Αυτό δεν είναι τραγούδι #832
Dj της ημέρας, ο Παναγιώτης Πούτος
Στο Ουλμ, στην πλατεία μπροστά στο δημαρχείο, ξετυλίχθηκε επίσης και μία άλλη σκηνή του αλληγορικού θεάτρου της γερμανικής εσωτερικότητας. Στις 18 Οκτωβρίου 1944 έγινε, παρουσία του φον Ρούντστεντ, η κηδεία δημοσία δαπάνη του στρατάρχη Ρόμελ. Το ανύποπτο πλήθος τού απέδιδε τον ύστατο χαιρετισμό νομίζοντας ότι πέθανε, ύστερα από τραυματισμό, υπερασπιζόμενος το Ράιχ, ενώ αυτός, έχοντας εμπλακεί στη συνωμοσία της 20ής Ιουλίου, τέθηκε μπροστά στο δίλημμα, να περάσει από δίκη ή να αυτοκτονήσει. Και πήρε δηλητήριο. Είναι κι αυτό ένα από τα παράδοξα της γερμανικής εσωτερικότητας: ο Ρόμελ δεν φοβόταν φυσικά την εκτέλεση, δεν του έλειπε το θάρρος που έδειξε, για παράδειγμα, ο Χέλμουτ φον Μόλτκε απέναντι στο ναζιστικό λαϊκό δικαστήριο και τον απαγχονισμό. Τα γράμματα που έγραφε στη γυναίκα του δείχνουν μαζί με μια έντονη τρυφερότητα και την αίσθηση ευθύνης ενός ακέραιου ανθρώπου. Πιθανότατα πίστευε εκείνη την ώρα ότι πρόσφερε μια υπηρεσία στη Γερμανία, που βρισκόταν σε έσχατο κίνδυνο, γλιτώνοντάς την από την αποθάρρυνση και την αβεβαιότητα που θα σκόρπιζε μια τέτοια δίκη σε όλη τη χώρα, εμφανίζοντας τον μεγάλο στρατιώτη σαν εχθρό της πατρίδας.
Με ψυχρή αυτοκυριαρχία και ύψιστο αλλά και συνάμα παράδοξο πνεύμα θυσίας ανάγκασε τη φωνή τής συνείδησής του να σιγάσει και έδωσε μία έμμεση αλλά μεγάλη βοήθεια στο χιτλερικό καθεστώς που είχε αποπειραθεί να το ανατρέψει, στον Χίτλερ τον οποίο είχε αποπειραθεί να σκοτώσει. Η παιδεία που είχε λάβει δεν του επέτρεπε να διαχωρίσει καθαρά, ούτε κι εκείνη τη στιγμή, τη χώρα του από το καθεστώς που τη διέστρεφε και την πρόδιδε αξιώνοντας να την εκπροσωπεί. Εξάλλου οι ίδιοι οι σύμμαχοι, δύσπιστοι και επιφυλακτικοί απέναντι στις προτάσεις που διατύπωσαν οι εκπρόσωποι του γερμανικού Γενικού Επιτελείου για την πάταξη του ναζισμού, έχουν κι αυτοί μεγάλο μερίδιο ευθύνης -που αρχίζει από την καρχηδονικού τύπου ειρήνη των Βερσαλλιών- σ’ αυτή την ολέθρια ταύτιση χώρας και καθεστώτος. Στην επιλογή του Ρόμελ έπαιξε οπωσδήποτε προεξέχοντα ρόλο αυτή η γερμανική αγωγή προς το σεβασμό και την αφοσίωση που είναι από μόνη της μέγιστη αξία -η νομιμοφροσύνη απέναντι σ’ αυτόν που στέκει δίπλα σου και στον δοσμένο λόγο- αλλά που απλώνει τόσο βαθιές ρίζες ώστε δεν μπορούν να ξεριζωθούν ούτε όταν η γενέθλια γη έχει γίνει ένα σαπισμένο τέλμα. Η αφοσίωση αυτή είναι τόσο δυνατή που καμιά φορά εμποδίζει τον άνθρωπο να αντιληφθεί την απάτη της οποίας έχει πέσει θύμα, να καταλάβει ότι έχει αφοσιωθεί όχι στους δικούς του θεούς αλλά σε τερατώδη είδωλα και ότι, στο όνομα της αυθεντικής πίστης, έχει καθήκον να εξεγερθεί εναντίον αυτού που την απαιτεί κατά κατάχρηση.
Ακόμη και ο Στάουφενμπεργκ, που έκανε την απόπειρα κατά του Χίτλερ, σπαραζόταν από τον γερμανικό διχασμό ανάμεσα στην αφοσίωση στην πατρίδα και την αφοσίωση στην ανθρωπότητα, κι αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τη δυσκολία που υπήρχε για μια ένοπλη και οργανωμένη αντίσταση στη Γερμανία. Βέβαια το θεμελιώδες δίλημμα δεν παρουσιαζόταν μόνο στη Γερμανία του Τρίτου Ράιχ, πολύμορφα μασκαρεμένο, ανάμεσα στην πίστη στην καθολικότητα και την πίστη στο άμεσο χρέος – ανάμεσα στην ηθική της πεποίθησης και την ηθική της ευθύνης, όπως είπε ο Μαξ Βέμπερ, κάνοντας μια διάγνωση, αξεπέραστη ακόμη, των αντιφάσεων μέσα στις οποίες κινείται ο πολιτισμός μας. Μεταξύ των εγκλημάτων του ναζισμού συγκαταλέγεται και η διαστροφή της γερμανικής εσωτερικότητας: στη σκηνοθεσία αυτής της κηδείας μπροστά στο δημαρχείο του Ουλμ υπάρχει η τραγωδία ενός ακέραιου ανθρώπου σε μια ψευδή παράστασή της.
σελ. 93-95, Δούναβης, Κλαούντιο Μάγκρις. Μετάφραση: Μπάμπης Λυκούδης, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2001.
Η κηδεία του Ρόμελ ήταν μία παράσταση του ναζιστικού καθεστώτος. Το φέρετρο τυλιγμένο με τη σημαία της ναζιστικής Γερμανίας μεταφέρθηκε πάνω σε κιλλίβαντα και η μπάντα εκτέλεσε το πένθιμο εμβατήριο Der gute Kamerad (επίσης γνωστό με τον τίτλο Ich hatt’ einen Kameraden) το οποίο καθιερώθηκε σε στρατιωτικές κηδείες το 1871 και χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα. O Kaare Dahl Martinsen στο βιβλίο του Soldier Repatriation: Popular and Political Responses αναφέρει πως το τραγούδι, που οι στίχοι του γράφτηκαν τον καιρό των Ναπολεόντειων πολέμων, παραμένει ανεπηρέαστο από τις πολιτικές αλλαγές και πως, ακόμη και σήμερα, στο Αφγανιστάν, ακούγεται κάθε φορά που η σορός ενός νεκρού Γερμανού στρατιώτη επιστρέφει στην πατρίδα (σελ. 74, Routledge, 2016). Οι στίχοι του τονίζουν πόσο τυχαίο είναι το γεγονός του θανάτου στη μάχη (Μια σφαίρα ήρθε πετώντας / είναι η σειρά μου ή η σειρά σου;) και πόσο σκληρός ο πόλεμος: στην τελευταία στροφή ο συμπολεμιστής που είναι ζωντανός δεν μπορεί να σφίξει το απλωμένο χέρι του συντρόφου που ψυχορραγεί, καθώς η μάχη συνεχίζεται. Ο Martinsen καταλήγει πως οι στίχοι ταιριάζουν με το πασιφιστικό πνεύμα που κυριάρχησε στην μεταπολεμική Γερμανία (ό.π. σελ. 75).
Ίσως νιώθει κανείς άβολα με τη σκέψη πως το εμβατήριο αυτό, που χρησιμοποιήθηκε και από το Γ’ Ράιχ στις στρατιωτικές κηδείες, χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Όμως δεν είναι το μόνο κοινό στοιχείο. Οι σημερινοί Γερμανοί στρατιώτες που επιστρέφουν από αποστολές του ΟΗΕ ή του ΝΑΤΟ περιγράφουν συναισθήματα σοκ και θλίψης ίδια με αυτά που προκαλεί το ποίημα, αναφέρει ο Martinsen. Είναι εύλογη η υπόθεση πως ίσως παρόμοια συναισθήματα θα ένιωθαν και οι στρατιώτες του Γ’ Ράιχ. Αυτή η σκέψη προκαλεί αμηχανία: το ότι οι άνθρωποι που εμπλέκονται στον πόλεμο, είτε τους δαιμονοποιούμε είτε τους ηρωοποιούμε, έχουν παρόμοια συναισθήματα και αντιδράσεις. Η ανθρώπινη ιδιότητα είναι κοινή.
Όμως μπορούμε να κάνουμε και μία άλλη εύλογη υπόθεση, περιορισμένη στη συγκεκριμένη περίσταση: εκείνη τη μέρα στην πλατεία του Ουλμ, όταν η στρατιωτική μπάντα έπαιζε το ίδιο πένθιμο εμβατήριο, μπορούμε να φανταστούμε πόσο άβολα ένιωθαν οι λίγοι που γνώριζαν την πραγματική αιτία θανάτου του στρατάρχη και ήξεραν πόσο ψεύτικο σόου ήταν η συγκεκριμένη στρατιωτική κηδεία και πόσο ψεύτικος ήταν ο στίχος «Είχα ένα σύντροφο» σε ένα θάνατο που χαρακτηρίστηκε από πολλαπλές προδοσίες. Μπορούμε επίσης να φανταστούμε πως εκείνη τη μέρα, έξι μήνες πριν από τη συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας, πολλοί από τους παρευρισκομένους μπορεί να βρίσκονταν εκεί νιώθοντας πως ήταν ίσως η τελευταία παράσταση του χιτλερικού καθεστώτος σε έναν μάταιο, χαμένο πόλεμο. Ίσως υπάρχει χώρος για μία αισιόδοξη σκέψη: ένα πολεμικό εμβατήριο που ηχεί ψεύτικο και μια στρατιωτική κηδεία που δεν πείθει για την αναγκαιότητα του πολέμου είναι γεγονότα αντιπολεμικά.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι, Uncategorized Tagged: Κλαούντιο Μάγκρις, Μπάμπης Λυκούδης, Μουσική, Παναγιώτης Πούτος, Kaare Dahl Martinsen
from dimart http://ift.tt/2erLM88
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου