Δύο σχόλια σε κείμενο που συνοδεύει την έναρξη της έκθεσης «documenta 14», από τον Νικόλα Σεβαστάκη («Περί δικτατορίας, δημοκρατίας κ.λπ.») και από τον Γιώργο Τσακνιά («Η σύγχρονη ελληνική αριστερά και τα κινήματα»). Η έκθεση ξεκινάει στις 14 Σεπτεμβρίου 2016 στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων στο Πάρκο Ελευθερίας, στο κτίριο που στέγαζε κατά τη διάρκεια της χούντας το αρχηγείο της στρατιωτικής αστυνομίας (ΕΑΤ-ΕΣΑ).
Κατ’αρχάς, απόσπασμα του κειμένου:
Οι 34 Ασκήσεις Ελευθερίας έχουν στόχο να συνθέσουν μια queer αντιαποικιακή ευρωπαϊκή συμφωνία με αφετηρία τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα, εμπλέκοντας στον διάλογο και φέρνοντας στο προσκήνιο αντιφρονούσες, ετερογενείς και αποσιωπημένες αφηγήσεις. Αρχίζουμε φέρνοντας κοντά την παράδοση της ριζοσπαστικής Αριστεράς και τον αντι-αποικιοκρατικό αγώνα για εθνική κυριαρχία των αυτόχθονων πληθυσμών στην Ευρώπη. Η φωνή του Antonio Negri –ενός από τους ιδρυτές του κινήματος Potere Operaio (Εργατική Εξουσία), το 1969, και μέλος της ιταλικής Autonomia Operaia (Εργατική Αυτονομία)– συναντά τη φωνή του Niillas Somby, ακτιβιστή για τα πολιτικά δικαιώματα και την εθνική κυριαρχία των Σάμι, στον βορρά της Νορβηγίας. Τη δεκαετία του 1970, και οι δύο αντιμετώπισαν διαφορετικές κατηγορίες ως τρομοκράτες.
Παραμερίζοντας την καθιερωμένη αντίθεση δικτατορίας και δημοκρατίας, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τις αποτυχίες της μετάβασης από τη δικτατορία στη νεοφιλελεύθερη δημοκρατία, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ισπανία, την Αργεντινή ή τη Χιλή: πώς η έννοια της ελευθερίας ταυτίστηκε με την ελεύθερη αγορά. Ενώ η δεκαετία του 1980 παρουσιάζεται συχνά ως η περίοδος όπου παρήκμασαν τα κινήματα κοινωνικής απελευθέρωσης και προαναγγέλθηκε η εμφάνιση μιας καινούργιας δημοκρατικής συναντίληψης μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού –προτάσσοντας στη θέση της ιδεολογικής αντίθεσης την οινονομική ανάπτυξη– τα αντι-αποικιοκρατικά, φεμινιστικά, queer και αντι-AIDS κινήματα άρχισαν να καταδεικνύουν τα κενά στον δυτικό ηγεμονικό λόγο. Είναι άραγε δυνατό να συλλάβουμε την ελευθερία πέρα από την καπιταλιστική της αντίληψη; Σταδιακά, μέσα σε αυτόν τον δεκαήμερο διάλογο σκοπεύουμε να αρθρώσουμε σύγχρονες γλώσσες αντίστασης, από την κουρδική επανάσταση της Rojava έως τους queer, τρανσέξουαλ, εκδιδόμενους και τις φωνές των μεταναστών στην Τουρκία, την Ελλάδα, στο Μεξικό ή στη Βραζιλία, τους σύγχρονους αγώνες για την αποκατάσταση των αυτόχθονων πληθυσμών, τις νέες πολιτικές και καλλιτεχνικές πρακτικές που επινοούν νέες μορφές επίδρασης, γνώσης και πολιτικής υποκειμενικότητας, όπως ecosex, queer-indigenism και ριζοσπαστική επιτελεστικότητα. Όλοι μαζί σχεδιάζουν έναν πολιτικό και ποιητικό χάρτη της Ευρώπης διαφορετικό από εκείνον που σχεδίασε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
* * *
Περί δικτατορίας, δημοκρατίας κ.λπ.
—του Νικόλα Σεβαστάκη για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα—
Διάβασα με προσοχή το κείμενο της Documenta που μοιάζει με δήλωση προγραμματικών αρχών. Είναι δηλαδή ένα κείμενο αυτοπροσδιορισμού του Προγράμματος Δημοσίων Δράσεων της Έκθεσης, ο τρόπος με τον οποίον απευθύνεται στην ελληνική και στη διεθνή κοινωνία. Ενώ, ασφαλώς, προέρχεται από έναν/ μία συγκεκριμένο άνθρωπο, εμφανίζεται ως ταυτότητα ενός συλλογικού εγχειρήματος.
Προσωπικά δεν περιμένω να βρω ταυτίσεις ιδεών για να εκτιμήσω ή όχι ένα καλλιτεχνικό δρώμενο ή μια αισθητική πρόταση. Αλλά στο κείμενο που διάβασα υπάρχουν σοβαρότατα προβλήματα. Το πλαίσιο που ξεδιπλώνει είναι μια ριζοσπαστική πολιτική επίθεσης όλων των μειονοτικών-ταυτοτικών λόγων απέναντι στον περιβόητο «δυτικό ηγεμονικό» λόγο. Πολύ καλά. Τη βρίσκεις πια παντού τη σχετική ρητορεία από τους τοίχους του Αριστοτελείου όπως τους άφησαν οι No Borders ως το γαλαξία των κοινωνικών μέσων.
Αλλά να που από την αποδόμηση του «δυτικού ηγεμονικού λόγου», βγάζει την ουρά του κάτι άλλο. Και αυτό είναι πια γελοίο και επικίνδυνο. Μιλώ για την περιφρόνηση (θεωρητική, καταρχάς) στην τομή μεταξύ της δικτατορίας και της δημοκρατίας, μεταξύ της κοινωνίας του ΕΑΤ ΕΣΑ και μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας που είχε και έχει χίλια δυο προβλήματα αλλά, παρόλα αυτά, παραμένει ανοιχτή σε όλους τους υβριστές της.
Δεν ξέρω, ίσως επειδή είχα τον πατέρα μου στην εξορία από το πρωινό της 21ης Απριλίου μέχρι το 1971, χάνω λίγο τη ψυχραιμία μου όταν ακούω περί δικτατορίας και δημοκρατίας σαν να πρόκειται απλώς για δυο διαφορετικά μπαράκια στου Ψυρρή, το ένα ελαφρώς προς το νταρκ, το άλλο με ψυχεδελικούς φωτισμούς, το ένα με κάποιο βλοσυρό μπράβο απ’ έξω, το άλλο με νεοφιλελεύθερο πορτιέρη.
Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και υπερβαίνει το συγκεκριμένο παράδειγμα που έδωσε την αφορμή για το σχολιασμό. Έχει πια να κάνει με τη στοιχειώδη κατανόηση της ίδιας μας της εμπειρίας. Με την αυτογνωσία και την ευθυκρισία. Και με το πώς αρθρώνεται σήμερα κριτικός λόγος και στην τέχνη και αλλού, υποφέροντας πλέον από μια ριζοσπαστική global αερολογία. Το να παρουσιάζεις εντέλει τον πολιτισμό που κάνει δυνατή και την δική σου ύπαρξη περίπου ως καπιταλιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι, εκτός των άλλων, ανεπίτρεπτη ευκολία. Γιατί παίρνει τον ακραίο λόγο και τον μετατρέπει σε αξεσουάρ της φτηνής Αγανάκτησης. Αυτής που επιμένει ότι εδώ και δεκαετίες ζούμε μια χούντα με άλλο πρόσωπο. Περιφρονώντας ελευθερίες, μορφές ζωής και εμπειρίες προόδου που δεν χωράνε στους ισοπεδωτισμούς.
Ό,τι πιο αρχαϊκό στην υπηρεσία του πιο σύγχρονου. Η θλίψη της εποχής μας.
* * *
Η σύγχρονη ελληνική αριστερά και τα Κινήματα
—του Γιώργου Τσακνιά για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα—
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
—Οδυσσέας Ελύτης—
Το πιο χαριτωμένο σε ηλίθια νεοαριστερά κείμενα όπως το παραπάνω είναι η επιστροφή στην κινηματική ρητορική με όρους δεκαετίας του ’60, με την κλασική πλέον απαρίθμηση απελευθερωτικών κινημάτων ανά τον κόσμο (τα εξωτικά τοπωνύμια προσθέτουν μια ευπρόσδεκτη νότα διεθνιστικού κουλέρ λοκάλ). Να πω εδώ, μιας και ο συντάκτης του κειμένου θέτει ως στόχο της έκθεσης τον σχεδιασμό ενός «άλλου ποιητικού χάρτη», ότι το εκφραστικό σχήμα «από την κουρδική επανάσταση της Rojava έως τους queer, τρανσέξουαλ, εκδιδόμενους και τις φωνές των μεταναστών στην Τουρκία, την Ελλάδα, στο Μεξικό ή στη Βραζιλία» είναι τόσο πρωτότυπο, σύγχρονο και επίκαιρο όσο και η απαρίθμηση νησιών στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη.
Αστεία παραμένει και η απόλυτη αδυναμία να περιγραφούν θεωρητικά, έστω στοιχειωδώς, τα περίφημα αυτά κινήματα ως στοιχεία ενός συνόλου, πέρα από τις γενικότητες περί «ενός άλλου πολιτικού και ποιητικού χάρτη, διαφορετικού από εκείνον που σχεδίασε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα». Είναι όλα τα κινήματα «καλά»; Αν όχι, ποια είναι «καλά» και πώς τα ξεχωρίζουμε από τα «κακά»; Εντάξει ας πούμε με το αυτονομιστικό κίνημα των Σάμι στο βόρειο Νορβηγία, αφού αφορά την αυτονομία από μια δυτική-καπιταλιστική χώρα είμαστε οκ. Μαζί τους, φουλ. Επίσης, το queer θυμίζει Μπάροουζ και ακούγεται και πολύ πιο κινηματικό από το gay, που έχει γίνει εντελώς μέινστριμ. Και πάντως τι γίνεται με άλλα κινήματα; Τι λέμε π.χ. για τα αυτονομιστικά κινήματα των χωρών της Βαλτικής — θυμίζω ότι από εκεί ξεκίνησε η διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ.; Και τι γίνεται με τη ρωσική μειονότητα εντός της Λιθουανίας; Ποια ήταν τα «καλά» και ποια τα «κακά» κινήματα αυτοδιάθεσης κατά την αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του ’90; Πού ακριβώς αρχίζει και πού σταματάει το «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των λαών»; Ή τι λέμε, ξέρω γω, σήμερα για τα δικαιώματα των χριστιανών (καθολικών) βιετναμέζων ή των χριστιανών της Νιγηρίας; Τα δικά τους απελευθερωτικά κινήματα είναι καλά ή είναι υποκινούμενα από τον ιμπεριαλισμό του κεφαλαίου;
Πρόκειται για γραφικό αναμάσημα και μάλιστα από ανθρώπους που δεν τα έχουν διαβάσει και πολύ καλά, γιατί βαριούνται λίγο. Θυμίζουν την αμήχανη σιωπή της Αριστεράς κάθε απόχρωσης για τους βορειοηπειρώτες (δηλαδή την ελληνική μειονότητα της Νοτίου Αλβανίας) στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όταν, τριάντα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, η ελληνική αριστερά αδυνατούσε να ξεκολλήσει από τον ρόλο της ως αντίθετου πόλου της ελληνικής εθνικιστικής ακροδεξιάς. Όλα τα κινήματα ήταν καλά, τότε, όλες οι μειονότητες του κόσμου είχαν δικαιώματα, εκτός από τους Έλληνες της Αλβανίας, που προφανώς δεν υπήρχαν.
Η νεοαριστερίστικη ρητορική, πατάει σκοπίμως με το ένα πόδι στη βάρκα της κομμουνιστικής παράδοσης και με το άλλο σε κινήματα ομάδων που ο ορθόδοξος κομμουνισμός δεν μπορεί φυσικά να αποδεχτεί, όπως είναι οι ομοφυλόφιλοι (να θυμίσουμε εδώ ότι η ομοφυλοφιλία στην Ε.Σ.Σ.Δ. θεωρείτο ασθένεια — ας μην πούμε για την Κούβα). Το προαναφερθέν κουτοπόνηρο μανιφέστο το λέει ανοιχτά: «Αρχίζουμε φέρνοντας κοντά την παράδοση της ριζοσπαστικής Αριστεράς και τον αντι-αποικιοκρατικό αγώνα για εθνική κυριαρχία των αυτόχθονων πληθυσμών στην Ευρώπη». Έτσι, οι φορείς τής ρητορικής αυτής πιστεύουν πως δικαιούνται να διεκδικούν για τον εαυτό τους τον τίτλο της «σύγχρονης αριστεράς». Το τουμπεκί όμως για ένα σωρό κινήματα (ή ιστορικά γεγονότα) παραμένει — τεράστιο και εκκωφαντικό, όπως έβγαζε μάτι η τρύπα στη σημαία της Ρουμανίας, μετά την εξέγερση του ’89 και την εκτέλεση του Τσαουσέσκου. Το κριτήριο πλέον δεν είναι να αγνοούνται (ή να συκοφαντούνται) τα αντισοβιετικά κινήματα αλλά όσα δεν είναι, ευθέως ή έμμεσα, αντικαπιταλιστικά /αντιδυτικά. Οι νέοι αριστεροί διανοούμενοι αισθάνονται πως δικαιούνται να μιλούν με ορολογία πιο σύγχρονη και ελευθεριακή από του παραδοσιακού κνίτη και να διαβάζουν Ουίλλιαμ Μπάροουζ και, όταν χρειαστεί να ξεχωρίσουν τα πράγματα κάπως πιο πολιτικά, να καταφεύγουν αναγκαστικά στον μαρξισμό — όσο νογάνε, δηλαδή σε επίπεδο wikipedia.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα
Στο:Παροράματα και ημαρτημένα Tagged: documenta14, Γιώργος Τσακνιάς, Νικόλας Σεβαστάκης
from dimart http://ift.tt/2cjWNtj
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου