—της Stucano Closer και της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου—
Η λογοτεχνία μάς προσφέρει εδώ και αιώνες γεύματα για κάθε γούστο: από τις ομηρικές περιγραφές των θυσιών στους θεούς (που μπορούν να σε κάνουν να αναζητάς για μια ζωή τη γεύση του κρέατος που φανταζόσουν διαβάζοντάς τες) έως τις χορτοφαγικές πανδαισίες του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ ή τη γαστριμαργική πολυτέλεια του «Μεγάλου Γκάτσμπι» διά χειρός Φιτζέραλντ. Δύσκολα όμως θα βρει κανείς στη λογοτεχνία (ή στην τέχνη γενικώς) πιο ανατρεπτικό γεύμα από το τέιο του Τρελοκαπελά στην «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων».
Από την αρχή μέχρι το τέλος, το φαγητό πρωταγωνιστεί στο βιβλίο – ίσως και με τον τρόπο που πρωταγωνιστεί στο υποσυνείδητο των παιδιών: ως επιθυμία και τιμωρία μαζί. Και μισητό κουνουπίδι και λαχταριστή μαρμελάδα. Αυτό που θα σε κάνει (επιτέλους!) να μεγαλώσεις και ταυτόχρονα αυτό που σε κρατάει καθηλωμένο αναγκαστικά στο τραπέζι ενώ εσύ θες να βγεις να παίξεις. Στο βιβλίο, η Αλίκη ασχολείται θέλοντας και μη με πράγματα φαγώσιμα και μπλέκει διαρκώς σε κινδύνους που προέρχονται από φαγητά. Τίποτα δεν είναι αθώο, τίποτα δεν είναι αυτό που δείχνει.
Φαίνεται, πάντως, πως κι ο ίδιος ο Λούις Κάρολ κουβαλούσε μια αμφίθυμη σχέση με το φαγητό. Υπήρξε διαβόητα λιτοδίαιτος, σε βαθμό νεύρωσης: μετά το πρόγευμα, η διατροφή του για το υπόλοιπο της μέρας περιελάμβανε σχεδόν αποκλειστικά κρακεράκια. Άνοστα, βαρετά κρακεράκια.
Επιστρέφοντας όμως στο τσάι του Τρελοκαπελά: έχει ενδιαφέρον να φανταστούμε τη φρίκη που θα προξένησε στη βικτωριανή κοινωνία η περιγραφή ενός τέιου όπου όλοι οι κανόνες πάνε μεγαλειωδώς περίπατο. Τα προηγούμενα πιάτα παραμένουν άπλυτα, όλοι κάθονται στη μια πλευρά του τραπεζιού, η συζήτηση είναι επιεικώς σουρεαλιστική, ένας από τους συνδαιτυμόνες μισοκοιμάται (και οι άλλοι προσπαθούν να τον χώσουν στην τσαγέρα). Μόνον η ώρα του τέιου παραμένει σωστή, αλλά κι αυτή είναι λάθος, γιατί απλώς παραμένει σωστή – στο διηνεκές. Ακίνητη, όσο βούτυρο κι αν βάζει ο Τρελοκαπελάς στο ρολόι του.
Και δεν ήταν καν η πρώτη φορά που ο Κάρολ κορόιδευε φρικτά το πρωτόκολλο που περιέβαλλε τη διαδικασία του φαγητού: κάμποσα χρόνια πριν από την Αλίκη, το 1855, στα 23 του, δημοσίευσε ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Hints for Etiquette; Or, Dining Out Made Easy», όπου σατιρίζει αντίστοιχα βιβλία καλών τρόπων, από εκείνα που έβριθαν στη βικτωριανή Αγγλία.
Ιδού μερικές από τις χρησιμότατες συμβουλές του:
«Η χρήση του πιρουνιού για τη σούπα, ενώ ταυτοχρόνως εκμυστηρεύεσαι στον οικοδεσπότη ότι κρατάς το κουτάλι για τις μπριζόλες, αποτελεί πρακτική απολύτως εσφαλμένη».
«Είναι σε κάθε περίπτωση επιτρεπτό να ζητάς μαρμελάδα αγκινάρα ως συνοδευτικό για το βραστό ελάφι. Υπάρχουν, ωστόσο, σπίτια όπου κάτι τέτοιο δεν διατίθεται».
«Η μέθοδος τεμαχισμού της ψητής γαλοπούλας με δύο πιρούνια είναι εφικτή, αλλά υπολείπεται σε κομψότητα».
* * *
Καλλιτέχνες στην κουζίνα και σεφ με ανησυχίες:
μια στήλη για την τέχνη της γαστρονομίας και τη γαστρονομία της τέχνης.
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Η κουζίνα του dim/art
Στο:Η κουζίνα του dim/art Tagged: Hints for Etiquette; Or, Dining Out Made Easy, Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Λούις Κάρολ, Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Φρανσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Stucano Closer
from dimart http://ift.tt/29yR8Lb
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου