Αυτό δεν είναι τραγούδι #773
Dj της ημέρας, η Βυζαντία Πυριόχου-Γκυ
Το 1992 ήταν η χρονιά που ο Δημήτρης Μητροπάνος έκανε μια θριαμβευτική είσοδο στο σύγχρονο ελληνικό ζεϊμπέκικο. Μη με πιάσετε από τα μούτρα: γνωρίζω πως ήταν ήδη μεγάλο και σημαντικό όνομα, με κάτι παραπάνω από αξιόλογες συνεργασίες με συνθέτες και στιχουργούς, και πως η παρουσία του στη δισκογραφία μετρούσε χρόνο ήδη από το 1971. Το 1992 όμως μας συστήθηκε ο κύριος Μητροπάνος όπως θα τον ξέραμε από τούδε κι εφεξής: τον ειδικό μας, εθνικό ζεϊμπεκολόγο. Η αρχή έγινε με το ζεϊμπέκικο-στολίδι του Μάριου Τόκα από τον εν λόγω δίσκο, σε στίχους του Φίλιππου Γράψα, «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη».
Το 1992 κυκλοφορεί λοιπόν “Η εθνική μας μοναξιά” με τους ως άνω συντελεστές από τη MINOS EMI Records. Τον Σεπτέμβρη του 1992, έναν Σεπτέμβρη πρόωρα άγριο και τσουχτερό, ο δίσκος έχει γίνει τόσο μεγάλη επιτυχία που ο κόσμος θεωρεί προδοσία να μην τον ακούει αποκλειστικά σε ταβέρνες, καφετέριες, σταθμούς λεωφορείων, ραδιόφωνα-κασετόφωνα αυτοκινήτων και δε συμμαζεύεται. Ο Μητροπάνος την αναζητούσε στη Σαλονίκη (ξημερώματα) από σουβλατζίδικα σε ΚΤΕΛ, από αυλές σπιτιών σε μπουτίκ εσωρούχων κι εγώ ήμουν έντεκα χρονών.
Ήμουν έντεκα χρονών και επέστρεφα με τους δύο μου γονείς από Αθήνα Ζάκυνθο, μετά από μια μακρόχρονη νοσηλεία στο Νοσοκομείο Παίδων. Τέλη Σεπτέμβρη και μέσα στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ, το ζοφερά ζεστό, ο οδηγός ακούει με θρησκευτική ευλάβεια την Εθνική του Μοναξιά. Εναλλάσσει την κασέτα με το ραδιόφωνο, καθώς μπροστά μας απλωνόταν η Κυλλήνη και το πλέον μαύρο σύννεφο στην ιστορία των σύννεφων και την ορατότητα μας έκοβαν σπασμένα κλαδιά δέντρων από τον αέρα.
Φτάνοντας στην Κυλλήνη του 1992, που είχε περί τα είκοσι σπίτια, τις δύο ταβέρνες, τη μία καφετέρια και εκείνο το ένα πρακτορείο τύπου, ο οδηγός μας ανακοινώνει ότι τα πλοία έχουν δέσει στα λιμάνια λόγω τρομερής επερχόμενης κακοκαιρίας. Ναι, μπορούσαμε να το δούμε. Τα κύματα σηκώνονταν ψηλότερα από τα σπίτια. Τα μεγάλα φέρυ μποτ κρατιόντουσαν από τους κάβους σαν πούπουλα. Η ώρα ήταν αργά. Περασμένες έντεκα. Είχε νυχτώσει προ πολλού. Τρέξαμε να πλήξουμε το μοναδικό ξενοδοχείο της περιοχής.
Στο φουαγιέ έπαιζε το «Σ’ αναζητώ στην Σαλονίκη», σε συνέχεια από το πούλμαν. Όσο ο μπαμπάς έκανε τις απαραίτητες κρατήσεις, εγώ τραγουδούσα ήδη «Αφού με έσπειρε μια μοίρα αυτοκρατόρισσα – μήτρα με γέννησε αρχαία Μακεδόνισσα». Μία από τις ταβέρνες άνοιξε για να υποδεχτεί τους λιμασμένους επιβάτες με ό,τι είχε απομείνει στις κουζίνες της. Ο κυρ Δημήτρης συνέχιζε «μ’ άδεια φαρέτρα πολεμάω το χειμώνα – από το κάστρο στην καρδιά του Πλαταμώνα». Η μπριζόλα ήταν σόλα. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Ένα τζάμι είχε σπάσει από ένα κλαδί λόγω του αέρα. Έκανε κρύο, κουκουλωθήκαμε και οι τρεις, τραγουδήσαμε την «Συννεφούλα» και λέγαμε ιστορίες. Κάποτε κοιμηθήκαμε.
Το επόμενο πρωί, με την συνοδεία του εθνικού μας τραγουδιστή να μας ενημερώνει από την υποτυπώδη τραπεζαρία των μαλακών φρυγανιών και του ξερού βούτυρου «Αφού με φέρνει μονοπάτι φαναριώτικο – ένα σοκάκι με κρατάει σαλονικιώτικο», παρατηρούσαμε τον καιρό να έχει ξεφύγει τελείως. Δεν επιτρεπόταν πλέον να κυκλοφορούν ούτε αυτοκίνητα ή λεωφορεία. Τα οχτώ μποφώρ που είχε φτάσει ο άνεμος καθιστούσαν ακόμα και το περπάτημα δύσκολο. Με κόπο χωθήκαμε στο πρακτορείο τύπου που μόλις είχε ανοίξει και είχε μια παράδοξη ησυχία. “Καλημέρα”, μας λέει ο τύπος του τύπου και ανοίγει το ραδιόφωνο που μας προσκάλεσε ανοιχτά χωρίς περιστροφές «έλα ένα βράδυ την υπόσχεση να πάρεις / πριν να τη σβήσει με σφουγγάρι ο Βαρδάρης». Αποκλειστήκαμε άλλο ένα βράδυ στο Ξενοδοχείο των Σπασμένων Τζαμιών. Η εθνική μας μοναξιά γινόταν απειλητικά ρεαλιστική. Κάποιοι από τους επιβάτες δεν είχαν άλλα ρούχα, είχαν πάει Αθήνα ή Πάτρα αυθημερόν, δανειζόμασταν μεταξύ μας. Ρούχα, λεφτά, βιβλία, και παντού ηχούσε ο απελπισμένος τραγουδιστής να την αναζητά στη Σαλονίκη (ξημερώματα).
Ξημερώματα λοιπόν της τρίτης μέρας ένα φέρυ μποτ αποφασίζει να ξεκινήσει με την ασφαλιστική δικλείδα των έξι μποφώρ. Μαζεύουμε όπως όπως τα πράγματα, μπαίνουμε στο καράβι και ξεκινάει ένα επίπονο ταξίδι. Η μάνα μου χαπακωμένη για τη ναυτία, κουλουριασμένη στο σαλόνι με άλλους χίλιους. Ο πατέρας μου κι εγώ στο κατάστρωμα, να τρώμε τα αλμυρά νερά στα μούτρα και να παίζουμε τους κουρσάρους. Να χαστουκίζουμε τα κύματα και να γελάμε. Η καρδιά του πατέρα μου το ξέρει αν γελούσε. Μόνο αυτή.
Από το σαλόνι των χαπακωμένων ξεχυνόταν το σάουντρακ της εσπευσμένης μας απόδρασης:
Σ’ αναζητώ
Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα
λείπει το βλέμμα σου απ’ της αυγής τα χρώματα
σ’ αναζητώ
σ’ αναζητώ μ’ ένα βιολί κι ένα φεγγάρι
λείπει το όνειρο εσύ και το δοξάρι.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Βυζαντία Πυριόχου Γκυ, Δημήτρης Μητροπάνος, Μάριος Τόκας, Φίλιππος Γράψας
from dimart http://ift.tt/2aHqOSc
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου