—του Αλέξανδρου Ζωγραφάκη—
Πολλές φορές συνδιαλέγομαι με ήρωες βιβλίων ή με συγγραφείς που έχω αγαπήσει. Μου αρέσει να φαντάζομαι τις αντιδράσεις τους σε δικά μου προβλήματα. Έτσι εξάλλου μου ήρθε η ιδέα να τους βάλω σε κείμενα όπου θα εμφανίζονται σε καταστάσεις μιας πεζής καθημερινότητας. — Α. Ζ.
* * *
Κυριακάτικος περίπατος στα πέριξ της Ακροπόλεως διακόπτεται απότομα όταν βλέπω τον Τσαρλς Μπουκόφσκι να κάθεται σε απόμερο καφενέ. Στο τραπέζι του, ένα χιψτεροβαζάκι γεμάτο με ένα υποπράσινο πηχτό υγρό μού τραβάει αμέσως την προσοχή. «Κύριε Τσινάσκι, τα σέβη μου», λέω διστακτικά. Χαμογελάει. Η οδοντοστοιχία του είναι κατάλευκη. Απαστράπτουσα. Μου κάνει νόημα να καθίσω. Παραγγέλνω φραπέ σκέτο. «Με όλο το θάρρος, αλλά τι πίνετε;» ρωτάω. «Σμούδι με άπαχο γάλα, καρύδια, ιπποφαές, γκότζι μπέρι, λιναρόσπορο, βασιλικό πολτό και σελινόριζα. Πίνω ένα τέτοιο μετά την απογευματινή προπόνηση», μου απαντάει με σταθερή φωνή. «Μα…», πάω να πω αποπροσανατολισμένος, αλλά με κόβει με μια κίνηση του χεριού του. «Πάντα ήμουν της υγιεινής διατροφής. Αλλά έπρεπε να κρύβομαι. Αυτά δεν πουλάνε, ξέρεις. Ο κόσμος διψάει για καταχρήσεις. Ποτό, σεξ, ναρκωτικά, κραιπάλες, τα γνωστά. Ο μέσος άνθρωπος δεν έχει το θάρρος να δοθεί ολόψυχα στα πάθη του. Οι περισσότεροι, κατά βάθος, το μόνο που θέλουν είναι μια καλή σύνταξη και ένα ζεστό ποτήρι τίλιο μπροστά στην τηλεόραση. Χρειάζεται κάποιος άλλος να ζήσει τη ζωή που δεν θα τολμήσουν να ζήσουν ποτέ εκείνοι. Κάποιος πρέπει να τους τα δώσει μασημένα. A burgeoning market niche was waiting to be filled. I played along. It was as simple as that», είπε με ύφος. Έχω μείνει άναυδος. Βγάζω τσιγάρο. Του προσφέρω. «Ευχαριστώ, αλλά το έχω κόψει από το ’72, όταν ξεκίνησα σοβαρές προπονήσεις για τον μαραθώνιο». «Μαλάκα, τι λέει ο άνθρωπος;» λέω από μέσα μου. «Μαραθώνιο;» τον ρωτάω με φωνή που σπάει ελαφρά. «Έχω τρέξει 24 μαραθώνιους και τέσσερα άιρον μαν τα τελευταία 22 χρόνια. Το ’94, όταν ανακοινώθηκε ο θάνατός μου, μπόρεσα επιτέλους να αφοσιωθώ απερίσπαστος στο πάθος μου», μου απαντά. Τραβάω μια τζούρα από το τσιγάρο για να συνέλθω. Με κοιτάζει. «Να το κόψεις. Είναι εντελώς μαλακία. Τα καλύτερα κείμενά μου τα έχω γράψει χωρίς ποτό και τσιγάρο. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι ηδονή ένιωθα να βεβηλώνω το άλτερ ίγκο μου, τον Χένρι Τσινάσκι, στο χαρτί ενώ εγώ έπαιρνα τα αντιοξειδωτικά μου από έναν παγωμένο χυμό ρόδι». Προσπαθώ να καταλάβω. «Μα αυτό είναι απάτη!» λέω. «Απάτη;» με ρωτάει και σκάει στα γέλια. «Για ποια απάτη μιλάς, μικρέ μου; Θα σου κάνω μια απλή ερώτηση. Τι αξίζει περισσότερο; Να έχεις ζήσει μια ζωή σαν κι αυτή που νομίζει ο κόσμος ότι ζούσα, και απλώς μετέφερα στο χαρτί, ή να τα έχω επινοήσει όλα από το μηδέν; Τι με κάνει καλύτερο συγγραφέα;» Δεν του έδωσα τη σωστή απάντηση. Δεν του έδωσα καμία απάντηση. Έμεινα να τον κοιτάζω. Σηκώθηκε. Έκανε νόημα στη σερβιτόρα. Πλήρωσε και τον καφέ μου. Με χαιρέτησε ευγενικά και έφυγε με το ποδήλατό του.
* * *
They Live
Στο:They Live Tagged: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Χένρι Τσινάσκι
from dimart http://ift.tt/2el3LBn
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου