—του Σάκη Κουρουζίδη—
Με αφορμή την πρόταση Ερντογάν για επαναφορά της ποινής του θανάτου στην Τουρκία, άνοιξε πάλι, δειλά, η συζήτηση για το θέμα αυτό.
Η κατάργηση της ποινής του θανάτου είναι μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του σύγχρονου πολιτισμού. Σε πολλές χώρες του κόσμου (σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου, ως γνωστόν, είναι όρος για την αποδοχή κάποιου νέου μέλους), έχει πάψει να ισχύει εδώ και πολλές δεκαετίες. Από την κατάργηση της ποινής του θανάτου δεν εξαιρέθηκε καμία πράξη, κανένα αδίκημα, κανένας φορέας αξιόποινης πράξης.
Αντνάν Μεντερές, πρωθυπουργός της Τουρκίας 1950-1960.
Εκτελέστηκε δι’ απαγχονισμού στις 17/9/1961 από τη χούντα Τουρκές-Γκιουρσέλ.
Η ουσία της αντίληψης αυτής εντάσσεται σε ένα πολιτισμικό άλμα που συντελείται στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το οποίο περιλαμβάνει την μη καταδίκη χωρίς δίκη, την μη απόδοση συλλογικής ευθύνης, αλλά μόνον απόλυτα προσωποποιημένης, τον σεβασμό των δικαιωμάτων των υποδίκων και των κρατουμένων, τα άλλα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της χρήσης βίας για την απόσπαση κάποιας ομολογίας από κρατούμενο, αλλά και τον θεσμό των αδειών σε κρατούμενους που εκτίουν βαριές ποινές έως και ισόβια. Όλα αυτά έχουν ως κοινή συνισταμένη την πολιτισμικά διαφοροποιημένη «απάντηση» της κοινωνίας απέναντι στην παρεκτροπή και το έγκλημα. Η κοινωνία δεν εκδικείται τον εγκληματία, δεν χρησιμοποιεί τα ίδια μέσα με αυτόν. Περιορίζει τον εγκληματία ώστε να μη διαπράξει άλλη εγκληματική πράξη, επιδιώκει να λειτουργήσει «παιδευτικά» προς την κοινωνία και, τελικά, να επανεντάξει κοινωνικά τον παρεκτραπέντα.
Όταν ο δικαστής επιβάλλει μια βαριά ποινή (θάνατο παλιότερα, ισόβια σήμερα) το κάνει εξ ονόματος του λαού. Τον καθιστά συμμέτοχο στην πράξη αυτή. Ο Παύλος Νιρβάνας περιγράφει πολύ εύστοχα τη «συμμετοχή» του σε μία «εκτέλεση», όταν το τραμ στο οποίο επέβαινε παρέσυρε και σκότωσε έναν άνθρωπο (1936): «Εθανατώσαμεν, προχθές, έναν ατυχή κατάδικον. “Εθανατώσαμεν” είνε η κυριολεξία. Διότι, όταν επιβαίνη κανείς μιας αμαξοστοιχίας, που διαμελίζει έναν άνθρωπον, είνε ως ν’ αποτελή μέλος εκτελεστικού αποσπάσματος. Ανευθύνως βέβαια. Τόσον ανευθύνως, όσον και ο στρατιώτης, που του έλαχεν ο κλήρος να συμμετάσχη εις μίαν θανατικήν εκτέλεσιν. Αλλά και με το ίδιον αίσθημα σπαραγμού ψυχής. Εδοκιμάσατε ποτέ αυτό το αίσθημα; Δεν σας εύχομαι να το δοκιμάσετε. Έχει κανείς την εντύπωσιν, ότι με την μοιραίαν συμμετοχήν του εις το φρικτόν δράμα, με το βάρος ακόμη του σώματός του, κάτι προσέφερε και αυτός, εις την αγρίαν εκτέλεσιν. Και το κάτι αυτό απομένει στα βάθη της ψυχής μας, ως μία πικρία, που στο πείσμα κάθε λογικής, ομοιάζει με κάποιαν τύψιν συνειδήσεως».
Στο υπό εξέλιξη αυτό πολιτισμικό άλμα, απομένουν και άλλες πράξεις: όλες οι ποινές πρέπει να έχουν αυστηρά προσδιορισμένο χρονικό χαρακτήρα, δηλαδή να καταργηθεί και η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Έτσι κι αλλιώς, η ποινή αυτή έχει έναν εξόφθαλμο παραλογισμό μέσα της, γιατί η ποινή αυτή για ένα 25χρονο μπορεί να σημαίνει έως 60 –και περισσότερα, ενδεχομένως- χρόνια φυλάκισης, ενώ για έναν 75χρονο, η ίδια ποινή μπορεί να σημαίνει περίπου 10 χρόνια (με βάση το προσδόκιμο ζωής). Αλλά, πέραν αυτού, η ημερομηνία λήξης μιας ποινής, σε συνδυασμό με τις περιοδικές άδειες, λειτουργούν ευεργετικά προς τον κρατούμενο που αποκτά έτσι πολύ περισσότερες προϋποθέσεις –και κίνητρα- τελικής επανένταξης στην κοινωνία, πράγμα που είναι και το ζητούμενο. Διαφορετικά, η προοπτική της ισόβιας φυλάκισης και χωρίς άδεια, ισοδυναμεί με μια ψυχολογική εξόντωση που λίγο διαφέρει από την φυσική εξόντωση, δηλαδή την ποινή του θανάτου. Το μικρό ποσοστό των φυλακισμένων που δεν επιστρέφει μετά από μια άδεια, δείχνει την ορθότητα του μέτρου και μάλιστα αν δεν ίσχυε η ισόβια προοπτική παραμονής στη φυλακή, το ποσοστό αυτό θα ήταν ακόμη μικρότερο. Αν οι συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές ήταν καλύτερες, το ποσοστό θα μίκραινε κι άλλο.
25/8/1972, η τελευταία εκτέλεση θανατικής ποινής στην Ελλάδα
Οι λίγες φωνές που έχουν ακουστεί και στην ελληνική κοινωνία υπέρ της ποινής του θανάτου σε πολύ συγκεκριμένες και ιδιαιτέρως ειδεχθείς πράξεις, δεν έχουν καμία τύχη στο να εμποδίσουν αυτό το πολιτισμικό άλμα που συντελείται –και- σε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη και το οποίο συνεχώς διευρύνεται. Οι φωνές αυτές που επιδιώκουν την επαναφορά της ποινής του θανάτου έστω και για συγκεκριμένα αδικήματα, είτε προέρχονται από το πολιτισμικό μας «παρελθόν», είτε εκφράζουν χαμηλής στάθμης θυμικά ανακλαστικά εν θερμώ, είτε, τέλος, εντάσσονται στο χύμα αυτό ρεύμα του λαϊκισμού. Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με αυτές τις αντιλήψεις θα πρέπει να ζητήσουμε να αποφυλακιστούν όσοι έχουν εκτίσει τον μέγιστο «μετρήσιμο» χρόνο φυλάκισης που επιβάλλεται (25 χρόνια), χωρίς καμία εξαίρεση.
Νομικά και κοινωνικά, οι κανόνες θα πρέπει να είναι ίδιοι για κάθε έγκλημα. Πολιτικά, η κατάργηση της ποινής του θανάτου, δείχνει μια υπεροχή και μια απόλυτη σιγουριά για το είδος της δημοκρατίας η οποία δεν απειλείται από φορείς αντιδημοκρατικών απόψεων και πραξικοπηματικών πρακτικών. Ίσα-ίσα σηματοδοτεί τη θεσμική τους ακύρωση και το τέλος τους. Ο Σαντάμ, ο οποίος ως γνωστόν εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, αν καταδικάζονταν στην ανώτερη ποινή φυλάκισης, μετά από 25 χρόνια –αν βέβαια ήταν μικρότερος σε ηλικία και ζούσε μέχρι την πιθανή αποφυλάκισή του- θα ήταν ακίνδυνος έως γραφικός. Αν, όμως οι απόψεις του και οι πρακτικές του θα είχαν και τότε απήχηση, φυσικά αυτό θα είχε ελάχιστη σχέση με την μη εξόντωση του ίδιου του Σαντάμ.
Renato Curcio, Mario Moretti και Alberto Franceschini στη διάρκεια της δίκης τους, στο Τορίνο το 1978. Μαζί με τη σύζυγο του Curcio Margherita Cagol, που σκοτώθηκε το 1976 σε συμπλοκή με την αστυνομία, ήταν οι ιδρυτές και ηγέτες των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Ο Moretti ανέλαβε ηγετικό ρόλο μετά τη σύλληψη των Curcio και Franceschini το 1974, ήταν ο άνθρωπος που οργάνωσε την απαγωγή του Aldo Moro και αργότερα ομολόγησε πως τον εκτέλεσε ο ίδιος. Ο Franceschini αποφυλακίστηκε το 1992, ο Curcio το 1998 και ο Moretti από το 1998 ζει και εργάζεται εκτός φυλακής, στην οποία οφείλει να επιστρέφει το βράδυ.
Η Ιταλική κοινωνία, σε σχέση με τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών που καταδικάστηκαν και εξέτιαν βαριές ποινές, έδειξε αυτήν ακριβώς την πολιτισμική –και πολιτική- υπεροχή, απέναντι σε ένα φαινόμενο που είχε όλα τα χαρακτηριστικά της βίαιων μέσων – εκτέλεσαν αλλά δεν εκτελέστηκαν και στη συνέχεια αποφυλακίστηκαν και επανεντάχθηκαν, με «ηττημένες», ηθικά και πολιτικά, τις μεθόδους της οργάνωσης αυτής.
Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός έχει ως ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του την κατάργηση της ποινής του θανάτου και μάλιστα η ΕΕ χειρίζεται το θέμα αυτό πολιτικά με απόλυτο τρόπο, ως θέμα μέγιστης, μη διαπραγματεύσιμης αξίας -και μάλιστα, με τη μεγαλύτερη πολιτική σύγκλιση.
Καμία διαπραγμάτευση, καμία υποχώρηση, λοιπόν, στο θέμα αυτό με την Τουρκία.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα
Στο:Παροράματα και ημαρτημένα Tagged: Ερυθρές Ταξιαρχίες, Ιταλία, Παύλος Νιρβάνας, Σαντάμ Χουσεΐν, Τουρκία
from dimart http://ift.tt/2apHVq0
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου