Αυτό δεν είναι τραγούδι #804
Dj της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά
Έχει απομείνει ένας ξάδερφος, ο Ηλίας, στο χωριό της μάνας μου, στην Γκιώνα, ψηλά πάνω στις πέτρες της Φωκίδας. Είναι από τους αγαπημένους μου, κι αυτός και η γυναίκα του και τα ανίψια μου, οπότε κάθε χρόνο –όταν δεν είμαι εντελώς αλλού– εκεί κοντά στις 20 Ιουνίου, ανήμερα του Προφήτη Ηλία, φροντίζω να τους επισκέπτομαι για δυο-τρεις μέρες.
Πήγα και φέτος, μετά από δύο χρόνια απουσίας. Ενημερώθηκα για το ποιος έφυγε, ποιος ήρθε (κανένας, εύκολο αυτό), ποιος το ένα, ποιος το άλλο. Ανήμερα της χάρης του, μετά από τον ποδαρόδρομο μέχρι το ξωκλήσι του προφήτη στο βουνό του βουνού –και πάλι πίσω: στο πήγαινε αχάραγα, στο έλα μέσα στη νταλάκα–, πήγαμε με τον ξάδερφο και όλη την κομπανία για τα πατροπαράδοτα τσίπουρα στο καφενείο του Ανέστη. Ένα είναι το καφενείο, δεν έχει άλλο, αλλά αλλιώς σε μετράνε όταν λες «πάω στο καφενείο του Ανέστη», σαν και καλά να ξέρεις πρόσωπα και πράγματα. Που δεν γίνεται να μην τα ξέρεις, ζήτημα να ζουν εδώ πάνω 200 άνθρωποι τον χειμώνα.
Το χωριό είναι αριστεροχώρι, διαφόρων αποχρώσεων (αν, δηλαδή, βγάζει κανείς άκρη με τις αποχρώσεις μετά από τόσα χέρια βάψιμο από τη μεταπολίτευση και δώθε), που σημαίνει ότι συνήθως αγορεύουν οι καφενόβιοι και γίνεται της άμεσης δημοκρατίας. Παρατήρηση πρώτη: φέτος δεν άκουσα κουβέντα για τα βαθιά πολιτικά. Όλοι μουρμούραγαν για τους φόρους και τα σχετικά, αλλά οι εμβριθείς τσιπουροαναλύσεις απουσίαζαν παντελώς. Περίεργο.
Ο Ανέστης είναι ένας κοτσονάτος εβδομηντάρης, βλοσυρός και ζοχάδας, αλλά κατά βάθος ψυχούλα. Αντίθετα, ο πατέρας του, ο μπάρμπα-Παναγής, είναι περιβόλι – με βάθος. Ενενηντάρης πια, αλλά ακόμα υγιής, ευδιάθετος και καλαμπουρτζής. Κι αυτά, παρά τους πολέμους, τις φυλακές και τις εξορίες. Ωραίος παππούς (πάντα παππούς ήταν!), η συμπάθειά μου.
Παρατήρηση δεύτερη: δεν είδα τον Παναγή. Συνήθως κάθεται στο «ταμείο», για να έχει την πλήρη εποπτεία του χώρου, απ’ όπου κόβει και ράβει. Δεν ήταν στη θέση του. Περίεργο. Ρώτησα με τρόπο τον Ηλία μήπως και… «Όχι, ρε, ζει ο άνθρωπος. Αλλά έχει καταπέσει πια… Να τον, εκεί, στο γωνιακό». Γύρισα να κοιτάξω. Αυτός ήταν, αλλά τρόμαξα να τον γνωρίσω. Τώρα, ναι, φαινόταν ενενηντάρης. Καθόταν μόνος και κοιτούσε έξω από το παράθυρο, το βουνό. Στον κόσμο του.
Σε κάποια φάση, κάθισε στο τραπέζι μας κι ο Ανέστης για να κεραστεί, να κεράσει, να τσουγκρίσουμε, να ευχηθεί. Βρήκα την ευκαιρία και τον ρώτησα για την κατάσταση του πατέρα του. «Τον έχει πάει από κάτω το γέρο. Τη γλίτωσε το ’89, αλλά τώρα δεν τον βλέπω να τη βγάζει καθαρή». Δηλαδή; «Ε, δεν καταλαβαίνεις; Τον έχει τσακίσει αυτή η ιστορία. Σου λέει, τόσο αίμα, τόσο κυνηγητό, τόσες ζωές τσακισμένες… Και για τι; Για να έρθουμε στα πράματα και να πούμε “ανάθεμα την ώρα!”, γι’ αυτό». Κατάλαβα. Τα ακούω συνεχώς αυτά, κι από πολύ νεότερους. Είναι λογικό η κατάσταση να έχει επηρεάσει στο πολλαπλάσιο εκείνους που δεν έκαναν επανάσταση από τον καναπέ. Λογικό! Τέλος πάντων. Θυμήθηκα κι εκείνον τον στίχο που λέει: «Σ’ αυτούς που πίστεψαν στην Επανάσταση και ζουν ακόμα / αξίζει ένας θάνατος καλύτερος απ’ τη διάψευση», και μου χάλασε τελείως η διάθεση. Κατέφυγα στο τσίπουρο να μουδιάσει το μυαλό μου.
Μετά από κάμποσα καραφάκια, ήρθε η ώρα να πάμε σπίτι, όπου μας περίμενε η ξαδέρφη για το γιορταστικό τραπέζι. Είχε πια μεσημεριάσει για τα καλά. Φεύγοντας, πέρασα από το τραπέζι του μπαρμπα-Παναγή, να τον χαιρετήσω. Είχα εκείνο το πράγμα που σε πιάνει όταν βλέπεις αραιά και πού τους ηλικιωμένους που ξέρεις από παιδί: άραγε θα τον ξαναδώ;
Καθόταν εκεί, ακίνητος, τόσες ώρες. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν μιλούσε. Σφίχτηκε το μέσα μου, αλλά τον πλησίασα και ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του, απαλά για να μην τον τρομάξω.
«Ε, μπαρμπα-Παναγή, πεντακόσια».
Γύρισε και με κοίταξε. Η έκφρασή του δεν έδειξε να με αναγνωρίσει, αλλά στα μάτια του έπαιξε μια σπίθα: εντάξει, με θυμόταν.
«Τα μισά της χιλιάδας, πεντακόσια», συνέχισα την ατάκα της εποχής του (από αυτές που λέω κι εγώ πια, όλο και συχνότερα).
«Μπα, ούτε τετρακόσια», είπε. «Και όσο πάνε φυραίνουνε».
Άλλαξε το σενάριο; Πώς περάσαμε από το ένα κλισέ στο άλλο; Η κατάσταση ήταν χειρότερη απ’ ό,τι υπέθετα. Τράβηξα το χέρι μου από τον ώμο μου σαν να ζεματίστηκα και έσκυψα για να μπει το πρόσωπό μου στο οπτικό του πεδίο.
«Παππού, τι έχεις;»
Κούνησε το κεφάλι του λες και ζύγιζε τόνους.
«Ηθικό πλεονέκτημα».
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Γιάννης Νεγρεπόντης, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Μαρίκα Τσεβά, Μουσική
from dimart http://ift.tt/2deJTLi
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου