Αυτό δεν είναι τραγούδι #1090
DJ της ημέρας, η Μαρίκα Τσεβά
Να, εδώ, ο Ντίνος κι εγώ ρομαντζάρουμε στο μπαλκόνι που βλέπει στον ακάλυπτο. Ο ήλιος έχει μόλις πέσει (χωρίς να σπάσει κάτι, δυστυχώς) και ξεμυτίσαμε οι νυχτόβιοι, έτοιμοι για τη μεγάλη ζωή – στο μπαλκόνι που βλέπει στον ακάλυπτο.
Αραχτοί τις πολυθρόνες μας κοιτάζουμε εκείνη τη φέτα ουρανού που έχει ξεφύγει από τον ορίζοντα των τριγύρω πολυκατοικιών. Το «φιδάκι» καίει, το πεπόνι είναι γλυκό, το νερό παγωμένο: τι άλλο να ζητήσει κανείς; Πόση ευτυχία μπορεί ν’ αντέξει ο άνθρωπος; – όχι, πείτε μου!
Και λέει ο Ντίνος, ο ρομαντικός: «Το να έχεις πληρώσει την πρώτη δόση της εφορίας μια βδομάδα πριν την ημερομηνία λήξης σού προσφέρει μια ψευδαίσθηση μεγαλείου, δε βρίσκεις;»
Όχι, δε βρίσκω. Και δεν τον αντέχω όταν μιλάει ελληνικά με οξφορδιανή προφορά. Πόσες φορές θα παίξουμε τη σκηνή από το A Fish Called Wanda; Νισάφι πια! Δεν είμαι η Jemie Lee Curtis, ας το πάει απόφαση. Είμαι πιο κοντά, ψυχή τε και σώματι, στον Βρετανό ξάδερφο του Αστερίξ, τον Ομορφοθωράξ, οπότε απαντάω: «Θα έλεγα μάλλον, ο ράφτης μου είναι πλούσιος».
«Ο ράφτης σου ο Δόυ, εξαιρετικός. Το κουστουμάκι που σου έραψε σου πάει τρέλα».
Το έχουμε ρίξει στην παλαβή. Κάνουμε εντατική προπόνηση για τον «Αύγουστο στην Αθήνα», το απόλυτο event του καλοκαιριού.
«Φαγώθηκες να πληρώσουμε εμπρόθεσμα. Με αυτά τα λεφτά θα μπορούσαμε να πάμε κάπου μια βδομάδα, δέκα μέρες».
«Όλα είναι στο μυαλό σου. Πες ότι είμαστε στο Kokomo. Τι αλλάζει;»
«Εκτός από το ότι δεν είμαστε στο Kokomo, αλλά στην Κυψέλη;»
«Εκτός».
«Τίποτα».
«Τα βλέπεις;»
Εδώ τον τσιμπάει ένα κουνούπι από εκείνα τα καρδαμωμένα που παίζουν κομπάρσοι σε θρίλερ. Καλά να πάθει!
«Τα βλέπω και θα πήγαινα τα ρέστα μου – αν είχα».
«Σταμάτα να γκρινιάζεις για τα λεφτά. Επιβαρύνεις το τσάκρα σου».
«Ξέρεις τι σου λέει το τσάκρα μου;»
Εδώ του πετάω ένα βιβλίο που βρίσκω πρόχειρο πάνω στο τραπεζάκι, αλλά το πιάνει στον αέρα.
«Άπαπα, νεύρα! Χαλάρωσε, ρε συ… Ορίστε, έχασα και τη σελίδα μου».
Χαλαρώνω. Θα τον σκοτώσω αργότερα.
«Α, τη βρήκα», λέει με πραγματική χαρά, σαν έχει βρει χρυσό στη Σιέρα Μάδρε. «Άκου ένα ωραίο: “Η ειλικρίνεια ή η ανειλικρίνεια δεν είναι στη λογοτεχνία ζήτημα ηθικής αλλά αισθητικής”».
«Τι είν’ αυτό;»
«Επιστολές σ’ ένα νέο συγγραφέα, Μάριο Βάργκας Λιόσα».
Άνω ή κάτω;
«Σιγά να μην είναι Σεπόλια! Γιόσα».
«Τι;»
«Λέω, Γιόσα προφέρεται».
«Ε, καλά, άμα τον φωνάξω, ας μη γυρίσει».
Εδώ που τα λέμε έχει το δίκιο του ο τρελάρας.
«Άσε που “ηθική και αισθητική είναι ένα και το αυτό”», λέω κι εγώ για να μη χάσω.
«Δε σου έχω πει να μην τσιτάρεις Βίτγκενσταϊν μετά τη δύση του ήλιου;»
«Γιατί; Μην και χάσει το δρόμο το τσάκρα σου και δε γυρίσει σπίτι;»
Γελάει και του τα συγχωρώ όλα.
«Και, για να ’χουμε καλό ρώτημα, γιατί διαβάζεις οδηγίες προς νέους συγγραφείς;»
«Α, δε σου τα ’πα; Αποφάσισα να γράψω».
Βαθύς αναστεναγμός. Μετράω αργά μέχρι το 10 και λέω: «Άσε με να μαντέψω: κάτι σε ροζ για να χεστείς στο τάλιρο».
«Μέσα είσαι. Με ψευδώνυμο βέβαια, γιατί έχω κι όνομα στην πιάτσα. Ψάχνω ένα τριπλό γυναικείο όνομα, σαν τις τρομοκράτισσες».
Πιάνει το κόλπο: έχω ήδη τρομοκρατηθεί.
«Γιατί όχι τετραπλό; Σου έχω ένα: Κυριλλία-Φιλοθέη Καραμπίνα-Δελαφριτέζα».
«Όχι, μωρέ. Too much. Σαν αγώνες κατς στο Στοίχημα ακούγεται».
Κοίτα που το σκέφτεται κιόλας!
«Και τι πάει να πει “Κυριλλία-Φιλοθέη ”; Σαν γραμμή αστικού λεωφορείου μού κάνει».
«Μην το λες. Ο Μάριο που λέγαμε πριν έκανε καριέρα: Βάργκας-Λιόσια, εξπρές».
«Άσε που δεν ξέρω καμία που να τη λένε “Κυριλλία”».
Εγώ ξέρω: τον κυρ-Ηλία που έχει το καθαριστήριο απέναντι, αλλά δεν το λέω για να μην υπονομεύσω το επιχείρημα.
«Το όνομα θα βρεθεί, δεν με απασχολεί αυτό. Το πρόβλημα είναι ποιον εκδότη να διαλέξω».
Να διαλέξει!
«Ε, καλά, θα σπρώχνονται στην ουρά οι μνηστήρες, είμαι βεβαία. Το όνομα είναι που με προβληματίζει. Γιατί πλοκή θα έχεις βρει, φαντάζομαι», του ρίχνω το δόλωμα. Τσιμπάει.
«Εύκολα. Ένα βράδυ ξύπνησα από όνειρο, σημείωσα κάτι βιαστικά και ξανακοιμήθηκα. Το πρωί, τι να δω; Έτοιμη η πλοκή».
«Έλα! Τι είχες γράψει;» ρωτάω, επιλέγοντας να μην σχολιάσω το ότι έχει σημειωματάριο στο κομοδίνο.
«“Boy meets girl”».
«Αυτό;»
«Ναι. Τέλειο;»
«Και το είδες στο ύπνο σου στα αγγλικά;»
«Μάλλον, δεν θυμάμαι. Στον ύπνο μου είναι πολίτης του κόσμου».
Καλό ακούγεται. Αν ήμουν στη θέση του, δεν θα ξύπναγα.
«Τέλειο, ναι. Να πας να το κατοχυρώσεις ως πατέντα. Σέρνεται κακόβουλο λογισμικό εκεί έξω».
«Καλά, κορόιδευε εσύ. Όλες οι μεγάλες ιδέες είναι απλές. Κι άμα το καλοσκεφτείς, αυτή είναι η πεμπτουσία όλων των πλοκών, δεν είναι;»
«Ναι, αλλά προηγούνται τέσσερις άλλες ουσίες, μωρή Κυριλλία-Φιλοθέη! Νομίζεις ότι είναι εύκολο να γράψεις ροζ;»
«Πανεύκολο! Δεν έχω γράψει ποτέ μου μυθοπλασία. Άρα ο παρθένος οργανισμός μου θα με οδηγήσει στην απόλυτη κουλαμάρα. Κι αν διαβάζω τις συμβουλές των συναδέλφων, είναι για να μην τις ακολουθήσω. Έχω σχέδιο εγώ, τι νόμιζες!»
Αυτό το καλοκαίρι όσο πάει γίνεται και καλύτερο.
«Και πότε λες να ξετυλίξεις το “Boy meets girl” σε εκατόν πενήντα χιλιάδες λέξεις;»
«Τον Αύγουστο. Πρώτη Σεπτεμβρίου θα είναι έτοιμο».
«Το πρώτο χέρι».
«Το πρώτο και τελευταίο. Τι είμαι, μπογιατζής να το περάσω τρία χέρια;»
(Μακάρι να ήταν μπογιατζής, έχω κάτι μερεμέτια υπόψη μου.) Εμ θα μείνω Αύγουστο στην Αθήνα, εμ θα τον έχω όλη μέρα να βροντοχτυπάει το πληκτρολόγιο μέχρι που να τα μαρτυρήσει όλα. Έ, όχι!
«Βρε αγόρι μου, βρε λεβέντη μου, το σκέφτηκες καλά; Μιανού που του μπήκε αυτή η ιδέα, κατέληξε σύμβουλος στο Υπουργείο Πολιτισμού. Αχ, και το ’λεγα εγώ, αυτές οι παρέες που κάνεις θα σου βγουν σε κακό».
Με κοιτάζει με το ύφος του φαρσέρ στην πενταήμερη.
«Μάσησες, Μαρικάκι, μάσησες! Χα χα χα! Έπρεπε να έβλεπες τα μούτρα σου!»
Βαθιά ανάσα: πλάκα έκανε. Γελάει τώρα μόνος του. Χαλάλι του.
«Τίποτα, δεν θα κάνουμε, ρε. Θα κάτσουμε εδώ, στο μπαλκόνι Kokomo και θα χαζολογάμε περιμένοντας», λέει και ανεβάζει τα πόδια στα κάγκελα.
«Περιμένοντας τι;»
«Τις διακοπές του μέλλοντος».
Αγνό, άδολο, αισιόδοξο παιδί!
«Δεν πρόκειται να υπάρξουν διακοπές στο μέλλον, παλικάρι μου, ξέχνα το. Θα είμαστε αιωνίως Αδιάκοποι».
«Τι θα είμαστε;»
«Αδιάκοποι. Άλφα στερητικό συν Διακοπές. Δουλειά από δω ως τον τάφο. Χώρια που στην πορεία μπορεί να πεθάνουμε κιόλας!»
«Οι Αδιάκοποι! Ωραίο όνομα για συγκρότημα είν’ αυτό. Είσαι να στήσουμε μια μπάντα; Και να περιοδεύουμε ανά την επικράτεια για πάντα. Σαν τους Grateful Dead!»
Νέο πρότζεκτ! Τι θέλω και μιλάω;
«Αυτό είναι! Κι έτσι παντελώς άσχετοι που είμαστε, οι παρθένοι μας οργανισμοί θα μας οδηγήσουν στην απόλυτη κουλαμάρα με τεράστια επιτυχία».
«Μέσα είσαι!»
Είμαι, που να μην ήμουνα· πιο μέσα δε γίνεται.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι• αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Μαρίκα Τσεβά, Μουσική, The beach Boys
from dimart http://ift.tt/2tH4yD8
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου