Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Μια σκέψη στη Μηλιά της Καρπάθου

Αυτό δεν είναι τραγούδι #1096
DJ της ημέρας, η Χριστίνα Παπαβασιλείου

Απού ‘μουνα μεγάλος και τρανός. Και στο πέρασμά μου σκιάζονταν οι κόρες κι αναριγούσαν. Τα σκυλιά σαούριαζαν και τα παιδιά τρέχαν στις ποδιές των μανάδων τους. Πέρναγα στητός. Το βλέμμα μου δεν ακούμπαγε τη γη, μόνο κοίταζε ψηλά. Το παράστημα είχα του ανδρείου. Να ‘μουνα μόνος; Ήμουνα, κι ας ήταν πολλοί τριγύρω μου. Μα δεν τολμούσαν ούτε τον λόγο να μου προφέρουν, αλλά σιγά μου λέγαν τα ζητούμενά τους, κι εγώ, άρχοντας από τα γεννοφάσκια μου, μοίραζα την εύνοια ή τη δυσαρέσκειά μου. Δίκαιο με είχαν μα και σκληρό, μαζί τα πήγαινα αυτά τα δύο για να κρατώ την θέση μου και τ’ όνομά μου. Όνομα περίτρανο, χτισμένο και σμιλεμένο στον χρόνο κι εγώ ο άξιος απόγονός του.

Κράτησε καιρό η εξουσία μου κι όλα ήταν τακτικά κι οργανωμένα. Το μάτι μου έβλεπε παντού και το χέρι μου χωμένο μέσα σε όλα. Δικά μου όλα, άνθρωποι, το βιος τους, ζώα, δέντρα, κάμποι και βουνά. Κι αν δεν με συμπαθούσαν, δεν με αγάπαγαν, τι; Δεν ήμουν γι’ αυτό στον κόσμο τούτο.

Γι’ αυτό κι άμα τον άφησα, ψηλά είπα και με παράχωσαν, γκρεμοί μπροστά μου, να ‘μαι κι από εκεί να θωρώ όλα εκείνα που ‘χα. Ξέχωρα από όλους, μόνος. Και πέρασε ο καιρός κι ερήμωσε το μέρος μου, ερήμωσαν και τα ψηλά που ήμουν, ξεχάστηκαν οι τόποι μου, ξεχάστηκα κι εγώ κι είπα, αυτό ήταν, πάει, τώρα θα ησυχάσω. Μόνο το θρόισμα από τα φύλλα του δέντρου ακουγόταν, ίσια που τους έπιανα τους ήχους του, είχαν μπει κι οι πέτρες που είχα πάνω μου και σκεπαζόντουσαν. Τα βήματα ίσα ίσα που τα ΄πιασε το αυτί μου, ποιο αυτί μου δηλαδή, ό,τι είχε μείνει από αυτό, αν είχε μείνει. Πλησίαζαν κατά μένα κι ό,τι μου είχε σωθεί, για τη μηλιά από πάνω μου να δεις, είπα, θα ήρθαν και φτάσαν και θελήσανε τα μήλα της, μα τα κλωνιά της δεν λυγάγανε και τα χέρια τους παρακαλεστικά την τράβαγαν να την κατεβάσουν, να κόψουν τον καρπό κι ο καρπός δεν τους δινόταν.

Και τότε το αισθάνθηκα. Να πατάνε στο πιο ψηλό μέρος, στη μεγάλη πέτρα που θα τους έδινε το λίγο ζητούμενο ανέβασμα, τους ένιωσα να με πατάνε στο κεφάλι!

Ποιος είναι αυτός που με πατάει απάνω στο κεφάλι; Εμένα! Που ήμουν μεγάλος και τρανός, που κάποτε περνούσα κι αναριγούσαν οι κόρες.

Μηλιά (παραδοσιακό τραγούδι Καρπάθου)

Μηλιά μου, μες τον εγκρεμό
τα μήλα φορτωμένη
τα μήλα σου λιμπίζομαι
μα τον γκρεμό φοβούμαι.
Κι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό
έλα το μονοπάτι.
Το μονοπάτι μ’ ήβγαλε
σ’ ένα ερημοκλήσι
που δεν ευρίσκετο παπάς
για να το λειτουργήσει.
Κι ένα μνήμα παράμνημα
ξεχωριστά ‘πο τ’ άλλα
δεν το ‘δα και το πάτησα
απάνω στο κεφάλι.
Ποιος είν’ απού με πάτησε
απάνω στο κεφάλι
απού ‘μουν αρχοντόπουλο
μεγάλου ρήγα αγγόνι.

* * *

Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.

* * *

Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: Κάρπαθος, Μάρθα Φριντζήλα, Μουσική, Χριστίνα Παπαβασιλείου

from dimart http://ift.tt/2ud1j1O
via IFTTT

Αντίο Σαμ Σέπαρντ

Αποχαιρετάμε τον Σαμ Σέπαρντ, που πέθανε στα 73 του την περασμένη Πέμπτη, όπως ανακοίνωσε σήμερα η οικογένειά του.

Βραβευμένος με Πούλιτζερ, ο Σαμ Σέπαρντ έχει γράψει πάνω από σαράντα πέντε θεατρικά έργα καθώς και τη συλλογή διηγημάτων Διασχίζοντας τον παράδεισο (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1997) και δύο μυθιστορήματα (Motel Chronicles και Hawk Moon). Ως ηθοποιός έχει εμφανιστεί σε πάνω από είκοσι πέντε ταινίες και το 1984 διεκδίκησε ένα Όσκαρ για την ερμηνεία του στο φιλμ «Οι κατάλληλοι άνθρωποι». Το σενάριό του για το φιλμ «Παρίσι-Τέξας» κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών 1984, ενώ έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία «Far North» το 1988. Μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων ο Σαμ Σέπαρντ τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Ακαδημίας το 1992 και το 1994 έγινε δεκτός στο Theatre Hall of Fame.

Πηγή: biblioNet

100208_r19287_p646

Άσε τώρα να βάλω τα πράγματα στη θέση τους 

Λες πως
Βασανίζεσαι επειδή δε μπορείς να γράψεις
Ή πως
Δε μπορείς να γράψεις επειδή βασανίζεσαι 

Λες πως
Οι καιροί αυτοί σ’ έχουν κάνει κυνικό
Ή πως
Οι καιροί αυτοί επαληθεύουν τον κυνισμό σου

Θα σου πω λοιπόν κάτι
Καλύτερα να πιάνω μοσχάρια με το λάσο
Παρά να μιλάω μαζί σου πολιτικά
Καλύτερα να γίνω τύφλα στο μεθύσι

Η απόγνωσή σου είναι πιο πληκτική
Κι από το Μερβ Γκρίφφιν Σώου

Τα μυξοκλάματά σου
Οι λύσεις σου που δεν αξίζουν μια πεντάρα

Ξεκαβάλα το καλάμι σου και μαγείρεψε
Κάνε στο χρόνο
Οτιδήποτε
Μην καις όμως τον δικό μου 

2/80

Σάντα Ρόζα, Καλ.

[Από το βιβλίο: Σαμ Σέπαρντ, Χρονικά των Μοτέλ. Μετάφραση: Γιάννης Αβραμίδης, Εκδόσεις Επιλογή]

Πηγή: bibliotheque

1024x1024

El Indio

Ένας μελαχρινός άντρας που μοιάζει Απάτσι κάθεται απέναντί μου στο τραπέζι και μου συστήνεται: Ραούλ Καντάδο. Είναι βετεράνος κασκαντέρ, μα ο σκηνοθέτης του ‘χει δώσει ένα μικρό ρόλο στην ταινία σαν χάρη. Ο Ραούλ ξεκίνησε την καριέρα του ως ταυρομάχος στην Τιχουάνα, έπειτα έγινε κασκαντέρ και κάποια στιγμή έγινε αντικαταστάτης του φημισμένου Μεξικανού ηθοποιού – σκηνοθέτη Εμίλιο Φερνάντες – που έπαιζε τον Μαπάτσι στην Άγρια Συμμορία του Πέκινπα. Ο Φερνάντες απόκτησε άσχημη φήμη γιατί σκότωσε τρεις ανθρώπους στη ζωή του, ο τελευταίος ήταν ένας κριτικός που είχε το θράσος να του γράψει κακή κριτική. Καταπώς φαίνεται, ο Εμίλιο είχε μόλις αποφυλακιστεί μετά το δεύτερό του φόνο πήγε ίσια στο σπίτι του κριτικού, χτύπησε το κουδούνι, κι όταν εκείνος άνοιξε, τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Σύμφωνα με τον Ραούλ, ο Φερνάντες εμφανιζόταν πάντα στα γυρίσματα μιας ταινίας μ’ ένα χαρτοφύλακα από δέρμα φιδιού που είχε μέσα το σενάριο, ένα μπουκάλι άσπρη τεκίλα και το 45άρι του. Η καριέρα του έληξε απότομα ένα βράδυ που κουβάλησε στο σπίτι του τρεις πόρνες και πρόσταξε τη γυναίκα του να τους μαγειρέψει. Τον πυροβόλησε στο λαιμό με το ίδιο του το πιστόλι. 

[Από το βιβλίο: Σαμ Σέπαρντ, Διασχίζοντας τον Παράδεισο. Μετάφραση: Κατερίνα Τζωρίδου, εκδόσεις Καστανιώτης]

Πηγή: Γιάννης Ζελιαναίος

Leibovitz-Sam-Shepard

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:Uncategorized

from dimart http://ift.tt/2uOkOB2
via IFTTT

Η ισχυρή πένα του φανταστικού

—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου—

Όταν, κάπου στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., ο Λουκιανός συνέγραφε την Αληθή Ιστορία του, χάριζε στη δυτική λογοτεχνία κάτι παραπάνω από το πρώτο της (σωζόμενο) έργο καθαρής επιστημονικής φαντασίας. Ο ίδιος ο τίτλος, μισο-αστεία, μισο-σοβαρά, κατά την προσφιλή συνήθεια του συγγραφέα, ζητούσε από τους αναγνώστες να αποδεχτούν αυτή τη θεμελιώδη συνθήκη της λογοτεχνίας γενικά, που ονομάζουμε «αναστολή της δυσπιστίας».

9132402947_23a820a0ef_o

Λουκιανού, Αληθής ιστορία. Εικονογράφηση ολλανδικού χειρογράφου του 1647 όπου απεικονίζονται οι αερομαχίες μεταξύ των κατοίκων της Σελήνης και του Ήλιου (Βρετανική Βιβλιοθήκη).

Έκτοτε, και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, αυτό που σήμερα ονομάζουμε επιστημονική φαντασία και λογοτεχνία του φανταστικού ήταν κάτι απόλυτα ενταγμένο στον γενικό λογοτεχνικό κανόνα. Ξεκινώντας από το έπος του Γκιλγκαμές και την Οδύσσεια και φτάνοντας έως τη Μαίρη Σέλεϊ, τον Γουέλς, τον Πόε και βέβαια τον Ιούλιο Βερν, συναντάμε ένα τεράστιο πλήθος έργων που έως και σήμερα ονομάζουμε, αυτονόητα και χωρίς κανέναν επιπλέον προσδιορισμό, «λογοτεχνία».

Η λογοτεχνία του φανταστικού, άλλωστε, είναι ό,τι κοντινότερο υπάρχει στην έννοια του «παραμυθιού», έτσι όπως τη γνωρίζουμε όλοι από την παιδική μας ηλικία, τότε που αναστέλλαμε ευκολότερα τη δυσπιστία μας· με τα τερατώδη της όντα, τους ανύπαρκτους τόπους και τον, εν πολλοίς, ανύπαρκτο χρόνο, αποτελεί την ευθεία προέκταση του παραμυθιού στον ενήλικο κόσμο. Έτσι, δεν είναι καθόλου παράξενο πως τέτοιες ιστορίες γράφονταν, επί αιώνες, με τόση συχνότητα, από τόσο πολλούς, ώστε να γίνουν κατεξοχήν είδος λαϊκής κατανάλωσης, από τις αρχές του 20ού αιώνα, με δικό τους βασικό φορέα τα φτηνά «pulp» περιοδικά. (Σημειωτέον, βέβαια, ότι σε τέτοια περιοδικά δημοσίευαν συχνότατα και συγγραφείς πρώτης γραμμής, όπως ο Λάβκραφτ.) Δίκοπο μαχαίρι: γιατί κάπως έτσι η επιστημονική φαντασία (ε.φ.) και η λογοτεχνία του φανταστικού (όπως και η αστυνομική λογοτεχνία) συνδέθηκαν με την έννοια του «φτηνού» και του μαζικού, με αποτέλεσμα να διαχωριστούν, ανεπαισθήτως, από τη λογοτεχνία του βιβλίου και, καθώς διαμορφώθηκαν σε ξεχωριστό genre, μοιραία ίσως, περιχαρακώθηκαν.

hp

H. P. Lovecreaft

Στην Ελλάδα ειδικά, αυτό το ιδιότυπο «απαρτχάιντ» απέκτησε σχεδόν απόλυτο χαρακτήρα: με εξαίρεση ορισμένα κλασικά έργα επιστημονικής φαντασίας και λογοτεχνίας του φανταστικού του 19ου αιώνα, που ήταν ελεύθερα δικαιωμάτων, οι εκδότες έβλεπαν το είδος με μια κάποια δυσπιστία. Ελάχιστοι συμπεριελάμβαναν στις επιλογές τους τέτοια βιβλία· τεράστιοι συγγραφείς όπως ο Λάβκραφτ, ο Ασίμοφ, ο Κλαρκ, ο Φίλιπ Ντικ, ή ακόμα και ο Πράτσετ και ο Ντάγκλας Άνταμς έβρισκαν ως επί το πλείστον «στέγη» σε εξειδικευμένους εκδοτικούς οίκους που αντίστοιχα απευθύνονταν σε πολύ συγκεκριμένο κοινό. Και μετά, ήρθε ο Τόλκιν.

artofthehobbit1

Σχέδιο του Τόλκιν από την εικονογράφηση του Χόμπιτ

Η αντεπίθεση

Η τριλογία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών πρωτοεκδόθηκε στην Αγγλία μεταξύ 1954 και 1955 και έγινε πολύ σύντομα μία από τις «ναυαρχίδες» των οπαδών του φανταστικού. Χρειάστηκε όμως να έρθει ο 21ος αιώνας για να τον φέρει, μέσω της μεγάλης οθόνης, σε ένα ακόμα ευρύτερο κοινό, βαπτίζοντάς τον στη μεγάλη κολυμβήθρα της ποπ κουλτούρας. Λίγο νωρίτερα, το 1996, ο Τζορτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν δημοσίευε τον πρώτο από τους πέντε τόμους του Τραγουδιού της Φωτιάς και του Πάγου. Η τηλεοπτική σειρά της HBO, που ξεκίνησε να προβάλλεται το 2007 με τον γενικό τίτλο «Game of Thrones» ανέλαβε τα υπόλοιπα. Έτσι, δύο έπη του φανταστικού, δύο βιβλία αναμφίβολων λογοτεχνικών αξιώσεων, επανέφεραν το είδος στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος – απαλλάσσοντάς το ταυτόχρονα, στη συνείδηση του μεγάλου κοινού, και από οποιαδήποτε οσμή pulp.

Ο ελληνικός εκδοτικός χώρος φαίνεται πως έχει ακούσει πλέον ευκρινώς το μήνυμα: πέρα από τα πάμπολλα έργα που εξακολουθούν να βγαίνουν από τους «εξειδικευμένους» εκδοτικούς οίκους (Αίολος, Οξύ, Φανταστικός Κόσμος, Anubis κ.ά.), όλο και συχνότερα βρίσκουμε πια εκλεκτούς τίτλους sci-fi και fantasy σε άλλους, πιο παραδοσιακούς εκδότες. Ενδεικτικά: τα Τρία Στίγματα του Πάλμερ Έλντριζ και το Ηλεκτρικό Πρόβατο, του Φίλιπ Κ. Ντικ από τον Κέδρο, τα Χρονικά του Άρη και το Φάρεναϊτ 451 του Ρέι Μπράντμπερι από την Άγρα, τους Χαρισματικούς από τις εκδόσεις Πόλις, την Τριλογία της Νότιας Ζώνης, του Τζεφ Βάντερμιρ από τον Καστανιώτη, κάμποσους τίτλους του Τέρι Πράτσετ από τον Ψυχογιό, το Σολάρις του Στανίσλαβ Λεμ από τον Ποταμό, τα νέα βιβλία του Τζορτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν από το Μεταίχμιο.

«Ποτέ και Πουθενά»

Νομίζω όμως ότι το εναργέστερο παράδειγμα του πώς αυτό το μέχρι πρότινος «περιθωριακό» genre μπήκε για τα καλά στον πυρήνα της εν Ελλάδι εκδοτικής παραγωγής, είναι το Ποτέ και Πουθενά του σπουδαίου Νιλ Γκέιμαν, από τον Ίκαρο, σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου. Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που εκδίδεται ο Γκέιμαν στην Ελλάδα. Εν προκειμένω όμως εντάσσεται με έναν τρόπο απολύτως φυσικό και αυτονόητο σε μια σειρά ξένης λογοτεχνίας (χωρίς άλλους προσδιορισμούς) ενός εκδοτικού οίκου με τεράστια ιστορία πίσω του. Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο του Νίκου Αργύρη, όταν τον ρώτησα πώς αποφάσισε να συμπεριλάβει τον συγκεκριμένο τίτλο στην εξαιρετικά επιτυχημένη και αναγνωρίσιμη σειρά ξένης λογοτεχνίας του Ίκαρου: «Η αλήθεια είναι ότι δεν το πολυσκεφτήκαμε. Πιστεύω ότι ο Γκέιμαν είναι ένας “καθιερωμένος” πλέον συγγραφέας, με εκατομμύρια αναγνώστες και φανατικό κοινό, ασχέτως αν γράφει λογοτεχνία του φανταστικού. Θέλαμε δηλαδή το βιβλίο αυτό (που μου έκανε εντύπωση ότι δεν έχει κυκλοφορήσει μέχρι τώρα) να έχει το περιτύλιγμα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της σειράς, μιας και νομίζω μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα στα υπόλοιπα».

78173

Στο «Κάτω Λονδίνο»

Και αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος των καλών εκδοτών: όπως η Άγρα πήρε την αστυνομική λογοτεχνία από την απαξίωση και το pulp του περιπτέρου και την ανέδειξε σε αξιοσέβαστη λογοτεχνία (που όντως είναι), έτσι κάπως μοιάζει να συμβαίνει τώρα και με το sci-fi και το fantasy, σε μια πορεία όπου το Ποτέ και Πουθενά αποτελεί ορόσημο. Στο βιβλίο, ο κεντρικός ήρωας, ο Ρίτσαρντ, θέλοντας να βοηθήσει τη νεαρή Ντορ, βρίσκεται απροσδόκητα από τη φυσιολογική του ζωή στο γνωστό σε όλους μας Λονδίνο, στο παράλληλο σύμπαν ενός «Κάτω Λονδίνου», ενός τόπου σκοτεινού και σκληρού, μιας άλλης πραγματικότητας με άλλους κανόνες, άλλη φυσική, όπου καταλήγουν «όσοι πέφτουν από τις ρωγμές του πραγματικού κόσμου».

«Δεν γίνεται», απαντά κάπου η Ντορ στην ερώτηση του Ρίτσαρντ αν προσπάθησε ποτέ να επιστρέψει στο Πάνω Λονδίνο. «Ή εδώ θα είσαι ή εκεί. Ή Πάνω ή Κάτω. Κανένας δεν τα ’χει και τα δύο». Η φράση θα μπορούσε να περιγράφει τον διαχωρισμό της λογοτεχνίας fantasy από αυτό που πολλοί θεωρούν «κατεξοχήν» λογοτεχνία. Αλλά τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν. Οι έλληνες εκδότες κάνουν αυτό που πρέπει. Απομένει οι ίδιοι οι αναγνώστες να αφεθούν ξανά σ’ εκείνη την «αναστολή δυσπιστίας» που μπορεί να ανοίξει κάθε λογής αναγνωστικές πόρτες.

Πηγή: Η Καθημερινή

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x

 


Στο:Βιβλίο Tagged: Λογοτεχνία, Λογοτεχνία του φανταστικού, Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, βιβλίο, επιστημονική φαντασία

from dimart http://ift.tt/2uQdwLR
via IFTTT

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Η στάλα που ξεχείλισε

—του Γιάννη Παπαθεοδώρου για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα

Τι θα γίνει η Μόνικα όταν μεγαλώσει; Μια funky τραγουδίστρια στη global-ethnic μουσική σκηνή; Ή ένα παρωδιακό κατάλοιπο της Βουγιουκλάκη, που μιμείται χατζιδακικές μελωδίες από τον «παλιό καλό καιρό» του ελληνικού κινηματογράφου;

Το ερώτημα αναδύθηκε πρόσφατα μέσα από τη διαδικτυακή διαμάχη για τη «Στάλα», το τραγούδι που για άλλους θεωρήθηκε «στροφή» και για άλλους «προδοσία», συνοδευμένη μάλιστα με ένα πρωτοφανές και χυδαίο bullying σε βάρος της τραγουδίστριας, για την αλλαγή ύφους, γλώσσας και μουσικής παραγωγής. Σπάνια ένα τραγούδι που κρατάει τέσσερα λεπτά, έχει σχολιαστεί τόσο πολύ —και από τόσους πολλούς— με όρους «πολιτισμικής αποστασίας»∙ ως εάν, μέσω της Μόνικας, όλη αυτή η πρωτοπόρα και δήθεν εναλλακτική «αγγλόφωνη νέα γενιά» της κρίσης να κατέληξε στο παντοπωλείο «Αφθονία» του κυρ-Στέφανου για να γλεντήσει με μερικά μπουκάλια μπύρα, με ναζάκια και λεβεντοπενιές, δροσισμένες από «αερααααάκι, σαν θαλασσαααάκι καλοκαιρινό».

Τελικά τα σχόλια γύρω από το τραγούδι μαρτυρούν πολύ περισσότερα για τα ίδια τα σχόλια παρά για τη Μόνικα και το τραγούδι της. Ωστόσο, τα σχόλια είναι ένα καλό δείγμα για να σκεφτούμε τον τρόπο που βίωσε ένα κομμάτι της νεοελληνικής «εναλλακτικής κουλτούρας» τη σχέση του με αυτή την παράδοξη απόδραση όχι μόνο από την προηγούμενη μουσική σκηνή αλλά από την ίδια την πραγματική Ελλάδα της κρίσης. Γύρω από τη Μόνικα άλλωστε, όπως έγραφε πρόσφατα η Τζίνα Μοσχολιού στο dim/art, προβλήθηκαν εξαρχής προσδοκίες «ανθρώπων που γέμισαν σκηνές, ήπιαν μπύρες, αγκαλιάστηκαν σε γρασίδια, κοινωνικοποιήθηκαν νιώθοντας ότι μετέχουν σε ένα διεθνοποιημένο ελληνικό κούλνες — τραγουδώντας πολύ λίγες λέξεις, που δεν ακούγονταν καν ολόκληρες».

Αυτός ο cool κοσμοπολιτικός εξωτισμός επέτρεψε να μετατραπούν οι απλοϊκοί (και συχνά ακατανόητοι) αγγλικοί στίχοι σε ένα νέο ποιοτικό άλλοθι υψηλού μοντερνισμού, που έγινε συνώνυμο με τη φαντασιακή αναζήτηση ενός νέου «είδους» στο ελληνικό τραγούδι: κάτι πέρα από τη σκοτεινή «εντεχνίλα», κάτι περισσότερο από τη «ροκ μπαλάντα», κάτι πιο έκκεντρο από την πειθαρχημένη ορθοφωνία του Ωδείου. Η Μόνικα έπαιξε το ρόλο αυτού του συμβόλου – όχι απαραίτητα γιατί ήταν στις προθέσεις της αλλά γιατί η συναυλιακή και η ευρύτερη συλλογικότητα στην οποία απευθυνόταν ήταν ήδη έτοιμη να «ακούσει» αυτό το είδος ως μια λύτρωση από την παλιά Ελλάδα του σκυλάδικου και των τραγουδιών της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Όταν κυκλοφόρησε το Exit, ο τίτλος του CD είχε ήδη προδιαγράψει ότι, στη συνείδηση των ακροατών, υπήρχε μια Ελλάδα πέρα από τα στενά σύνορα που διεκδικούσε ένα πιο δυναμικό μέλλον.

Η απότομη αλλαγή ρεπερτορίου συνοδεύτηκε από μια μάλλον αμήχανη «πολιτική» δήλωση της Μόνικας. Όπως επεξηγείται στο συνοδευτικό της κυκλοφορίας δελτίο, η «Στάλα» γράφτηκε πολλά καλοκαίρια πριν, μα ηχογραφήθηκε μόλις το περασμένο φθινόπωρο στο εξοχικό της στο Άστρος Κυνουρίας, στον απόηχο του άλμπουμ Secret In The Dark. Από ό,τι μάλιστα φαίνεται, αποτελεί πρώτη «γεύση» ενός ελληνόφωνου δημιουργικού κύκλου, ο οποίος θα αποκαλυφθεί με την πάροδο του χρόνου. Για την ώρα, η ίδια δηλώνει πως αφιερώνει τη «Στάλα» «στην Ελλάδα μας, ελπίζοντας ν’ αρχίσει σιγά-σιγά να χαμογελάει». Δυστυχώς η σοβαροφάνεια της δήλωσης ακύρωσε το καλοκαιρινό τρολάρισμα του τραγουδιού. Για αυτό και το κοινό της Μόνικας μπερδεύτηκε. Η ρετρό νοσταλγία του ’60 χάθηκε μέσα από τις εξαγγελίες για μια «ελληνόφωνη» υπόσχεση, που μάλλον προμηνύει την επιστροφή σε γνωστές συνταγές και κοινότυπα υφολογικά ευρήματα.

Οι τελευταίες δηλώσεις της δείχνουν πως κινδυνεύει να πέσει και αυτή θύμα μιας Ελλάδας, που πουλάει με την ίδια άνεση τα «εδώδιμα και αποικιακά» προϊόντα της, με αφορμή την κρίση. «Είναι όμως λυπηρό, που η “Στάλα” είναι η αφορμή για τον κόσμο να βγάζει χολή, αλλά εντάξει (αν δεν έβγαζε χολή) δεν θα είχαμε και εγκληματικότητα και θα είχαμε παγκόσμια ειρήνη…», δήλωσε πρόσφατα, στη συνέντευξή της για τη “Στάλα” και τα επόμενα σχέδια της. Το να χάσει η Μόνικα τον τόνο της σε ένα τραγούδι ίσως και να μην είναι μεγάλο πρόβλημα. Το να μπερδεύει όμως τις διακοπές της και τις εμπνεύσεις της στο θερινό Άστρος Κυνουρίας με την παγκόσμια ειρήνη είναι μάλλον ένα πρόβλημα, που δεν θα λυθεί με ναζάκια και λεβεντοπενιές. Τα στερεότυπα, τόσο για αυτήν όσο και για όσους τη σχολιάζουν, είναι πάντα εδώ για να μας δείχνουν πως ακόμη κι ένα τραγούδι μπορεί πάντα να γίνει η στάλα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι, στους καλοκαιρινούς εμφύλιους του Διαδικτύου.

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Ανώμαλα ρήματα

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:Ανώμαλα ρήματα Tagged: Άστρος Κυνουρίας, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Μόνικα, Μουσική

from dimart http://ift.tt/2uMOX3X
via IFTTT