Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

Απόψε στις ακρογιαλιές

Αυτό δεν είναι τραγούδι #772
Dj της ημέρας, η Ειρήνη Βεργοπούλου

Είχα κάποτε μια φίλη Αυστριακή, κανονική, βέρα Αυστριακή, που την έλεγαν —και υποθέτω ακόμα τη λένε φυσικά— Μπεάτε. Να σημειώσουμε εδώ ότι το όνομά της, με τη σωστή Γερμανική προφορά, έπρεπε να αρθρώνεται με ένα ελάχιστο «σπάσιμο» μισού δευτερολέπτου μεταξύ της πρώτης του συλλαβής και της επόμενης, κρατώντας στη δεύτερη ένα εμφατικά τονισμένο «ά». Το πώς είχαμε γνωριστεί είναι υπόθεση μιας άλλης, μακροσκελέστατης ιστορίας. Γεγονός είναι ότι η παρέα που για λίγα χρόνια έκανα με την Μπε-άα-τε και κάτι άλλους Γερμανόφωνους φίλους και φίλες, κάτι συμπαθέστατα τυπάκια, ήταν απότοκο μιας απίθανης συγκυρίας που έχει καταχωρηθεί στην προσωπική μου εσωτερική μυθολογία και μνήμη. Κάτι σαν θρύλος εντός των προσωπικών μου καταγεγραμμένων αναμνήσεων: κάποια συμβάντα όμορφης συντροφιάς, που δεν το πιστεύω και εγώ ότι όντως συνέβησαν, ότι αυτοί οι φίλοι όντως υπήρξαν. Ευτυχώς από τους περισσότερους της παρέας και τις εκδρομές υπάρχουν φωτογραφίες στις οποίες φαίνομαι και εγώ μέσα. Ενώ όμως με τις υπόλοιπες φίλες της ομάδας μας εκείνης κρατώ μια, πολύ αραιή μεν, αλλά ισχύουσα, επαφή μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, η Μπεάτα έχει χαθεί από όλους μας. Τέλος πάντων, δόξα τω θεώ βρίσκονται καταχωρημένες στα λευκώματα με το πασίχοντρο εξώφυλλο οι εμφανισμένες και τυπωμένες φωτογραφίες, διότι δυσκολεύομαι ακόμη να πιστέψω ότι είχα όντως, μέσω της συναναστροφής μου με το Γερμανόφωνο παρεάκι, βρεθεί στα έτη μεταξύ 2002 και 2006 φιλοξενούμενη τέσσερις φορές στο Μόναχο, στη Νυρεμβέργη ή στη Βιέννη. (Στη Βιέννη!). Ότι παρακολούθησα ποδοσφαιρικούς αγώνες στο θρυλικό Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, έφαγα μπρέτζελ αλμυρά στον Ένγκλισερ Γκάρντεν, ότι είδα τω όντι από κοντά τα έργα του Κλιμτ, ότι μπήκα στο ιατρείο του Φρόιντ, ότι περιδιάβηκα μέσα στο παλάτι Σενμπρουν και στους κήπους του. Αυτά τα τελευταία τα οφείλω στο ότι η 32χρονη τότε Μπεάτε, που δούλευε και ίσως δουλεύει ακόμα ως οικονομική συντάκτης σε εφημερίδα, είχε την καλή διάθεση να με φιλοξενήσει λίγες μέρες στο σπίτι της, σε ένα διαμέρισμα στην Αυστριακή πρωτεύουσα.

13875020_10153858722942984_1636275607_nΑπό ένα αλλόκοτο όμως παιχνίδισμα των θεών των αναμνήσεων, που υποθέτω είναι τόσο ζηλιάρηδες και εκδικητικοί και κατά της αποκοτιάς όσο ήταν όλοι οι δώδεκα αρχαίοι μαζί, δεν υπάρχουν φωτογραφικά τεκμήρια από την Βιεννέζικη επίσκεψή μου, του Πάσχα του 2006: σε εποχές βλέπεις μια δεκαετία μόνο πριν, που ήδη κρίνονται ωστόσο ως τεχνολογικά πρωτόγονες, είχαμε τότε τις κλασικές μόνο απεικονιστικές μηχανές, με τα 12άρια και 24άρια και 36άρια φιλμάκια. Εκείνα τα τσίγκινα ρολά σαν κουβαρίστρες, που τα άνοιγες, τραβούσες τη σελιλόιντ ταινία και τη γάντζωνες με τρόπο στο εσωτερικό δωματιάκι της μηχανούλας. Της μηχανούλας που είχε ένα κουμπί σαν μανιβέλα πάνω δεξιά και πρόσεχες να μην μπλοκάρει ενώ άλλαζες «πόζα»; Ε, σε κάτι τέτοια ρολάκια από την εποχή των Φλίνστοουνς λοιπόν είχα αποθηκεύσει όλες τις στιγμές μου από το ταξίδι μου εκεί. Αλλά, με την αδεξιότητα που συχνά με διέκρινε, συν μια σταθερής αξίας βιασύνη και αφηρημάδα, κάποια στιγμή την τελευταία μέρα στην ουρά ενός μουσείου πρέπει να έσκυψα για να βγάλω πορτοφόλι από το παραγεμισμένο (από σουβενίρ και καμάρι) σακ- βουαγιάζ μου, και τα λίγα ρολάκια φιλμ [θυμάμαι, ήταν Agfa] πρέπει να δραπέτευσαν προς άγνωστη κατεύθυνση, ακολουθώντας ίσως σαν ποντικάκια το φλάουτο κάποιου βαλτού υπηρέτη της ενοχλημένης θεάς των αναμνήσεων που προείπαμε. Δεν πήρα χαμπάρι ότι είχα χάσει τα φιλμ μου παρά αφού επέστρεψα στην Αθήνα. Δεν μου έχει μείνει κανένα οπτικό τεκμήριο από τη βόλτα στη Βιέννη λοιπόν. Όλες οι εικόνες έμελλε να παγιωθούν και να φυλάσσονται στη μνήμη μου και μόνο εκεί, σαν παραλοϊσμένος κρατούμενος που μονολογεί, όντας σε απομόνωση, λόγο υπερβολικού θράσους. Πάνε τα φιλμ, πάνε οι στάσεις μπρος στα Μουσεία, στα τραμ, τα ενσταντανέ στις καφετέριες με τις sachertorte που φάγαμε μαζί εγώ και η Μπεάτα.

Και το ότι με τη Μπε-άα-τε συναγωνιστήκαμε για το ποια θα μπορέσει να φτάσει πρώτη στην καρδιά του λαβύρινθου του παλατιού Σενμπρουν; και αυτό το φαντάστηκα ίσως; [Κέρδισε η Αυστριακή: ήταν πιο εξασκημένη σε σταυρόλεξα και στην ψυχρή λογική. Εγώ πελαγοδρόμησα μέσα στους καλοψαλιδισμένους θάμνους, ώσπου την είδα περιχαρή να με κοιτά από ψηλά, από την πλατφόρμα στο κέντρο του λαβύρινθου όπου είχε καταφέρει να τρυπώσει. Χρόνια μετά, σκέφτομαι ότι το χάσιμό μου και η ταλαιπωρία μέσα στους δαιδαλώδεις κήπους ήταν απλά αφηγηματική προ-οικονομία, όπως λένε οι φιλόλογοι των Αρχαίων Ελληνικών, για άλλες στο κοντινό μέλλον διαδρομές μου και κουράσεις, αλλά είναι και αυτό θέμα άλλης ιστορίας]. Στα επόμενα χρόνια, όπως συχνά σκαρώνει και αποφασίζει η ζωή, χαθήκαμε με τη Μπε-άα-τε. Δεν υπήρξε κάποιος λόγος που χάσαμε επαφή, αλλά μάλλον το ανάποδο συνέβη: δεν υπήρχε ίσως και λόγος να την κρατήσουμε. Είμαστε «friends» τύποις στο Facebook από το 2007 ήδη, αλλά έχω καιρό να μπω στο προφίλ της. Τελευταία φορά που είχα μπει είδα ότι, από τα ελάχιστα στοιχεία που πόσταρε, βασικά έγραφε ότι παίζει με φανατισμό βελάκια σε τοπικά τουρνουά darts, σε Βιεννέζικες παμπ.

Γιατί τα θυμήθηκα ετούτα, στα μέσα του φετινού καλοκαιριού; Και τι σχέση έχουν ο Κλιμτ, ο γερο-Σίγκμουντ, τα μπρέτζελ και η sachertorte με τον Τσιτσάνη; Α, μα γιατί η Μπεάτε είχε ξετρελαθεί με την Ελλάδα, με τον ήλιο, τις παραλίες. Με όλα αυτά τα «δεδομένα» μας, τα υπερκλισέ μας. Όσο της έλεγα ότι λατρεύω τους Κλιμτ και Έγκον Σίλε και ότι ξετρελάθηκα που έβλεπα τις αίθουσες που έπαιζε μικρός ο Μότσαρτ μπροστά στη Μαρία Θηρεσία, αυτή μου έλεγε ότι δεν μπορούσε να ξεχάσει που τσάκιζε ουζάκια στη Χαλκιδική κάποια φορά. Ότι ήταν το πιο ωραίο καλοκαίρι στη ζωή της. Λίγες μέρες με τους γονείς της, φοιτήτρια τότε, να χαλαρώνουν στη Χαλκιδική. Ο ήλιος να λαμπυρίζει, με τα πεύκα αντίκρυ και όλα αυτά τα τόσο «δεδομένα» ημών. Και ότι είχε μάθει από φιλομάθεια και για τον Τσιτσάνη, αφού είχε ακούσει το «Απόψε στις ακρογιαλιές» από τα μεγάφωνα του ουζερί. Πήγα να της πω ότι το είχα χορέψει πολλές φορές, σε χασαποσέρβικη περιδίνηση, με παρέες, με 200 χτύπους καρδιάς το λεπτό, σε ακόμα παλιότερες εποχές, νομίζω πολύ πριν ανακαλύψω Κλιμτ, Σίλε, Σενμπρουν, ζαχερτούρτες. Δεν της το είπα όμως, απλά ήπια μια γουλιά κρύα μπύρα, με τρόπο.

* * *

Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter


Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Βασίλης Τσιτσάνης, Ειρήνη Βεργοπούλου

from dimart http://ift.tt/2aDLdUU
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου