσπάσματα από τη βιογραφία του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν από τον Κόλιν Ντούριεζ (Colin Duriez, Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, Η γέννηση ενός θρύλου, μετάφραση: Θωμάς Μαστακούρης, Κέδρος 2013. Επανέκδοση από την εφημερίδα Το Βήμα με τίτλο Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών», 2016.]
«Δώστε μου ένα όνομα, κι εγώ θα σας φτιάξω µια ιστορία»
Η αγάπη του Τόλκιν για τις γλώσσες και τα ονόματα
Την επόµενη χρονιά η οικογένεια αναγκάστηκε να µετακοµίσει και πάλι, σε ένα σπίτι κοντά στο σταθµό Κινγκς Χιθ. Πίσω από το καινούργιο τους σπίτι υπήρχε ένα σιδηροδροµικό ανάχωµα, γεµάτο αγριολούλουδα και χορτάρι (το οποίο ο Ρόναλντ αγαπούσε). Ήταν τότε περίπου εννιά χρόνων, και ο αδελφός του, Χίλαρι, γύρω στα επτά. Tα αγόρια είχαν συνηθίσει τον ήχο από το τρίξιµο των βαγονιών που κουβαλούσαν κάρβουνο, τα οποία άραζαν σ’ ένα σταθµό λίγο πιο πέρα από τη σιδηροδροµική γραµµή. Eκεί αποθήκευαν το κάρβουνο. Τα τρένα έρχονταν από τα ανθρακωρυχεία της Νότιας Ουαλίας, πάνω από εκατό µίλια µακριά, και το κάρβουνο προοριζόταν για τις ακµάζουσες βιοµηχανίες του Μπέρµιγχαµ. Ο Ρόναλντ παρατηρούσε τα ονόµατα στα πλαϊνά των βαγονιών: ήταν ουαλικά ονόµατα, όπως Μπλεν-Ρόντα, Mέρντι, Νάντιγκλο, και Τρέντεγκαρ.
Στη συνέντευξή του στο BBC το 1971, ο Τόλκιν αποκάλυψε πόσο σηµαντική ήταν αυτή η επαφή του µε τα ουαλικά τοπωνύµια. Από πολλές απόψεις, οι εµπειρίες της παιδικής του ηλικίας αποτέλεσαν το σπόρο για τις ιστορίες που θα επινοούσε σχετικά µε τον κόσµο της Μέσης Γης, έναν κόσµο κατοικηµένο από χόµπιτ, ξωτικά, αλλά και σκοτεινότερα πλάσµατα, όπως τελώνια και δράκους. Ο Τόλκιν εξηγούσε τη γοητεία που ασκούσαν πάνω του τα ουαλικά: «Tα ουαλικά ανέκαθεν µε έλκυαν µε το ρυθµό τους και τον ήχο τους περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Παρ’ όλο που πρωτοείδα τα ονόµατα πάνω σε οχήµατα µεταφοράς κάρβουνου, πάντοτε ήθελα να µάθω τι σήµαιναν όλα αυτά». Συνέχισε λέγοντας πως οι ιστορίες του σχεδόν πάντοτε ξεκινούσαν µε ένα όνοµα. «∆ώστε µου ένα όνοµα, κι εγώ θα σας φτιάξω µια ιστορία, αντίστροφα µε ό,τι γίνεται συνήθως». Aνέφερε πως από τις σύγχρονες γλώσσες, τα ουαλικά, και αργότερα τα φινλανδικά, αποτέλεσαν τις µεγαλύτερες εµπνεύσεις για το γράψιµό του, συµπεριλαµβανοµένης και της δηµιουργίας του Άρχοντα των ∆αχτυλιδιών. Τα ουαλικά µάλιστα ήταν η έµπνευση για το ένα από τα δυο κύρια παρακλάδια της γλώσσας των ξωτικών την οποία δηµιούργησε, και αυτό είχε ως αποτέλεσµα πολλά ονόµατα του φανταστικού κόσµου της Μέσης Γης να είναι ουαλικής προέλευσης, όπως εκείνο της Άργουεν, της Πριγκίπισσας των Ξωτικών, του ποταµού Άντουιν, του λαού των Ροχίρριµ, και του Γκουάιχιρ, του γιγάντιου αετού.
* * *
«Σε µια τρύπα µέσα στο χώµα ζούσε ένα χόµπιτ»
Πώς ξεκίνησαν όλα
Η ιστορία του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν ξεκίνησε µε µια λέξη που φάνηκε να εµφανίζεται από το πουθενά. Η λέξη αυτή ήταν «χόµπιτ». Κάποια καλοκαιρινή ηµέρα –πιθανόν προς τα τέλη της δεκαετίας του 1920– ο Τόλκιν είχε πλάι του δύο στοίβες χαρτιών. Η µία ήταν αδιόρθωτα διαγωνίσµατα µαθητών για το School Certificate, και η άλλη εκείνα που είχε καταφέρει µε κόπο να διορθώσει. Ήταν µια υποχρέωση που δεν αγαπούσε καθόλου, όµως ήταν αναγκαίο να ενισχύει κατ’ αυτό τον τρόπο το εισόδηµά του, για να µπορεί να πληρώνει τους ατέλειωτους λογαριασµούς, αρκετοί από τους οποίους αφορούσαν ιατρικές δαπάνες για διάφορα προβλήµατα υγείας που αντιµετώπιζε κατά καιρούς η οικογένειά του. Μπορούµε εύκολα να τον φανταστούµε στο γραφείο του µε µια πένα στο χέρι, µια κούπα για µπίρα γεµάτη πίπες και ένα ξύλινο κουτί µε καπνό πλάι του – κι αυτό γιατί είχε διηγηθεί πολλές φορές τον τρόπο µε τον οποίο γεννήθηκε η κλασική ιστορία του, το Χόµπιτ. O Τόλκιν ήταν πιθανόν αµίλητος καθώς έκανε τη δουλειά του, µε εξαίρεση κάποιες στιγµές που αναφωνούσε «Ω, Θεέ µου!» Η ιστορία λέει πως κάποια φορά αντίκρισε τυχαία τη λευκή σελίδα ενός γραπτού. (Στο σηµείο αυτό το πρόσωπό του φωτιζόταν καθώς συνέχιζε την αφήγηση). Ξαφνικά, έγραψε πάνω στο χαρτί: «Σε µια τρύπα µέσα στο χώµα ζούσε ένα χόµπιτ».
Στο στάδιο αυτό δεν είχε ιδέα τι ακριβώς ήταν ένα «χόµπιτ». Όπως πάντα, τα ονόµατα γεννούσαν µια ιστορία µέσα στο µυαλό του. Τελικά, αποφάσισε πως θα έπρεπε να ανακαλύψει τι ακριβώς ήταν αυτά τα µυστηριώδη χόµπιτ. Αισθανόταν πως είχε πέσει κατά τύχη πάνω σε µία ακόµη άγνωστη λέξη της αγγλικής γλώσσας. Την είχε επινοήσει, ή την είχε ανακαλύψει;
Αν και ο Τόλκιν πιθανόν άρχισε να γράφει το µυθιστόρηµα το 1930, οι µεγάλοι του γιοι, ο Τζον και ο Μάικλ, τον θυµούνται να τους αφηγείται την ιστορία νωρίτερα. Θα ήταν λοιπόν ένα ή δύο χρόνια πριν, όταν αυτοί ήταν περίπου έντεκα και εννιά χρόνων αντίστοιχα. Είναι πιθανό οι διάφορες προφορικές µορφές της ιστορίας να συνενώθηκαν στο πιο ολοκληρωµένο γραπτό προσχέδιο. Ο Τόλκιν συνήθιζε να λέει παραµύθια στα παιδιά του. Εκείνο που έχει σηµασία, από αυτές τις συγκεχυµένες αναµνήσεις, είναι πως το Χόµπιτ ξεκίνησε ως ένα παραµύθι που ένας πατέρας διηγήθηκε στα µικρά παιδιά του. Ήταν συνειδητά γραµµένο ως ιστορία για παιδιά, και το γεγονός αυτό διαµορφώνει και το ύφος του. Ο Ρότζερ Λάνσελιν Γκριν, ο οποίος γνώρισε τον Τόλκιν, έγραψε στο βιβλίο του Tellers of Tales (Παραµυθάδες) πως το Χόµπιτ «αναπτύχθηκε µέσα από τις ιστορίες που ο Tόλκιν έλεγε στα παιδιά του». Μια πηγή έµπνευσης, την οποία ο Τόλκιν αποκάλυψε χρόνια αργότερα, ήταν το συναρπαστικό παιδικό παραµύθι του Ε. Α. Γουάικ Σµιθ The Marvellous Land of Snergs (H Θαυµαστή Xώρα των Σνεργκ) (1927), στο οποίο οι σνεργκ έχουν κάποιες οµοιότητες µε τα χόµπιτ, µία από τις οποίες είναι το µέγεθός τους: «Λίγο ψηλότεροι από ένα συνηθισµένο τραπέζι, αλλά µε φαρδιούς ώµους και µεγάλη δύναµη».
Αρχικά η υπόθεση του Xόµπιτ ήταν ανεξάρτητη από το διευρυνόµενο µυθολογικό κύκλο του Τόλκιν, το «Σιλµαρίλλιον», και µόνο αργότερα, κατά τη διαδικασία της συγγραφής, ενσωµατώθηκε στον κόσµο και στην ιστορία που είχε επινοήσει ο Tόλκιν. Tο παραµύθι πράγµατι εισάγει τη φυλή των χόµπιτ στη Μέση Γη, επηρεάζοντας δραµατικά την πορεία των γεγονότων στον κόσµο εκείνο. Το Χόµπιτ ανήκει στην Τρίτη Εποχή της Μέσης Γης και χρονολογικά προηγείται του Άρχοντα των ∆αχτυλιδιών. Στα µετέπειτα χρόνια, ο Τόλκιν επιχείρησε να γράψει παραλλαγές της ιστορίας για ενήλικο κοινό. Μία από αυτές ήταν µία σύντοµη ιστορία, το µεγαλύτερο µέρος της οποίας δεν συµπεριέλαβε στον Άρχοντα των ∆αχτυλιδιών. H ιστορία αυτή ονοµαζόταν «H Aποστολή στο Έρεµπορ». Η άλλη ήταν µερικά κεφάλαια και διάφορα εµβόλιµα κοµµάτια που ετοίµασε το 1960, σε µια προσπάθειά του να ξαναγράψει το Χόµπιτ, την οποία όµως σύντοµα εγκατέλειψε. Η κινηµατογραφική µεταφορά του Χόµπιτ από τον Πίτερ Τζάκσον ουσιαστικά συνεχίζει µια τέτοια διασκευή για ένα ενήλικο κοινό.
Στις αρχές του 1933 ο Τόλκιν έδωσε στον Λιούις αρκετές σελίδες για να τις διαβάσει. Eπρόκειτο για ένα δακτυλογραφηµένο, κατά το µεγαλύτερο µέρος, προσχέδιο αυτού που θα γινόταν το Χόµπιτ: ή Mέχρι Εκεί και Πάλι Πίσω. Οι µελετητές του Τόλκιν διαφωνούν σχετικά µε το αν η ιστορία ήταν τότε ολοκληρωµένη σε µεγάλο βαθµό. Συµφωνούν όµως ότι ήταν ένα αρχικό προσχέδιο. Ο Κρίστοφερ Τόλκιν παρατηρεί πως τα κεφάλαια στο τέλος του αρχικού προσχεδίου «ήταν µάλλον πρόχειρα γραµµένα, και µάλιστα χειρόγραφα». Ο Λιούις περιέγραψε την εντύπωση που του προκάλεσε το Xόµπιτ σε µία άλλη από τις συχνές επιστολές του προς τον Άρθουρ Γκριβς: «Η ανάγνωση αυτού του παραµυθιού ήταν αλλόκοτη – έµοιαζε ακριβώς µε αυτό που και οι δύο θα θέλαµε διακαώς να γράψουµε (ή να διαβάσουµε) το 1916· αισθάνεται κανείς πως ο συγγραφέας δεν επινοεί όλα αυτά, αλλά απλώς περιγράφει τον ίδιο κόσµο, τον οποίο και οι τρεις µας είχαµε κάποτε επισκεφτεί». Ο Λιούις είχε ήδη αναφερθεί, σε κάποια επιστολή του προς τον Γκριβς, µε τα καλύτερα λόγια για τη φιλία του µε τον Τόλκιν, και τη σύγκρινε µε ικανοποίηση µε τη δική τους φιλία· όπως κι εκείνοι, έλεγε ο Λιούις, ο Τόλκιν είχε µεγαλώσει διαβάζοντας τα έργα του Γουίλιαµ Μόρις και του Τζορτζ Μακντόναλντ. Σε µια επιστολή του λίγες εβδοµάδες αργότερα, αναφέρει πως ο Τόλκιν είχε την ίδια αγάπη µ’ εκείνους για το «ηρωικό µυθιστόρηµα», το οποίο αντιλαµβάνεται κατά τον ίδιο τρόπο: «Συµφωνεί πως σε αυτό που ονοµάζουµε ηρωικό µυθιστόρηµα θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον η υπόνοια ενός άλλου κόσµου – θα πρέπει να ακούει κανείς τις σάλπιγγες από τη χώρα των ξωτικών».
Ο Τόλκιν έδωσε ένα αντίγραφο και σε δύο ακόµη άτοµα. Το ένα από αυτά ήταν η Ελέιν Γκρίφιθς, µια πρώην µεταπτυχιακή φοιτήτρια της σχολής του, της οποίας επέβλεπε τη διπλωµατική εργασία. Η Γκρίφιθς είχε επιστρατευτεί για να βοηθήσει στην αναθεώρηση µιας σύγχρονης µετάφρασης του Beowulf. Ο Τόλκιν επόπτευε τη δουλειά της, και είχε µάλιστα συµφωνήσει να γράψει µια µικρή εισαγωγή. Ο εκδοτικός οίκος µε τον οποίο συνεργαζόταν η Γκρίφιθς, ο George Allen and Unwin, έστειλε µια υπάλληλο, τη Σούζαν Ντάγκνελ, για να τη συναντήσει στην Οξφόρδη και να συζητήσουν σχετικά µε τη µετάφραση. Στη διάρκεια αυτής της επίσκεψης, η Ντάγκνελ άκουσε για την ιστορία του Τόλκιν – πιθανόν να είδε τις δακτυλογραφηµένες σελίδες στο σπίτι της Γκρίφιθς. Τελικά, τις δανείστηκε από αυτή (πιο πιθανόν είναι να συνάντησε τον Τόλκιν αργότερα την ίδια µέρα και να του ζήτησε την άδεια να τις πάρει µαζί της). Όταν διάβασε το Χόµπιτ, κατάλαβε αµέσως πως ήταν µια ιστορία που έπρεπε να εκδοθεί, και έτσι έγραψε στον Τόλκιν, ρωτώντας τον αν ήταν πρόθυµος να την ολοκληρώσει ώστε να θεωρηθεί υποψήφια για έκδοση. Όταν ο Τόλκιν έστειλε το τελικό δακτυλογραφηµένο κείµενο, το διάβασαν ο Στάνλεϊ Άνγουιν, ο επικεφαλής του εκδοτικού οίκου, και δύο ακόµη άτοµα εκτός εκδοτικού οίκου, ένας από τους οποίους ήταν ο δεκάχρονος γιος του Άνγουιν, ο Ρέινορ. Ο Ρέινορ, µε µεγάλη ωριµότητα, ολοκλήρωσε την αναφορά του για το βιβλίο µε το εξής σχόλιο: «Είναι καλό, και θα αρέσει σε όλα τα παιδιά ηλικίας 5 έως 9 ετών». Η αµοιβή του αγοριού για την ανάγνωση της ιστορίας ήταν ένα σελίνι.
Το Χόµπιτ τελικά εκδόθηκε στις 21 Σεπτεµβρίου 1937, µε εικονογράφηση του ίδιου του Τόλκιν, και µε αρχικό τιράζ 1.500 αντιτύπων. Ο Τόλκιν έστειλε αντίτυπα σε κάποιους φίλους και συγγενείς, όπως στη θεία του, Τζέιν Νιβ, στον αδελφό του, Χίλαρι, στην Τζένι Γκρόουβ, στην Ελέιν Γκρίφιθς, και στην κυρία Ρουθ Σµιθ, τη µητέρα του αγαπηµένου φίλου του, Τζέφρι Μπαχ Σµιθ, ο οποίος είχε σκοτωθεί στο πεδίο της µάχης πριν από είκοσι και πλέον χρόνια. Η αδελφή ενός άλλου µέλους της T.C.B.S., του Κρίστοφερ Γουάιζµαν, παρακάλεσε τον Τόλκιν να της δώσει ένα αντίτυπο, µε τη δικαιολογία πως είχε κάνει όρκο πενίας στο καθολικό µοναστικό τάγµα όπου ανήκε, στις Βενεδικτίνες της Αµώµου Συλλήψεως. Η Μέρι Σεν Τζον, του Τάγµατος των Βενεδικτίνων, το οποίο ανήκε στο Αβαείο του Ούλτον, προσφέρθηκε να ξεπληρώσει το βιβλίο κάνοντας προσευχές για τον Τόλκιν και την οικογένειά του!Mερικά χρόνια αργότερα, ο Γ. Χ. Όντεν έγραψε µια κριτική για τη Συντροφιά του ∆αχτυλιδιού στην εφηµερίδα New York Times. Σε αυτήν ανέφερε: «Κατά τη γνώµη µου, [το Χόµπιτ] είναι ένα από τα καλύτερα παιδικά µυθιστορήµατα αυτού του αιώνα».
Το Χόμπιτ διά χειρός Τόλκιν
* * *
Η περιπέτεια του Άρχοντα των ∆αχτυλιδιών
Ο Άρχοντας των ∆αχτυλιδιών κόντευε να ολοκληρωθεί, και το µόνο που έµενε ήταν τα εκτεταµένα παραρτήµατα και κάποια ζητήµατα συνεκτικότητας που έπρεπε να διορθωθούν (για παράδειγµα, του πήρε αρκετό καιρό να ξεκαθαρίσει τις φάσεις του φεγγαριού στις ιστορίες που ήταν συνυφασµένες µεταξύ τους). Ο Τόλκιν θυµήθηκε εκείνη την περίοδο σε µια ραδιοφωνική του συνέντευξη στο BBC: «Θυµάµαι πως πραγµατικά δάκρυσα όταν τελείωσα την ιστορία. Ύστερα όµως έπρεπε να γίνουν απίστευτα πολλές διορθώσεις. ∆ακτυλογράφησα ολόκληρο το έργο δύο φορές, και πολλά µέρη του πολύ περισσότερες, πάνω σε ένα κρεβάτι σε µια σοφίτα [στην οδό Μάνορ]. Ασφαλώς, δεν είχα χρήµατα για να πληρώσω δακτυλογράφο». Μέρος της τελικής δακτυλογράφησης και του ελέγχου για την ύπαρξη συνοχής και αλληλουχίας στην ιστορία έγινε στο ήρεµο περιβάλλον της Σχολής του Παρεκκλησίου, κοντά στο Γουόλινγκφορντ, όπου δίδασκε ο γιος του Μάικλ, ο οποίος είχε µετατεθεί εκεί από την αρχική του θέση στο Παρεκκλήσιο του Μπέρµιγχαµ. Ο Τόλκιν έµεινε στο δωµάτιο του διευθυντή το µεγαλύτερο µέρος των καλοκαιρινών διακοπών του 1949. Ήταν το κατάλληλο περιβάλλον για ένα τέτοιο εγχείρηµα, αφού, ασφαλώς, ο Τόλκιν είχε περάσει µεγάλο µέρος της παιδικής του ηλικίας κοντά στο Σχολείο του Παρεκκλησίου του Μπέρµιγχαµ.
Εκείνα τα πρώτα µεταπολεµικά χρόνια, οι εκδόσεις στη Βρετανία γίνονταν από εξαιρετικούς ανεξάρτητους οίκους, όπως οι George Allen and Unwin (που είχε εκδώσει το Χόµπιτ), William Collins, και Faber & Faber. Μερικοί ήταν πολύ µικροί, αλλά παρ’ όλα αυτά γνωστοί, όπως ο εκδότης του Κ. Σ. Λιούις, Τζέφρι Μπλες. Η βιοµηχανία ήταν πολύ διαφορετική από τη σηµερινή, στην οποία κυριαρχούν πολυεθνικές εταιρίες. Η αλήθεια είναι πως η έκδοση του Άρχοντα των ∆αχτυλιδιών πραγµατοποιήθηκε χάρη στη διορατικότητα του εκδότη του Τόλκιν και στην προθυµία του να αναλάβει µια έκδοση την οποία θεωρούσε ζηµιογόνα – κατά ειρωνικό τρόπο, ο εκδότης πίστευε ότι θα κάλυπτε το κόστος της Τριλογίας του Τόλκιν από άλλα βιβλία του, τα οποία θεωρούσε πιο πετυχηµένα. Παρά τα εµπόδια, το εκδοτικό κλίµα εκείνης της περιόδου ίσως ήταν πιο θετικό από ποτέ άλλοτε για να δηµοσιευτεί το επικό µυθιστόρηµα φαντασίας του Τόλκιν. Ο Άρχοντας των ∆αχτυλιδιών θα µπορούσε εύκολα να παραµείνει µια ιστορία γνωστή µονάχα σε µερικούς φίλους και συγγενείς, έστω και µε δεδοµένη την προηγούµενη επιτυχία του Χόµπιτ. Κατ’ αρχάς, το Χόµπιτ ήταν ολοφάνερα ένα βιβλίο για παιδιά, και την εποχή εκείνη η ηρωική φαντασία θεωρούνταν ότι απευθυνόταν µόνο στους µικρούς αναγνώστες. Ο Άρχοντας των ∆αχτυλιδιών δεν ήταν παιδικό βιβλίο, και δεν ταίριαζε σε καµία από τις συνηθισµένες κατηγορίες αναγνωστικού κοινού που αναγνώριζαν οι εκδότες της εποχής εκείνης.
Τα εξώφυλλα της τριλογίας του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών από τον Τόλκιν
* * *
Φωτογραφία: Pamela Chandler, Σεπτέμβριος 1961
* * *
Ακολουθούν τρεις παλιότερες αναρτήσεις του dim/art για τον Τόλκιν: Η έκδοση του Χόμπιτ, η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του Χόμπιτ από τον Τζην Ντάιτς το 1966 σε animation και η απάντηση του Τόλκιν σε ερώτημα γερμανικού εκδοτικού οίκου το 1938 «εάν είναι Άρειος».
Η γένεση ενός μεγάλου βιβλίου
— Της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου —
Σε κάποια επιστολή του, ο Ρ.Λ. Στίβενσον περιέγραφε τη στιγμή της έμπνευσης, που οδήγησε (αυτόν, και μαζί του εκατομμύρια παιδιά) στο Νησί των Θησαυρών, ενώ σχεδίαζε έναν φανταστικό χάρτη για τον γιο του, και ξαφνικά «είδε» σε τρεις διαστάσεις το σκηνικό της ιστορίας του. Αντίστοιχα απρόσμενη ήταν, για τον Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν (1892-1973), και η γέννηση του Χόμπιτ, που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 21 Σεπτεμβρίου το 1937: Μια μέρα, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ενώ διόρθωνε γραπτά απολυτηρίων εξετάσεων, ο Τόλκιν άρπαξε ένα φύλλο χαρτί και έγραψε τη φράση «In a hole in the ground there lived a hobbit», που έμελλε να γίνει και μια από τις πιο διάσημες «πρώτες φράσεις» στη λογοτεχνία. Από εκείνη τη μέρα και μέχρι την ολοκλήρωση του βιβλίου, στα τέλη του 1932, ο Τόλκιν υπέβαλλε όσα είχε γράψει στον πιο απαιτητικό έλεγχο, διαβάζοντάς τα στα παιδιά του. Στη συνέχεια, το χειρόγραφο πέρασε από τα χέρια πολλών φίλων, για να καταλήξει, επιτέλους, ίσως και τυχαία, στον εκδότη Stanley Unwin, που επίσης ζήτησε τη γνώμη του 10χρονου γιου του, Ράινερ. Προφανώς (και ευτυχώς!), ο μικρός ξετρελάθηκε. Τα παιδιά, λοιπόν, έπαιξαν ίσως τον πιο κρίσιμο ρόλο στη δημιουργία και την έκδοση ενός κλασικού, πλέον, βιβλίου, που ωστόσο ο ίδιος ο Τόλκιν δεν προόριζε κατά κύριο λόγο για παιδιά – και δικαίως. Το Χόμπιτ είναι η ιστορία ενός αντιήρωα, του φιλήσυχου χόμπιτ Μπίλμπο Μπάγκινς, που σύρεται κακήν κακώς σε μια εκπληκτική περιπέτεια με δράκους, ξωτικά, νάνους (και μερικούς ανθρώπους) σε έναν φανταστικό κόσμο επινοημένο από τον ίδιο τον Τόλκιν: το βιβλίο ξεκινά με έναν λεπτομερή χάρτη της περιοχής στην οποία περιπλανιέται ο Μπίλμπο. Ο κόσμος αυτός, η «Μέση Γη», μαζί με τους αλλόκοτους κατοίκους του, πλάσματα όλοι της σκανδιναβικής μυθολογίας που ο Τόλκιν λάτρευε και γνώριζε καλά ως πανεπιστημιακός καθηγητής αγγλοσαξωνικών γλωσσών, ξεδιπλώθηκε σε όλο του το μεγαλείο και την έκταση αργότερα, πάλι μέσα από την πένα του Τόλκιν, με τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών.
Ο ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΧΑΡΤΗΣ του Θρορ, ο οποίος υπάρχει στην αρχή του βιβλίου, είναι έργο του Τόλκιν όπως και όλη η εικονογράφηση του Χόμπιτ. Το 2012, για την 75η επέτειο από την έκδοση του βιβλίου, πάνω από 100 σχέδια του Τόλκιν συγκεντρώθηκαν σε μία πολυτελή έκδοση με τίτλο The Art of the Hobbit.
Τον Αύγουστο του 1952, ο Τόλκιν επισκέφθηκε έναν φίλο του για να πάρει πίσω το χειρόγραφο τού Άρχοντα των Δαχτυλιδιών που του είχε εμπιστευθεί και εκεί είδε για πρώτη φορά στη ζωή του ένα μαγνητόφωνο ηχογράφησης. Ρώτησε πώς λειτουργεί και ενθουσιάστηκε όταν άκουσε τη φωνή του σε αναπαραγωγή. Ο φίλος του τον παρακάλεσε να διαβάσει ένα απόσπασμα από το Χόμπιτ κι εκείνος το έκανε με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που θα ακούσετε στο αρχείο που ακολουθεί (σε δύο μέρη). Στη συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε το αντίστοιχο απόσπασμα από την ελληνική έκδοση του βιβλίου.
Ακολουθεί η μετάφραση στα ελληνικά της ενότητας που διαβάζει απολαυστικά ο παραμυθάς Τόλκιν στο πρώτο από τα παραπάνω βίντεο:
Εκεί κάτω, στα πολύ βαθιά, δίπλα στα ολοσκότεινα νερά, ζούσε ο γερο-Γκόλουμ, ένα μικρόσωμο γλοιώδικο πλάσμα. Δεν ξέρω από πού είχε έρθει, ούτε τι ή ποιος ήταν. Ήταν ο Γκόλουμ – μαύρος σαν το σκοτάδι, εκτός από τα δύο μεγάλα, στρογγυλά, χλωμά μάτια πάνω στο λεπτό πρόσωπό του. Είχε μια μικρή βάρκα κι έπλεε ήσυχα κι αθόρυβα στα νερά της λίμνης. Γιατί πραγματικά, ήταν λίμνη, μια μεγάλη, βαθιά λίμνη κρύα σαν το θάνατο. Για κουμπιά χρησιμοποιούσε τις φαρδιές πατούσες του, και έπλεε χωρίς να κάνει ούτε ένα κυματάκι, ούτε μια ρυτίδα πάνω στο νερό. Έψαχνε με τα χλωμά σαν λυχνάρια μάτια του για τυφλά ψάρια, που τ’ άρπαζε με τα μακριά δάχτυλά του με αστραπιαία ταχύτητα. Του άρεσε και το κρέας. Τα τελώνια τα έβρισκε νόστιμα, όταν μπορούσε να πιάσει κανένα· φρόντιζε όμως να μην τον ανακαλύψουν. Τα στραγγάλιζε πηδώντας πάνω τους, από πίσω, όταν ερχόταν κανένα μονάχο κοντά στη λίμνη. Σπάνια γινόταν αυτό, γιατί τα τελώνια διαισθάνονταν ότι κάτι δυσάρεστο παραμόνευε εκεί κάτω, μέσα στη ρίζα του βουνού. Είχαν φτάσει κάτω από τη λίμνη όταν έσκαβαν τις στοές πριν πολλά χρόνια και ανακάλυψαν ότι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν άλλο. Έτσι ο δρόμος τους τέλειωνε εκεί, και δεν υπήρχε λόγος να περάσουν κοντά στη λίμνη – εκτός αν το Μεγάλο Τελώνιο έστελνε κανέναν· πότε πότε του ερχόταν όρεξη να φάει ψάρι από τη λίμνη – και καμιά φορά δε γύριζαν πίσω ούτε το τελώνιο ούτε το ψάρι.
Τώρα ο Γκόλουμ ζούσε σ’ ένα μικρό βραχονήσι στη μέση της λίμνης. Μόλις αντιλήφθηκε τον Μπίλμπο, άρχισε να τον παρακολουθεί με τα θολά μάτια του, που ήταν σαν τηλεσκόπια. Ο Μπόλμπο δεν μπορούσε να τον δει, εκείνος όμως απορούσε πολύ για τον Μπίλμπο, γιατί έβλεπε πως δεν ήταν τελώνιο – κάθε άλλο.
Ο Γκόλουμ μπήκε στη βάρκα του και ξεκίνησε γοργά κι αθόρυβα από το νησάκι, ενώ ο Μπίλμπο καθόταν στην όχθη, χαμένος κι εξουθενωμένος˙ ο δρόμος του είχε σταματήσει και μαζί είχε σταματήσει και το μυαλό του. Ξαφνικά, να σου ο Γκόλουμ, που ψιθύριζε και σφύριζε:
«Σε καλό μας και σε βρεγμένο μας, χρυσσσό μου! Καλό τσιμπούσι θα κάνουμε, βλέπω˙ ένας νόστιμος μεζές θα βγει πάντως για μας, γκόλουμ!» Κι όταν είπε «γκόλουμ», έκανε ένα φοβερό ήχο με το λαρύγγι του, σαν να κατάπινε· έτσι είχε πάρει, άλλωστε, το όνομα αυτό, παρόλο που ο ίδιος φώναζε πάντα τον εαυτό του «χρυσό μου».
Το χόμπιτ αναπήδησε με φρίκη όταν άκουσε το ανατριχιαστικό ψιθύρισμα και είδε ξαφνικά τα δυο χλωμά μάτια καρφωμένα πάνω του.
«Ποιος είσαι;» είπε τραβώντας το σπαθί του.
«Τι πράμα είναι αυτός, χρυσσσό μου;» ψιθύρισε ο Γκόλουμ (που πάντα μιλούσε με τον εαυτό του, μια που δεν είχε κανέναν άλλο να μιλήσει). Η αλήθεια ήταν πως είχε έρθει για να λύσει αυτή την απορία του, γιατί δεν ήταν για την ώρα πολύ πεινασμένος, μόνοπερίεργος˙ αλλιώς, θα τον είχε αδράξει πρώτα και θα ψιθύριζε ύστερα.
«Είμαι ο κύριος Μπίλμπο Μπάγκινς. Έχασα τους νάνους, έχασα και το μάγο, και δεν ξέρω πού βρίσκομαι. Ούτε και θέλω να μάθω, αρκεί να μπορέσω να βγω από δω μέσα».
«Τι έχει στα χέρια του;» ρώτησε ο Γκόλουμ, κοιτάζοντας το σπαθί, που δεν του πολυάρεσε.
«Ένα σπαθί, ένα ξίφος φτιαγμένο στο Λόφο της Πέτρας και του Τραγουδιού!»
«Σςςςς!» έκανε ο Γκόλουμ, και έγινε όλος ευγένεια. «Δεν κάθεσαι να του κουβεντιάσεις λίγο, χρυσσσό μου; Θα του αρέσουν ίσως τα αινίγματα, του αρέσουν;» Ήθελε να φανεί συμπαθητικός, τουλάχιστον ώσπου να μάθει περισσότερα πράγματα για το ξίφος και το χόμπιτ, αν ήταν πραγματικά μοναχό του, αν ήταν καλό για φαγητό, κι αν ο ίδιος πεινούσε πραγματικά. Τα αινίγματα ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί. Το να βάζει αινίγματα, και καμιά φορά να απαντά σε αινίγματα, ήταν το μόνο παιχνίδι που είχε παίξει με τα άλλα παράξενα πλάσματα που ζούσαν μέσα στις τρύπες τους πριν πολλά πολλά χρόνια, προτού ο Γκόλουμ χάσει όλους τους φίλους του και προτού φτάσει μονάχος στη σκοτεινή καρδιά του βουνού.
«Πολύ καλά», συμφώνησε ο Μπίλμπο, που ήθελε κι αυτός να κερδίσει χρόνο, για να μάθει περισσότερα για το παράξενο αυτό πλάσμα, αν ήταν μονάχο του, αν ήταν άγριο ή πεινασμένο κι αν ήταν φίλος των τελώνιων.
«Ρώτα εσύ πρώτος», είπε, γιατί δεν είχε καιρό να σκεφτεί κανένα αίνιγμα.
Έτσι ο Γκόλουμ ψιθύρισε σφυριχτά:
Ρίζες έχει μα δεν ξεριζώνεται / πιο ψηλά απ’ τα δέντρα ορθώνεται / ίσαμε τον ουρανό ψηλώνει / μα ποτέ δε μεγαλώνει. / Τι είναι;
«Εύκολο!» είπε ο Μπίλμπο. «Είναι το βουνό, νομίζω».
«Εύκολα μαντεύει! Πρέπει να κάνει διαγωνισμό μαζί μας, χρυσό μου! Αν το χρυσό μου ρωτήσει και αυτό δεν απαντήσει, το τρώμε, χρυσό μου. Αν μας ρωτήσει αυτό, και δεν απαντήσουμε, τότε κάνουμε ό,τι θελήσει, ε; Θα του δείξουμε το δρόμο για έξω, εντάξει;»
«Εντάξει!» είπε ο Μπίλμπο, μη τολμώντας να διαφωνήσει και σπάζοντας το κεφάλι του για να σκεφτεί αινίγματα που θα τον έσωζαν από το φάγωμα.
Τριάντα άσπρα άλογα / σε κόκκινο λοφάκι. / Κουτουλάνε και πατιούνται / κι έπειτα αποκοιμιούνται.
Αυτό ήταν όλο κι όλο που μπόρεσε να σκεφτεί – βλέπετε, είχε στο μυαλό του το φάγωμα. Ήταν αρκετά παλιό κι ο Γκόλουμ ήξερε την απάντηση, όπως βέβαια κι εσείς.
«Κολοκύθια!» σφύριξε. «Τα δόντια, τα δόντια, χρυσό μου· εμείς όμως έχουμε μόνο έξι!» Μετά ρώτησε το δεύτερό του αίνιγμα:
Δίχως φωνή φωνάζει / δίχως φτερά πετάει. / Δίχως στόμα στενάζει / δίχως δόντια μασάει.
«Μισό λεφτό!» φώναξε ο Μπίλμπο, που ακόμα τον απασχολούσε η ιδέα του φαγώματος. Ευτυχώς, είχε κάποτε ακούσει κάτι παρόμοιο, κι αφού συγκεντρώθηκε λίγο, βρήκε την απάντηση! «Ο άνεμος, ο άνεμος!» είπε, κι ήταν πολύ ευχαριστημένος που κέρδισε άλλο ένα σημείο. «Τώρα θα του πω ένα που θα το μπερδέψει αυτό το σιχαμερό, καταχθόνιο πλάσμα», σκέφτηκε.
Μάτι σε πρόσωπο γαλάζιο / είδε ένα μάτι σε πρόσωπο πράσινο. / «Να ένα μάτι σαν και μένα», / είπε το πρώτο μάτι, / «όμως στα χαμηλά / κι όχι στα ψηλά».
«Σς, σς, σς», έκανε ο Γκόλουμ. Βρισκόταν κάτω από τη γη από πάρα πολύ παλιά και είχε ξεχάσει αυτού του είδους τα πράγματα. Καθώς όμως ο Μπίμπο άρχιζε να ελπίζει πως αυτός ο άθλιος δεν θα μπορούσε ν’ απαντήσει, ο Γκόλουμ έφερε στο νου του αναμνήσεις από πάρα πολύ παλιές εποχές, όταν έμενε με τη γιαγιά του σε μια τρύπα, στην όχθη του ποταμού.
«Σσσσς, χρυσσσό μου», είπε. «Είναι ο ήλιος στον ουρανό και οι μαργαρίτες στον κάμπο!»
Αυτά τα συνηθισμένα για όσους ζουν πάνω στη γη αινίγματα τον κούραζαν. Ακόμα, του έφερναν στο νου τις μέρες που δεν ήταν τόσο μονάχος, τόσο γλοιώδης και κακός, κι αυτό τον νευρίαζε.
[Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, Το Χόμπιτ, μτφ.: Α. Γαβριηλίδη-Χ. Δεληγιάννη, Κέδρος 2001· το απόσπασμα που διαβάζει ο Τόλκιν αντιστοιχεί στις σελίδες 97-107 της ελληνικής έκδοσης.
* * *
Η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του Χόμπιτ
—Πηγή: Open Culture. Προσαρμογή/μετάφραση για το dim/art: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου—
Όποιος τυχόν πιστεύει πως η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του Χόμπιτ, του κλασικού έργου του Τόλκιν από το 1937, αποτελούσε ευλαβική απόδοση του έργου, θα απογοητευτεί. Το δωδεκάλεπτο καρτούν, παραγωγής 1966, παίρνει στοιχεία από το βιβλίο και τα προσαρμόζει –ή μάλλον τους αλλάζει τα φώτα– ώστε να ταιριάζουν σε μια άλλη ιστορία, μια ιστορία με έναν δράκο, ένα χόμπιτ, έναν μάγο και μια «Καρδιά του Βουνού», βεβαίως, αλλά και πλήθος διαφορές σε σχέση με τον κόσμο του Τόλκιν. Αντί για τον δράκο Smaug, τον Νοσφιστή, εδώ έχουμε έναν δράκο ονόματι Slag. Αντί αυτός να λεηλατεί το Μοναχικό Βουνό, κλέβει το θησαυρό του χωριού Ντέιλ. Αντί για μια στρατιά νάνους, έχουμε τον στρατηγό Δρύασπι, μια πριγκίπισσα ονόματι «Μίκα» και έναν ανώνυμο φύλακα. Τα τρολ γίνονται groans και τα τελώνια (goblins) γίνονται grablins, ενώ ο Gollum εμφανίζεται ως Goloom.
Μήπως πρόκειται για καμιά εναλλακτική παραγωγή της πλάκας; θα αναρωτηθείτε. Όχι ακριβώς. Ο παραγωγός Ουίλιαμ Σνάιντερ ήταν ο πρώτος που αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου του Τόλκιν, και η αρχική του πρόθεση ήταν μια ταινία μεγάλου μήκους. Το project απέτυχε, αλλά όταν οι πωλήσεις του βιβλίου απογειώθηκαν, ο Σνάιντερ ανέθεσε στον Τζην Ντάιτς, καρτουνίστα με έδρα την Πράγα, να δημιουργήσει το ταινιάκι που βλέπετε εδώ. Τα κίνητρα του Σνάιντερ ήταν μάλλον οικονομικά: ήθελε να επεκτείνει τα δικαιώματα, τα οποία εν συνεχεία ξαναπούλησε στους εκδότες του Τόλκιν έναντι 100.000 δολαρίων. Το ίδιο το φιλμάκι, ωστόσο, έχει μια κάποια γοητεία, παρά την κατακρεούργηση της αφήγησης. Ο Ντάιτς προσέλαβε τον Τσέχο εικονογράφο Άντολφ Μπορν, ο οποίος απέδωσε την ιστορία με το πολύχρωμο ύφος ανατολικο-ευρωπαϊκής λαϊκής τέχνης.
Αν η μικρού μήκους ταινία του Ντάιτς δεν καταφέρει να σας συγκινήσει, μπορείτε τουλάχιστον να τη θεωρήσετε ως μια υποσημείωση στην καριέρα ενός συναρπαστικού καλλιτέχνη στον κόσμο των κόμιξ, των κινουμένων σχεδίων και της φολκ μουσικής. Ο Ντάιτς παρήγαγε καρτούν για λογαριασμό της Columbia, της 20th Century Fox, της MGM και της Paramount (μεταξύ αυτών, κάμποσους Tom & Jerry και Ποπάι), ενώ ηχογράφησε με τον Τζον Λη Χούκερ, τον Πητ Σήγκερ και την Κόνι Κονβέρς. Συνέγραψε επίσης τον δημοφιλή οδηγό Πώς να επιτύχετε στη δημιουργία κινουμένων σχεδίων και έγινε πατέρας τριών δημιουργών καρτούν, εκ των οποίων ο Κιμ Ντάιτς κατέχει εξέχουσα θέση στην ιστορία των underground κόμιξ. Όλα αυτά, βέβαια, δεν έχουν σκοπό να δικαιολογήσουν τα μειονεκτήματα της ταινίας του Ντάιτς και του Σνάιντερ. Οι φαν των κινουμένων σχεδίων θα τη λατρέψουν, οι οπαδοί της τολκινικής καθαρότητας, πάλι, όχι.
* * *
Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν: «Δυστυχώς, δεν είμαι Εβραίος»
Η απαντητική επιστολή του J.R.R. Tolkien στους γερμανούς εκδότες που ήθελαν να τους διαβεβαιώσει για την άρια καταγωγή του.
—του Colin Marshall για το Open Culture. Μετάφραση για το dim/art: Μαρία Τσάκος—
Όπως θα περίμενε κανείς από τον άνθρωπο που δημιούργησε με τόση αγάπη και σε τέτοια υπέροχη λεπτομέρεια όλες εκείνες τις φυλές που κατοικούσαν στη Μέση-Γη, ο J.R.R. Tolkien είχε πολύ λίγη ανοχή για τις φυλετικές διακρίσεις, και ιδιαίτερα για εκείνο το είδος ρατσισμού που μεσουρανούσε στις ημέρες του: τον αντισημιτισμό. Το πρώτο του μυθιστόρημα, το Χόμπιτ, προπομπός της τριλογίας του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, κυκλοφόρησε το 1937, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα, με αιχμή του δόρατος τον κατατρεγμό των Εβραίων, είχαν ήδη μεταμορφώσει την Ευρώπη σε μια δυστοπία που βρισκόταν στα πρόθυρα του πολέμου. Η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε το βιβλίο από την πρώτη στιγμή είχε ως αποτέλεσμα ο εκδοτικός οίκος Rütten & Loening, με έδρα στο Βερολίνο, να εκδηλώσει άμεσα ενδιαφέρον για την έκδοση του βιβλίου στα γερμανικά. Πρώτα όμως —υπακούοντας προφανώς στις επιταγές του Τρίτου Ράιχ— ζήτησαν να λάβουν διαβεβαιώσεις για την «άρια καταγωγή»του Τόλκιν. Ο πεζογράφος συνέταξε δύο απαντήσεις, η μία —η λιγότερο πολιτισμένη από τις δύο— ήταν η ακόλουθη:
25 Ιουλίου 1938
20, Northmoor Road, Οξφόρδη
Αγαπητοί Κύριοι,
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας. Λυπάμαι αλλά δεν μου είναι διόλου σαφές τι ακριβώς εννοείτε με τον όρο «arisch». Δεν είμαι Αρίας καταγωγής, ήτοι Ινδο-ιρανικής· εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, κανείς από τους προγόνους μου δεν μιλούσε σανσκριτικά, περσικά, ρομανί ή άλλη συγγενική διάλεκτο. Εάν πάλι αυτό που εννοείτε με την ερώτησή σας είναι το εάν είμαι Εβραϊκής καταγωγής, η μόνη απάντηση που μπορώ να σας δώσω είναι πως, δυστυχώς, κατά τα φαινόμενα, δεν είχα την τύχη να έχω προγόνους που να ανήκουν σε αυτόν τον προικισμένο λαό. Ο προ-προπάππους μου ήρθε στην Αγγλία τον δέκατο όγδοο αιώνα από τη Γερμανία: ως επί το πλείστον, συνεπώς, είμαι αμιγώς αγγλικής καταγωγής και είμαι Άγγλος υπήκοος —φυσιολογικά, θα έπρεπε αυτό να μου είναι αρκετό. Παρ’ όλα ταύτα, έμαθα με τον καιρό να είμαι περήφανος και για το γερμανικό μου όνομα και, μάλιστα, να συνεχίσω να αισθάνομαι έτσι ακόμα και κατά τη διάρκεια του τελευταίου ατυχούς πολέμου, παρότι υπηρετούσα στον αγγλικό στρατό. Δεν μπορώ, όμως, να μην παρατηρήσω ότι σε περίπτωση που τέτοιου είδους ασεβείς και άσχετες ερωτήσεις όπως αυτή που μου απευθύνατε γίνουν κανόνας σε ζητήματα λογοτεχνίας, δε θα αργήσει καθόλου να έρθει η στιγμή που το γερμανικό μου όνομα θα πάψει να αποτελεί λόγο για να είμαι περήφανος.
Δεν αμφιβάλλω ότι η ερώτηση μου έγινε σε συμμόρφωση προς τους νόμους της χώρας σας, βρίσκω όμως ότι η εφαρμογή τους εκτός των συνόρων της, σε υπήκοο άλλης χώρας, θα ήταν ανάρμοστη, ακόμα και αν η ίδια η ερώτηση είχε (που δεν έχει) την παραμικρή σχέση με τις αρετές του συγγράματός μου ή με την εμπορευσιμότητά του, δυο ζητήματα για τα οποία είναι προφανές πως έχετε καταλήξει χωρίς να χρειαστεί να ανατρέξετε στις «καταβολές» μου.
Ευελπιστώντας πως η παρούσα απάντηση θα σας ικανοποιήσει,
διατελώ με εκτίμηση,
J.R.R. Tolkien
«Σ’ αυτόν το πόλεμο, τρέφω μια βαθιά προσωπική απέχθεια γι’ αυτόν τον κοκκινοπρόσωπο βλακώδη τύπο, τον Αδόλφο Χίτλερ», έγραψε ο Tolkien στον γιο του Michael τρία χρόνια αργότερα, όταν ο πόλεμος είχε ήδη φτάσει στο αποκορύφωμά του. «Καταστρέφει, διαστρεβλώνει, διαστρέφει και αμαυρώνει οριστικά το ευγενές πνεύμα των βορείων λαών, εκείνη την υπέρτατη προσφορά τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο, μια προσφορά στην οποία έτρεφα μεγάλη εκτίμηση και την οποία κατέβαλλα πάντοτε μεγάλη προσπάθεια να αναδείξω». Είχε ήδη αντιμετωπίσει τους Γερμανούς στο πεδίο της μάχης στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και όταν άρχισε ο Δεύτερος του έγινε πρόταση να υπηρετήσει στο τμήμα αποκρυπτογράφησης του Υπουργείου Εξωτερικών. Τελικώς, δεν έλαβε ενεργά μέρος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τουλάχιστον όχι ως στρατιωτικό προσωπικό. Άφησε όμως πίσω του έναν απίθανο όγκο από γραπτά που αποτελούν τεκμήριο της ξεκάθαρης αποστροφής που έτρεφε για τους Ναζί και την ιδεολογία τους.
* * *
Οξφόρδη 1973, η τελευταία γνωστή φωτογραφία του Τόλκιν
***
Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Τσακνιάς
***
Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις του dim/art
Στο:Επετειακά Tagged: Γιώργος Τσακνιάς, Λογοτεχνία, βιβλίο, J. R. R. Tolkien
from dimart http://ift.tt/2bQILeN
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου