—του Σόλωνα Σαρακενίδη—
Στην Ξάνθη της δεκαετίας του ’50 δεν είχαμε τίποτα. Η μόνη καθημερινή έγνοια της μάνας ήταν το φαγητό. Να βρει τα υλικά, να το μαγειρέψει (δύσκολη διαδικασία με την γκαζιέρα να καπνίζει), να το υπολογίσει σωστά ώστε να φτάσει για τα πέντε στόματα που ήμασταν τότε. Εμείς, τα παιδιά, μόλις έμπαινε το καλοκαίρι νιώθαμε σαν αποφυλακισμένοι. Κανείς δεν νοιαζόταν πού πάμε και πού γυρνάμε. Η θάλασσα δεν υπήρχε ακόμη στο καθημερινό λεξιλόγιο μας. Το ποτάμι όμως και η πισίνα αργότερα μπήκαν, σαν τόποι δροσιάς και ανεμελιάς. Το παγωτό επίσης ήταν είδος εν ανεπαρκεία, όπως και το ψημένο καλαμπόκι που σου έσπαζε την μύτη τα βράδια στη βόλτα, εκεί προς την γέφυρα. Γκαζόζες και πορτοκαλάδες, επίσης.
Τότε μέναμε σε ένα σπίτι με αυλή, για τρεις οικογένειες μαζί. Είχαμε βρει την κοινή συνισταμένη της συμβίωσης, χωρίς προστριβές και καυγάδες. Συνεννόηση των μανάδων για το πλύσιμο των ρούχων, που ήταν μια επίπονη διαδικασία με καζάνια και βράσιμο. Οπότε γινόταν κάπως συνεταιρικά αυτή η δουλειά. Αλλά και τα βράδια του καλοκαιριού, όταν δρόσιζε, το κοινό τραπέζι στηνόταν στην αυλή με το καρπούζι να κυριαρχεί στο δείπνο μας.
Σ’ αυτήν την αυλή, μαζί με τα δέντρα (αμυγδαλιές, κερασιές, βερικοκιές κ.ά., που όμως τα καρπωνόταν ο ιδιοκτήτης, ο οποίος ερχόταν και τα μάζευε), υπήρχε στο κέντρο της μια δεξαμενή: ένας κύκλος από τσιμέντο, ύψους περίπου 1,5 μ. με διάμετρο 4-5 μ. Δύο βρύσες, αντικριστά, η μια κοίταζε προς τα έξω και η άλλη μέσα στην δεξαμενή. Σε κάποιες απόπειρες που κάναμε να την γεμίσουμε διαπιστώσαμε ότι είχε ρωγμές στην βάση της και δεν μπορούσε να συγκρατήσει το νερό. Απογοητευμένοι παρατήσαμε την προσπάθεια.
Ένα καλοκαίρι όμως η ζέστη ήταν αφόρητη. Το μεσημέρι φτιάχναμε μικρές καλύβες από φτέρες και ξαπλώναμε έξω στην αυλή για δροσιά, με ό,τι ψευτοβιβλίο βρίσκαμε. Ήταν υπέροχα, κάτω από τις αμυγδαλιές. Αλλά εκείνη η δεξαμενή ήταν πάντοτε στο μυαλό μας. Το να βρεις τότε λίγο τσιμέντο ήταν πολύ δύσκολη επιχείρηση, ειδικά όταν δεν είχες φράγκο στην τσέπη. Για καλή μας τύχη όμως, ένας γείτονας εκείνη την περίοδο αποφάσισε να κάνει κάτι επιδιορθώσεις στο σπίτι του. Δεν αργήσαμε να τον πείσουμε να μας βοηθήσει. Για να πιστέψει όμως ότι το έργο του θα είχε γενικότερη απήχηση και ότι θα άκουγε ευχές και καλά λόγια από περισσότερα στόματα, του υποσχεθήκαμε ότι η δεξαμενή θα ήταν για όλα τα παιδιά της γειτονιάς.
Έτσι κι έγινε. Έκλεισε όλες τι ρωγμές. Περιμέναμε με αγωνία να στεγνώσει το τσιμέντο, για να κάνουμε την πρώτη δοκιμή. Ήταν επιτυχημένη. Οπότε ξεκινήσαμε το γέμισμα.
Έκανε 3-4 μέρες να γεμίσει. Τρέχαμε κάθε τόσο με ένα ξύλο να μετρήσουμε την στάθμη της. Ευτυχώς τότε το νερό δεν χρεωνόταν με το κυβικό. Νομίζω δεν χρεωνόταν καθόλου. Η ημέρα που γέμισε —κάπου στα μέσα Ιουλίου— ήταν από τις ομορφότερες της ζωής μου. Την πρώτη βουτιά την κάναμε εμείς του σπιτιού (ήμασταν δύο) και στη συνέχεια καλέσαμε και όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Ήταν πολλά τα παιδιά και η δεξαμενή ξεχείλισε, αλλά αναπληρώναμε το βράδυ ότι χάναμε την ημέρα. Οι μάνες μας δεν διαμαρτύρονταν. Είχε γλιτώσει και το κεφάλι τους από μας.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν από τα δροσερότερα της ζωής μου.
* * *
Εικόνα εξωφύλλου: Gareth Lloyd Ball
* * *
Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Διάφοροι καημοί
Στο:Διάφοροι καημοί Tagged: Ξάνθη, Σόλων Σαρακενίδης
from dimart http://ift.tt/2u9IihP
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου