Αυτό δεν είναι τραγούδι #766
Dj της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά
Τις προάλλες βρέθηκα (για λόγους που θα αποσιωπήσω για να μην καρφωθώ) σε ταβέρνα με παρέα αποτελούμενη κατά βάση από ανθρώπους που δεν γνώριζα. Έκατσα τυχαία δίπλα σε μία εντυπωσιακή γυναίκα απροσδιορίστου ηλικίας – κάπου μεταξύ 25 και 40· εξαρτάται, υποθέτω, από το βάψιμο ή/και τον ωροσκόπο της. Όταν συστηθήκαμε πρόσεξα τα νύχια της, διακοσμημένα πιθανότατα από μετεμψυχωμένους μεσαιωνικούς μινιατουρίστες: καρδούλες, μισοφέγγαρα, λουλούδια· δεν θα με εξέπληττε αν μου έλεγε ότι είχαν πάνω τους και αποσπάσματα από τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών σε νανογραφή. Κακό σημάδι για το βράδυ μας αυτό: όταν βλέπω εξπρεσιονιστικά νύχια βγάζω ιμπρεσιονιστικές φλύκταινες. Από την άλλη, ήταν τηλεοπτικά όμορφη, πράγμα που ίσως σήμαινε πως θα είχε το βασικό χαρακτηριστικό της γλάστρας: ελάχιστα λόγια. Δυστυχώς, δεν έβαλε γλώσσα μέσα όλο το βράδυ. Και είχε, φυσικά, γνώμη για τα πάντα: ειδικότης αποκτηθείσα εν τω Facebook. Και είχε, εξίσου φυσικά, άγνοια για περίπου τα πάντα· δεν μένει και πολύς χρόνος να ξεστραβωθείς όταν περνάς ένα οχτάωρο τη βδομάδα στο προσωπικό σου γιαπί.
Κάποια στιγμή ο διπλανός της από την αποκεί μεριά θαύμασε το μαύρισμά της και τη ρώτησε αν είχε ήδη πάει διακοπές. Του απάντησε ότι είχε πάει, «μια πρώτη δόση». Όπως ήταν αναμενόμενο, ακολούθησε μια εκτενής περιγραφή, με λέξεις-κλειδιά όπως «πισίνα», «μοχίτο», «τατουάζ». Και στο τέλος, χωρίς να ερωτηθεί –το τονίζω αυτό– του είπε ότι συνοδευόταν από έναν περίεργο τύπο που είχε πάρει μαζί του 7 βιβλία για 7 μέρες διακοπές, «τι φάση;». Ο άλλος τής είπε ότι συνηθίζεται να διαβάζει κανείς περισσότερο στις διακοπές, είναι πολλές οι ώρες της απραξίας. Χώρια που σε μερικούς αρέσει το διάβασμα! «Εντάξει, αλλά ένα βιβλίο τη μέρα; Έχω να διαβάσω 7 βιβλία μαζεμένα από– [μικρή παύση μέχρι να σκεφτεί από πότε], από το πανεπιστήμιο». Κανείς δεν είπε τίποτα· αν κρίνω από τον εαυτό μου, μάλλον η παρέα προσπαθούσε να την τοποθετήσει σε ακαδημαϊκό περιβάλλον, αλλά το matrix είχε κολλήσει ιό. Έτσι, συνέχισε: «Εγώ όταν κάνω ηλιοθεραπεία, φεύγω. Δεν θέλω ούτε βιβλία ούτε κουβέντες. Τίποτα. Σαν να είμαι μόνη στο σύμπαν». Εδώ το είχα να της πω να μην εύχεται τέτοια πράματα γιατί ενδέχεται το σύμπαν να συνωμοτήσει και να μας την κάνει τη χάρη. Αλλά κρατήθηκα, γιατί άμα ερχόταν κι ο Κοέλιος στο τραπέζι μπορεί να μην έφταναν οι κιοφτέδες. Ευτυχώς, η κουβέντα μετά από αυτή τη φιλοσοφική παρένθεση, ξεστράτισε σε άλλα θέματα, όπως πισίνες, μοχίτο, τατουάζ.
Κάμποση ώρα αργότερα, ένας μπάρμπας που καθόταν απέναντί της, ο οποίος δεν συμμετείχε στα προηγουμένως διαμειφθέντα (αλλά που, όπως αποδείχτηκε, τα είχε παρακολουθήσει προσεκτικά), είπε μια μικρή ιστορία που ταίριαζε με όσα λέγονταν εκείνη την ώρα στο δικό που πηγαδάκι (κάτι ζαβά περί αυταρέσκειας και αναζήτησης του χαμένου πόνου), αλλά σχολίαζε ιδανικά, αν και ετεροχρονισμένα, και όσα είχε πει πρωτύτερα η γκαλερί νυχιών.
«Αυτό μου θυμίζει μια ιστορία», ξεκίνησε ο γέροντας, «που έλεγε ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο οικονομολόγος. Αυτός λοιπόν, καίτοι γκέι, στα 42 του ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τη Λίντια Λοπόκοβα, μια ρωσίδα μπαλαρίνα, καλλονή της εποχής. Παρότι στον γάμο τους κουμπάρος ήταν ένας πρώην εραστής του Κέινς, ονόματι Ντάνκαν Γκραντ, το ζεύγος έμεινε παντρεμένο και ευτυχισμένο μέχρι τον θάνατο του Κέινς κάπου 20 χρόνια αργότερα, αμέσως μετά τον πόλεμο. Ο Κέινς, όταν του έλεγαν –με τρόπο– ότι η Λίντια δεν ήταν πνευματικά αντάξιά του, απαντούσε ότι η εξυπνάδα και η ομορφιά σπανίως συναντώνται σε ένα και το αυτό πρόσωπο. Ως παράδειγμα αυτής της σπάνιας συγκυρίας ανέφερε τον Ντάνκαν, τον κουμπάρο. Τέλος πάντων, άλλο έλεγα. Ο ίδιος ο Κέινς έλεγε ένα ανέκδοτο για τον συζυγικό του βίο. Μια μέρα, λέει, μπήκε στο σαλόνι του σπιτιού τους και βρήκε τη Λίντια σε απόλυτη ακινησία στον καναπέ να κοιτάζει πλήρως απορροφημένη τη φωτιά στο τζάκι. “Τι σκέφτεσαι, αγαπητή μου;» τη ρώτησε. “Τίποτα”, του απάντησε εκείνη. “Αχ, να μπορούσα να το κάνω κι εγώ αυτό!” είπε ο Κέινς, τάχαμου απεγνωσμένος».
Γέλασαν όσοι έπιασαν το αστείο – δεν ήταν πολλοί· ίσως γιατί δεν ήταν αστείο. Εγώ, για να πω την αλήθεια, ευχόμουν να ξεκινούσε καμιά σουρεάλ συζήτηση για την Καίτη Γκέυ, τη βασίλισσα του αρχοντορεμπέτικου, που άφησε την καριέρα της για να γίνει κουμπάρα τού Ντάνκαν. Αλλά υπολόγιζα χωρίς τη χαρά του νυχοκόπτη:
«Δεν κατάλαβα. Χίλιες φορές να κοιτάζει τη φωτιά παρά να κάθεται ν’ ακούει τις παπαριές του κουλτούρα-να-φύγουμε. Ποιο το κακό, δηλαδή;»
Λύθηκε το ζωνάρι. Ωραία, θα γίνει του Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης τώρα, σκέφτηκα η χαιρέκακη. Άδικα κακοχάρηκα: ο γέροντας είπε: «Συμφωνώ απολύτως» και ύψωσε το ποτήρι του για πρόποση: «Ας πιούμε στην αφασία, υπέρ νοητών και ανοήτων». Τσουγκρίσαμε αγνοώντας τις ρυτίδες αμηχανίας στο κούτελο της ωραίας του κουρέα (κυριολεκτικά).
Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο μπαρμπίκος είπε, με αφορμή η οποία μου διέφυγε, ότι το μόνο κακό με τη σημερινή νεολαία είναι ότι δεν ανήκουμε σ’ αυτήν. Η επιστημόνισσα του την είχε φυλαγμένη:
«Α, όχι! Διαφωνώ. Ρωτήστε κι εμένα που τα ζω καθημερινά. Είναι αγενέστατα τα σημερινά παιδιά. Και δεν ξέρουν ελληνικά. Βάρβαροι! Γαυγίζουν, δεν μιλάνε· για να μην πω για τα γραπτά τους».
«Και πώς τα ζείτε καθημερινά; Τι εννοείτε;» ζήτησε να μάθει ο μειλίχιος μεσήλικας.
«Είμαι φιλόλογος σε γυμνάσιο».
Να το! Εδώ κόλλαγε το ότι έχει ν’ ανοίξει βιβλίο από το πανεπιστήμιο. ΦΠΨ, αυτή η μάστιγα! Α, ως εδώ και μη παρέκει. Πήρα το ύφος Φόρεστ Γκαμπ και τη ρώτησα σαν αυτήκοος μάρτυρας που πέφτει από τα σύννεφα σε δελτίο ειδήσεων:
«Δηλαδή, σα να λέμε, εσείς ευθύνεστε που τα παιδιά μας είναι ανελλήνιστα».
Μπερδεύτηκε η δασκάλα με τα εμπριμέ νύχια.
«Εγώ κάνω ό,τι μπορώ. Αλλά είμαι φωνή βοώντος εν τη ερήμω».
«Βοούσης», διόρθωσε μηχανικά ο grammar nazi από απέναντι
«Τι;»
«Τίποτα, κάτι ελληνικά», έσπευσε να πυροσβέσει με λάδι ο προβοκάτορας.
Αλλά εγώ δεν είχα τελειώσει:
«Σύμφωνοι, αλλά κοίταξε γύρω σου. Είμαστε εδώ μια ντουζίνα άνθρωποι με μέσο όρο ηλικίας πάνω από τα 40, χοντρικά. Εμείς είμαστε οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί τού σήμερα, οι κουμανταδόροι. Συνεπώς, εμείς είμαστε που φέραμε τα παιδιά μας, φυσικά και πνευματικά, στο χάλι που βρίσκονται. Δεν γεννήθηκαν ανελλήνιστα· έγιναν».
«Δεν φταίω εγώ που αντί να διαβάζουν τρέχουν να πιάσουν πόκεμον!»
Τώρα τι της λες; Κανονικά, της λες: «Στην επόμενη δόση των διακοπών σου, ζήτα από τον εκείνον τον περίεργο τύπο να σου δανείσει κάνα βιβλίο, μωρή σακαφιόρα. Το χρειάζεσαι». Αλλά είμαι κοινωνικό ζώο (πάντως, ζώο) και ξέρω ότι η αλήθεια κάνει κακό στη χώνεψη. Χώρια που δεν ήθελα το αίμα μου στα νύχια της: θα χαλούσε τη σύνθεση. Οπότε, είπα: «Άντε, ρε παιδιά, εβίβα. Κι αν τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική, ας πρόσεχαν που την έδιναν. Κι αν έρθουν να μου τη ζητήσουν πίσω, “δώσαμε, δώσαμε!” θα τους πω. “Δώσαμε!”».
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Μαρίκα Τσεβά, Μουσική, Paramore
from dimart http://ift.tt/2auVBzN
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου