Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Ο παράγων «Καρανίκας»

cyprus-paphos-coral-beach-sunbeds-umbrellas-people

Αυτό δεν είναι τραγούδι #779
Dj της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά

Καλό το νησί, αλλά στις παραλίες του τον Αύγουστο δεν πέφτει καρφίτσα γιατί πέφτουν συμπούρδουλες όλες οι γνωστές μάστιγες: ρακέτες, ξαπλώστρες, μπιτς μπαρ μετά μουσικής κ.λπ. – η γνωστή υπερπαραγωγή ξέρω-τι-έκανες-πέρσι-το-καλοκαίρι-και-χαρά-στο-κουράγιο-σου. Πίνουμε τον πρωινό μας καφέ βαρύθυμοι: πολύ το σκεφτόμαστε να πάμε για μπάνιο. Και τότε ρίχνει την ιδέα ο Πάνος: «Πάμε στο Πίσω Λιβάδι; Γαμάτη παραλία, μικρή, με βοτσαλάκι, δεν την ξέρει άνθρωπος». Τον κοιτάμε καχύποπτοι. Συνεχίζει: «Τότε που είχα πάει, ζήτημα να ήταν άλλες δυο παρέες εκεί». Ναι, αλλά πότε είχε πάει; Πριν το θερμοκήπιο γίνει φαινόμενο ή μετά; «Όχι, ρε σεις, δεν πάνε ούτε δέκα χρόνια!» Άντε, να πάμε. «Μόνο που δεν πάει ο δρόμος μέχρι τέλος, έχει και ποδαρόδρομο». Αν έχει και ποδαρόδρομο, μπορεί πραγματικά να μην πηγαίνει κόσμος. Παίρνουμε την απόφαση και ξεκινάμε.

Πάμε με το αυτοκίνητο μέχρι ένα σημείο. Παρκάρουμε κάτω από μια καλή ελιά και βγαίνουμε στους 40 βαθμούς. Μετά το θερμικό σοκ, σκανάρουμε την περιοχή: παραλία πουθενά. «Είναι πίσω από αυτό τον λόφο. Μετά έχει ένα μονοπάτι που πάει μέχρι κάτω». Ζαλωνόμαστε τα θαλασσοπροικιά μας και ξεκινάμε. Σχεδόν μια ώρα και μια ζούγκλα αργότερα, στα πρόθυρα θερμοπληξίας, καβατζάρουμε τον λόφο. Από κάτω η παραλία. Όνειρο! Δηλαδή εφιάλτης, που κι αυτός όνειρο είναι, μόνο που παίζεται σε αίθουσες βήτα προβολής.

«Ρε Πάνο, αυτή είναι που δεν την ξέρει άνθρωπος; Μήπως εννοούσες ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην την ξέρει;» Μια παραλία τόση δα, με αναλογία λουόμενων έξι πόδια ανά τετραγωνικό πόδι. Και ξαπλώστρες από τη μια άκρη στην άλλη. Και μπιτς μπαρ!

Αφού φτάσαμε ως εδώ, λέμε «ας πάμε να κάνουμε μια βουτιά και την κοπανάμε». Κατεβαίνοντας το μονοπάτι (που αποδεικνύεται στίβος μάχης για επίδοξους κασκαντέρ) τρώμε σαβούρδες αβέρτα. Κάτι κατσίκια μάς κάνουν χάζι. Θα έχουν κάτι να λένε για να φτιάχνει το κέφι τους τις κρύες νύχτες του χειμώνα: «Θυμόσαστε, ρε σεις, τα ρεζίλια της πλαγιάς που φτάσανε μέχρι κάτω κωλοσουρνάμενοι;» (γέλια, όπως θα ’λεγε κι ο Λάλας).

Με το που φτάνουμε κάτω, μας πιάνει απελπισία. Ό,τι πιο κοντινό στη σκηνή της καμπίνας από την ταινία των Marx Brothers A Night at the Opera.

Και το κερασάκι: στην άλλη άκρη βλέπουμε μια χαρά δρόμο να φτάνει μέχρι το νερό με δεκάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα κατά μήκος.

Πότε είπε πώς είχε έρθει εδώ ο Πάνος; «Εντάξει, αν δεν είναι δέκα χρόνια, είναι δεκαπέντε». Δηλαδή, τον προηγούμενο αιώνα; Για να μην σας πω τον 19ο! Εμείς φταίμε· καθόμαστε κι ακούμε τον Πάνο που είναι ακόμα ρυθμισμένος στο mode “ο κάθε σέξι νέος / είναι Πανιώνιος κι ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος”.

Έχουμε τόσο χαλαστεί με το Πίσωμου-σ’έχω-Λιβάδι που αποφασίζουμε να μην βουτήξουμε καν. Να γυρίσουμε από το ίδιο “μονοπάτι” ούτε λόγος: θα πεταχτεί από πουθενά ο Ράμπο και θα μας φάει λάχανο! Να πάμε από τον δρόμο, τότε. Με τα πόδια. Γεια σου, ρε Πάνο, με τις ιδέες σου!

Πριν τη μεγάλη ανάβαση πάμε και αράζουμε πίσω πίσω, κάτω από κάτι αρμυρίκια, όσο πιο μακριά από το πατιρντί γίνεται, να πιούμε νερό και ν’ ανακτήσουμε δυνάμεις. Δε βλέπουμε θάλασσα, μόνο ξαπλώστρες και ομπρέλες. Στοιχισμένες και ομοιόμορφες. Σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης στο πιο κοσμοπολίτικο

Ο Πάνος δεν αντέχει άλλο τα μπινελίκια που του χώνουμε και αλλάζει κουβέντα:

«Δεν τους καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Οι μισοί έχουν ξαπλώστρα, οι άλλοι μισοί όχι, τους βλέπετε; Ενώ θα μπορούσαν να διευθετήσουν την κατάσταση έτσι ώστε να βολευτούν όλοι».

Όπα! Τώρα θα μας πει για λαϊκές συνελεύσεις που το καλοκαίρι μετακομίζουν από τις πλατείες στις παραλίες. Κρατηθείτε!

«Θα μπορούσαν, ξερωγώ, να συνεννοηθούν και να εναλλάσσονται στις ξαπλώστρες. Όταν οι μισοί είναι μέσα στο νερό, οι άλλοι μισοί να αράζουν στη σκιά. Και τούμπαλιν».

Και τούμπαλιν; Τώρα τι του λες; Τίποτα· είμαστε βαθύτατα ζοχαδιασμένοι και λιώνουμε – πού όρεξη για τέτοιες κουβέντες; Κάποτε σηκωνόμαστε και παίρνουμε τη στράτα. Αν επιζήσουμε από την ανηφόρα, αν βρούμε την καλή ελιά-πάρκινγκ, αν δεν καούμε σαν βεγγαλικά, μπορεί αργότερα να γελάμε με όλ’ αυτά. Αλλά πολύ αργότερα!

Στην άνοδο, για να περάσει η ώρα και για να μην κάνω φόνο, σκέφτομαι τη ρομαντική ιδέα του Πάνου σχετικά με τις ξαπλώστρες-για-όλους. Θέλω να του πω:

«Αγνοείς –για ακόμα μία φορά– τον παράγοντα “Καρανίκας”. Ακόμα κι αν καταφέρουν και συνεννοηθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι για το πώς να μοιράσουν τον χρόνο τους ανάμεσα σε κολύμπι και αραλίκι –πράγμα απίθανο, αλλά όχι αδύνατο– πάντα, μα πάντα, θα βρεθεί (τουλάχιστον) ένας Καρανίκας που θα θέλει την ξαπλώστρα για πάρτι του: πριν μπει στη θάλασσα, θα βάζει πάνω στην ξαπλώστρα το σωσίβιο-κροκόδειλος ή τα άπαντα του Γκράμσι (με τα φύλλα άκοπα, έτσι;) ή το ολόγραμμα της πεθεράς του, έτσι ώστε να δηλώνει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η ξαπλώστρα τού ανήκει λόγω χρησικτησίας ή κληρονομικώ δικαιώματι ή γιατί έτσι το θέλησε η μοίρα, το κισμέτ. Μιλάμε, δεν του παίρνεις την ξαπλώστρα ούτε με εγχείρηση!»

Αλλά σιγά μην τα πω όλ’ αυτά· εδώ με το ζόρι ανασαίνω στα μουγκά, πού να πιάσω και την πάρλα.

Πω, ρε φίλε, ατέλειωτη αυτή η ανηφόρα!

 

 

* * *

Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter


Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Μίμης Πλέσσας, Μαρίκα Τσεβά, Marx Brothers

from dimart http://ift.tt/2bqoM6i
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου