Dustin Hoffman (8 Αυγούστου 1937)
—της Ειρήνης Βεργοπούλου—
1966. Είμαστε στα μέσα της συναρπαστικής για όλες τις τέχνες δεκαετίας του ’60. Ο ταχύτατα ανερχόμενος σκηνοθέτης του θεάτρου και του σινεμά Mike Nichols (1931-2014) έχει δημιουργήσει θόρυβο γύρω από το όνομά του, έχοντας σκηνοθετήσει στο Μπρόντγουεϊ τις ευφυείς κωμωδίες του Neil Simon και έχοντας κάνει το μεγάλο «μπαμ» στο σινεμά, σκηνοθετώντας τα ιερά τέρατα Liz Taylor και Richard Burton στην ταινιάρα «Who’s afraid of Virginia Woolf?», από το θεατρικό έργο του Edward Albee. Ο Nichols, που ήταν Αμερικάνος δεύτερης γενιάς, παιδί Γερμανο-ρώσων Εβραίων που είχαν καταφύγει στις Η.Π.Α. για να γλυτώσουν από τους Ναζί, είναι στην πορεία χτισίματος του δικού του «μύθου», καθώς με τη φρέσκια, σπιρτόζα, θρασεία ματιά του θα βοηθήσει στην οικοδόμηση του νέου ρεύματος του Αμερικανικού σινεμά στα τότε χρόνια.
Έχει λοιπόν αναλάβει να μεταφέρει κινηματογραφικά μια νουβέλα που είχε εκδοθεί το 1963, με τον τίτλο «The Graduate», του συγγραφέα Charles Webb. Σε αυτήν, η εξιστόρηση των ταλαιπωριών ενός νέου της μεσαίας προς ανώτερης τάξης απόφοιτου κολεγίου στις αρχές της δεκαετίας προμήνυε το αντισυμβατικό κλίμα της προοδευτικής τότε Αμερικανικής νεολαίας κατά του κατεστημένου, που θα επικρατούσε στα επόμενα χρόνια. O 20άχρονος ήρωας Benjamin Braddock, σε αμφιβολία για το παρόν και το μέλλον του, θα τα φτιάξει με τη σύζυγο του συνεργάτη του πατέρα του, αλλά θα ερωτευτεί την κόρη της και θα την απαγάγει στο τέλος την ώρα που παντρεύεται έναν άλλο, καθώς πρέπει τύπο. Ο Nichols έπρεπε να σκηνοθετήσει την κινηματογραφική μεταφορά και βρισκόταν σε αναζήτηση ενός νέου ζεν-πρεμιέ για να παίξει το ρόλο. Είχαν περάσει από ακρόαση δεκάδες υποψήφιοι, και όλοι είχαν την ίδια εμφάνιση, το ίδιο λουκ: ξανθοί, ψηλοί, ηλιοκαμένοι, εντελώς «WASP» (White Anglo-Saxon Protestants), όπως ήταν το αποδεκτό πρότυπο των καιρών και όπως είχε «ζωγραφιστεί» ο ήρωας του βιβλίου, ο Benjamin Braddock.
Ο Nichols τρωγόταν με τα ρούχα του όμως: κάτι δεν του πήγαινε, κάτι άλλο έψαχνε. Σκέφτηκε να καλέσει στην Καλιφόρνια, όπου γινόντουσαν τα δοκιμαστικά, έναν νεαρό θεατρικό ηθοποιό από τη Νέα Υόρκη, τον οποίο τον είχε δει να διακρίνεται σε κάποια Μπρόντγουεϊ ανεβάσματα και που τον είχε ήδη περάσει από ακρόαση για ένα ρόλο παλιότερα. Ο νεαρός λεγόταν Dustin Hoffman και τις μέρες εκείνες έστρωνε, ύστερα από πολλές δυσκολίες στην αρχή, μια πορεία στη θεατρική σκηνή. Ο Nichols έκλεισε ραντεβού για ακρόαση στη Δυτική Ακτή, και το στούντιο τακτοποίησε το θέμα με εισιτήρια, διαμονή, κ.λπ.
O Hoffman όμως ένιωθε πολύ άβολα: είχε πάρει να διαβάσει το βιβλίο και σκέφτηκε ότι εμφανισιακά ήταν εντελώς άσχετος με τον ήρωα. Κοντός, μελαχρινός, ακανόνιστα χαρακτηριστικά, Εβραίος. Όπως αναφέρει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Douglas Brode στο βιβλίο «The Films of Dustin Hoffman (έκδοση 1983), ο Dustin έτυχε τις ίδιες μέρες να έχει δει και το εξώφυλλο του περιοδικού Time με το παραδοσιακό αφιέρωμα στον «Άνθρωπο της Χρονιάς», με εξώφυλλο τη «Νεολαία του Αύριο» σε αυτόν τον ρόλο. Ο κεντρικός άντρας απεικονίζεται τέλειος, σικ, σχεδόν άριος. Ο Hoffman πίστευε ότι θα ταίριαζε ο ρόλος του Ben στον ανερχόμενο τότε Robert Redford, ας πούμε, (που θα τον «συναντούσε» πάντως σαν συμπρωταγωνιστή λίγα χρόνια μετά). Και έτσι, ο Dustin είχε αποκαρδιωθεί για τη σχέση του με τον ρόλο.
Παρ’ όλα αυτά, στην εξέλιξη της ιστορίας, η οποία από τότε έχει κατακτήσει θέση χολιγουντιανού παραμυθιού, μια και οι Αμερικάνοι τρελαίνονται για τέτοιες αποδείξεις του Αμερικανικού Ονείρου, ο αγχωμένος Dustin πέταξε όντως στην Καλιφόρνια, έκανε τα δοκιμαστικά, τα έχασε, ξέχναγε τα λόγια του, ίδρωνε, και στάθηκε απελπιστικά άγαρμπος μπρος στην κουκλάρα Katharine Ross η οποία θα έπαιζε το ρόλο της παρτενέρ του στην ταινία (και που κώλωσε όταν είδε τον μυταρά κοντούλη να μπαίνει στο δωμάτιο, αντί για τον «Ken» που θα περίμενε). Ο Dusty γύρισε πίσω στη Νέα Υόρκη, ταπεινωμένος και καταθλιμμένος. Ήταν σίγουρος ότι κανείς δεν θα ασχολείτο πια μαζί του όταν, έξι μέρες αργότερα, σε μια στροφή της τύχης που οφείλεται στην οξυδέρκεια και το ταλέντο του Nichols, o σκηνοθέτης τον κάλεσε στο τηλέφωνο και του ανέθεσε το ρόλο. «The rest is history», όπως αρέσει στους Αγγλοσάξονες να λένε. Αυτή η αναπάντεχη επιλογή του σκηνοθέτη έφτιαξε την καριέρα του ηθοποιού και, ανύποπτα ακόμα, θα άλλαζε πάρα πολλά πράγματα στο εξής στο τι θα θεωρείτο «πρωταγωνιστής» στις ταινίες. Ο Nichols επί της ουσίας δεν μετέφερε το βιβλίο στην οθόνη, αλλά έκανε μια δική του ανάγνωση της υπόθεσης. Αυτός ο Benjamin δεν ήταν πλέον ο σικ νεαρός (τύπου δικού μας Β.Π.) της φαντασίας του συγγραφέα, αλλά ο Benjamin του Nichols. Ερωτηθείς ο Nichols γιατί διάλεξε έναν Εβραίο για το ρόλο του Προτεστάντη Ben, o Nichols απάντησε: ο Ben είναι Εβραίος από μέσα του.
Και ο Dustin; Δεκαετίες πια αργότερα τον θεωρούν από τους σημαντικότερους και εμβληματικότερους Αμερικανούς ηθοποιούς του 20ού αιώνα, ενσαρκωτής πολλών θρυλικών για την κινηματογραφική ιστορία χαρακτήρων, και εργάζεται ακόμα ακατάπαυστα στα 79 του, στον 21ο αιώνα. Όλα ξεκίνησαν από τον δικό του λοιπόν Ben-που-δεν-ήταν-Ken. Από την μοναδική και ιδιαίτερη ερμηνεία του στον (καθ’ ημάς) «Πρωτάρη», όπου ενσαρκώνοντας τον αμήχανο, νευρωτικό, οπτικά αντισυμβατικό πρωταγωνιστή, όχι μόνο χάλασε τότε κόσμο και έσπασε ταμεία, αλλά μετέβαλλε την ως τότε αντίληψη για το τι καθιστά έναν άντρα ηθοποιό ελκυστικό. Η ταινία και η ερμηνεία του ήταν από αυτές που άνοιξαν το δρόμο για τις υπόλοιπες του «νέου κύματος» της Αμερικανικής κινηματογραφίας, αλλάζοντας το τοπίο σε όλα: ύφος σκηνοθεσίας, τρόπους ερμηνείας, σενάρια, φυσιογνωμίες των ηθοποιών. Α, και μουσικής. Ανεπανάληπτο το σάουντρακ, επενδυμένο από τους Simon and Garfunkel, επίσης του Nichols επιλογή.
Ο Dustin Lee Hoffman γεννήθηκε στις 8 Αυγούστου του 1937, στην Καλιφόρνια. Γιος του Harry Hoffman, που δούλευε ως υπεύθυνος σκηνικών σε κινηματογραφικά στούντιο. Η μητέρα του Lilian τον ονόμασε έτσι επειδή αγαπούσε τον ηθοποιό Dustin Farnum. Οι γονείς του ήταν καταγωγής Εβραίων Εσκενάζυ. Ετούτος ο Dustin, αν και παιδί της Δυτικής Ακτής, δεν ένιωσε ποτέ ότι ανήκει στο ύφος και στον κόσμο της. Μάλλον ένιωθε αποπαίδι της. Η εμφάνισή του δεν τον βοηθούσε να νιώσει άνετα στην εφηβεία: ήταν μικροκαμωμένος, ανασφαλής, γεμάτος ακμή. Πήγε στο κολλέγιο για να σπουδάσει αρχικά ιατρική και μετά μουσική και πιάνο, και, κάνοντας κάποια μαθήματα ηθοποιίας, αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Στο περιβάλλον του τον αποπήραν, λέγοντάς του ότι δεν θα τα κατάφερνε με τίποτα. Αυτός ωστόσο συνέχισε να προσπαθεί για ρόλους στην περιοχή της Πασαντίνα, ώσπου πήγε στα τέλη του ’50 στη Νέα Υόρκη. Σπούδασε υποκριτική στο περίφημο «Actors Studio» και είναι γνωστό ότι στην πορεία του την ερμηνευτική ακολουθεί τις καθοδηγητικές γραμμές που πήρε τότε, δηλαδή την ψυχολογική και σωματική ταύτιση του ερμηνευτή με τον ήρωα. Στη μεγαλούπολη της Ανατολικής Ακτής κατάφερε να επιβιώσει τα πρώτα χρόνια με ρολάκια σε θέατρα και τηλεόραση και δουλειές του ποδαριού από εδώ κι από κει. Στα πέτρινα εκείνα χρόνια είχε παρέα τον Gene Hackman και τον Robert Duvall. Κανείς από τους τρεις τους δεν πίστευε με τίποτα τότε ότι θα έκαναν ποτέ καριέρα: η μεγαλύτερή τους επιτυχία θα ήταν, θεωρούσαν, να έχουν κάπως μόνιμα εργασία. Με το πέρασμα των χρόνων, ο Hoffman άρχισε να διακρίνεται σε ερμηνείες σε off-Broadway παραστάσεις και στα μέσα των 60s είχε μπει η επαγγελματική πορεία του σε μια σειρά. Του είχαν δοθεί και κάποιες διακρίσεις για τις ερμηνείες του στο σανίδι. Η εντελώς από το πουθενά πελώρια επιτυχία του «Πρωτάρη» αναποδογύρισε το σύμπαν του.
Ξαφνικά έγινε ίνδαλμα. Άρθρα σοβαρών αρθρογράφων γραφόντουσαν για τη σημειολογία της ταινίας και της ερμηνείας του, δίπλα-δίπλα όμως και με λίγα άλλα, πιο επικριτικά όσον αφορούσε στο τι πρότυπο πλέον πλασαριζόταν. Επέλεξε να συνεχίσει με έναν κόντρα ρόλο: αντί να δεχτεί να επαναλάβει το ίδιο μοτίβο του επαναστατημένου ζεν πρεμιέ, διάλεξε να συνεργαστεί με τον John Schlessinger στην ταινία «Midnight Cowboy» του 1969, όπου ερμήνευσε τον απόκληρο, ρακένδυτο, ομοφυλόφιλο αντιήρωα Ράτσο Ρίζο. Σε μια καταθλιπτική Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας, ο Ράτσο και το αφελές χωριατόπαιδο, ο φίλος του Τζο Μπακ [ο επίσης ανερχόμενος και ανάλογα εντυπωσιακός ερμηνευτικά Jon (μπαμπάς Angelina’s) Voight], προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στην αγριάδα του περίγυρού τους. Η ταινία συμπεριλαμβάνεται πια, από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, στα έργα πολιτιστικής κληρονομιάς· οι δε ερμηνείες των δυο παρέμειναν εγγεγραμμένες στο συλλογικό συνειδητό του σινεφίλ κοινού. Ήταν η δεύτερη υποψηφιότητά του για Όσκαρ ερμηνείας ανδρικού ρόλου, μετά τον «Πρωτάρη».
Στη δεκαετία του ’70 θα πραγματοποιήσει μια σειρά από σημαντικές ερμηνείες, έχοντας καθιερωθεί ως μεγάλος αστέρας του Χόλιγουντ — αν και ο ίδιος πάντα δήλωνε σε συνεντεύξεις ότι δεν έχει την τραβηχτική για το ταμείο ικανότητα ενός σταρ, ούτε την ανάλογη λάμψη. Αυτή η περίοδος της ερμηνευτικής του ακμής μάς χάρισε και τους πιο χαρακτηριστικούς του ρόλους, αυτούς που σμίλεψαν την κινηματογραφική του περσόνα στη μνήμη μας. Μεταξύ των κυριότερων ήταν στο «Little Big Man» («Το Μεγάλο Ανθρωπάκι»), στο «Papillon» («Ο Πεταλούδας», δίπλα στον ΜακΚουίν), στον βρομόστομο «Lenny» του 1974. Το 1976 θα σταθεί δίπλα στον μέγιστο Laurence Olivier στο «Marathon Man», όπου ανεκδοτολογικές έμειναν οι διαφορές τους ως προς τη μέθοδο ερμηνευτικής προσέγγισης.
Οι δυο κορυφαίες του όμως ερμηνείες δόθηκαν σε δυο —καλλιτεχνικά αλλά πιο πολύ κοινωνιολογικά— μεγάλες ταινίες: το «All the president’s men» («Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου», 1976), όπου ήταν ο τέλειος Carl Bernstein δίπλα στον Bob Woodward του ομοϊδεάτη του δημοκράτη Redford, εκπροσωπώντας το φιλελεύθερο Χόλιγουντ, υμνώντας μια ιδεατά αδέκαστη δημοσιογραφία, σε μια κινηματογραφική χρονοκάψουλα.
Και βέβαια, μετά από ένα απρόσμενο διετές κατακρήμνισμα της καριέρας του, η μεγάλη επιστροφή με το δυνατό, εμπορικά καταιγιστικό «Kramer vs. Kramer» του 1979, όπου διακρίθηκε (και οσκαρικά) ως ο πατέρας Τεντ Κρέιμερ που ξαφνικά πρέπει να τα βγάλει πέρα με την αναποδογυρισμένη του ζωή, μετά τη φυγή της γυναίκας του Τζοάννα. Όπως παρατήρησαν οι κριτικοί, ήταν σαν να βλέπουμε το χαρούμενο αλλά αμήχανο μετά τη φυγή από την εκκλησιά ζεύγος Μπεν-Ελέην του «Πρωτάρη», δέκα ακριβώς χρόνια μετά. Ο ίδιος ο Hoffman είχε χωρίσει από τη γυναίκα του εκείνη την περίοδο.
Το οποίο «Κράμερ εναντίον Κράμερ» όσο περνάει ο καιρός, τόσο αναγνωρίζεται η τότε επιρροή του, ίσως όχι τόσο σε αμιγή φιλμική γραφή όσο στην επίδραση που είχε πάνω στα συναισθήματα και στη σκέψη του κοινού στην εποχή του και τη συνειδητοποίηση του κόσμου πάνω στα αυξανόμενα διαζύγια και τα αδιέξοδά τους. (Αλλά είναι μυθική ταινία και για το ότι εκτόξευσε την «Τζοάννα»-Meryl Streep στον ουρανό της λατρείας από το κοινό της, χωρίς από τότε να έχει κατέβει. Ένα πρόσφατο άρθρο στο «Vanity Fair», αναγάγει σε ιστορικά γεγονότα τα γύρω από την επιλογή της για το ρόλο και πώς αυτή αντεπεξήλθε, απέναντι στον επιθετικό και δύσκολο Hoffman.
Τρία χρόνια μετά το «Κράμερ» το 1982, η επόμενη ταινία του θα είναι και πάλι πολύ μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, και θα είναι η μεταμόρφωσή του σε γυναίκα, στην κωμωδία «Tootsie» του σπουδαίου, ευφυούς Sidney Pollack (1934-2008). Αυτή η ταινία θα γνωρίσει στο ευρύ κοινό και την συμπρωταγωνίστριά του Jessica Lange, που τότε ανερχόταν ραγδαία και θεωρείτο αντίπαλος της Meryl, προσδοκίες που δεν επαληθεύτηκαν όμως στην εξέλιξή της.
Θα επιστρέψει στο θέατρο θριαμβευτικά το 1984, ερμηνεύοντας τον Willy Loman στο «Θάνατο του Εμποράκου» του Arthur Miller, κερδίζοντας διθυράμβους στο σανίδι της Νέας Υόρκης, ενώ θα επαναλάβει τον ρόλο σε τηλεοπτική ταινία σκηνοθετημένη από τον Volker Schloendorff, το 1985. Νέο αστέρι εδώ, ως γιος του, ο John Malkovich.
Μεσήλικας πλέον, παντρεμένος ξανά και ευτυχισμένα και πολύτεκνος, στα επόμενα χρόνια ο Hoffman θα παραμείνει ενεργός στο ανηλεώς ανταγωνιστικό στερέωμα του Χόλιγουντ, που δεν φημίζεται για μεγάλη ανοχή στις μεσαίες και προχωρημένες ηλικίες, ή στις ποιοτικές, δύσκολες αναζητήσεις. Ο πανέξυπνος Dustin όμως θα καταφέρει να σταθεί, και στα 90s, ίσως όχι όντας απαραίτητα «μεγάλος» ηθοποιός ή άσος της βαθιάς μεταμόρφωσης όπως ο Ντε Νίρο π. χ. (οι εντυπωσιακές ερμηνείες του τελείωσαν με τον ιδιοφυή αυτιστικό ήρωα Raymond στο «Rain Man», που του χάρισε το δεύτερο Όσκαρ του το 1988) αλλά πιότερο έχοντας ένα δικό του ύφος, που με ευλυγισία πάνω σε αυτό προσαρμόζει τους ρόλους του.
Θα καταφέρει επί τρεις δεκαετίες έκτοτε να έχει παίξει σε εμπορικά πολύ ή και μέτρια μόνο επιτυχημένες ταινίες, είτε σε πρώτους είτε σε δεύτερους ρόλους, προσαρμοζόμενος ανάλογα, μεταμφιεζόμενος συχνά, και σε μια ποικιλία από είδη. «Dick Tracy», «Hook», «Outbreak», «Wag the Dog» (σατιρικά εξαιρετικός ως χολιγουντιανός παραγωγός) «Mad City» με σκηνοθέτη Γαβρά, «Finding Neverland», «Meet the Fockers», «Bareny’s Version», «The Program» κ.λπ. Το 2012 θα υλοποιήσει την πανάρχαια επιθυμία του και επιτέλους θα σκηνοθετήσει τη θαυμάσια κομεντί «Quartret». Στο μεταξύ θα έχει τιμηθεί από το American Film Institute και από το Kennedy Center, θα ξεπεράσει έναν καρκίνο (άγνωστο πού), θα δει τη γυναίκα του Lisa να εξελίσσεται σε ικανή επιχειρηματία στο εμπόριο αρωμάτων, θα αποκτήσει δυο μέχρι στιγμής εγγόνια, αναλαμβάνοντας μέχρι και σήμερα να ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη κάποιους φανταστικούς χαρακτήρες. Αν όχι να τους πλάσει εντελώς από την αρχή, τουλάχιστον να τους μετασχηματίσει πάνω στο αρχικό πρόπλασμα που λέγεται Hoffman και που δεν τα έχει καταφέρει καθόλου άσχημα.
* * *
Εδώ άλλες επετειακές αναρτήσεις από το dim/art
Στο:Επετειακά Tagged: Arthur Miller, Charles Webb, Douglas Brode, Dustin Hoffman, Gene Hackman, Ειρήνη Βεργοπούλου, John Malkovich, John Schlessinger, Jon Voight, Katharine Ross, Kramer vs. Kramer, Laurence Olivier, Meryl Streep, Mike Nichols, Robert Duvall, Robert Redford, Sidney Pollack
from dimart http://ift.tt/2aMgUiS
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου