—της Ελένης Κοσμά και του Στέργιου Μήτα—
Ο Georges Brassens γεννήθηκε το 1921 στη γαλλική πόλη Σετ, γενέτειρα του ποιητή Πωλ Βαλερύ, στον οποίο αφιερώνει και ένα από τα ομορφότερα τραγούδια του, το Supplique pour être enterré á la plage de Sète (1966)· «supplique» [παράκληση] που πραγματοποιήθηκε, άλλωστε, το 1981. Ο Fabrizio de André, γεννημένος το 1940 στην πόλη Γένοβα της Ιταλίας, μεγάλωσε ακούγοντας τον Μπρασάνς και τους αγγλόφωνους ομογάλακτούς του, όπως τον Λέοναρντ Κόεν. Άθεος, «βλάσφημος» και αναρχικός, από τους μεγαλύτερους ποιητές του ιταλικού τραγουδιού, ο Ντε Αντρέ, είχε αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική –με εξαίρεση, ίσως, το τετράμηνο διάστημα (Αύγουστος – Νοέμβριος 1979) κατά το οποίο είχε απαχθεί από μαφιόζους της Σαρδηνίας. Η σχέση των δύο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: ο ντε Αντρέ μετέφρασε θαυμάσια –καθ’ ομολογία και του ίδιου του Μπρασάνς– επτά τραγούδια-σταθμούς του μπρασανικού corpus: 1. Il gorilla (Le Gorille), 2. Morire per delle idée (Mourir pour des idées), 3. Marcia Nuptiale (Marche Nuptiale), 4. Nell’acqua della chiara fontana (Dans l’eau de la claire fontaine), 5. Delitto di Paese (L’assasinat), 6. [Parlavi alla luna…] (Le papa Noël et la petite fille), 7. Le passanti (Les passantes, στίχοι: Antoine Paul). Οι δυο τους, ωστόσο, δεν συναντήθηκαν ποτέ από κοντά.
Βίος και έργο αμφοτέρων τους εντάσσει σε αυτό που επιμελώς τυποποιείται ως «τραγούδι διαμαρτυρίας». Ωστόσο, αν το πολιτικό τους φορτίο επανενεργοποιείται (δίχως να διακωμωδείται) αρκετές δεκαετίες αργότερα, τούτο συμβαίνει διότι στοιχηματίζεται ακριβώς στο περιθώριο της υποτιθέμενα ανατρεπτικής νόρμας. Ακόμη και τα τραγούδια τους που δίνουν τον τόνο της στράτευσης, διατηρούν από αυτήν μία σωτήρια απόσταση — κερδισμένη βαθμηδόν και με τα υλικά του επαναστατικού pastiche: ας πεθάνουμε, όπως λέει ο Μπρασάνς, για τις ιδέες — αλλά με θάνατο αργό («Mourons pour des idées, d’ accord, mais de mort lente», Μourir pour des idées, 1972). Και πάντοτε ενάντια στην αγκιτάτσια των θεία χάριτι επαναστατών: «profeti molto acrobati/della rivoluzione/oggi farò da me senza lezione», όπως τραγουδάει και ο Ντε Αντρέ (Il bombarolo, 1973).
Επόμενο ήταν, και αν λάβει μάλιστα κανείς υπόψη το αυστηρά πολιτικό τους βιογραφικό (ο Μπρασάνς έγραφε στην αναρχική επιθεώρηση Le libertaire και ο Ντε Αντρέ συμμετείχε ενεργά στη Federazione Anarchica Italiana di Carrara), να τύχουν όλων των δυνατών μορφών κρατικής «ευγένειας». Και οι δύο γνώρισαν κάθε μορφής καταστολή: λογοκρισία, κρατήσεις, προσαγωγές· και κάθε μορφής αναγνώριση: ο ένας «έπεσε στη διδακτέα ύλη» και ο άλλος στον γαλλικό κανόνα.
***
Επιλέγουμε εδώ, τη (σκανδαλωδώς ελεύθερη) μεταγραφή στην ελληνική γλώσσα των στίχων ενός τραγουδιού του Μπρασάνς και ενός του Ντε Αντρέ τα οποία επαληθεύουν ακριβώς τις παραπάνω «προϋποθέσεις» εργασίας: μολονότι πρόκειται για τραγούδια «υπεράνω πάσης ρητής πολιτικής υποψίας», ξεδιπλώνουν ευρηματικά το βαθιά πολιτικό σχέδιο των δημιουργών.
Τραγούδια για ρόδα, μποτίλιες και χειραψίες –
Το ρόδο κατά τον Georges Brassens
[La rose, la bouteille et la poingee de mains]
Το ρόδο είχε γλιστρήσει δειλά
από την ηρωική ανθοδέσμη
που τέθηκε υπέρ των πεσόντων.
Κι ενώ μέγα πλήθος παρόντων
μπρος τα τίμια χρώματα τρέμει
εγώ το ρόδο περισυλλέγω απαλά.
Ξαναπαίρνω τη στράτα επί τόπου
ν’ ανθοστολίσω το μπούστο
του πρώτου κορσέ γυναικός.
Διότι θα χαρακτήριζα (επιεικώς)
διεστραμμένο αυτόν που από γούστο
κρατάει ένα ρόδο για τον εαυτό του.
Η πρώτη στρέφει τα νώτα με μοιραία
αδιαφορία. Μια άλλη φωνάζει «Βοήθεια»
Η τρίτη μου φέρνει μια ομπρέλα στη μύτη.
Το χειρότερο: η τέταρτη ψάχνει ασφαλίτη.
Διότι μοιάζει αλλόκοτο σήμερα – αλήθεια:
να δίνει κανείς ρόδα σε μια άγνωστη ωραία.
Και είναι κρίμα να καταλήξει ένα ρόδο πρώτης
κοπής σε κοστούμι επιτρόπου. Σωστή αθλιότης!
Η Ρόζα το ρόδο
κατά τον Fabrizio De André
[ La bocca di Rosa]
Η Ρόζα, το ρόδο –το τρένο
που έφτασε στην πόλη κάποιου ημιαγνώστου Αγίου
ήταν αυτό που λέμε φιλί, κρεβάτι, στέρνο
(το ψωμί της δεν το ’βγαζε απ’ τους ψαλμούς του Κυρίου).
Είναι κάποιοι που βλέπουν τον έρωτα σαν διασκέδαση·
κάποιοι άλλοι που τον κάνουν καριέρα·
Μα γι’ αυτήν ήταν το πάθος κι η ένταση:
έως την ύστατη μέρα.
Όμως, σπανίως το πάθος διακρίνει
-και ασφαλώς κατόπιν εορτής-
τους δικαίως (και νομίμως) επιρρεπείς
από τους δυστυχείς που ενεπλάκησαν στου γάμου τη δίνη!
Κι έτσι απ’ τη μια μέρα στην άλλη
φορτώθηκε στη «νεκρική της σαρμανίτσα»–
την άπλετη οργή, τη δίκαια πάλη
για το κόκκαλο που υπεξαίρεσε απ’ τη σκυλίτσα.
Μα είναι γνωστό πως –όπως ο Ιησούς στις ιερές στοές–
όταν δεν μας παίρνει πια να δώσουμε το «κακό παράδειγμα»
γινόμαστε σεμνοί κατηχητές:
«Κοιτάτε στον καθρέφτη, ξεχάστε το άγγιγμα!»
Έτσι λοιπόν μια δεσποσύνη
ανύπαντρη, άτεκνη (κλεισμένη στης παρθενίας τα ανάκτορα)
με κόπο, μα και από καλοσύνη,
ανέλαβε ρόλο βαρύ, ρόλο υψηλό: του συμβουλάτορα.
Στρεφόμενη λοιπόν προς τις θιγμένες νέες
είπε τα εξής (κατά τα άλλα) πνευματώδη:
«Σας έκλεψε τον έρωτα· στις μέρες
που έρχονται θα πρέπει να πατήστε πόδι».
Κι αυτές τραβήξαν προς τον κομισσάριο
και δίχως πολλά πολλά (χωρίς περιστροφές)
του είπαν: «Τούτη η κοινή που δεν αξίζει ούτε δολάριο
ξεπερνά σε πωλήσεις και το εργοστάσιο με τις τροφές!»
Φτάσαν λοιπόν οι τέσσερις εντεταλμένοι
στην τρίχα: με τις μπότες και με τα γκλομπ,
μα ήταν κι αυτοί σαν τη συνόδευαν θλιμμένοι:
Μπάτσος με τρυφερή καρδιά; Αληθινό μα ολίγον ποπ.
Στο σταθμό ήταν όλοι: κι ο κομισσάριος κι ο ιερέας,
με το καπέλο στο χέρι και τα μάτια κλαμένα. «Ρόζα,
Ρόδο μας, σε χαιρετούμε, χαρά της παρέας,
στο εξής μόνη μας έγνοια η έρρυθμη πρόζα».
Στον επόμενο σταθμό, στην επόμενη πόλη
(τέτοιες ειδήσεις δεν χρειάζεται να γραφτούν σε επιφυλλίδες)
ήταν αμέτρητοι οι δήθεν θεατές και όλοι
περίμεναν (ασφαλώς) ρόδα, φιλιά ή τσουκνίδες.
Και να πίσω απ’ το κόκκινο της κούπας προβάλλει
(ω! του επίγειου θαύματος) ο κλέφτης των ρόδων.
Μα μη φοβού· αρωγός η Παρθένος στην κατά του Δαίμονος πάλη –
κι ο ιερεύς: εκδικητής πληρωμένος των (υπέργειων) φόβων.
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Μουσική
Στο:Μουσική, Uncategorized Tagged: Fabrizio de André, Georges Brassens, Ελένη Κοσμά, Λέοναρντ Κοέν, Στέργιος Μήτας
from dimart http://ift.tt/29OBpvN
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου