Αυτό δεν είναι τραγούδι #813
Dj της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες (εικάζεται πως) γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1547. Δηλαδή, σαν σήμερα πριν από 469 χρόνια. Θα τιμήσω την επέτειο γέννησης του μεγάλου Ισπανού με ένα απόσπασμα από τον πρώτο τόμο του Δον Κιχώτη (1605). Πρόκειται για την ιστορία που λέει ο Σάντσο Πάντσα στον Δον Κιχώτη, καθώς οι δυο τους περιμένουν –έντρομοι εξαιτίας κάποιων απόκοσμων θορύβων– να ξημερώσει έτσι ώστε να μπορέσει ο Ιππότης της Ελεεινής Μορφής να κάνει έναν ακόμα άθλο. Σε αυτό το πολυσέλιδο μυθιστόρημα που βρίθει ιστοριών, ο Σάντσο δεν λέει παρά μόνο μία ιστορία, αυτήν που ακολουθεί. Μία και καλή.
«Παρ’ όλ’ αυτά», συνέχισε ο Σάντσο, «θα προσπαθήσω να σας διηγηθώ μια ιστορία, που, αν τα καταφέρω να την τελειώσω χωρίς εμπόδια, είναι σίγουρα η καλύτερη απ’ όλες τις ιστορίες· κι ακούστε τώρα προσεχτικά, γιατί αρχίζω. Ήταν μια φορά, και το καλό που θα ’ρθει να ’ναι για όλους, και το κακό για κείνους που το γυρεύουν, και προσέξτε, κύριε, ότι η αρχή που έδιναν οι παλιοί στις ιστορίες τους δεν είναι τυχαία, ήταν φράση του Κάτωνα του Χορευτή, του Ρωμαίου που είπε: Και το κακό για όποιον το γυρεύει· ταιριάζει στη δική μας περίπτωση σαν το δαχτυλίδι στο δάχτυλο, δηλαδή λέει να καθίσετε ήσυχος και να μην τρέχετε γυρεύοντας το κακό από δω κι από κει, αλλά καλύτερα να επιστρέψουμε από άλλο δρόμο, αφού κανείς δεν μας αναγκάζει ν’ ακολουθήσουμε τούτον εδώ, όπου τόσα φριχτά πράγματα παραμονεύουν».
«Συνέχισε την ιστορία σου, Σάντσο», είπε ο Δον Κιχώτης, «κι άφησε σε μένα την έγνοια για το δρόμο που θ’ ακολουθήσουμε».
«Λέω λοιπόν, συνέχισε ο Σάντσο, «ότι σ’ ένα χωριό της Εστρεμαδούρας ζούσε ένας βοσκός ή γιδάρης, θέλω να πω, ένας που φύλαγε γίδες, που, βοσκός ή τσοπάνης, όπως λέει η ιστορία μου, ονομαζόταν Λόπε Ρουίθ, κι αυτός ο Λόπε Ρουίθ ήταν ερωτευμένος με μια βοσκοπούλα που τη λέγανε Τοράλμπα, η οποία βοσκοπούλα που λεγότανε Τοράλμπα ήταν κόρη ενός πλούσιου βοσκού, κι αυτό ο πλούσιος βοσκός…»
«Αν πρόκειται να πεις την ιστορία σου μ’ αυτό τον τρόπο, Σάντσο», είπε ο Δον Κιχώτης, «επαναλαμβάνοντας δυο φορές κάθε λέξη, δεν θα την τελειώσεις ούτε σε δυο μέρες· πες την λοιπόν με τη σειρά σαν άνθρωπος λογικός, ειδαλλιώς μην λες τίποτα».
«Όπως τη λέω εγώ», είπε ο Σάντσο, «έτσι λένε στο χωριό μου όλες τις ιστορίες. Δεν ξέρω να το κάνω αλλιώς, και δεν είναι σωστό να μου ζητάτε ν’ αποκτήσω τώρα καινούριες συνήθειες».
«Πες την τότε όπως θέλεις», απάντησε ο Δον Κιχώτης, «κι αφού η τύχη θέλει να μην μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο παρά να σε ακούσω, συνέχισέ την».
«Το λοιπόν, αφέντη της ψυχής μου», συνέχισε ο Σάντσο, «όπως σας είπα, αυτός ο βοσκός ήταν ερωτευμένος με τη βοσκοπούλα Τοράλμπα, μια χοντρή κοπέλα ολοστρόγγυλη, ιδιότροπη και κάπως σαν άντρας, γιατί είχε και λίγο μουστάκι· μου φαίνεται σαν να τη βλέπω μπροστά μου».
«Δηλαδή, την έχεις γνωρίσει;» ρώτησε ο Δον Κιχώτης.
«Δεν την έχω γνωρίσει, απάντησε ο Σάντσο· «εκείνος όμως που μου διηγήθηκε την ιστορία μού είπε πως ήταν τόσο σίγουρη κι αληθινή που, αν τύχαινε να τη διηγηθώ κι εγώ με τη σειρά μου σε κάποιον άλλον, θα μπορούσα να τον βεβαιώσω και να του ορκιστώ πως τα είχα δει όλα με τα μάτια μου. Το λοιπόν, μέρα με τη μέρα, ο διάβολος που δεν κλείνει μάτι και ανακατεύεται σε όλα, έκανε τον έρωτα που είχε ο βοσκός για τη βοσκοπούλα να γίνει έχθρα και θέληση κακή· η αιτία αυτής της αλλαγής ήταν, απ’ ό,τι λέγανε οι κακές γλώσσες, κάτι μικροζήλιες που του είχε προκαλέσει εκείνη, και που ξεπερνούσαν τα όρια κι έφταναν στο απαγορευμένο· και τόσο μεγάλο ήταν το μίσος που ένιωθε στο εξής ο βοσκός που, για να μην τη βλέπει πια, θέλησε να φύγει από κείνο το μέρος και να πάει κάπου όπου ποτέ δεν θα την ξανάβλεπε. Η Τοράλμπα, βλέποντας την περιφρόνηση του Λόπε, αμέσως τον αγάπησε περισσότερο από ποτέ άλλοτε».
Αυτή είναι φυσική κατάσταση για τις γυναίκες», είπε ο Δον Κιχώτης· περιφρονούν εκείνον που τις αγαπά και αγαπούν εκείνον που τις μισεί. Παρακάτω, Σάντσο».
«Λοιπόν, ο βοσκός», συνέχισε ο Σάντσο, «έκανε ό,τι είχε αποφασίσει, και σπρώχνοντας τα γίδια μπροστά του, τράβηξε προς την Εστρεμαδούρα με σκοπό να περάσει από κει στο βασίλειο της Πορτογαλίας. Η Τοράλμπα το έμαθε και μπήκε στα χνάρια του, ακολουθώντας τον πεζή από απόσταση και ξυπόλητη, μ’ ένα μπαστούνι στο χέρι κι ένα δισάκι περασμένο στο λαιμό, όπου είχε, καταπώς έλεγαν, ένα κομμάτι καθρέφτη, ένα κομμάτι τσατσάρα κι ένα κι εγώ δεν ξέρω τι κουτάκι φτιασίδι για το πρόσωπο. Αλλά ας κουβαλούσε ό,τι ήθελε, εγώ δεν θα κάτσω τώρα να το εξετάσω. Θα πω μονάχα πως ο βοσκός έφτασε μαζί με όλο του το κοπάδι στον ποταμό Γουαδιάνα και ήθελε να τον περάσει, μα ήταν εκείνη τη στιγμή πολύ φουσκωμένος και πήγαινε να ξεχειλίσει· και δεν υπήρχε ούτε βάρκα, ούτε φελούκα, ούτε κανείς για να περάσει αυτόν και το κοπάδι του στην άλλη όχθη. Ο βοσκός στεναχωρήθηκε πολύ, γιατί είχε και την Τοράλμπα να τον ακολουθεί από κοντά και να του ζαλίζει τα αυτιά με τα παρακάλια και τα κλάματά της. Έψαξε όμως πολύ, ώσπου στο τέλος είδε έναν ψαρά μ’ ένα πολύ μικρό βαρκάκι κοντά του, που δε χωρούσε παραπάνω από έναν άνθρωπο κι ένα γίδι. Ωστόσο, του μίλησε και συμφώνησαν να περάσει αντίκρυ αυτόν και τα τριακόσια γίδια του. Ο ψαράς μπήκε στο βαρκάκι και πέρασε αντίκρυ ένα γίδι· ξαναγύρισε και πέρασε άλλο ένα, γύρισε πάλι και πήρε άλλο ένα. Προσέξτε, κύριε, τον αριθμό των γιδιών που περνάει ο ψαράς, γιατί αν ξεφύγει έστω κι ένα από τη μνήμη σας, η ιστορία θα πάρει τέλος και δε θα μπορώ να της προσθέσω ούτε λέξη. Συνεχίζω, λοιπόν, και λέω ότι η αντιπέρα όχθη ήταν γεμάτη λάσπη και πολύ γλιστερή, τόσο, που ο ψαράς αργούσε πολύ να πάει και να ’ρθει· παρ’ όλ’ αυτά, γύρισε να πάρει άλλο ένα γίδι, έπειτα άλλο ένα, κι άλλο ένα».
«Κάνε να τα περάσει όλα», είπε ο Δον Κιχώτης, «και μη διασκεδάζεις με το να πηγαινοέρχεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί θα τα περάσεις σ’ ένα χρόνο».
«Πόσα πέρασε ως τα τώρα;» ρώτησε ο Σάντσο.
«Πού διάβολο να ξέρω εγώ!» αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης.
«Ε λοιπόν, σας το ’χα πει να κρατήσετε καλά το λογαριασμό! Τώρα η ιστορία μας πήρε τέλος και δεν υπάρχει τρόπος να πάμε παρακάτω».
«Μα τι λες;» έκανε ο Δον Κιχώτης. «Είναι τόσο σημαντικό για την ιστορία να ξέρεις συνεχώς τον ακριβή αριθμό των γιδιών που έχουν περάσει, γιατί αλλιώς, αν ξεχαστεί έστω και ένα, δεν μπορείς να συνεχίσεις την αφήγησή σου;»
«Δεν μπορώ, κύριε, με κανέναν τρόπο», απάντησε ο Σάντσο, «γιατί, όταν σας ζήτησα να μου πείτε πόσα γίδια είχαν περάσει, κι εσείς μου απαντήσατε ότι δεν είχατε ιδέα, ακριβώς εκείνη τη στιγμή τα ξέχασα όλα όσα είχα να πω, και μα την πίστη μου, ήταν πολύ σπουδαία και διασκεδαστικά πράγματα».
«Δηλαδή», είπε ο Δον Κιχώτης, «τέλειωσε η ιστορία σου;»
«Όσο και η μάνα μου», απάντησε ο Σάντσο.
«Λέω στ’ αλήθεια», έκανε ο Δον Κιχώτης, «ότι μου διηγήθηκες μίαν απ’ τις πιο θαυμαστές ιστορίες που επινόησε ποτέ κανείς στον κόσμο· και ο τρόπος με τον οποίο τη διηγήθηκες και την τέλειωσες δεν έχει ξαναγίνει, ούτε θα ξαναγίνει ποτέ, αν και δεν περίμενα περισσότερα από ένα μυαλό σαν το δικό σου. Δεν παραξενεύομαι όμως, γιατί ίσως οι χτύποι που ακούγονται αδιάκοπα σου ’χουν λασκάρει λιγάκι τις βίδες».
«Μπορεί να ’ναι κι έτσι», αποκρίθηκε ο Σάντσο. «Όσο για την ιστορία μου, ξέρω καλά ότι δεν έχω πια τίποτε να πω, γιατί τελειώνει ακριβώς εκεί που γίνεται το λάθος στο λογαριασμό των γιδιών που περνούν απέναντι».
—Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Δον Κιχώτης, Τόμος Πρώτος, μετάφραση: Δημήτρης Ρήσος, γράμματα 1997, σσ. 194-197—
[Το τραγούδι των Stranglers το επέλεξα γιατί αφενός αναφέρει τον Σάντσο Πάντσα στους στίχους και αφετέρου το βρίσκω απολύτως ταιριαστό με το βιβλίο. Χώρια που είναι και τραγουδάρα!]
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Gustave Doré, Γιώργος Θεοχάρης, Δον Κιχώτης, Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Σάντσο Πάντσα, Miguel de Cervantes, The Stranglers
from dimart http://ift.tt/2cZmw7C
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου