Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Στο γκισέ

—της Βυζαντίας Πυριόχου Γκυ—

Μιας και δεν μου έταξες ταξίδια – μιας και δεν μου πήρες δώρα – μιας και δεν μου έσκαγες χαμόγελα τα πρωινά – πέρασε έτσι ο καιρός, χαμένος, σκοτεινός. Σε ένα παλιογκισέ μιας παλιοτράπεζας, να σε κοιτώ και να σπαράζω. Κάθε μέρα στο γκισέ σου – και όταν άδειαζε άλλη ουρά, όταν μου έκανε νόημα άλλος υπάλληλος, έκανα πως χτυπούσε το κινητό μου (το δάχτυλο πάντα κολλημένο στην ψευδή κλήση) και το σήκωνα, κι έλεγα στον εαυτό μου που γελούσε στην άλλη άκρη του ακουστικού «δηλαδή να μην τσεκάρω το λογαριασμό; είσαι σίγουρη; και ο κωδικός που μου έδωσες; καλά, άσε, θα τσεκάρω έτσι κι αλλιώς» και μέχρι να τα πω όλα αυτά είχε πάρει κάποιος άλλος την σειρά κι εγώ περίμενα στωικά στο γκισέ σου. Κι εσύ με θυμόσουν κάθε μέρα, κι έλεγα, δεν μπορεί, κάποια μέρα θα μου χαμογελάσει γαμώτο, αλλά όχι, ποτέ, εσύ ποτέ, εσύ απλά με κοιτούσες και μου έλεγες Καλημέρα, πάλι λογαριασμό τσεκάρουμε; και σου έτεινα το βιβλιάριό μου και εσύ δεν το τσαλάκωνες, δεν άφηνες σημάδια πάνω του, δεν το λάδωνες με λεκιασμένα από τυρόπιτα δάχτυλα, δεν το γέμιζες καφέ, δεν έπεφτε ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά σου πάνω, και όταν γύριζα σπίτι το βιβλιάριο ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο, δεν μύριζε αλλιώς, δεν σε θύμιζε, ήταν το ίδιο μαλακισμένο γεμάτο αριθμούς βιβλιάριο που σου είχα δώσει κι εσύ δεν του έκανες την χάρη να το καταστρέψεις, να το ομορφύνεις, να το σκοτώσεις.

Και ήταν ο λογαριασμός μου πάντα ίδιος, δεν έπεφταν λεφτά ξέρεις τότε, οι μεταφράσεις δεν αποδίδουν πάντα, άσε που είχα κι ένα δεύτερο λογαριασμό σε άλλη τράπεζα, αυτό το σιχαινόμουν, να πέφτουν λεφτά στον άλλο λογαριασμό στην άλλη τράπεζα, εκεί που ήταν εκείνη η ξινή κοκκινομάλλα με τον μεγάλο κώλο, η κομπλεξικιά, αλλά ακόμα και τότε εγώ έσερνα το σαρκίο μου μέχρι το γκισέ σου, που φώτιζε και φάνταζε άλλος κόσμος από μακριά, τόσο, που είχα καταλήξει να πιστεύω ότι δεν υπήρχε ομορφότερο μέρος στη Γη από την πλατεία Κλαυθμώνος.

Και ξέρω τι έλεγες στις φίλες σου, Την κακομοίρα, θα έλεγες, κάθε μέρα περιμένει να της έρθουν λεφτά και δεν έρχονται ποτέ, την κακομοίρα, χειμώνα καλοκαίρι με τα ίδια παπούτσια, εκείνα τα γκρι τα αθλητικά, κι εσύ πού να ‘ξερες, πού να ‘ξερες αλήθεια ότι τα φορούσα γιατί περπατούσα χιλιόμετρα ολόκληρα από το Φάληρο να σου έρθω στην Κλαυθμώνος, και είχε παράρτημα η τράπεζά σου δίπλα στο σπίτι μου, αλλά εκείνο δεν φώτιζε όπως το δικό σου, δεν ήξερα καν ποια δούλευε στο πόστο σου εκεί. Κι ερχόμουν κάθε μέρα, και τα Σαββατοκύριακα έκλαιγα, και τις αργίες πέθαινα, και δύο φορές που είχα πέσει ξερή από τον πυρετό κι άλλη μια που είχα διάστρεμμα στο πόδι, έλιωνα, έχανα βάρος, και σίγουρα πόσο άσχημη θα σου φαινόμουν να πλέω μες στο μπλε παλτό, εκείνο το τριμμένο.

Και ποιος διάολο ήταν εκείνος ο ψηλός μαλάκας που σε έπαιρνε στο σχόλασμα με τη μηχανή, πώς σήκωνες το πόδι για να ανεβείς, πώς έφευγαν τα μαλλιά σου στον αέρα, κι εγώ ανησυχούσα γιατί δεν φορούσες κράνος, κι αυτός ανησυχούσε μήπως καταλήξει μαζί σου, βαλτώσει μαζί σου, καταντήσει να αγκαλιάζει μόνο εσένα, να μυρίζει μόνο εσένα, να φιλάει μόνο εσένα, κι εγώ βυθιζόμουν στις πλάκες της πλατείας, σε ένα ελαφρώς απομακρυσμένο παγκάκι, γραφική και αόρατη.

Και περάσαν έτσι τα χρόνια, ξέρεις, και μια και δεν μου έταξες ταξίδια – μιας και δεν μου πήρες δώρα – μιας και δεν μου έσκαγες χαμόγελα τα πρωινά – πέρασε και η ζωή, και μια μέρα ήρθα στο γκισέ σου και δεν ήταν γκισέ σου πια, ήταν ένας νεαρός κοντός και χαμογελαστός, τι να το κάνω το δικό του το χαμόγελο, το δικό σου δεν το είδα ποτέ, και ρώτησα που είναι η κυρία που ήταν στο γκισέ, και ο νεαρός μου είπε ότι συνταξιοδοτήθηκες, και εκείνη την ώρα έβγαινες με την τσάντα σου, λαμπερή και μακρινή, και με είδες, και σε είδα, και με χαιρέτισες και μου είπες κι εσύ ότι φεύγεις γιατί συνταξιοδοτήθηκες, επιτέλους θα ξεκουραζόσουν με εκείνο το μαλάκα με την μηχανή, και αντίο, και ούτε τότε δεν μου χαμογέλασες, μάλλον δεν έμαθες ποτέ να χαμογελάς, κι έφυγες – κι εγώ, που δεν μπορούσα με τα ταπεινά μου γκρι αθλητικά να ακολουθήσω τη μηχανή του ψηλού, έμεινα να σε κοιτώ να χάνεσαι δίχως κράνος, να κατεβαίνεις λίγη ώρα αργότερα στα Πετράλωνα, στην Αργυρούπολη, στο Μετς, στην Παλλήνη, στη Νέα Ερυθραία ή όπου αλλού σε έσερνε η γαλήνη σου, κι εγώ να μην το μάθω ποτέ, ποτέ.

Και τότε ο νεαρός μου λέει Μοιάζετε με την κυρία, έχετε καμία συγγένεια; Κι εγώ απαντώ, για πρώτη και μοναδική φορά στην ζωή μου, Ναι, είμαι η κόρη της.

* * *

Εδώ άλλες ιστορίες

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter


Στο:Short stories Tagged: Βυζαντία Πυριόχου Γκυ

from dimart http://ift.tt/2czOjQO
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου