—της Όλγας Σελλά—
Όταν φεύγει ένας άνθρωπος κρατάμε από εκείνον/η τις μνήμες που κουβαλάμε από αυτόν και τις φωτογραφίες του. Τις όψεις της ζωής του και των στιγμών του. Από την κριτικό λογοτεχνίας Μάρη Θεοδοσοπούλου κρατάμε μόνο τις μνήμες των λόγων και της εικόνας της (όσοι από εμάς τη γνώρισαν) και, φυσικά, τα κείμενά της. Γιατί δεν υπάρχει καμία φωτογραφία της (που να έχει κοινοποιηθεί δημοσίως τουλάχιστον), δεν υπάρχει πουθενά κανένα βιογραφικό της, όσοι την γνωρίσαμε δεν ξέρουμε πού γεννήθηκε, αν είχε αδέλφια, συγγενείς, ποια χρονιά γεννήθηκε…
Την περασμένη Κυριακή το πρωί, όταν η καθηγήτρια στο ΑΠΘ Λίζυ Τσιριμώκου μου είπε το κακό μαντάτο, που μόλις είχε διαβάσει στην εβδομαδιαία εφημερίδα Εποχή, και μετά το αρχικό σοκ, άρχισα να ανακαλώ τις μνήμες και να ξαναφτιάχνω την εικόνα της. Ετσι κι αλλιώς κάπως έτσι θα φτιαχτεί το βιογραφικό αυτού του παρόντος, ενημερωμένου, αλλά αόρατου ανθρώπου. Από τις μνήμες και τις μαρτυρίες όσων τη γνώρισαν. Αλλά κι από το δικό της κείμενο, που ανέδειξε και μας θύμισε ο Κώστας Κατσουλάρης, στην BookPress — ένας πρόλογος που υπάρχει στο βιβλίο της Μάρης Θεοδοσοπούλου «Μετ’ έρωτας και στοργής» (εκδ. Νεφέλη) και το υπογράφει ένας Λέανδρος Βουλπιώτης (μια περσόνα της Μ.Θ. εύκολα αναγνωρίσιμη για όσους είχαν μια στοιχειώδη εικόνα της, και κατά πάσα πιθανότητα το Βουλπιώτης παραπέμπει σε κάποιο τοπωνύμιο. Καταγωγικό;)
Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’80 αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν τη συναντούσα, πάντα με τον Κωστή, σε ταβέρνες των Εξαρχείων. Οι δυο τους πάντα, το πολύ ένας άλλος φίλος, πάντα ο ίδιος, και το μενού λιτό. Μετά οι συναντήσεις έγιναν στο Αντί. Ήταν ήδη φανερό πως είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο που δεν άλλαζε σχεδόν ποτέ την όψη της εμφάνισής του (ήταν ίσως το πιο αντικαταναλωτικό άτομο που έχω γνωρίσει στη ζωή μου και προτιμούσε πάντα τα σκούρα χρώματα — τα αδιάφορα γκρι, αυτά που δεν δίνουν στόχο), δεν μιλούσε πολύ και συχνά όταν, σπανίως, βρισκόταν σε μεγαλύτερες παρέες, αλλά παρατηρούσε τα πάντα. Και τα κατέγραφε. Και τα θυμόταν. Και τα συνδύαζε. Με τον τρόπο ενός ανθρώπου που έχει ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης. Κάτι που δεν απέχει διόλου από την αλήθεια, και είναι ίσως το κάπως γνωστό στοιχείο του βιογραφικού της. Ότι η Μ.Θ. είχε ξεκινήσει τη διαδρομή της ως απόφοιτος σχολής των Θετικών Επιστημών. Και είχε διαπρέψει παλαιότερα κάπου στην Ευρώπη, στις Θετικές Επιστήμες, όπως πάλι μια ανάρτηση στο fb έκανε γνωστό μετά το θάνατό της.
Μετά ήρθαν τα χρόνια της Καθημερινής και των Επτά Ημερών. Η Μ.Θ. Περίμενε κάθε βράδυ, αλλά κάθε βράδυ, κάθε εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας, τον Κωστή. Πάντα έξω. Πάντα κρυμμένη πίσω από τις κολώνες της οδού Σωκράτους, κι αργότερα πίσω από κάποιες κολώνες στο Φάληρο. Μα με χιόνι, μα με βροχή, μα με καύσωνα. Ήταν πάντα εκεί, ακίνητη, σχεδόν αόρατη, σταθερή, όμως, στην καθημερινότητά της και στην επιλογή της. Κι ήταν τα χρόνια που μιλούσαμε περισσότερα, που τηλεφωνιόμασταν αρκετά συχνά, που μου έδινε ένα σωρό πληροφορίες για τον κόσμο της λογοτεχνίας. Τώρα πια μπορώ να αποκαλύψω μία από τις πηγές μου. Η Μ.Θ. ήξερε πάντα, τα πάντα. Κι ας μην σύχναζε σε εκδηλώσεις, σε παρουσιάσεις, σε γιορτές, σε φανταχτερά πάρτι εκδοτικών οίκων (τότε υπήρχε συναγωνισμός και επ’ αυτών). Είναι απορίας άξιον πώς ένας τόσο μοναχικός, συνεσταλμένος έως αγοραφοβικός άνθρωπος ήξερε τόσες πληροφορίες για τόσα πολλά. Κάτι που φαινόταν άλλωστε και στα κείμενά της. Δεν ήταν απλές κριτικές. Ήταν ένα ολόκληρο μάθημα για την εποχή του βιβλίου, για την εποχή του συγγραφέα, για την εποχή της θεματολογίας. Με στοιχεία, με παραδείγματα, με ντοκουμέντα, με δομή, με αίτιο και αιτιατό. Όπως στις Θετικές Επιστήμες.
Με την ίδια σταθερότητα υπηρέτησε για περισσότερο από δυόμισι δεκαετίες τη στήλη της κριτικής στην Εποχή, για κάποια χρόνια, ίσως αυτά με τη μεγαλύτερη ευμάρεια για την ίδια, και στο Βήμα. Γιατί η κυριακάτικη θητεία της στην Εποχή ήταν επίσης επιλογή, δεν ήταν βιοπορισμός.
Όταν ο Κωστής δεν ήταν πια στην Καθημερινή, μετά το κλείσιμο του ενθέτου Επτά Ημέρες χαθήκαμε. Τη Μ.Θ. δεν την έβλεπα πια ούτε έξω από το κτίριο, κρυμμένη στις κολώνες. Κάποτε τους συναντούσα, τη Μάρη και τον Κωστή, σε κάποιον από εκείνους τους τεράστιους περιπάτους τους στους δρόμους της Αθήνας. Στο Ζάππειο, στη Βασιλίσσης Σοφίας, στην Πλάκα… Πάντα από μακριά, πάντα σαν μακρινή εικόνα, η ίδια.
Σκέφτομαι ότι, αν η Μάρη Θεοδοσοπούλου ήξερε πόσοι πολλοί άνθρωποι έχουν μιλήσει αυτές τις μέρες τόσο πολύ για το πρόσωπό της, με αγάπη και εκτίμηση, θα αισθανόταν άβολα. Ίσως είναι κι αυτό ένα από τα συστατικά αυτού του μυθιστορηματικού, στ’ αλήθεια, προσώπου. Δεν έχω γνωρίσει άλλο τέτοιο πρόσωπο. Η Μάρη ερχόταν απ’ ευθείας από τις σελίδες των μυθιστορημάτων που αγάπησε, που μίσησε, από τους ήρωες που παρακολούθησε και ίσως με κάποιους να ταυτίστηκε. Με κάποιον εκεί στον 19ο αιώνα ή στις αρχές του 20ού…
Εικόνα εξωφύλλου: Άγιος Ελισσαίος, Μοναστηράκι
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο
Στο:Βιβλίο Tagged: Όλγα Σελλά, Εποχή, Η Καθημερινή, Κώστας Κατσουλάρης, Λέανδρος Βουλπιώτης, Λίζυ Τσιριμώκου, Μάρη Θεοδοσοπούλου, Το Βήμα
from dimart http://ift.tt/2cDT1ZJ
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου