Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Πρωινή Γαλήνη: μία από τις πηγές

image

—του Ηλία Μαγκλίνη*—

Υπέρ τίνος γαρ, ειπέ μοι, και περιπίπτοις ταχέως εις μάχην;
Ευαγρίου Μοναχού, Κεφάλαια Περί Διακρίσεως Παθών και Λογισμών

Στον Θανάση Βαλτινό

Στην Αμερική της δεκαετίας του ’50 ήταν της μόδας μια έκφραση αναφορικά με τη γυναίκα που διάγει άστατο ερωτικό βίο: «Γυρνάει με τον Τομ, τον Ντικ και τον Χάρρυ». Με τον πάσα ένα, δηλαδή. Σήμερα ένα τέτοιο σχόλιο θα κρινόταν σεξιστικό. Τότε όμως, τέτοια ζητήματα ήταν ψιλά γράμματα. Τόσο που, στην εμπόλεμη Κορέα, το 1953, τρία γειτονικά υψώματα βαπτίστηκαν από την αμερικανική στρατιωτική διοίκηση με αυτές ακριβώς τις κωδικές ονομασίες: Τομ, Ντικ και Χάρρυ.

map-ops-2-sm

 

Στρατιωτικό χιούμορ; Ας πούμε. Οι τρεις αυτοί λόφοι, οι οποίοι βρίσκονταν εκατό περίπου χιλιόμετρα βορείως της Σεούλ, αποτέλεσαν το αιματηρό θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Κινέζους «Εθελοντές» του Μάο και το 15ο Σύνταγμα της 3ης Αμερικανικής Μεραρχίας Πεζικού, όπου υπάγονταν και το ενισχυμένο Τάγμα του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος Κορέας (ΕΚΣΕ)

Για την ακρίβεια: το εν λόγω αμερικανικό σύνταγμα διέθετε τέσσερα τάγματα, δύο αμιγώς αμερικανικά, ένα που αποτελείτο από Αμερικανούς πορτορικανικής καταγωγής και το ελληνικό. Από τις 10 έως τις 18 Ιουνίου του ’53, οι συγκρούσεις στις οποίες πήραν μέρος λόχοι αυτών των τεσσάρων ταγμάτων επικεντρώθηκαν στο ένα από τα τρία υψώματα, το Χάρρυ. Outpost Harry, στα αγγλικά, δηλαδή: Προφυλακή Χάρρυ. Όπου «προφυλακή», κατά τη στρατιωτική ορολογία: τμήμα ασφαλείας που ενεργεί μπροστά από το μέτωπο, με αποστολή να παρέχει προστασία από εχθρική επίγεια παρατήρηση, από εχθρικά πυρά και από αιφνιδιαστική επίθεση.

chinainvadesamerica

Οι αμερικανικές δυνάμεις ενεπλάκησαν σε σειρά φονικών μαχών σώμα με σώμα με τους Κινέζους οι οποίοι καταλάμβαναν κάθε τόσο το ύψωμα, ωστόσο είτε με τις βόμβες ναπάλμ της αμερικανικής αεροπορίας είτε με ενισχυμένες αντεπιθέσεις πεζικού τις πρώτες πρωινές ώρες, ο λόφος περνούσε ξανά σε αμερικανικά χέρια. Οι Έλληνες μαχητές του ΕΚΣΕ τελούσαν σε εφεδρεία μα παρακολουθούσαν ανελλιπώς τα τεκταινόμενα πάνω στο Χάρρυ εγκατεστημένοι στο γειτονικό ύψωμα Ντικ. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που μου έδωσε το 2002 ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Δημήτρης Παπαδόπουλος: «Ήταν σα να βλέπαμε πολεμική ταινία. Επίσης, ξέραμε καλά τι μας περίμενε». Ο 3ος Λόχος του ελληνικού Τάγματος ανέλαβε την υπεράσπιση του υψώματος από τις 16 έως τις 18 Ιουνίου. Το ελληνικό Τάγμα συνολικά θα αναλάμβανε τη φύλαξη του λόφου έως τις 14 Ιουλίου.

Ειρωνεία: μία ακριβώς ημέρα μετά την τελευταία μεγάλη κινεζική επίθεση, στις 19 Ιουνίου, όταν οι άνδρες του ελληνικού 3ου Λόχου κατέβαιναν εξουθενωμένοι από το ύψωμα μεταφέροντας τους νεκρούς και τους τραυματίες της ολονύκτιας μάχης, χιλιάδες μίλια μακριά, στο Σικάγο των Ηνωμένων Πολιτειών, η σπουδαία μαύρη ερμηνεύτρια ριδμ εν μπλουζ Λαβέρν Μπέικερ ηχογραφούσε ένα τραγούδι που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Ήταν μία από τις μεγάλες επιτυχίες της δισκογραφικής εταιρείας Atlantic που είχε ιδρύσει το 1947 ένας Τούρκος, ο Αχμέτ Ερτεγκούν –γιος πρώην Τούρκου πρέσβη στις Ηνωμένες Πολιτείες–, και ένας Αμερικανός εβραϊκής καταγωγής, ο Χερμπ Έιμπραμσον, πρώην υπάλληλος της National Records.

Το τραγούδι, μια ερωτική ριδμ εν μπλουζ μπαλάντα, με τίτλο «Soul on Fire» (Φωτιά στην ψυχή), ουδεμία σχέση έχει με τον πόλεμο της Κορέας και τη μάχη στο ύψωμα Χάρρυ. Αρχίζει όμως με τους στίχους: «Θα μπορούσα να παίξω με τον Τομ, τον Ντικ και τον Χάρρυ/ αλλά για μένα υπάρχεις μόνον εσύ/ εσύ που με κάνεις ν’ ανατριχιάζω/ να τρέμω» κ.ο.κ.

Εννοείται ότι οι Έλληνες στρατιώτες στην Κορέα αγνοούσαν αυτό το τραγούδι. Κανένας τους δεν είχε ποτέ ταξιδέψει ξανά έξω από την Ελλάδα. Η Κορέα έμελλε για πολλούς να είναι το μοναδικόν της ζωής τους ταξίδειον – και το τελευταίο. Μπορεί λοιπόν η Λαβέρν Μπέικερ να έπαιζε με τον κάθε Τομ, Ντικ και Χάρυ, με τον οποιονδήποτε, με τον πάσα ένα, για τους Αμερικανούς και τους Έλληνες του 15ου Αμερικανικού Συντάγματος όμως, το Χάρρυ ήταν κάτι μοναδικό. Και οι άνδρες του δεν το ξέχασαν. Ξέρω ότι έως σήμερα, ο βετεράνος της Κορέας Γιώργος Γιωγάκης από την Ιτέα Φωνίδας δεν το έχει ξεχάσει. Κι όπως μου είπε το καλοκαίρι του 2001, κάποια «παιδιά» στο Τάγμα είχαν μετονομάσει το ύψωμα από «Χάρυ» σε «Χάρο».

Η μαρτυρία του Γιώργου Γιωγάκη ήταν η πρώτη από μια μεγάλη σειρά συνεντεύξεων και συνομιλιών μου με Έλληνες (μα και με Αμερικανούς) βετεράνους της Κορέας, βαθμοφόρους και οπλίτες, και μολονότι, πραγματολογικά μιλώντας, δεν έχει άμεση σχέση με τα όσα αποδίδω μυθοπλαστικά στο πρόσφατο μυθιστόρημά μου Πρωινή Γαλήνη (εκδ. Μεταίχμιο), όπου παρακολουθούμε μέρος της δράσης του ΕΚΣΕ, με αποκορύφωμα τη μάχη του υψώματος Σκοτς (Οκτώβριος 1951), εκείνη η πρώτη μου συνάντηση με τον Γ. Γιωγάκη ήταν καθοριστική, όχι μόνον επειδή ήταν η αφετηρία ενός μεγάλου προσωπικού ταξιδιού που κράτησε πάνω από μία δεκαετία μα και χάρη στην αμεσότητα, τη ζωντάνια, τη φόρτιση, το πάθος της αφήγησης του συγκεκριμένου ανθρώπου. Συχνά ξεσπούσε σε λυγμούς, ένιωθε σχεδόν κάθε λέξη του και θυμόταν με πάθος ο Γ. Γιωγάκης. Είχα μεταφέρει μικρό μέρος της ηχογραφημένης αφήγησής του στην εφημερίδα Καθημερινή και στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία. Παρακάτω θα παραθέσω ολόκληρη την αφήγησή του μείον τις δικές μου ερωτήσεις και παρεμβάσεις. Υπόψη, έχει γίνει μια στοιχειώδης επιμέλεια προκειμένου να αποφευχθούν φυσικές, αναπόφευκτες χασμωδίες, και ασάφειες του πηγαίου προφορικού λόγου προσπαθώντας όμως να μην παρέμβω δραστικά στον ρυθμό του λόγου του Έλληνα βετεράνου κι ας υπάρχουν σημεία που θα μπορούσαν να δεχθούν παρεμβάσεις εκφραστικές.

Πρώτα όμως, ορισμένες βασικές διευκρινίσεις: ο Γιώργος Γιωγάκης (Γ. Γ.) υπηρέτησε στον πόλεμο της Κορέας ως κληρωτός οπλίτης, με την 13η Αποστολή Αντικαταστάσεων, το 1952-53. Τον γνώρισα στις 25 Ιουνίου του 2001, στο ξενοδοχείο «Αμαλία» της πλατείας Συντάγματος. Η αλήθεια είναι ότι τον είχα ξανασυναντήσει λίγες εβδομάδες προηγουμένως, στα γραφεία του Συνδέσμου Παλαιμάχων Πολεμιστών Κορέας, στον δεύτερο όροφο μιας στοάς που βρίσκεται στον πεζόδρομο της Ερμού. Διηγούνταν στον Στυλιανό Δράκο, υποστράτηγο εν αποστρατεία και βετεράνο της 8ης Αποστολής Αντικαταστάσεων, κάποιο πολεμικό επεισόδιο από την Κορέα. Η διήγησή του ήταν φορτισμένη και τελειώνοντας, έμπηξε τα κλάματα. «Έλα, μην κάνεις έτσι», του είπε πατρικά, στοργικά, ο Στυλιανός Δράκος, γενικός γραμματέας τότε του Συνδέσμου και σημερινός πρόεδρός του. Η όλη σκηνή πήρε μέσα μου μιαν αλλόκοτη τρυφερότητα: είχε περάσει μισός αιώνας αλλά και πάλι ο αξιωματικός φρόντιζε τον απλό φαντάρο.

fullsizerender-4

 

Όταν ξανασυνάντησα τον Γ. Γ. στο «Αμαλία», και του συστήθηκα για πρώτη φορά, θέλησα να του ζητήσω συνέντευξη. Παρεπιμπτόντως, αφορμή για αυτή τη συγκέντρωση στο ξενοδοχείο ήταν η επέτειος της έναρξης του κορεατικού πολέμου. Προηγουμένως, ο Σύνδεσμος είχε καταθέσει στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη. Στην ίδια εκδήλωση γνωρίστηκα και με τον τότε πρόεδρο του Πανελληνίου Συνδέσμου Βετεράνων Αεροπορίας, τον αντιπτέραρχο Ιπτάμενο εν αποστρατεία Γεώργιο Πλειώνη, βετεράνο τριών πολέμων: του Δευτέρου Παγκοσμίου, του Εμφυλίου και της Κορέας, όπου ο Πλειώνης είχε υπηρετήσει ως διοικητής του 13ου Σμήνους, με το βαθμό του επισμηναγού. Ήταν για ένα σεβαστό διάστημα διοικητής του πατέρα μου στο Σμήνος. Όταν ο Πλειώνης κατέφτασε τον Οκτώβριο του 1951, ο πατέρας μου, ιπτάμενος ανθυποσμηναγός τότε, μετρούσε ήδη τρεις μήνες στα πολεμικά αεροδρόμια της Κορέας.

Μνημονεύω εδώ τον πατέρα μου διότι, άθελά του, από αυτόν ξεκίνησαν όλα – θέλω να πω, η δική μου ενασχόληση με την Κορέα. Κυρίως όμως επειδή τον πατέρα μου ανέφερα συχνά σε κάτι τέτοιες συναντήσεις παλαιμάχων – ειδικά όταν είχα να κάνω με βετεράνους της αεροπορίας. Ήταν ένα είδος διαπιστευτηρίου, όχι όμως μονάχα για τους αεροπόρους, τους «δικούς του» δηλαδή, αλλά και για τους «στρατέους». Τους πεζούς. Τους άνδρες του Τάγματος.

Τον πατέρα μου ανέφερα λοιπόν όταν πλησίασα τον Γ. Γ. Του είπα τα γνωστά: ότι ήταν κι εκείνος στην Κορέα κτλ. Ο Γ. Γ. ξαφνιάστηκε στην αρχή αλλά με δέχθηκε εγκάρδια. Είναι ένας άνδρας μετρίου αναστήματος με ανοιχτά μάτια – δεν θυμάμαι τώρα αν ήταν πράσινα ή γαλανά. Ευγενική φυσιογνωμία, ένας άνθρωπος που γίνεται εύκολα συμπαθής, καλοπροαίρετος με τους ανθρώπους αλλά και με φορτισμένο θυμικό. Με προσκάλεσε να πάω στο σπίτι του στην Ιτέα, να περάσουμε όλη την ημέρα μαζί και να μου ανοίξει όλο του το αρχείο.

Νωρίς το πρωί του Σαββάτου της 5ης Ιουλίου του 2001 ξεκίνησα με το αυτοκίνητο από την Αθήνα. Έφτασα στους Δελφούς και από εκεί πήρα την μεγάλη κατηφόρα με τις στροφές. Από μακριά, καθώς κατέβαινα στριφογυριστά, έβλεπα τη θάλασσα.

Στο σπίτι του, στις παρυφές της κωμόπολης, ο Γ. Γ. είχε έτοιμο το κουτί με το αρχείο του. Και ήθελε πολύ να μου μιλήσει. Αν θυμάμαι καλά –δεν είχα ακόμα θέσει σε λειτουργία το δημοσιογραφικό κασετόφωνο που τότε χρησιμοποιούσα– είχε κληθεί να υπηρετήσει στο Τεχνικό Σώμα μέσα στο 1952. Στην αρχή, η θητεία του δεν είχε τίποτα το αξιοπερίεργο. Ένας ακόμα Έλληνας κληρωτός ανάμεσα σε τόσους άλλους. Κάποια στιγμή όμως κάτι άλλαξε. Ιδού λοιπόν:

fullsizerender-2

Γιώργος Γιωγάκης, Οπλίτης Τεχνικού Σώματος, 13η Αποστολή Αντικαταστάσεων, Κορέα, 1952-1953.

…το καθίκι ο διοικητής μου στην Κοζάνη, δεν μου ανάφερε τίποτα. Είχα πάει ένα μήνα σ’ αυτό το στρατόπεδο, ώσπου στον ένα μήνα, ήτανε 27 Οκτωβρίου κι αρχίσανε τα άρματα που θα παρελάζανε στην Κοζάνη. Πάμε να βγούμε έξω, ακούω το όνομά μου στην πύλη. Εσύ πίσω. Πάω να δω τι γίνεται. Μου λέει ο σκοπός: Αποσπάζεσαι. Γιατί, του λέω; Έγινε τίποτα; Όχι, μου λέει, αποσπάζεσαι. Πάω στον αξιωματικό υπηρεσίας – αλλά πρωτίστως μου λένε πήγαινε στο γιατρό να σ’ εξετάσει. Ε, λέω, σαν νεοσύλλεκτος, θέλουν να μ’ εξετάσουν πριν με διώξουν. Πάω στο γιατρό, μου λέει, δεν σ’ εξετάζω τώρα, έλα αύρο, μεθαύριο. Πάω στο διοικητή μου, του το λέω. Γίνεται έξαλλος. Τι λε ρε, μου λέει. Έμπα μες στο τζιπ, μου λέει μετά. Με πάει ο ίδιος στο ιατρείο. Πιάνει το γιατρό, κάτι του’ λεγε κει, δεν άκουγα εγώ. Πράγματι με βάζει μέσα, μ’ εξετάζει, με βρίσκει γερό. Αυτό θέλαμε, λέει ο διοικητής στο γιατρό, δεν θέλαμε τίποτα. Γυρίζουμε πίσω. Του λέω, κύριε διοικητά έχω καμιά αρρώστια τίποτα; Γιατί εκεί πήγε το μυαλό μου. Περί Κορέας τίποτα, δεν ήξερα εγώ τίποτα. Όχι, μου λέει, κάτσε, δεν είναι τίποτα. Αυτό έγινε μια βδομάδα πιο μπροστά. Και στις 28 Οκτωβρίου κάνω να βγω έξω, όπως προείπα, και μου λένε παρέδωσε στρώματα, εργαλεία που είχα χρεωθεί κλπ. Που πάω; Λέω. Δεν ξέρω, μου λέει αυτός, θα σου πει το Κέντρο Διερχομένων. Πάω εκεί και μου λέει: Θα πας Λόχο Στρατηγείου, Ενάτη Μεραρχία. Αλλά θα τρέξεις τώρα, μου λέει, για να πάρεις το λεωφορείο της Κοζάνης. Αυτό εδρεύει στη Βέροια. Και θα πας εκεί. Τροχάδην. Να παρελαύνουν τα στρατεύματα τώρα κι εγώ, φορτομένος το γυλιό και να πηγαίνω να βρω το λεωφορείο. Έτσι παίρνανε κόσμο απ’ όλα τα Τάγματα. Ολοκληρωτικά. Δεν τους βγαίναν οι εθελοντές.

Μαζί με μένα στο λεωφορείο ήταν άλλοι δυο τρεις φαντάροι. Για πού είστε, συνάδελφοι; Τους κάνω. Για το Λόχο Στρατηγείου. Α, μαζί θα πάμε. Θα’ μαστε καλά, θα πάμε. Αυτοί ξέρανε τι γίνεται. Εγώ ήμουν ο μόνος που δεν ήξερα. Αλλά που να το καταλάβουν αυτό. Νόμιζαν ότι κι εγώ είχα ενημερωθεί. Οπότε δεν μου λένε τίποτα. Τους άκουσα που λέγανε κάτι για Κορέα αλλά δεν έδινα σημασία.

Πάω επάνω. Μου λένε: Που πας; Ξέρω εγώ; Τους λέω. Μου λένε, εδώ δεν χρειαζόμαστε κάποιον στην ειδικότητά σου. Εγώ ήμουν μηχανικός οχημάτων. Τους δίνω το χαρτί. Γράφει εδώ Λόχο Στρατηγείου; Ρωτάω. Κάθησα δυο μέρες εκεί χωρίς να κάνω τίποτα. Η συγκέντρωση για την Κορέα γινόταν στο στρατόπεδο της Βέροιας. Αυτοί είχαν το όνομά μου στα χαρτιά τους και άρχισαν να με ψάχνουν. Σου λέει: Που ’ναι αυτός; Την τρίτη μέρα με σηκώνουνε τη νύχτα, δώδεκα η ώρα. Με πήγανε σε ένα γραφείο μέσα στη Βέροια, Α2 ήταν, τώρα, ξέρω γω πως τα λέγανε, και ήταν ένας γαλονάς εκεί πέρα. Μου λέει: Έλα δω βρε παιδάκι μου· για πού πας; Ξέρω γω; Τους λέω. Υπηρετούσα στην Κοζάνη και μου δώσανε αυτό το χαρτί. Ήρθα εδώ, δεν ήρθα; Παρουσιάστηκα, δεν παρουσιάστηκα; Ό,τι λέει το χαρτί.

Μου λέει αυτός: Ξέρεις ότι θα υπηρετήσεις δυο χρόνια στρατιώτης ακόμα, ανυπότακτος; Εγώ; Του κάνω. Αφού παρουσιάστηκα όπου μου είπατε. Αρχίζει τα τηλέφωνα. Παίρνει την προηγούμενη μονάδα μου. Βγαίνει ο σκοπός: Λέει: το διοικητή σου. Είναι έξω, λέει. Πηγαίνανε και κοιμόντοτουσαν στην Κοζάνη, δεν κοιμόντουσαν μέσα στη μονάδα. Λέει για την περίπτωσή μου, ο σκοπός δεν ήξερε. Φαντάρος είμαι γω, ο διοικητής θα ξέρει. Τον αρχίζει στο βρισίδι: Όταν έρθει ο διοικητής σου θα τον ενημερώσεις. Που στέλνει έναν φαντάρο χωρίς να του πει που πάει; Ο άνθρωπος δεν ξέρει τίποτα. Θα τον αφήσει να υπηρετήσει δυο χρόνια ακόμα. Μετά παίρνει το στρατηγείο, το υπουργείο, ξέρω κι εγώ ποιον πήρε, και του λένε, πάει για την Κορέα. Ρε παιδάκι μου, μου λέει, πας για την Κορέα. Τι’ ναι η Κορέα; Τον ρωτάω. Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Τι είναι Κορέα, τι είναι βόρειος, τι είναι νότιος Κορέα, τίποτα. Μου λέει: Είναι ένα κράτος που το βοηθάει η Ελλάδα. Καλά, δεν σου’ πανε τίποτα; Ο κερατάς, λέει. Για το διοικητή μου. Κάθε δύο μήνες, μου λέει, στέλνουμε ένα τμήμα. 300 – 500 άτομα απ’ όλες τις μονάδες. Λένε: ποιοι θέλουν να πάνε εθελοντές. Αν δεν φτάνουν εθελοντές παίρνουν με τον κλήρο. Ε, εμένα ούτε με ρωτήσανε, ούτε σε κλήρο με ρίξανε, ούτε τίποτα. Εν πάσει περιπτώσει, μου λέει, γρήγορα το γυλιό σου και απάνω στο Τάγμα, στη Βέροια.

Μπαίνω μέσα, μπροστά στην πύλη, πέφτω πάνω σ’ έναν ανθυπολοχαγό. Έχω φάει τον κόσμο να τον βρω και δεν μπορώ. Αναφέρομαι και μου λέει: Που είσαι βρε παιδάκι μου; Τέλος πάντων, τράβα κοιμήσου. Σηκωθήκαμε νύχτα και μας πήγανε στην Κατερίνη, στο Πλατύ, το λεγόμενο, με τα Τζέιμς, και μετά φύγαμε με τα τρένα. Σταθμός Λαρίσης και μετά με τα τζέιμς πάλι, για τη Βουλιαγμένη. Παρουσιαστήκαμε στις 28 ή 29 Οκτωβρίου. Το 1952. Εκεί κάναμε ένα μήνα εκπαίδευση. Με τους λοκατζήδες. Να μας κάνουνε εκπαίδευση στα ημιαυτόματα. Τα όπλα. Μόνο οι λοκατζήδες τα είχανε αυτά. Εμείς μέχρι τότε ρίχναμε με εγγλέζικα. Εμ φίφτι, κάτι τέτοια. Ε, μας εκπαίδευσαν οι λοκατζήδες σ’ αυτά τα όπλα που θα χρησιμοποιούσαμε στην Κορέα.

Όταν έμαθα τι γίνεται στην Κορέα, τότε κατάλαβα ότι με στέλνουν σε πόλεμο. Αλλά βρεθήκαμε τετρακόσια άτομα στη Βουλιαγμένη για εκπαίδευση. Να πάω κόντρα σε όλο αυτόν τον κόσμο; Να πιάσω τον ένα και τον άλλο για να με βγάλουν; Ντρεπόμουν. Δε βαριέσαι, είπα, θα πάω. Να σκεφτείς, πριν να με καλέσουνε για την Κορέα, με είχανε να πάω για εκπαίδευση στη Γερμανία. Τότε τα τζιπ ήταν βενζινοκίνητα και θα τα αλλάζαμε σε πετρελαιοκίνητα. Κι ήθελαν να με στείλουν να εκπαιδευτώ στην αλλαγή των μηχανών. Στράβωσε όμως το πράγμα. Και δεν είπα και τίποτα στον πατέρα μου. Ο άνθρωπος ήξερε ότι θα πήγαινα στη Γερμανία. Ώσπου είδε το όνομά μου στην εφημερίδα, μαζί με των άλλων παιδιών. Σαν πατέρας μου λέει, τι λέει εδώ, που θα πας;

Όταν ήταν πια να φύγουμε μας κάνανε τόσες ακτινογραφίες, εξετάσεις και ενέσεις που δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε τα χέρια μας. Δεν χαιρετάγαμε τους αξιωματικούς στο δρόμο από τη Βουλιαγμένη κι αυτοί το ξέρανε ότι ήτανε από τα εμβόλια και δεν μας πειράζαν. Ήξεραν ότι πηγαίναμε στην Κορέα. Έγραφε η στολή Μ/ΕΚΣΕ. Μέχρι και στο Συγγρού μας πήγανε. Μας υποχρεώσανε να γδυθούμε μπροστά σε γυναίκες, δεν θέλω να το θυμάμαι, άστα.

%ce%b1%ce%ba%cf%81%ce%bf%ce%b4%ce%b5%ce%be%ce%b9%ce%ac-86

Λοιπόν: Από τη Βουλιαγμένη βγήκαμε αρχές Δεκεμβρίου. 10 Δεκεμβρίου μπήκαμε στο καράβι. «Τζένεραλ Σι Έιτς Μιούιρ» το λέγαν. Ήμαστε το 13ο Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος. 27 αξιωματικοί και 354 οπλίτες. Αυτή ήταν η δύναμή μας. Οι δε οπλίτες που ήμαστε γεννηθέντες το 1929, ανήκαμε στην 25η ΕΣΣΟ.

Φύγαμε την ίδια μέρα, στη 1.30 μετά μεσημβρίαν. Είχα αριθμό Σειρά Μεταβιβάσως στο πλοίο, 127. Καλούσαν το νούμερό σου με τ’ όνομά σου, και έμπαινες στο πλοίο. Κάναμε την πρώτη στάση στο Πορτ Σάιντ δυο μέρες μετά. Από κει φύγαμε στις εφτά το πρωί, την επομένη. Δεν κατεβαίναμε πουθενά. Βλέπαμε τα λιμάνια απ’ το πλοίο. Μόνο στη Μπαγκόγκ κατεβήκαμε. Πήραμε στρατεύματα κι από κει, πως τους λένε, Σιαμέζους, Ταϋλανδέζους. Στο μεταξύ είχαμε ήδη ανεβάσει Βέλγους και Ολλανδούς. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά κάναμε πάνω στο καράβι.

Κοιμόμαστε σε κουκέτες. Ανά τέσσερις. Παίζαμε παιχνίδια, ρουλέτα, ό,τι θέλεις.

Φτάσαμε στην Κορέα στις 7 Ιανουαρίου του ’53 και ώρα τέσσερις μετά μεσημβρίαν. Στην Ιντσόν. Στις 8 του μήνα αποβιβαστήκαμε στο αρματαγωγό «Γιου Ες Άρμι 684». Το πλοίο μας άφησε στον κόλπο και το αρματαγωγό μας έβγαλε στην Ιντσόν. Αυτά είναι σαν φέρι μποτ με τη μπάρα μπροστά. Πέφτει η μπάρα και κατεβαίνεις.

Απ’ την Ιντσόν μας πήρανε με τζέιμς στο σταθμό και μετά, με τρένο, μας πήγανε στο Τάγμα. Στις 9 του μήνα. Αρχίσαμε εκπαίδευση. Βολές, στίβος μάχης κλπ. Εκπαιδευτήκαμε στις συνθήκες που υπήρχανε εκεί. Μας μαθαίναν να ξεχωρίζουμε τον κάθε θόρυβο. Ποιο θόρυβο κάνει η χελώνα, ποιον η αλεπού, ποιον ο Κιζένος. Φορούσαμε αλεξίσφαιρα. Ειδικές κάλτσες με μάσκες μπροστά και στη φτέρνα για τα κρυοπαγήματα – το χειμώνα αυτά. Ακόμα και τ’ άρβυλα είχαν ειδική θήκη με γούνα. Όλα μας τα έδιναν οι Αμερικανοί. Σαν αστροναύτες ήμαστε. Μας δώσανε και μεταλλικές ταυτότητες. Αν σκοτωνόσουν και θαβόσουν σε κοινό τάφο στη βάζανε στο στόμα. Αν είχες δικό σου τάφο την κρεμάγανε στο σταυρό. Γράφανε και τ’ όνομά σου πάνω αλλά κρεμάγανε και την ταυτότητα.

fullsizerender-6

Η Κορέα, τώρα: άλλος τόπος εκεί. Βαλτότοπος. Ζούγκλα. Πεύκα και καστανιές. Χωματοβούνια. Σπάνια να βρεις πέτρωμα. Ο Χάρις (σ.σ. το ύψωμα) είχε λίγο πέτρωμα αλλά γενικά ο τόπος αυτός δεν είχε πέτρες. Είχε χώμα. Και κρύο διαβολεμένο. Όταν αργότερα πήγαμε στα αμπριά, στα χαρακώματα, είχαμε ένα λοχία με μουστάκια. Τριανταφυλλίδης, καλή του ώρα. Βγαίναμε έξω το πρωί και πλενόμασταν. Ώσπου να μπει μέσα τα μουστάκια του πιάναν κρύσταλλο. Μέσα είχαμε σόμπες με πετρέλαιο.

Λοιπόν. Στην ελληνική μονάδα είχαμε έναν νεαρό Κορεάτη, δεκαοχτώ χρονών, ο οποίος μιλούσε ελληνικά, εγγλέζικα, φαρσί. Έγραφε κι όλας. Και διάβαζε. Τώρα πού έμαθε, ένας Θεός ξέρει. Κάθε λόχος είχε έναν τέτοιο Κορεάτη. Μόνο ο δικός μας όμως ήξερε έτσι καλά τις γλώσσες. Τους Κορεάτες αυτούς τους λέγανε ΛΟΜ: Λόχοι Ορεινών Μεταφορών, κάπως έτσι. Δηλαδή, μας βοηθούσανε να φορτώσουμε και να ξεφορτώσουμε πυρομαχικά κλπ., συνεννογιόντουσαν με κανέναν αιχμάλωτο, τέτοια. Αυτό το παιδί μου είχε γράψει στα κορεατικά τη διεύθυνσή του. Δεν του έγραψα τότε και ψάχνω τώρα να τον βρω. Όταν πήγα στην Κορέα το ’99 με την αποστολή των Βετεράνων το ανέφερα σε κάτι Κορεάτες δημοσιογράφους. Το παιδί το έλεγαν Κιμ Χαν Κουνγκ. Ζήτησα λοιπόν κι έβαλαν αγγελία σε εφημερίδα της Κορέας. Ακόμα δεν έχω νέα του.

Πριν μας πάνε μπροστά, στην πρώτη γραμμή, είχαμε έναν παπά μαζί μας, τον βάζανε να μας εξομολογήσει. Σου λέει, μπορεί να μην ξαναγυρίσεις, μην πας αμαρτωλός. Έρχεται η σειρά μου, με ρωτάει: Εσύ τι έκανες; Του λέω: Όταν ήμουνα μικρός έκλεβα κορόμηλα, πάτερ. Ζει ακόμα αυτός ο παππάς. Κάθεται στου Παπάγου.

fetchimg

Δεκαεπτά Ιουνίου 1953, ημέρα Τετάρτη, είναι ο Χάρις. Πάνω στην οροσειρά Μιζούρι. Τότε έγινε το ύψωμα Χάρι. Στις 27 Ιουλίου έγινε η ανακωχή. Μετά ήτανε ήσυχα και ωραία. Αλλά στο Χάρι είχαμε την κύρια γραμμή, πέντε με εφτά χιλιόμετρα. Την ημέρα έβαλαν αυτοί με τους όλμους και το πυροβολικό, κανόνια και τέτοια. Την ημέρα δεν είχε επίθεση. Και στο Χάρι και μετά, στην Κουμσούνγκ. Μόλις σουρούπωνε έπαιρνε ένας λοχίας ή ένας ανθυπολοχαγός, ανάλογα με τη δύναμη, εφτά άντρες άμα ήταν λοχίας και δώδεκα άμα ήταν ανθυπολοχαγός, είχαμε το μέτωπο εδώ και κατεβαίνανε μόλις σουρούπωνε. Τριακόσια μέτρα, τετρακόσια. Στη νεκρά ζώνη. Πεντακόσια μέτρα ή χίλια, ανάλογα με το έδαφος. Βγαίνανε όμως κι αυτοί. Αν σε προλαβαίνανε σε χτυπούσαν, αν τους προλάβαινες τους χτυπούσες.

Εγώ δεν ήμουνα στην πρώτη γραμμή, δεν ήμουνα τυφεκιοφόρος. Ήμουνα στο Τεχνικό Σώμα. Είχα όπλο φυσικά το οποίο όμως το είχα πετάξει το όπλο και είχα κρατήσει μια τουρτούρα. Διότι εκεί δεν σε χρεώναν το όπλο όπως εδώ, στο στρατό. Εδώ χρεώνεσαι το όπλο, τον αριθμό του κλπ. κι αν το χάσεις χάθηκες. Εκεί όμως έβρισκες όπλα πεταμένα στο δρόμο. Πέταγες το δικό σου κι έπαιρνες ένα άλλο. Η τουρτούρα ήταν όπλο αυτόματο, ρωσικό στην κατασκευή, από πάνω ήτανε έτσι όπως είναι το «φλιτ», ένα στρογγυλό, κι έπαιρνε εβδομήντα δύο σφαίρες. Σε γάζωνε. Δεν γλύτωνες. Αυτά ήταν για οδομαχίες που’ χε πολλές. Δηλαδή, όχι ακριβώς οδομαχίες αλλά μάχες εκ του συστάδην. Από κοντά. Ξεφυτρώνανε απ’ τα πεύκα, από πάνω, από κάτω, ζούγκλα. Περπάταγες στα χορτάρια και δεν ήξερες τι είναι από πίσω.

korea_ellines

Λοιπόν, δεν υπηρετούσα στη γραμμή των πρόσω, έφτανα όμως στην πρώτη γραμμή με τα οχήματα φορτωμένα νάρκες, οβίδες, χειροβομβίδες. Υλικά πολέμου. Τα πηγαίναμε στα αμπριά. Τσουβάλια άμμου. Λοιπόν· όταν πλησιάζαμε μας χτυπάγανε κι εμάς. Με όλμους. Εγώ δεν αποχωρίστηκα το αλεξίσφαιρο ποτέ. Το ένα ήταν σαν γιλέκο, πράσινο με φερμουάρ, και το άλλο σαν κουλαμάνα. Έχω κρατήσει μια πλάκα. Την έραβαν πάνω στο μπουφάν. Πλάκες πλάκες, ραμμένες στο μπουφάν. Αυτό σταματούσε τις σφαίρες. Βέβαια, στα πόδια, στα χέρια, στο κεφάλι κυρίως, αν την έτρωγες, σε έπιανε. Εγώ ήθελα να γυρίσω πίσω και λάβαινα όλα τα μέτρα. Αγαπιόμουν τότε με την κυρά μου, Θεός σχωρέστη, και μου’ χε πει, «Θα σε περιμένω» (σ.σ. λυγμοί). Ήθελα γυρίσω. Στην αρχή, είναι η αλήθεια, φοβόμασταν πολύ. Σε ξένο τόπο, να είσαι τετ-α-τετ με τον εχθρό… Φορούσα λοιπόν και τα δύο τα αλεξίσφαιρα. Γι’ αυτό με βγάλανε «Αλεξισφαιράκια». Τάχα μου. Αλλά εγώ είμαι ήπιος άνθρωπος. Δεν τα ’παιρνα τοις μετρητοίς. Εγώ είχα πέντε αδέλφια πίσω, οικογένεια ολόκληρη.

Φοβόμασταν. Αλλά μας κάναν και πλύση εγκεφάλου. Ερχόταν ο λοχαγός όταν συγκεντρωνόμαστε και μας έλεγε: «Παιδιά, θα πάμε εκεί και θα κάνουμε και θα ράνουμε. Φανταστείτε τι θα γράφουν οι εφημερίδες. Εμείς είμαστε πολεμισταί». Σ’ έκανε να μη φοβάσαι, να μη λογαριάζεις τη μάνα που σε γέννησε.

Ένας ολμιστής των 80 χιλιοστών, από τη Ρόδο νομίζω, πήγε νύχτα ο άνθρωπος προς νερού του και κοιτάει κάτω και βλέπει ότι είναι κυκλωμένοι. Κινέζοι παντού. Τρέχει, το λέει στο λοχαγό, σημαίνει συναγερμό. Στήνονται και τους περιμένουν. Κάνουν την εφόρμηση οι Κινέζοι, τους καθαρίζουν. Πάνε μετά για τα παράσημα. Παίρνει παράσημο ο λοχαγός, τίποτα ο ολμιστής. Εγώ που τους είδα πρώτος και ειδοποίησα και με αγνόησαν, έλεγε μετά. Τον πήρε το παράπονο. Δεν ήθελε λεφτά. Ηθική αμοιβή ήθελε. Είχαμε πολλά τέτοια παιδιά.

picture67

Επειδής η Κορέα ήτανε βαλτότοπος τα αυτοκίνητα, ειδικά με τις βροχές, βουλιάζανε. Και πηγαίναμε με το φορτηγό του συνεργείου και τα τραβάγαμε με το γάντζο. Είχα γυρίσει όλους τους λόχους. Έχω ακόμα όλα τα δελτία. Τα μάζευα όλα. Διότι ήμουν τακτικός. Εκεί με έστελνε ο υπολοχαγός μου, Γκάτζος Δημήτριος.

Ενέδρες εγώ δεν έβγαινα τα βράδυα. Να πω την αλήθεια, έριξα πέντε έξι τουφεκιές στον αέρα αλλά κι αν έβλεπα απέναντι τον εχθρό δεν θα του έριχνα. Τώρα, αν κινδύνευα, τι θα έκανα; Θα έριχνα. Αλλά υπήρχαν τυφεκιοφόροι που χωρίς να υπάρχει λόγος έριχναν. Να τον πετύχουν. Όχι, βρε αδελφέ. Αυτή είναι η αμαρτία μου. Τον καιρό εκείνο πίστευα εγώ ότι στην Κορέα γινόταν αυτό που έγινε στην Ελλάδα στον εμφύλιο, στο συμμοριτοπόλεμο. Έβλεπες αδελφό να σκοτώνει αδελφό. Γιατί; Έτσι ήτανε κι η Κορέα. Χωριζόντουσαν οικογένειες. Εγώ είχα τον αδελφό μου, φαντάρο στο στρατό, πάνω στο Γράμμο και το Βίτσι και τον πρώτο ξάδελφό μου αντάρτη. Κι ο ένας πολεμούσε τον άλλο.

outpost_wars_harry_day_720x520

Ύψωμα Harry / Χάρος

Λοιπόν, όλο το μαρτύριο πάνω στο Χάρι το τράβηξε ο 3ος Λόχος. Ήταν πάνω στο ύψωμα. Ο λόχος αυτός έφαγε όλη τη μπαταριά.

Εμένα οι σφαίρες δεν με φτάναν. Ήμουν ενάμιση χιλιόμετρο πίσω. Και το βεληνεκές έφτανε τα χίλια, χίλια διακόσια μέτρα. Όταν καθόμουν πίσω.

Κάποιες μέρες, πηγαίναμε με τον υπολοχαγό τον Γκάτζο και έναν απ’ τη Ρόδο, Κρητικό Σάββα, κι ένα μικρό Κορεατόπουλο που μας βοηθούσε. Οδηγούσα εγώ ένα τζιπ. Στον δρόμο 3. Οι δρόμοι είχαν αριθμούς. Ο υπ’ αριθμ. 3, για να σου δώσω να καταλάβεις, ήταν κάτι σαν Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Αρχίναε: 2Ζ, 3Γ, ο 19, ο δρόμος που μας πήγαινε στο Τάγμα. Οι ταμπέλες δεν έγραφαν «Προς Ελληνικό Τάγμα» αλλά προς «Σπαρτανς». Οι Αμερικανοί μας αποκαλούσαν «Σπάρτανς», ότι δηλαδή οι Έλληνες πολεμούσανε σαν Σπαρτιάτες. Οι πρώτες αποστολές, πριν από εμάς, είχαν βγάλει πολύ καλό όνομα. Η πρώτη αποστολή ξεκίνησε από τη Λαμία, στο στρατόπεδο λίγο πιο πάνω από τ’ άγαλμα του Λεωνίδα. Πήγαν λοιπόν τα μέλη της αποστολής και φύτεψαν εκεί κοντά τριακόσια κυπαρίσα. Ούτε ο Δήμος της Λαμίας ούτε τα Καμμένα Βούρλα το έκανε αυτό. Τα φύτεψε η πρώτη αποστολή του Εκστρατευτικού Σώματος. Αυτοί όλοι είχαν ήδη πολεμήσει πάνω στον εμφύλιο, ήταν ετοιμοπόλεμοι. Όχι όμως κι οι σειρές που ακολούθησαν σαν τη δική μου. Πήγανε εθελοντές στην Κορέα, πήγαν αρκετοί. Κάποιοι ήθελαν περιπέτεια ή ήσαν αντικομμουνισταί. Άλλοι πηγαίναν για τα γαλόνια. Όχι μόνο αξιωματικοί. Κάποιοι υπαξιωματικοί και φαντάροι ήθελαν να παραμείνουν στο στρατό και να πάρουμε γαλόνια. Η περίοδος της θητείας τους στην Κορέα μετρούσε διπλά. Έτσι παίρναν πιο γρήγορα γαλόνια. Αν γύριζαν πίσω. Αλλά υπήρξαν κι εκείνοι που έβαζαν μέσο να μην πάνε. Πολλοί ήταν αυτοί. Γι’ αυτό και μετά τραβούσαν κλήρο. Κι εκεί βάζαν μέσο πάλι.

Λοιπόν: Τους είχα μάθει όλους τους δρόμους. Ήταν ένα ξέφωτο στο δρόμο με δίχτυ γύρω γύρω. Απ’ το βουνό είχαν ορατότητα στο δρόμο διακόσια μέτρα. Εμείς παίρναμε πάντα τους δρόμους πίσω απ’ τα βουνά που ήταν το μέτωπο. Αλλά μας τη φυλάγανε. Μας πλακώνουνε λοιπόν μια μέρα με τους όλμους. Σταματάω αμέσως και πηδάμε από τη μία εμείς και το κορεατόπουλο απ’ την άλλη. Εκεί, στα πλάγια, είχε νερό, φαντάσου ένα βαρέλι γεμάτο νερό. Χωθήκαμε εκεί μέσα αλλά δεν χωράγαμε ολόκληροι. Έρχεται ο Κρητικός και πέφτει δίπλα μου. Το αυλάκι ίσα που σε κάλυπτε απ’ το έδαφος. Γούρνα ήταν δηλαδή. Έμπα μέσα ρε, του λέω. Τον τραβάω να φύγει από την επιφάνεια που πέφταν οι οβίδες βροχή και μ’ αρπάει μία στο χέρι, όχι πως με πέτυχε κανονικά, μου έσκισε το χέρι. Αλλά αν δεν έβαζα εκεί το χέρι μου να τον τραβήξω θα τον πετύχαινε. Του έσωσα τη ζωή εκείνη τη μέρα. Θα πεθάνω και δεν θα μείνει αυτό. Με το νερό άρχισαν να ’ρχονται αίματα. Ήταν απ’ το Κορεατόπουλο. Το είχαν πετύχει. Το σκότωσαν. Μας σκέπασε το αίμα του (σ.σ. λυγμοί). Αφού ρίξανε ρίξανε, σουρούπωσε και δεν είχε πια ορατότητα. Σταμάτησαν. Βγήκαμε, το πήραμε το παιδί και το βάλαμε στο τζιπ. Δεν χτυπήσανε το τζιπ. Ψάχναν εμάς.

picture35

 

Εγώ είχα το τραύμα αλλά δεν ήθελα να με γράψουν τραυματισμένο γιατί θα μ’ έβαζαν στις λίστες και θα το βλέπανε στην Ελλάδα οι γονείς μου. Επιπόλαιο τραύμα ήταν αλλά δεν θα ήξεραν. Θα βλέπανε «τραυματίας». Θα τρομάζανε οι άνθρωποι. Το τόσο θα το κάνανε άλλο τόσο. Αυτή την εντύπωση είχα εγώ. Αλλιώς θα μπορούσα να βγω τραυματίας. Μα αφού ήμουνα τραυματίας χωρίς να έχω τραυματιστεί. Οπότε γυρίζουμε μας ρωτάνε τι έγινε, τους λέμε, μας ρίξανε, σκοτώθηκε το παιδάκι, αλλά δεν είπαμε κουβέντα για το χέρι μου. Άλλοι ψοφάγανε να βγούνε τραυματίες. Πενήντα τρία χρόνια το έχω το τραύμα και η ουλή φαίνεται ακόμα.

Η 15η Αποστολή πρόλαβε τις τελευταίες μάχες. Τους τελευταίους δύο μήνες περίπου. Εμείς, ως 13η, ήμαστε η πιο καταραμένη αποστολή. Κάθισα και τα ’βγαλα: Το 1951 σκοτώθηκαν 11 αξιωματικοί, 82 στρατιώτες, τραυματίστηκαν 14 αξιωματικοί και 227 στρατιώτες. Το 1952, δύο αξιωματικοί σκοτωμένοι, 26 στρατιώτες, έξι αξιωματικοί τραυματίες και 84 στρατιώτες. Το 1953, που είχε πόλεμο μόνον τους έξι μήνες, δεν ήταν ολόκληρος ο χρόνος όπως τις άλλες δύο χρονιές: 2 αξιωματικοί και 55 στρατιώτες σκοτωμένοι, 10 αξιωματικοί και 118 στρατιώτες τραυματίες. Μόνον το εξάμηνο αυτό.

Ήμαστε 3η Μεραρχία, 15ο Σύνταγμα, Ελληνικό Τάγμα. Το 15ο Σύνταγμα είχε τέσσερα τάγματα. Δύο αμερικάνικα και ένα πορτορικάνικο, δηλαδή και τα τρία αμερικάνικα, και ένα ελληνικό.

17 προς 18 Ιουνίου, λοιπόν γίνεται ο Χάρις. Λες και το’ χει κυριέψει ο διάολος. Αυτή την οροσειρά, τη «Μιζούρι». Ένα βουνό σ’ αυτή την οροσειρά από το οποίο μπορούσε να ελέγχεις δέκα χιλιόμετρα πιο πέρα. Ως την Ιντσόν. Κι αυτό το βουνό ήτανε ο Χάρης. Γι’ αυτό το θέλανε σαν τρελοί οι Κινέζοι.

fullsizerender-5

Από την αριστερή μεριά, τη δυτική, δεν μπορούσε να ανέβει ούτε άνθρωπος. Τόσο απότομος ήταν ο βράχος. Και τα οχήματα σταματούσαν ένα χιλιόμετρο πίσω. Παίρναμε τότε και τα τρία ερπυστριοφόρα, του 1ου λόχου, του 2ου λόχου, και ανεβαίναμε το λόφο. Αυτά ήταν τα Μ-39. Είχε την ταχύτητα ενός τζιπ αλλά δεν είχε τιμόνι. Είχε την καρότσα από πίσω. Άμα ήταν να φορτώσουμε πυρομαχικά για κάλυψη βγάζαμε τα καθίσματα.

Δώδεκα παρά τέταρτο το βράδυ άρχισε ο βομβαρδισμός και στις δώδεκα έκαναν την πρώτη έφοδο. Αποκρούστηκε. Στις δύο το βράδυ έκαναν την δεύτερη επίθεση. Εκεί μπήκανε μέσα στα χαρακώματα και πιαστήκανε στα χέρια. Το αποκορύφωμα της μάχης. Αλλά είχε ήδη αρχίσει από τις 11 Ιουνίου. Γι’ αυτό είχαμε θύματα και στους πρόποδες του υψώματος. Τους φόρτωνα στα ασθενοφόρα. Πτώματα παντού. Βογγητά απ’ τους πληγωμένους. Να σου σχίζουν τη καρδιά (σ.σ. λυγμοί). Ο άλλος με μια τρύπα να στο στήθος ο άλλος να ’χει όλο το πρόσωπο καλυμμένο με αίματα. Ακολουθούσα τη φάλαγγα στην 1η γραμμή. Κουβαλούσα πυρομαχικά και φαγητό στα αμπριά.

Είχαμε μπροστά χαρακώματα και πίσω. Στο σχήμα της ημισέληνου. Ενώ συμβαίνουν όλ’ αυτά, εμείς αναμένουμε πιο πίσω διαταγές. Ήμαστε ο λόχος ενισχύσεως. Ο διοικητής του Τάγματος ήτανε τώρα απέναντι. Κοίταε πώς εξελισσόταν η κατάσταση. Μόλις είδε ότι αυτοί προχωρούσανε πάλε, αρχίζει τους όλμους. Αυτό που έλεγε ο Λουκάς (σ.σ. Λουκάς Στέφος, ολμιτής της 13ης Αποστολής) ότι έριξε τρεις με τέσσερις χιλιάδες βλήματα μέσα σε ένα βράδυ δεν είναι υπερβολή. Ο όλμος είναι καμπύλης τροχιάς. Είναι δύο ειδών. Των έξι ιντσών και των δέκα ή δώδεκα ιντσών, δεν θυμάμαι τώρα. Τους ρίχνεις από μπροστά, αυτούς των έξι. Ένας φορτωνόταν την κάννη του όπλου και ένας άλλος έπαιρνε τη βάση. Των δώδεκα ιντσών τον κουβαλάγανε τρεις τέσσερις. Το’ βανες απ’ την κάνη μπροστά και το άφηνες. Έσκαζε κι ακόμα κι αν δεν σε πετύχαινε αμέσως, σε πετύχαιναν τα θραύσματα. Σου κατέβαζαν την πλάτη ολόκληρη. Είδα έναν, του ’χε σκίσει τη μία ωμοπλάτη, είχε φύγει το θραύσμα, τον πήρε ξυστά και μαζί του ξήλωσε όλο το κόκαλο. Έβλεπες το πνευμόνι να σπαρταράει. Μετά από λίγο πέθανε.

Οι Κινέζοι στέλναν διαρκώς κόσμο. Δεν τους ένοιαζε πόσοι θα σκοτωθούν. Ήτανε άπειροι. Αλλά, λέω εγώ τώρα, σε φτιάνουνε τόσο πολύ φανατισμένο που δεν υπολογίζεις τίποτα, αν θα σκοτωθείς. Κι αφού βλέπανε ότι υποχωρούσαν τους έβλεπες τους δικούς μας να βγαίνουν απ’ τα χαρακώματα και να τους παίρνουν στο κατόπι. Ε, γαμώ την Αγγλία σου, κάτσε μωρέ, φύγανε πια, άστους. Δεν χρειάζεται να ’χεις τέτοιο ενθουσιασμό. Γιατί εκεί σκοτώθηκε κόσμος.

Δεν ήρθα τετ-α-τετ με τον εχθρό αλλά τα βλήματα με βρίσκανε μια χαρά. Σειόταν ο τόπος από τους «Μπάρμπα-γιώργηδες», τα τανκς. Έβγαιναν τη νύχτα, κάναν δυο τρεις ώρες βομβαρδισμό και μετά γινόταν η επίθεση. Λοιπόν, οι Κινέζοι προσπάθησαν τρεις φορές μέσα στη νύχτα. Φτάσανε στα αμπριά κι ο Γιώργος ο Μάρκος της 12ης αποστολής, έριξε με το τουφέκι και μετά τον κατηγορήσανε. Γιατί έριξες με το τουφέκι, του είπανε. Αλλά ο άλλος σε φτάνει με το όπλο. Ή σε τουφεκάει ή σε τρυπάει με την ξιφολόγχη. Γιατί φτάνει μέσα, πηδάει στο χαράκωμα. Κι επειδής τουφέκισε τον είχαν κατηγορούμενο. Γιατί άμα είσαι εκ του συστάδην, που λένε, απαγορεύεται να κάνεις χρήση του όπλου.

fullsizerender-3

Θυμάμαι καθαρά τη μέρα της ανακωχής. 27 Ιουλίου 1953. Πήραμε το σήμα ότι η ανακωχή υπογράφηκε στις δέκα η ώρα το πρωί. Δέκα και τέταρτο. Τ’ ακούγαμε με τον ασύρματο. Μας φέρανε έντυπα, σαν τη δήλωση του νόμου 105, όπου δηλώναμε ότι αποδεχόμαστε τη συνθήκη της ανακωχής και ότι από τις δέκα η ώρα το βράδυ δεν θα κάναμε χρήση των όπλων μας. Υπογραφή κλπ. Φύγανε αυτά. Αρχίσανε όλοι να χοροπηδάνε. Οι Κινέζοι όμως βαράγανε ακόμα. Θέλανε το Χάρι για να βγούνε στην Ιντσόν. Τους έλεγα, μην βγάζετε τ’αλεξίσφαιρα. Με κοροϊδεύανε επειδή δεν έβγαζα το αλεξίσφαιρο και το κράνος. Αυτά που κάνουνε οι Έλληνες. Παλικαριές. Κι είχαμε νεκρούς και τραυματίες. Μα επιτρέπεται να έχεις νεκρούς την τελευταία μέρα;

Θυμάμαι τον Γιάννη τον Μαραγκουδάκη, από την Κρήτη. Της 12ης Αποστολής. Είχε ήδη πάει στην μονάδα επαναπατρισμένων. Τον τελευταίο μήνα πριν φύγεις πήγαινες σ’ αυτή τη μονάδα. Λοιπόν, δύο τρεις μέρες μετά θα φεύγανε. Ήρθε στις 23 να χαιρετίσει. Ρε παιδιά, λέει, κάνας Κρητικός εδώ γύρω να στείλω χαιρετίσματα; Από Χανιά κανείς; Λέω, εγώ είμαι Κρητικός. Ο παππούς μου και η γιαγιά μου ήτανε απ’ την Κρήτη. Ο παππούς μου ήτανε ναυτικός, την πήρε και φύγανε στη Μικρά Ασία. Εκεί κάνανε οικογένεια και από κει τους διώξανε το ’22. Κι ήρθανε στην Ιτέα. Ήρθε λοιπόν ο Μαραγκουδάκης και τον κέρασα κόκα κόλα. Τότε ούτε που ξέραμε τι είναι η κόκα κόλα. Στην Κορέα τη μάθαμε. Στην Ελλάδα δεν είχε. Για πολλά χρόνια ακόμα δεν είχε. Λοιπόν, πίναμε κόκα κόλα επειδή στις 24 γιόρταζα. Ε, σκοτώθηκε στις 25. Στα μετόπισθεν την έφαγε. Φεύγαμε απ’ το μέτωπο. Ήμαστε στα μετόπισθεν, Β’ κλιμάκιο, Γ’ κλιμάκιο κλπ. Μου ’χανε δώσει και τζιπ που έγραφε «Ρόαντ τεστ», δηλαδή, «Δοκιμή επί της οδού» ή κάτι τέτοιο. Δεν με σταμάταγε ούτε η Εμ-Πι, η αμερικανική στρατονομία. Πήγα να τον βρω αλλά τον είχανε μαζέψει. Μετά που τελείωσε ο πόλεμος μας έβαλαν και φτιάξαμε ένα στρατόπεδο και όλο το Τάγμα έμενε εκεί. Τ’ ονομάσανε «Στρατόπεδο υπολοχαγού Μαραγκουδάκη», στη μνήμη του.

Κάτι παράσημα που μας δώσανε, δεν μας βγάλανε έξω, να μας παρατάξουν για να μας τα δώσουνε, το γράψανε απλώς στο «πέι-μπουκ» αλλά δεν μας τα έδωσαν ποτέ. Αυτά που φοράγαμε τα’ χαμε αγοράσει απ’ την καντίνα με δικά μας λεφτά. Παράσημα μας έδωσε το 1999 η Κορεατική Δημοκρατία. Τότε ξανάδα το Χάρι. Αγνώριστο. Καταπράσινο. Τότε ήταν καμένο από τους όλμους και τα τοιαύτα.

Πολλές φορές άκουσα να μου λένε: τι πήγατε να κάνετε βρε εκεί πέρα; Πήγατε μισθοφόροι, για να πλιατσικολογήσετε. Για στάσου, τους λέω. Σε στέλνει το κράτος, τι θα κάνεις; Είσαι στο στρατό, τι θα κάνεις; Δεν είναι όπως σήμερα που σηκώνονται όλοι στο πόδι άμα λένε να στείλουνε στρατό στον Περσικό, στο Κόσοβο κλπ. Τότε δεν είχε τέτοια. Μετά τον εμφύλιο; Έπαιρνες το τουφέκι και πήγαινες. Γι’ αυτό είχες εκπαιδευθεί. Για να εκτελείς προθύμως και άνευ αντιλογίας στας διαταγάς των ανωτέρων σου. Τώρα στο στρατό τρώνε με το δίσκο. Και καλά κάνουν. Εμείς, όταν τρώγαμε, με κουραμάνα τρώγαμε. Σου λέει, πήγατε εκεί χάμω για τα λεφτά. Ναι, ότι μας πληρώνανε, μας πληρώναν. Είκοσι δολάρια το μήνα και άλλα είκοσι δολάρια στέλναν στους γονείς μας. Ή αν θέλουμε, να τα βάζουνε στην τράπεζα και να τα πάρουμε μετά. Ήταν ένα είδος διαθήκης. Αν σκοτωνόσουν, τα λεφτά αυτά πήγαιναν στους γονείς σου. Η Ελλάδα τότε πείναγε.

korea-5.jpg

Ο Ι. Ν. Αγίου Νικολάου στη Chong Dong κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ού αι.
και αναστηλώθηκε το 1953

Μέχρι και εκκλησία φτιάξαμε εκεί χάμω, με δικά μας λεφτά. Τον Άγιο Νικόλαο. Τον έφτιαξε η δικιά μας αποστολή, η 13η. Μας πάνε λοιπόν το 1999, σε μια από τις αποστολές επίσκεψης που κάναμε οι βετεράνοι, να προσκυνήσουμε στην εκκλησία. Εγώ θυμάμαι ακόμα το δρόμο. Τη φάλαγγα με τα υλικά που πήγαινα τότε. Πάμε εκεί, λέω στο γιο μου, δεν είναι το σωστό μέρος. Μου λέει, δεν θυμάσαι καλά, πάνε πενήντα χρόνια. Είσαι καλά, του λέω. Μπορεί να μη θυμάμαι τι έφαγα χτες, να σου πω φασόλια, ενώ έφαγα μπάμιες, αλλά εκείνα τα πράγματα που έζησα είναι χαραγμένα μέσα μου για πάντα (σ.σ. λυγμοί). Δεν είναι αυτός Άγιος Νικόλαος! Βγήκε ο Έλληνας παπάς και λέει για τον Άγιο Νικόλαο που έφτιαξε το Τάγμα (δεν αναφέρει τίποτα για την 13η αποστολή, πάει καλά) αλλά μετά λέει: η εκκλησία που βλέπετε μπροστά σας δεν είναι ο Άγιος Νικόλαος που έφτιαξε το Τάγμα. Είναι κάνα δυο χιλιόμετρα πιο πίσω. Τι είχε συμβεί; Πουλήσανε εκείνο τον Άγιο Νικόλαο για να αγοράσουν αυτό το νέο οικόπεδο με την καινούργια εκκλησία.

Η χαρά μας όταν φεύγαμε τότε. Έλεγες, πάω στον παράδεισο. Κι ας την έφτυνες την Ελλάδα πριν φύγεις. Κι ας ήταν μια κόλαση, μια φτώχεια, μια αθλιότις.

Λοιπόν, το πόδι μας πάτησε στην Κορέα ανήμερα τ’ Αϊ-Γιαννιού, 7 Ιανουαρίου. Και φύγαμε στις 4 Νοεμβρίου 1953 με το «Λίροϊ Έλντριτζ» για τον Πειραιά. Ένας μήνας ταξίδι. Από Ιούλιο μέχρι Νοέμβριο γυμναζόμασταν, φτιάχναμε αμπριά, τέτοια. Όχι, τότε ήταν πια ήσυχα. Αφού τελείωσε ο πόλεμος μας πήρανε μας βάλανε στο αεροπλάνο και μας πήγανε στο Τόκιο, στη Γιοκοχάμα, χάριν αναψυχής δηλαδή, για να ψωνίσουμε. Σαν νέοι βγάλαμε και μερικές γκόμενες Γιαπωνέζες. Όχι σπουδαία πράγματα δηλαδή. Για να λέμε και την αλήθεια δηλαδή.

Όταν πια γυρίζαμε, είχαμε μαζί μας Τούρκους τραυματίες. Σταματήσαμε στη Σμύρνη να κατέβουν. Τα ασθενοφόρα ήταν κάτω και τους περιμένανε να τους πάρουνε. Λοιπόν… δώσανε άδεια σε όλα τα στρατά να κατέβουν στο λιμάνι εκτός από τους Έλληνες. Οι Έλληνες απαγορεύεται. Ανέβηκε στο πλοίο ο πρόξενος και μας λέει: Οι Τούρκοι λένε μπορεί να μεθύσετε και να γίνει καμιά φασαρία. Να θυμηθείτε ότι πριν από τριάντα χρόνια ήταν Έλληνες εδώ, στρατιώτες. Του λέμε: βρε, αδελφέ, μαζί τους πολεμήσαμε. Είκοσι χρονώ παιδιά ήμαστε. Που να θυμόμαστε τον ελληνικό στρατό στη Σμύρνη. Τίποτα αυτός. Πληγωθήκαμε πολύ τότε. Διότι στις γιορτές που κάναμε στις 25 Μαρτίου ερχόντουσαν και Τούρκοι και γιορτάζαμε όλοι μαζί. Αλλά κοντά τους δεν πολεμήσαμε. Μόνο με Αμερικανούς και Γάλλους πολεμήσαμε κοντά κοντά. Οι Τούρκοι έχασαν μια ολόκληρη ταξιαρχία στον ποταμό Γιαλού. Μέσα σε μια νύχτα. Αυτοί είχανε πάει εκεί πριν από μας. Απ’ το καλοκαίρι του ’50. Τους καθηλώσανε οι Κινέζοι.

imgp3148

Στο Πουσάν, μια πεδιάδα σαν την Ιτιά, φτιάξανε το μνημείο των πεσόντων. Εδώ είναι οι φωτογραφίες που ’χα τραβήξει λίγο πριν φύγω. Ο πόλεμος είχε τελειώσει απ’ το καλοκαίρι. Τους σκοτωμένους όλους τους είχαν θάψει εκεί. Σε μας έδωσαν πέντε ή δέκα στρέμματα. Μετά, με τα χρόνια, τους πήραν. Τους δικούς μας τους έφεραν το ’55, όταν επέστρεψε και ο τελευταίος στρατιώτης απ’ το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα. Το ’55 γύρισαν πια όλοι για τα καλά. Και τότε φέραν και τους νεκρούς. Εκατόν εβδομήντα φέρετρα και βάλε. Γέμισε ο Πειραιάς φέρετρα και μανάδες που κλαίγαν. Άστα. Να, εδώ είναι το νεκροταφείο των Τούρκων. Είκοσι τριάντα στρέμματα με ημισέληνους. Εφτακόσια πενήντα κορμιά. Από τους εφτακόσιους τόσους, τους πεντακόσιους τους χάσανε μέσα σε ένα βράδυ. Πανωλεθρία.

Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα μας χαρίσανε τρεις μήνες θητείας. Αλλά εμένα είναι σαν να μη μου χαρίσανε τίποτα. Εγώ ως ειδικότητα θα υπηρετούσα είκοσι εφτά μήνες. Είκοσι τέσσερις μήνες ήταν στο Πεζικό. Εγώ ήμουνα στο Τεχνικό Σώμα. Αφού ήρθαμε εδώ μειώθηκε η θητεία στους είκοσι τέσσερις μήνες και για τις ειδικότητες. Κι έτσι, η μία η άλλη, μου ’ρθε. Εγώ γύρισα στα τέλη του ’53. Δεκέμβριο μήνα. Κι απολύθηκα στις 4 Μαρτίου του 1954. Έκανα και πέντε μέρες φυλακή γιατί ήμαστε στη Σχολή Μηχανικών, εκεί που είναι σήμερα το «Χίλτον». Όλη αυτή η περιοχή εκεί ήταν το Κέντρο Εκπαιδεύσεως του Τεχνικού Σώματος. Έκανα έξι μήνες μέσα εκεί για να μάθουμε όλα τα κόλπα για τις μηχανές των αυτοκινήτων. Εκεί που είναι το «Χίλτον» ήταν ένας τοίχος τέσσερα μέτρα γύρω γύρω απ’ το στρατόπεδο. Ανεβαίναμε από μια σκάλα και κάναμε τη σκοπιά. Ήμουνα σκοπός 1 με 3 το μεσημέρι. Μόλις είχαν σχολάσει και οι αξιωματικοί. Ούτε που πρόλαβα να φάω. Είχα κι ένα τετράδιο όπου βάσταγα σημειώσεις αυτά που μας έλεγαν οι εκπαιδευταί. Δεν πρόλαβα να πάω στο θάλαμο να τ’ αφήσω. Κατακαλόκαιρο. Ζέστα. Η σκάλα ήταν σιδερένια κι ακούω έναν ανθυπολοχαγό να έρχεται. Εν τω μεταξύ, ξέχασα να σου πω, είχαμε τις παλάσκες, τις εγγλέζικες, και απ’ τη ζέστα τις είχα ξεπιάσει. Δεν πρόλαβα να τις δέσω. Ανεβαίνει πάνω, μου λέει, τι χάλια είν’ αυτά; Του λέω, ζέστα είναι και ποιος θα σε δει εδώ πάνω. Παίρνει το τετράδιο και το πάει στο διοικητή. Και στην αναφορά μου ρίχνουνε πενθήμερο φυλάκιση διότι σκοπός τυγχάνων ήταν ατημέλητος, είχε παραμελημένη τη θέση του και διάβαζε και περιοδικό. Τον πιάνεις να τον πατήσεις ύστερα;

picture68

 

Χάρηκα που είχα γυρίσει αλλά τα προβλήματα δεν σταματάγανε. Και πέντε έξη μήνες που είχα απολυθεί και πήγα στο σπίτι, έπεφτα να κοιμηθώ κι έβλεπα πράγματα και μου ’λεγε η συγχωρεμένη η μάνα μου, τι πετάγεσαι, παιδί μου; Όπως κοιμόμουνα, ξαφνικά ώωπ, πεταγόμουνα πάνω. Τιναζόμουν (σ.σ. λυγμοί). Σιγά σιγά όμως έστρωσε.

Μετά άρχισαν τα άλλα προβλήματα. Το κράτος δεν με κοίταξε καθόλου. Είχα φτιάξει όλα τα χαρτιά να με βάλουν σε μια δουλειά. Εργάτη. Δίπλωμα δεν είχα πάρει ακόμα, είχα μόνο το στρατιωτικό δίπλωμα που δεν πιανόταν. Κατέθεσα όλα τα χαρτιά στην Νομαρχία, της Κορέας κλπ. Δεν ζήταγα καμιά θέση μεγάλη. Κάτι να δουλέψω, εργάτης, οπουδήποτε. Ντρεπόμουνα κι απ’ τον πατέρα μου να ζητήσω πέντε δραχμές. Ήμαστε εφτά άτομα, πώς να τα βγάλουμε πέρα; Λιμενεργάτης ήταν. Πήγα και δούλευα στις ελιές. Ώσπου μια μέρα μαθαίνω ότι διορίσανε έναν που πηγαίναμε στις ελιές μαζί. Πάω στη Νομαρχία κι εκεί κατάλαβα τι θα πει βρασμός ψυχής. Δεν θα’ πρεπε να δικάζεται ο βρασμός ψυχής. Πάω μέσα στον υπάλληλο και του λέω, τι έγινε; Όλα τα χαρτιά μου τα ’χω καταθέσει. Είχαν περάσει τέσσερις πέντε μήνες. Μου λέει, τι να σου κάνω; Δεν άδειασε καμία θέση. Βρε, του λέω, εργάτης ζητάω, δεν ζητάω κανένα γραφείο να μου δώσετε. Δεν ξέρω γράμματα, το βλέπεις κι από τα χαρτιά, τι γραμματικές γνώσεις έχω. Μου λέει, άμα χηρέψει καμιά θέση θα σε βάλω. Σηκώνομαι πάνω και τον πιάνω απ’ τη γραβάτα. Λέω: γιατί τον τάδε τον πήρατε; Τι έχει αυτός και δεν έχω εγώ; Ήρθαν, μας χώρισαν. Θα είχα σκοτώσει άνθρωπο και θα το ’χα βάρος στη συνείδησή μου. Εκεί που δεν σκότωσα στην Κορέα θα σκότωνα εδώ. Απίστευτο κι όμως αληθινό.

Και να σου πω, πώς μας υποδεχτήκανε το ’99 οι Κορεάτες, πώς μας αγκαλιάσανε, είναι άλλο πράγμα. Μας παρασημοφόρησε ο Πρόεδρος της Κορέας. Όσο είμαι γερός θα πηγαίνω γιατί εκεί ο κόσμος μου δείχνει την αγάπη του. Ψάχνω κι αυτό το παιδί, το Κορεατόπουλο. Το λέω στον διερμηνέα. Πώς θα γίνει να βρω αυτό το παιδί; Παίρνει αμέσως τηλέφωνο, έρχεται δημοσιογράφος. Του λέω αν γίνεται να βάλει στην εφημερίδα τη φωτογραφία κι ότι τον ψάχνω. Ήμαστε μαζί ένα χρόνο στην Κορέα. Έδωσα είκοσι δολάρια, έξι χιλιάδες, για τα έξοδα της αγγελίας. Δεν τα δεχόντουσαν. Εσείς πολεμήσατε και σωθήκαμε εμείς, μου λένε, να σας πάρουμε λεφτά; Βρε, αμάν, τους λέω, πρεζέντο, δώρο, δώρο. Τίποτα αυτός. Το δημοσίευσε και μου στέλνει μετά από δυο μέρες ολόκληρη την εφημερίδα για να πειστώ ότι την έβαλε. Και την φωτογραφία που του’χα δώσει για να μην χαθεί. Που αλλού να γίνει αυτό;

Λέω λοιπόν στον υπάλληλο, θέλω τα χαρτιά μου πίσω. Να τα πάρω πίσω. Δεν με τακτοποίησε κανένας. Πήρα τα μάτια μου και πήγα στους Βωξίτες Παρνασσού, εδώ στα μεταλλεία, και δούλεψα από εργάτης, μετά με κάνανε χειριστή ενός μηχανήματος, μετά πήγα και έδωσα εξετάσεις στο Υπουργείο Βιομηχανίας, έβγαλα δίπλωμα μέχρι και τρίτου μηχανοδηγού και πρώτου μηχανικού. Ρίζωσα και πήρα σύνταξη από τα μεταλλεία.

Ύστερα αρρώστησε η γυναίκα μου, δεκαπέντε χρόνια φυτό. Μετά πέθανε.

* * *

[Το κείμενο πρωτοδημιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, τον Μάρτιο του 2015]

 

I bombed Korea every night.
My engine sang into the salty sky.
I didn’t know if I would live or die.
I bombed Korea every night.

I bombed Korea every night.
I bombed Korea every night.
Red flowers bursting down below us.
Those people didn’t even know us.
We didn’t know if we would live or die.
We didn’t know if it was wrong or right.
I bombed Korea every night.

And so I sit here at this bar.
I’m not a hero.
I’m not a movie star.
I’ve got my beer.
I’ve got my stories to tell,
But they won’t tell you what it’s like in hell.

Red flowers bursting down below us.
Those people didn’t even know us.
We didn’t know if we would live or die.
We didn’t know if it was wrong or right.
We didn’t know if we would live or die.
I bombed Korea every night.

* * *

* Ο Ηλίας Μαγκλίνης (Κινσάσα Κονκγό, 1970) γράφει στην Καθημερινή. Το μυθιστόρημά του Πρωινή Γαλήνη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

6143_PROINI_GALINI_CV

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο

Το dim/art στο facebook

follow-twitter-16u8jt2 αντίγραφο


Στο:Βιβλίο Tagged: Γιώργος Γιωγάκης, Ηλίας Μαγκλίνης, Κορέα, Λογοτεχνία, βιβλίο

from dimart http://ift.tt/2cZSYav
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου