—της Κυριακής Κατσάκη—
O Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ (Henri Marie Raymond de Toulouse-Lautrec-Monfa, 24 Νοεμβρίου 1864 – 9 Σεπτεμβρίου 1901) γεννήθηκε στο Αμπλί, προάστιο του Παρισιού, γιος του Κόμη Αλφόνσου και της Κόμισσας Αντέλ ντε Τουλούζ-Λωτρέκ (Adèle de Toulouse-Lautrec), γόνος ιστορικής και αριστοκρατικής οικογένειας, η οποία ωστόσο την περίοδο της γέννησης του είχε ήδη χάσει μέρος του παλαιότερου κύρους της. Οι γονείς του συνδέονταν μεταξύ τους με συγγένεια πρώτου βαθμού, πρακτική που ήταν ευρύτερα διαδεδομένη εκείνη την εποχή προκειμένου να διατηρηθεί η περιουσία της οικογένειας μεταξύ των μελών της.
Το γεγονός αυτό ωστόσο οδηγούσε σε γενετικές ανωμαλίες, όπως και στην περίπτωση του Λωτρέκ, του οποίου τα πόδια σταμάτησαν να αναπτύσσονται φυσιολογικά, μετά από ρήξεις που υπέστη στο αριστερό και δεξί του πόδι, σε ηλικία 12 και 14 ετών αντίστοιχα. Το ύψος του Λωτρέκ έφθανε μόλις το 1,5 μέτρο ενώ σε αντίθεση με τα πόδια του, το υπόλοιπο σώμα του είχε φυσιολογική ανάπτυξη.
Εξαιτίας αυτής της ανωμαλίας στη σωματική του διάπλαση, αδυνατούσε να ακολουθήσει μία συμβατική κοινωνική ζωή, γεγονός που πιθανά λειτούργησε καταλυτικά στο να αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Αποτέλεσε σημαντικό καλλιτέχνη του μετα-ιμπρεσιονισμού ενώ θεωρείται από πολλούς και ο επίσημος εικονογράφος της νυχτερινής ζωής εκείνης της εποχής – της λεγόμενης Μπελ Επόκ (belle epoque) – στα καμπαρέ του Παρισιού. Οι πίνακές του χαρακτηρίζονταν από έντονα χρώματα και ανθρώπινες παρουσίες. Θεωρείται επιπλέον ένας από τους πρωτοπόρους στην τέχνη της αφίσας, γνωστός κυρίως για τις αφίσες που φιλοτέχνησε για το καμπαρέ Μουλέν Ρουζ (Moulin Rouge). Ασχολήθηκε ακόμα με την τεχνική της λιθογραφίας, επηρεασμένος από την ιαπωνική τέχνη και τα ιαπωνικά χαρακτικά.
«Ο κύριος Τουλούζ ζωγραφίζει τον κύριο Λωτρεκ»
Φωτογραφία: Maurice Guibert, circa 1891
Έζησε κυρίως στη Μονμάρτη, που αποτελούσε το κυρίαρχο κέντρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του αντιμετώπισε πρόβλημα αλκοολισμού και πέθανε σε ηλικία 37 ετών, έχοντας προσβληθεί από σύφιλη.
Σχετικά με τις τελευταίες στιγμές του, λέγεται ότι μπήκε στο δωμάτιό του ο πατέρας του, προσωπικότητα ιδιαίτερα εκκεντρική που εμφανιζόταν σπάνια. Όλοι εξέφρασαν την έκπληξή τους, εκτός από τον Henri, ο οποίος είπε: «Καλέ πατέρα, το ήξερα ότι δεν θα έχανες το σκότωμα». Ο πατέρας του, όπως συνήθιζε, συμπεριφέρθηκε ιδιαίτερα εκκεντρικά: πρότεινε να κόψουν το μούσι του Henri, όπως όριζαν κάποια αραβικά έθιμα, και να χρησιμοποιήσουν τα κορδόνια του για να διώξουν τις θορυβώδεις μύγες. «Γερο-τρελέ», ήταν τα τελευταία λόγια του Henri.
Οι γυναίκες του Τουλούζ-Λωτρέκ
Χορεύτριες, τραγουδίστριες, πόρνες και αρτίστες πέρασαν στην αθανασία χάρη στην τέχνη του αριστοκράτη χωλού ζωγράφου της Μονμάρτης.
Από την πόρνη ως τη βεντέτα του καφέ σαντάν, από την εργάτρια ως την ηθοποιό και σε ορισμένες περιπτώσεις από την αστή κυρία μέχρι την αριστοκράτισσα, ο Τουλούζ-Λωτρέκ είναι ο κατ΄ εξοχήν ζωγράφος γυναικών, στην ψυχή των οποίων προσπαθεί να διεισδύσει παραμένοντας προσεκτικός στη μορφή του προσώπου. Ο Λωτρέκ «παρέδωσε στην αθανασία», μεταξύ άλλων, την περίφημη χορεύτρια Ζαν Αβρίλ, την κονφερασιέ- τραγουδίστρια Υβέτ Γκιλμπέρ, τη σπουδαία τραγουδίστρια και χορεύτρια Μαρσέλ Λεντέρ, την επίσης χορεύτρια και τραγουδίστρια Μέι Μίλτον, τη σπουδαία ηθοποιό, που ντυνόταν σχεδόν πάντα ανδρικά στη σκηνή, Ρεζάν, το πανέμορφο μοντέλο Μίσια Νατανσόν και την τραγουδίστρια Μέι Μπελφόρ, η οποία ντυνόταν σχεδόν πάντοτε στα καμπαρέ σαν μωρό και τραγουδούσε στίχους με ερωτικά υπονοούμενα, κρατώντας πάντα στα χέρια της ένα γατάκι.
Χάρη στην αγάπη του για τη γυναίκα, ο Τουλούζ-Λωτρέκ «παραδίδει στην αθανασία» καλλιτέχνιδες, χορεύτριες, ηθοποιούς, μοντέλα, τραγουδίστριες και αμέτρητα κορίτσια της νύχτας που σήμερα θα είχαμε ξεχάσει. Ξεκινώντας από τη μητέρα του, στα χέρια τής οποίας πέθανε αλκοολικός και συφιλιδικός σε ηλικία μόλις 37 ετών, λέγοντάς της «Εσύ μητέρα, καμία άλλη, παρά μόνο εσύ», ο Τουλούζ-Λωτρέκ προέβαλλε καθ΄ όλη τη διάρκεια του έργου του με μεγάλη δύναμη και ευαισθησία τη γυναικεία φιγούρα», εξηγεί η κυρία Βουτυρά. Πολλές από τις “μούσες” του παραδόθηκαν ως τις ημέρες μας με τα ψευδώνυμά τους- αγαπημένη συνήθεια της εποχής. Ο λόγος για τη σπουδαία αργεντινή τραγουδίστρια Πολέρ (πολική) και για το μοντέλο Κρόκσι (τραγανή) Μαργκέν, φιλενάδα ενός φίλου του που δούλευε ως μοντέλο σε κατάστημα καπελούς της Μονμάρτης. Τέλος, η προσήλωση του Λωτρέκ στη γυναίκα αναδύεται και μέσα από το πορτρέτο της «Επιβάτιδος της καμπίνας 54», της οποίας ποτέ δεν έγινε γνωστό το όνομα. Ο λόγος για τη γυναίκα την οποία ο Λωτρέκ ερωτεύτηκε και ακολούθησε με το πλοίο από Χάβρη προς Λισαβόνα χωρίς να της μιλήσει ποτέ. Με ιδιαίτερη συμπάθεια και ανθρωπιά, τέλος, ο Λωτρέκ μας παραδίδει τις πόρνες της Μονμάρτης. Την κούραση, την απογοήτευση και την προσπάθειά τους να κρατηθούν στον αγώνα της ζωής υπό τον τίτλο «Τα κορίτσια της χαράς».
Ο Henri de Toulouse-Lautrec είναι ο ζωγράφος της καλλιτεχνικής ζωής και των ηθών της έκλυτης παρισινής νύχτας του τέλους του 19ου αιώνα. Στο έργο του η γυναικεία φιγούρα δεσπόζει κυρίαρχη και επιβλητική. Σπανίως καλλιτέχνης μυθοποίησε και απομυθοποίησε ταυτοχρόνως την εικόνα της γυναίκας με τόσο πόθο και πάθος, με τόσες εμμονές και φαντασιώσεις, με τόσες εξάρσεις και απογοητεύσεις αλλά και με τόση ευαισθησία, διεισδυτικότητα, διαύγεια και ειλικρίνεια όσο ο Toulouse-Lautrec. Γυναίκες από όλο το κοινωνικό φάσμα της παρισινής Belle Epoque πρωταγωνιστούν στα έργα του. Αριστοκράτισσες, γοητευτικές κυρίες του κοινωνικού του περιγύρου του λεγομένου «καλού κόσμου» στον οποίο και ο ίδιος ανήκε , γυναίκες της νύχτας και των εφήμερων απολαύσεων: τραγουδίστριες, χορεύτριες, ηθοποιοί, κλόουν, ακροβάτιδες, γυναίκες του αγοραίου έρωτα, ανώνυμες φιγούρες απετέλεσαν το ζωγραφικό πρόσχημα, το αντικείμενο των πλέον πρωτότυπων εικονογραφικών αναζητήσεών του.
Τη γυναίκα ζωγράφισε ο Lautrec σε άπειρες συνθετικές παραλλαγές με οίστρο ψυχής και φαντασίας και με αδιάβλητο πάντα γνώμονα την αλήθεια της. Πεπεισμένος ότι η τέχνη δεν καθυποβάλλεται στη δοκιμασία της καταδυναστευτικής κοινωνικής ευυποληψίας, απενοχοποίησε το βλέμμα από συμβατικούς περιορισμούς προκειμένου να πραγματευθεί ανεπιτήδευτα και απροσποίητα την καθημερινότητα ενός μικρόκοσμου στο πλαίσιο του οποίου εγνωσμένα ενέγραψε και τη δική του μοίρα. Αυτό απαιτούσε η καλλιτεχνική του συνείδηση: την υπακοή στις ορμέμφυτες διαθέσεις που θα τον οδηγούσαν σε προωθημένες και ανεξερεύνητες πτυχές της ψυχής του ανθρώπου.
Μακριά από στερεότυπα
Καθ’ υπέρβαση των κοινωνικά αποδεκτών ηθογραφικών θέσεων ο Toulouse-Lautrec νοηματοδότησε νεοφανείς εικονογραφικές αντιλήψεις ως προς τα ήθη διαπλάθοντας έτσι μια πρωτότυπη εικαστική έκφραση, μια διαφορετική ζωγραφική από αυτήν που είχε εμφανιστεί ως τότε η οποία, ενώ ενθουσίασε τους λίγους, απογοήτευσε ωστόσο τους πολλούς. Απογοήτευσε εκείνους που ήθελαν τη ζωγραφική δέσμια σε σοβαροφανή κελύφη και στερεότυπα· αυτούς που υπερασπιζόμενοι μόνο την επίφαση και την πλαστουργία του ωραίου αρνούνταν να υιοθετήσουν το συμβατικά «άσχημο» ως θετική ζωγραφική αξία. Γι’ αυτό και έθεσαν τη ζωγραφική του υπό αίρεση χαρακτηρίζοντάς την εικονοκλαστική και ασυμβίβαστη με την αριστοκρατική κοινωνική προέλευσή του.
Πώς όμως τα ζωγραφικά πρότυπα και ιδεώδη που ο κοινωνικός του κύκλος τού προέτασσε θα μπορούσαν να βρουν απήχηση σε μια ψυχή η οποία, ενώ έσφυζε από ζωή και ασίγαστα τον ωθούσε σε παρορμητικές εξάρσεις και εξάψεις, έφερε αθεράπευτα το τραύμα των δυσαναλογιών ενός δύσπλαστου σώματος με το οποίο ο άνδρας καλλιτέχνης έπρεπε να λειτουργήσει; Μέσα στη νεφελωμένη ψυχή του ο κόσμος των αισθήσεων αντικατοπτριζόταν με αδυναμίες, ανασφάλειες και μια βαθιά εξπρεσιονιστική αγωνία. Τις γυναίκες που δεν μπορούσε να έχει γήινα και φυσικά τις κατέκτησε με τη σχεδιαστική του δεινότητα.
Μορφές αρχετυπικές πλέον σήμερα, γυναίκες χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, όπως η Berthe, η Gabrielle, η Marcelle και τόσες άλλες, απέκτησαν μέσω του απαράμιλλου ταλέντου του μεγάλου ζωγράφου το ισάξιο βάρος ώστε να αντισταθμίζονται με τη συμβατικότητα της κοινωνικής ευυποληψίας που τις προόριζε για τον αφανισμό και τη λήθη. Με δυνάμεις που αναζήτησε στην ψυχή της κάθε μορφής ο Lautrec έγινε ο χρονογράφος του κόσμου μέσα στον οποίο οι μορφές αυτές έζησαν· του κόσμου της νύχτας κυρίως· του μικρόκοσμου της Μονμάρτης όπου από το 1890 άρχισε να αναζητεί τα μοντέλα και τα ζωγραφικά του ερεθίσματα. Εκεί, στα διάφορα θέατρα, καμπαρέ, καφέ-σαντάν, στα περίφημα μιούζικ χολ και στους οίκους του αγοραίου έρωτα, όπου οι νυχτόβιοι αναζητούσαν τις εφήμερες απολαύσεις, κατέφυγε και ο Lautrec για να διαψεύσει τη δική του μοίρα.
Ιχνηλατώντας την αλήθεια
Μέσα στην όσμωση της καλλιτεχνικής δυναμικής του γαλλικού fin-de-siecle αναζήτησε και εξεικόνισε μορφές όπως την αμερικανίδα ηθοποιό και χορεύτρια Loie Fuller, την ιρλανδή τραγουδίστρια May Belfort, την κλόουν και ακροβάτιδα Cha-u-Kao, την τραγουδίστρια Yvette Guilbert, την πάντα πιστή του Jane Avril χορεύτρια γνωστή ως «la Melinite» («η Εκρηκτική»), τις ιερόδουλες της σειράς που φέρει τον τίτλο Elles (Εκείνες) και πολλές άλλες.
Με σεβασμό στα πρόσωπα, με κατανόηση γι’ αυτό που είναι, ανέδειξε την αλήθεια μιας ωμής κοινωνικής πραγματικότητας. Χωρίς διαστροφές, μέσα σε ένα περιβάλλον σκληρό και απάνθρωπο, διείσδυσε ιχνηλατώντας τις μύχιες αλήθειες για να αναδείξει πρόσωπα στα χαρακτηριστικά των οποίων ενσταλάσσονται η ένταση και η αγωνία της ψυχής. «Το αληθινό και όχι το ιδανικό» αναζητούσε και αυτό κατέγραψε.
Μέσα από τούτη την τολμηρή, αμφίδρομη, οξύμωρη αλλά ανυπόκριτη σχέση αναδύθηκαν υπέροχες γυναικείες φιγούρες που ως εικόνες της συλλογικής πλέον οπτικής μνήμης διαιωνίζουν μέσα στον χρόνο την ειλικρίνεια, την ευαισθησία, τη διορατικότητα, την ιδιοφυΐα, την ανθρωπιά και την τρυφερότητα εκείνου που τις δημιούργησε.
Πηγή κειμένου: limnosfm100
***
Εικόνα εξωφύλλου: ο Τουλούζ-Λωτρέκ από τον Πίτερ Μαξ
Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Τσακνιάς
***
Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις του dim/art
Στο:Επετειακά Tagged: Henri Marie Raymond de Toulouse-Lautrec-Monfa, Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, Κυριακή Κατσάκη, Μουλέν Ρουζ, Μονμάρτη, Παρίσι, εικαστικά, ζωγραφική
from dimart http://ift.tt/2cyPqvz
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου