Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Οικογενειακό γεύμα

—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου—

Κανείς δεν το περίμενε τέτοιο πράμα από τον θείο Ζαφείρη. Όχι ότι εμφανίστηκε απρόσκλητος στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι του σογιού, ενώ ήταν σαράντα χρόνια πεθαμένος – εντάξει, και αυτό, αλλά κυρίως κανείς δεν περίμενε αυτή τη συμπεριφορά.

Άνοιξε την πόρτα μόνος του (ή μπορεί και να πέρασε από μέσα), διέσχισε το χολ και μπήκε στην τραπεζαρία, με το κουτί τα φοντάν στο χέρι και ένα μπουκάλι από το κρασί του — «σκέτη αμβροσία» το χαρακτήρισε. Μπήκα στον πειρασμό να του πω ότι η αμβροσία ήταν φαγώσιμο, αλλά τελικά αποφάσισα να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση, πεθαμένο άνθρωπο. Προσωπικά, δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ μου όσο ζούσε· το ίδιο και όλοι οι υπόλοιποι που ήμασταν στο τραπέζι, με εξαίρεση την υπέργηρη θεία Νίτσα, η οποία πρόλαβε μόνο να αναφωνήσει «Ζαφείρη!» και λιποθύμησε και με χίλια ζόρια μπορέσαμε να τη συνεφέρουμε. Είχαμε ακούσει, βέβαια, πάμπολλες ιστορίες από τον πατέρα μου για τον αδελφό του, και ήταν λίγο σαν να τον ξέραμε. Ωραίος τύπος, λέγαμε πάντα, κρίμα που πέθανε τόσο νέος.

Και τώρα, να τος, συνομήλικός μας, σαραντάρης, με το ριγέ κοστουμάκι της δεκαετίας του ’70 και το λεπτό μουστάκι αλά Ζαμπέτας. Παράτησε το κρασί και τα φοντάν στη μέση του τραπεζιού (η κόκκινη κορδέλα έκανε μια γερή βουτιά μέσα στο φρικασέ), έριξε μια περιφρονητική ματιά στη θεία Νίτσα —«Πάντα έτσι ήταν αυτή, μη μου άπτου», είπε— και κάθισε στην κορυφή.

Δεν είναι καθόλου εύκολο να ξεκινήσεις κουβέντα με κάποιον που έχει μόλις επιστρέψει από τον Άλλο Κόσμο. Όσοι δεν ασχολούμασταν με την καημένη τη Νίτσα, μαζευτήκαμε γύρω του και για ώρα τον κοιτούσαμε αμήχανοι να τσιμπολογάει από τα πιάτα.

— Πώς πάει, λοιπόν; ρώτησε τελικά εκείνος, μπουκωμένος κοτόπιτα.
— Εμείς καλά, θείε, τραύλισε ο Μάκης. Εσύ… πώς…;
— Ε, είπα, μέρες που ’ναι να περάσω λίγο. Αφού δεν μπήκατε στον κόπο να με καλέσετε…
— Μα, θείε, νομίζαμε πως…
— Καλά, άσ’ τα αυτά. Τόσα χρόνια που ζούσε ο πατέρας σας μιλάγατε για μένα στα τραπέζια, κι από πρόπερσι, τίποτα. Κουβέντα.
— Μην το λες αυτό, θείε Ζαφείρη, πάντα σε σκεφτόμαστε. Πάντα λέγαμε τι ωραία που θα ήταν να σε είχαμε γνωρίσει…
— Και τώρα που με γνωρίσατε, τι κάνετε; Είναι καλωσόρισμα αυτό; Είναι σωστή συμπεριφορά; Οι μισοί να λείπουν και ν’ ασχολούνται με τη Νίτσα κι οι άλλοι μισοί εδώ, μες στη μούγκα, και μ’ έχετε να τρώω μόνος μου. Άσε που δεν έχετε έρθει ούτε μια φορά στον τάφο μου, να πείτε ένα γεια, βρε αδερφέ.
— Δεν έχεις τάφο πια, θείε Ζαφείρη, μετά από τόσα χρόνια, τόλμησα να πω ως πιο ειδήμων στα θέματα της οικογενειακής ιστορίας.
— Μπα, τι μου λες; είπε και άνοιξε το μπουκάλι. Έβαλε σε ένα ποτήρι, αφού άδειασε το περιεχόμενό του σε ένα άλλο, το ήπιε και συνέχισε να βάζει και να πίνει αμίλητος.
— Θείε Ζαφείρη, είπα σε μια ύστατη προσπάθεια να σπάσω τον πάγο, ο πατέρας μας πάντα έλεγε πως είχες εκπληκτική φωνή, πως τραγουδούσες πολύ ωραία. Θες να μας πεις ένα τραγούδι; Με κοίταξε πλαγίως. «Δυσοίωνο» ήταν η λέξη που άρχισε να ουρλιάζει σιωπηρά μέσα στο κρανίο μου.
— Θες και να σου τραγουδήσω, ε; Δεν έχω πιει ακόμα αρκετά. Τότε στα γλέντια μας, κατεβάζαμε τον άμπακο. Τι πίναμε, οι άτιμοι… Όχι, δεν θα σας τραγουδήσω. Εσείς πρέπει να μου τραγουδήσετε. Και να μου χορέψετε. Να μου δείξετε ότι χαίρεστε που με βλέπετε, αντί να κάθεστε εκεί πέρα σαν σαφρακιασμένα.
— Θείε Ζαφείρη, πρέπει απλώς να καταλάβεις ότι τα έχουμε χάσει λίγο…
— Πολύ εύκολα τα χάνετε εσείς η νέα γενιά. Πολύ εύκολα ξεχνάτε. Όλο λέτε για τους πεθαμένους, πόσο τους αγαπάτε και πόσο τους θαυμάζετε, αλλά όταν τους έχετε μπροστά σας, δεν σας πολυαρέσει κιόλας, έτσι; Τα «χάνετε».
— Θείε Ζαφείρη…
— Μωρέ άει παρατάτε με. Σας βαρέθηκα.

Σηκώθηκε φουρκισμένος, πήρε τη σακούλα με τα φοντάν και δεν τον ξανάδαμε πια. Νομίζω πως δεν ήταν καθόλου σωστό που πήρε τα φοντάν.

* * *

Εδώ άλλες ιστορίες

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:Short stories Tagged: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

from dimart http://ift.tt/2j0V8sy
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου