Αυτό δεν είναι τραγούδι #814
Dj της ημέρας, η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα
Κάποτε, όχι πολύ μακριά από σήμερα, είχε πέσει η νέα σε έρωτα βαθύ για έναν μελαχρινό. Δούλευαν μαζί. Εκείνη έλιωνε σαν το κερί μπροστά του, ακόμα κι όταν δεν τον έβλεπε. Μα εκείνος δεν καταλάβαινε ή έκανε πως δεν…
Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, όμοιο με την καρδιά της που τον περίμενε, το κορίτσι έχασε το λεωφορείο της επιστροφής και κείνος προσφέρθηκε να την πάει σπίτι.
«Βρε, λες;» σκέφτηκε με κρυφό καημό η μικρή.
Δεν είχαν ανταλλάξει ποτέ μεταξύ τους τόσες πολλές κουβέντες όσες εκείνο το απόγευμα. Και δυστυχώς επρόκειτο να είναι η πρώτη και τελευταία «κανονική» τους συζήτηση.
«Τι μουσική ακούς;» τη ρώτησε.
«Ρετρό», απαντάει εκείνη.
Απάντηση που δε θα περίμενε κανείς από μια νέα 25 χρονών, πριν από λίγα χρόνια. Απάντηση που σίγουρα δεν την περίμενε και κείνος και δυστυχώς δεν την κατάλαβε.
— Δηλαδή; Τι εννοείς ρετρό;
— Μου αρέσει πολύ ο Αττίκ.
— Μα οι Αντίκ είναι συγκρότημα και… Είσαι σίγουρη ότι το είδος της μουσικής τους ονομάζεται έτσι;
— Όχι, δε με κατάλαβες! Αττίκ. Είναι εκείνος που λέει «Zητάτε να σας πω τον πρώτο μου σκοπό, τα περασμένα μου γινάτια…»
— Χμμμμ…
— Αύριο θα σου φέρω ένα cd του να το ακούσεις σπίτι με την ησυχία σου, του είπε ελπίζοντας.
Αυτό ήταν και το τέλος μιας σχέσης πριν καν αυτή αρχίσει. Ευτυχώς το σπίτι ήταν κοντά. Δεν είχαν τι άλλο να πουν. Τι κρίμα! Για κείνη, μα και για κείνον.
Την επόμενη μέρα, η νέα έφερε το cd εξακολουθώντας να ελπίζει. Πού καιρός όμως για μουσική ρετρό; Το cd ξεχάστηκε σε ένα συρτάρι του γραφείου του, μαζί με τις ελπίδες που έτρεφε για πολύ καιρό η νέα. Δεν της το επέστρεψε ποτέ, όπως και δεν το άκουσε ποτέ. Το κορίτσι μετά από χρόνια αγόρασε το cd και αντικατέστησε τον έρωτά της για κείνον με άλλον, πραγματικό.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
‘Εξω βρέχει. Ένας μουσάτος κάθεται σε ένα μπαρ κι έχει δίπλα του ένα κουτί. Διάφοροι προσπαθούν να μάθουν τι έχει μέσα (το κουτί, όχι ο μουσάτος). Έξω εξακολουθεί να βρέχει.
Αυτή είναι, πάνω κάτω, η υπόθεση (χωρίς βέβαια spoiler για το τι γίνεται στο τέλος). Πρόκειται για ένα οκτάλεπτο animation του Fred Wolf, σε παραγωγή του Jimmy Murakami, το οποίο πήρε το Όσκαρ για animation short το 1967 — η Murakami-Wolf Films με «Το κουτί» ήταν μια από τις λίγες ανεξάρτητες εταιρίες που έσπασαν το σερί των μεγάλων στούντιο (Disney, Paramount, Warner) στα βραβεία της Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Το animation είναι του Wolf είναι λιτό, το σχέδιο γελοιογραφικό, η σκηνοθεσία minimal και καθόλου «καρτουνίστικη». Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη μουσική (αποκλειστικά κρουστά) του Shelly Manne (1920-1984), του ιδιόρρυθμου πρωτοπόρου drummer της West Coast jazz. Ο Manne στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Λος Άντζελες, στο ράντσο της γυναίκας του και στα επόμενα χρόνια συνέβαλε στη διαμόρφωση του jazz ιδιώματος της Δυτικής Ακτής και στις αναζητήσεις προς μια free jazz κατεύθυνση, before it was cool. (Αρκετές από τις δουλειές του Manne η κριτική τις απέρριψε ως «υπερβολικά εγκεφαλικές»).
Shelly Manne
Η —χωρίς λόγια— ιστορία του «Κουτιού» είναι αφαιρετική, συμβολική και ελαφρώς ακατανόητη — αλλά, είπαμε: «Το κουτί» είναι ταινία των sixties. Συνεπώς, δεν πειράζει αν δεν καταλάβετε ακριβώς γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει: η δεκαετία του ’60 «δεν είναι εποχή του πώς, αλλά εποχή του τι», όπως έγραψε ο Robert Hunter στους στίχους του τραγουδιού The Eleven των Grateful Dead.
* Τέσσερα παλιότερα ποστ της στήλης για αουτσάιντερ στην κατηγορία animation short, και μάλιστα τα τρία από την Ανατολική Ευρώπη: Ερζάτς (Όσκαρ 1962), Σίσυφος (υποψηφιότητα για Όσκαρ 1976), Η Μύγα (Όσκαρ 1981) — και ένα από τη Γερμανία: Ισορροπία (Όσκαρ 1989).
Βιβλία για παιδιά: προτάσεις μιας βιβλιόφιλης μαμάς
—της Αγγελικής Μποζίκη—
Αυτό το βιβλίο είναι ένα από τα πολύ αγαπημένα του Πέτρου και το διάλεξε και για τα γενέθλια του Σπύρου, που είναι ο καλύτερος του φίλος στον παιδικό. Ίσως γιατί πρόκειται για μια ιστορία για τη φιλία. Ή γιατί λάτρεψε τον ήρωα της ιστορίας.
Ο αρκούδος Φρεντ είναι πρωταθλητής. Μέρα νύχτα προπονείται για να είναι πάντα πρώτος σε όλα τα αγωνίσματα και να είναι ο πιο καλός αρκούδος στο δάσος. Δεν έχει φίλους, αλλά δεν τον πειράζει, γιατί έχει τα μετάλλιά του και αυτά τα θεωρεί πιο σημαντικά από οτιδήποτε. Όμως στον φετινό διαγωνισμό τα πράγματα δεν θα είναι τόσο εύκολα. Στο δάσος έχει έρθει και ο Μπόρις που είναι ψηλός και δυνατός. Μια νύχτα ο Μπόρις μπαίνει στην σπηλιά του Φρεντ και κάτι παίρνει. Το πρωί ο Φρεντ ξυπνάει και έχει χάσει το Γκρρρρ του. Είναι η μέρα του διαγωνισμού και είναι απελπισμένος. Ο Ευγένιος, η κουκουβάγια προσφέρεται να βοηθήσει. Ψάχνουν παντού αλλά τίποτα. Ο διαγωνισμός ξεκινά και η μάχη είναι μεγάλη. Όλα θα κριθούν στο αγώνισμα του βρυχηθμού. Θα τα καταφέρει ο Φρεντ;
Μια τρυφερή και αστεία ιστορία για την φιλία από τον Rob Biddulph (μετάφραση: Στέλιος Ρουμελιώτης, εκδόσεις Παπαδόπουλος), που σίγουρα θα λατρέψουν οι μικροί αναγνώστες. Μια απλά δοσμένη ιστορία που όμως μας δίνει την ευκαιρία να συζητήσουμε το τι είναι σημαντικό. Τα παιδιά, που σε αυτή την ηλικία θέλουν να είναι πρώτα, βλέπουν μέσα από την περιπέτεια του Φρεντ ότι η πρωτιά δεν το πιο σημαντικό. Μαγεύονται από την δύναμη της φιλίας και το πώς βοηθούν τον Φρεντ οι φίλοι του, παρά το γεγονός ότι εκείνος δεν τους έδειχνε την εκτίμηση του. Η εικονογράφηση είναι εξαιρετική και θυμίζει κόμικ σε μια πιο απλή μορφή.
Ο Πέτρος ξετρελάθηκε με τον Φρεντ. Το διαβάζαμε και μετά κάναμε αναπαράσταση. Εγώ γινόμουν συνήθως ο Μπόρις και ο μπαμπάς έκανε το κοινό. Αλλά το λάτρεψε και ο φίλος του ο Σπύρος, πράγμα που μου ανακοίνωσε φουσκώνοντας από περηφάνια όταν ήρθε από το σχολείο. Το Γκρρρρ είναι ακόμα στο ράφι με τα βιβλία που διαβάζουμε πιο συχνά από άλλα και, καθώς φαίνεται, θα μείνει εκεί για πολύ καιρό ακόμα.
Αυτό δεν είναι τραγούδι #813
Dj της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες (εικάζεται πως) γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1547. Δηλαδή, σαν σήμερα πριν από 469 χρόνια. Θα τιμήσω την επέτειο γέννησης του μεγάλου Ισπανού με ένα απόσπασμα από τον πρώτο τόμο τουΔον Κιχώτη(1605). Πρόκειται για την ιστορία που λέει ο Σάντσο Πάντσα στον Δον Κιχώτη, καθώς οι δυο τους περιμένουν –έντρομοι εξαιτίας κάποιων απόκοσμων θορύβων– να ξημερώσει έτσι ώστε να μπορέσει ο Ιππότης της Ελεεινής Μορφής να κάνει έναν ακόμα άθλο. Σε αυτό το πολυσέλιδο μυθιστόρημα που βρίθει ιστοριών, ο Σάντσο δεν λέει παρά μόνο μία ιστορία, αυτήν που ακολουθεί. Μία και καλή.
«Παρ’ όλ’ αυτά», συνέχισε ο Σάντσο, «θα προσπαθήσω να σας διηγηθώ μια ιστορία, που, αν τα καταφέρω να την τελειώσω χωρίς εμπόδια, είναι σίγουρα η καλύτερη απ’ όλες τις ιστορίες· κι ακούστε τώρα προσεχτικά, γιατί αρχίζω. Ήταν μια φορά, και το καλό που θα ’ρθει να ’ναι για όλους, και το κακό για κείνους που το γυρεύουν, και προσέξτε, κύριε, ότι η αρχή που έδιναν οι παλιοί στις ιστορίες τους δεν είναι τυχαία, ήταν φράση του Κάτωνα του Χορευτή, του Ρωμαίου που είπε:Και το κακό για όποιον το γυρεύει· ταιριάζει στη δική μας περίπτωση σαν το δαχτυλίδι στο δάχτυλο, δηλαδή λέει να καθίσετε ήσυχος και να μην τρέχετε γυρεύοντας το κακό από δω κι από κει, αλλά καλύτερα να επιστρέψουμε από άλλο δρόμο, αφού κανείς δεν μας αναγκάζει ν’ ακολουθήσουμε τούτον εδώ, όπου τόσα φριχτά πράγματα παραμονεύουν».
«Συνέχισε την ιστορία σου, Σάντσο», είπε ο Δον Κιχώτης, «κι άφησε σε μένα την έγνοια για το δρόμο που θ’ ακολουθήσουμε».
«Λέω λοιπόν, συνέχισε ο Σάντσο, «ότι σ’ ένα χωριό της Εστρεμαδούρας ζούσε ένας βοσκός ή γιδάρης, θέλω να πω, ένας που φύλαγε γίδες, που, βοσκός ή τσοπάνης, όπως λέει η ιστορία μου, ονομαζόταν Λόπε Ρουίθ, κι αυτός ο Λόπε Ρουίθ ήταν ερωτευμένος με μια βοσκοπούλα που τη λέγανε Τοράλμπα, η οποία βοσκοπούλα που λεγότανε Τοράλμπα ήταν κόρη ενός πλούσιου βοσκού, κι αυτό ο πλούσιος βοσκός…»
«Αν πρόκειται να πεις την ιστορία σου μ’ αυτό τον τρόπο, Σάντσο», είπε ο Δον Κιχώτης, «επαναλαμβάνοντας δυο φορές κάθε λέξη, δεν θα την τελειώσεις ούτε σε δυο μέρες· πες την λοιπόν με τη σειρά σαν άνθρωπος λογικός, ειδαλλιώς μην λες τίποτα».
«Όπως τη λέω εγώ», είπε ο Σάντσο, «έτσι λένε στο χωριό μου όλες τις ιστορίες. Δεν ξέρω να το κάνω αλλιώς, και δεν είναι σωστό να μου ζητάτε ν’ αποκτήσω τώρα καινούριες συνήθειες».
«Πες την τότε όπως θέλεις», απάντησε ο Δον Κιχώτης, «κι αφού η τύχη θέλει να μην μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο παρά να σε ακούσω, συνέχισέ την».
«Το λοιπόν, αφέντη της ψυχής μου», συνέχισε ο Σάντσο, «όπως σας είπα, αυτός ο βοσκός ήταν ερωτευμένος με τη βοσκοπούλα Τοράλμπα, μια χοντρή κοπέλα ολοστρόγγυλη, ιδιότροπη και κάπως σαν άντρας, γιατί είχε και λίγο μουστάκι· μου φαίνεται σαν να τη βλέπω μπροστά μου».
«Δηλαδή, την έχεις γνωρίσει;» ρώτησε ο Δον Κιχώτης.
«Δεν την έχω γνωρίσει, απάντησε ο Σάντσο· «εκείνος όμως που μου διηγήθηκε την ιστορία μού είπε πως ήταν τόσο σίγουρη κι αληθινή που, αν τύχαινε να τη διηγηθώ κι εγώ με τη σειρά μου σε κάποιον άλλον, θα μπορούσα να τον βεβαιώσω και να του ορκιστώ πως τα είχα δει όλα με τα μάτια μου. Το λοιπόν, μέρα με τη μέρα, ο διάβολος που δεν κλείνει μάτι και ανακατεύεται σε όλα, έκανε τον έρωτα που είχε ο βοσκός για τη βοσκοπούλα να γίνει έχθρα και θέληση κακή· η αιτία αυτής της αλλαγής ήταν, απ’ ό,τι λέγανε οι κακές γλώσσες, κάτι μικροζήλιες που του είχε προκαλέσει εκείνη, και που ξεπερνούσαν τα όρια κι έφταναν στο απαγορευμένο· και τόσο μεγάλο ήταν το μίσος που ένιωθε στο εξής ο βοσκός που, για να μην τη βλέπει πια, θέλησε να φύγει από κείνο το μέρος και να πάει κάπου όπου ποτέ δεν θα την ξανάβλεπε. Η Τοράλμπα, βλέποντας την περιφρόνηση του Λόπε, αμέσως τον αγάπησε περισσότερο από ποτέ άλλοτε».
Αυτή είναι φυσική κατάσταση για τις γυναίκες», είπε ο Δον Κιχώτης· περιφρονούν εκείνον που τις αγαπά και αγαπούν εκείνον που τις μισεί. Παρακάτω, Σάντσο».
Δον Κιχώτης και Σάντσο. Έργο του Gustave Doré.
«Λοιπόν, ο βοσκός», συνέχισε ο Σάντσο, «έκανε ό,τι είχε αποφασίσει, και σπρώχνοντας τα γίδια μπροστά του, τράβηξε προς την Εστρεμαδούρα με σκοπό να περάσει από κει στο βασίλειο της Πορτογαλίας. Η Τοράλμπα το έμαθε και μπήκε στα χνάρια του, ακολουθώντας τον πεζή από απόσταση και ξυπόλητη, μ’ ένα μπαστούνι στο χέρι κι ένα δισάκι περασμένο στο λαιμό, όπου είχε, καταπώς έλεγαν, ένα κομμάτι καθρέφτη, ένα κομμάτι τσατσάρα κι ένα κι εγώ δεν ξέρω τι κουτάκι φτιασίδι για το πρόσωπο. Αλλά ας κουβαλούσε ό,τι ήθελε, εγώ δεν θα κάτσω τώρα να το εξετάσω. Θα πω μονάχα πως ο βοσκός έφτασε μαζί με όλο του το κοπάδι στον ποταμό Γουαδιάνα και ήθελε να τον περάσει, μα ήταν εκείνη τη στιγμή πολύ φουσκωμένος και πήγαινε να ξεχειλίσει· και δεν υπήρχε ούτε βάρκα, ούτε φελούκα, ούτε κανείς για να περάσει αυτόν και το κοπάδι του στην άλλη όχθη. Ο βοσκός στεναχωρήθηκε πολύ, γιατί είχε και την Τοράλμπα να τον ακολουθεί από κοντά και να του ζαλίζει τα αυτιά με τα παρακάλια και τα κλάματά της. Έψαξε όμως πολύ, ώσπου στο τέλος είδε έναν ψαρά μ’ ένα πολύ μικρό βαρκάκι κοντά του, που δε χωρούσε παραπάνω από έναν άνθρωπο κι ένα γίδι. Ωστόσο, του μίλησε και συμφώνησαν να περάσει αντίκρυ αυτόν και τα τριακόσια γίδια του. Ο ψαράς μπήκε στο βαρκάκι και πέρασε αντίκρυ ένα γίδι· ξαναγύρισε και πέρασε άλλο ένα, γύρισε πάλι και πήρε άλλο ένα. Προσέξτε, κύριε, τον αριθμό των γιδιών που περνάει ο ψαράς, γιατί αν ξεφύγει έστω κι ένα από τη μνήμη σας, η ιστορία θα πάρει τέλος και δε θα μπορώ να της προσθέσω ούτε λέξη. Συνεχίζω, λοιπόν, και λέω ότι η αντιπέρα όχθη ήταν γεμάτη λάσπη και πολύ γλιστερή, τόσο, που ο ψαράς αργούσε πολύ να πάει και να ’ρθει· παρ’ όλ’ αυτά, γύρισε να πάρει άλλο ένα γίδι, έπειτα άλλο ένα, κι άλλο ένα».
«Κάνε να τα περάσει όλα», είπε ο Δον Κιχώτης, «και μη διασκεδάζεις με το να πηγαινοέρχεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί θα τα περάσεις σ’ ένα χρόνο».
«Πόσα πέρασε ως τα τώρα;» ρώτησε ο Σάντσο.
«Πού διάβολο να ξέρω εγώ!» αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης.
«Ε λοιπόν, σας το ’χα πει να κρατήσετε καλά το λογαριασμό! Τώρα η ιστορία μας πήρε τέλος και δεν υπάρχει τρόπος να πάμε παρακάτω».
«Μα τι λες;» έκανε ο Δον Κιχώτης. «Είναι τόσο σημαντικό για την ιστορία να ξέρεις συνεχώς τον ακριβή αριθμό των γιδιών που έχουν περάσει, γιατί αλλιώς, αν ξεχαστεί έστω και ένα, δεν μπορείς να συνεχίσεις την αφήγησή σου;»
«Δεν μπορώ, κύριε, με κανέναν τρόπο», απάντησε ο Σάντσο, «γιατί, όταν σας ζήτησα να μου πείτε πόσα γίδια είχαν περάσει, κι εσείς μου απαντήσατε ότι δεν είχατε ιδέα, ακριβώς εκείνη τη στιγμή τα ξέχασα όλα όσα είχα να πω, και μα την πίστη μου, ήταν πολύ σπουδαία και διασκεδαστικά πράγματα».
«Δηλαδή», είπε ο Δον Κιχώτης, «τέλειωσε η ιστορία σου;»
«Όσο και η μάνα μου», απάντησε ο Σάντσο.
«Λέω στ’ αλήθεια», έκανε ο Δον Κιχώτης, «ότι μου διηγήθηκες μίαν απ’ τις πιο θαυμαστές ιστορίες που επινόησε ποτέ κανείς στον κόσμο· και ο τρόπος με τον οποίο τη διηγήθηκες και την τέλειωσες δεν έχει ξαναγίνει, ούτε θα ξαναγίνει ποτέ, αν και δεν περίμενα περισσότερα από ένα μυαλό σαν το δικό σου. Δεν παραξενεύομαι όμως, γιατί ίσως οι χτύποι που ακούγονται αδιάκοπα σου ’χουν λασκάρει λιγάκι τις βίδες».
«Μπορεί να ’ναι κι έτσι», αποκρίθηκε ο Σάντσο. «Όσο για την ιστορία μου, ξέρω καλά ότι δεν έχω πια τίποτε να πω, γιατί τελειώνει ακριβώς εκεί που γίνεται το λάθος στο λογαριασμό των γιδιών που περνούν απέναντι».
[Το τραγούδι τωνStranglersτο επέλεξα γιατί αφενός αναφέρει τον Σάντσο Πάντσα στους στίχους και αφετέρου το βρίσκω απολύτως ταιριαστό με το βιβλίο. Χώρια που είναι και τραγουδάρα!]
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Η σχέση των ανθρώπων με το νερό έχει και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όχι μόνο χρηστικά και λειτουργικά. Τη σχέση αυτή διαχρονικά κατέγραψε ο σημαντικότερος διανοητής της οικολογίας Ιβάν Ίλιτς στο απολαυστικό βιβλίο του: Η2Ο, και τα νερά της λησμοσύνης (εκδ. Χατζηνικολή, 1992). Έτσι μαθαίνουμε και για τη σχέση των Γάλλων με το νερό. Υπήρχε μια εποχή όπου οι Γάλλοι γεννιόντουσαν και πέθαιναν χωρίς να κάνουν ούτε ένα μπάνιο!
Αναφέρεται και το εξής συμβάν — σαν ανέκδοτο ακούγεται:
Σε μια μάχη του ο Ναπολέων, νίκησε γρηγορότερα από όσο υπολόγισε και βιάστηκε να το αναγγείλει στη Ιωσηφίνα με κάποιον μαντατοφόρο. Το μήνυμα έγραφε:
— Μην πλυθείς, έρχομαι!
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, απεικονίζεται η στιγμή κατά την οποία ο Ναπολέων ανακοινώνει στην Ιωσηφίνα ότι θέλει διαζύγιο κι εκείνη λιποθυμά. Ενδέχεται όμως να κρατά απλώς το μαντίλι στη μύτη της, μετά την επίσκεψή του.
* * *
Παρακάτω η ανάρτηση περιλαμβάνει τοποθέτηση προϊόντος: