—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα—
«Γιατί δεν μιλάει ο Μπομπ Ντύλαν;» Την τελευταία εβδομάδα, μετά την τιμητική διάκριση του Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο ροκάς -τροβαδούρος που όλοι αγαπήσαμε έχει βρεθεί στο στόχαστρο μιας ανελέητης και συχνά λαϊκιστικής κριτικής όχι μόνο για την αξία της βράβευσής του αλλά κυρίως για τους τρόπους του. Όπως λένε και γράφουν πολλοί, «αγνοεί επιδεικτικά την Ακαδημία». Πράγματι η στάση του Ντύλαν προκαλεί σε κάποιους δικαιολογημένη αμηχανία, ιδίως τώρα που φαίνεται ότι τα βραβεία αλλάζουν, όπως έγραψε σχετικά η γαλλική Λιμπερασιόν. Όσοι όμως έχουν παρακολουθήσει το έργο αλλά και τη συνολική δημόσια παρουσία του Ντύλαν, δεν πρέπει να ένιωσαν την ίδια έκπληξη. Ο Ντύλαν δεν ήταν ποτέ ένα «κανονικό» pop idol της μιντιακής κουλτούρας. Ακόμη και στις συναυλίες, έλεγε τα τραγούδια του, έπαιζε μουσική και έφευγε από τη σκηνή. Ποτέ δεν κολάκευε το κοινό με εκείνο το είδος της επικοινωνίας που θεωρείται σήμερα δημοφιλές: τα αστειάκια, τις «παραγγελιές», τις γλυκανάλατες αφιερώσεις, τη διαδραστική συμμετοχή που τελειώνει με τη μαγική προτροπή — «δικό σας τώρα!».
Η κριτική που ασκείται στον Ντύλαν συνδέεται ωστόσο και με μια προγενέστερη μυθολογία: την περίφημη «σιωπή των διανοουμένων». Για ένα μεγάλο τμήμα της «κοινής γνώμης» —ό,τι κι αν εννοούμε με αυτή την αυθαίρετη γενίκευση— τα δημόσια πρόσωπα, και ειδικά οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι, δεν είναι τόσο «ομιλητικά» όσο ορίζει το πολιτισμικό στερεότυπο της σύγχρονης λειτουργίας τους. Τι θα έπρεπε να κάνουν, σύμφωνα με αυτό το στερεότυπο; Να παρεμβαίνουν με επικαιρικούς όρους στη συγκυρία, να διατυπώνουν τις απόψεις τους επί παντός επιστητού, να καθοδηγούν ποιμενικά το κοινό, να μετέχουν διαρκώς στο απέραντο σύμπαν της διαδικτυακής ασυναρτησίας, να ανεβάζουν φωτογραφίες από τις διακοπές τους, να σχολιάζουν το νέο δίσκο του συναδέλφου τους, και οπωσδήποτε να αποτυπώνουν τα συγκινημένα δάκρυα της στιγμής που πήρανε το Νόμπελ. Πράγματι, ο Ντύλαν δεν έκανε τίποτε από όλα αυτά. Ανέβασε μια λιτή ανακοίνωση δύο γραμμών για τη βράβευση του, παραθέτοντας μόνο την είδηση και το σκεπτικό της ακαδημίας: «ο Μπομπ Ντύλαν βραβεύτηκε για τη δημιουργία νέων ποιητικών εκφράσεων στο πλαίσιο της σπουδαίας αμερικανικής παράδοσης τραγουδιών». Και πάλι, επέλεξε να μιλήσει για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο. Σαν να ήταν ένας ακόμη ήρωας από την έμμεση αυτοβιογραφία που συναντάμε στα τραγούδια του.
Από μια άποψη, η πραγματική δοκιμασία των διανοουμένων και των καλλιτεχνών είναι η στιγμή της διάκρισής τους. Δεν απειλούνται μόνο από την υπερχείλιση των συναισθημάτων θαυμασμού «του κοινού τους» αλλά κυρίως από την εσωτερική πίεση στην αυτόματη και σχεδόν υποχρεωτική «αμεσότητα» της δικής τους επικοινωνίας με τη δημόσια σφαίρα. Είναι η ώρα που η τέχνη τους πρέπει να «εκτεθεί» και να αντιμετωπίσει νοοτροπίες και συμπεριφορές, όχι απαραίτητα συμβατές με το έργο τους αλλά και την προσωπικότητά τους. Προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη σιωπή του, πολλοί γράψανε πως ο Ντύλαν ήταν πάντα ένας σνομπ ελιτιστής. Ίσως να είναι έτσι. Ίσως πάλι, η σιωπή του να είναι ένα υψηλό δείγμα καλλιτεχνικής αιδημοσύνης ∙ μια αξιοπρεπής προστασία της πορείας του αλλά και του εαυτού του. Σε έναν πολύ «ομιλητικό» και μάλλον φλύαρο κόσμο, ο Ντύλαν προτίμησε να μη μιλήσει για το Νόμπελ. Κανείς δεν ξέρει αν θα ταξιδέψει για την παραλαβή του βραβείου και αν θα βγάλει την προβλεπόμενη ομιλία. Για κάποιους όλα αυτά αυξάνουν το σασπένς μιας βιογραφικής πλοκής στηριγμένης στην «αντικοινωνικότητά» του. Κάποιοι άλλοι, ελάχιστοι ίσως, χαιρόμαστε ιδιαίτερα που, ακόμη και τώρα, εξακολουθεί να διατηρεί αυτή τη «λοξή ματιά» απέναντι στη σκηνή του κόσμου.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα
Στο:Ανώμαλα ρήματα Tagged: Bob Dylan, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Μπομπ Ντύλαν, Νόμπελ Λογοτεχνίας
from dimart http://ift.tt/2emyGea
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου