Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Η διαπραγμάτευση και η μπουκιά

the-windows-restaurant1-462x346

—του Γιώργου Τσακνιά—

[για τη στήλη: «Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο» — Ασκήσεις καθημερινότητας εν Queneau]

* * *

Εσωτερικό. Καλό εστιατόριο της Κεντρικής Ευρώπης. Μέρα. Διακριτικός φωτισμός, elevator music σε πολύ χαμηλή ένταση.  Ένας ψηλός άντρας με γυαλιά και κοστούμι κάθεται σε ένα τραπέζι και τρώει φοντύ. Ξαφνικά χτυπάει το κινητό του. Ringtone, ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Από τα γύρω τραπέζια τον κοιτούν επιτιμητικά. Δεν βγαίνει έξω, ωστόσο· μόλις βλέπει ποιος είναι σπεύδει να το σηκώσει, μισοκρύβει με το χέρι το στόμα του και προσπαθεί να μιλήσει χαμηλόφωνα.

Ναι; Ναι; Πρόεδρε, εσύ είσαι; Ναι, εγώ είμαι. Ναι, ο Νίκος. Έλα, με πέτυχες σε ένα εστιατόριο, γιαυτό μιλάω σιγά.  Ξέρεις οι Ελβετοί είναι μυστήριοι, με στραβοκοιτάνε. Έτσι μου ‘ρχεται να τους κάνω μήνυση. Τεσπά, πώς πάει στην Αθήνα; Μου λείψατε. Έκλεισε η αξιολόγηση; Χα χα, έχω κι ένα άλλο καλό, με τον Τοτό… Να σου πω τα δικά μου, όμως. Αν και λένε, «μεγάλη μπουκιά να φας, μεγάλη κουβέντα μη λες», εδώ, όχι να το παινευτώ, Πρόεδρέ μου, αλλά πάμε καλά. Τους έχουμε πάρει τα σώβρακα. (Κορδώνεται, στρώνει τα γραβάτα του και χαμογελάει). Έτσι όπως πάει το πράγμα, θα πάρουμε και καμιά κομμάτα από την Τουρκία, χα χα χα… Κατά τα άλλα είναι λίγο βαρετά μωρέ, ξέρεις: όλη μέρα διαπραγμάτευση, το απόγευμα ένα φοντύ στα γρήγορα και μετά στο ξενοδοχείο να κοιτάω τη λίμνη. Πόσες ώρες μπορείς να κοιτάς μια λίμνη; Τι; Ναι, φοντύ. Λιωμένο τυρί. Όχι ρε, όχι σκέτο, βουτάς ψωμάκι. Ναι, ναι, σαν παπάρα… Καλά, οι Τούρκοι βγαίνουν κάθε βράδυ, αλλά με ξέρεις εμένα, Πρόεδρε, τα βαριέμαι αυτά, άσε που δεν ξέρω τα κατατόπια. Και τι, να βγω για κεμπάμπ και για χορούς της κοιλιάς με τους Τουρκαλάδες; Τι; Με τους άλλους; «Δικούς μας;» Ποιους εννοείς; Τιιιι; (Συνειδητοποιεί ότι φωνάζει και ότι τον κοιτάνε όλοι από τα γύρω τραπέζια. Χαμηλώνει τον τόνο και σκύβει ασυναίσθητα, λες και μπορεί να κρυφτεί). Με τον Αναστασιάδη; Δε θα ‘σαι καλά… Ναι, σιγά μην πάμε να τραγουδήσουμε αγκαλίτσα τα ριάλια ριάλια ριάλια, έλεος! Τι; (Αλλάζει απότομα τόνο). Έλα μωρέ Πρόεδρε, μην το σοβαρεύεις, ένα αστειάκι έκανα. Δεν είναι ότι δεν τον γουστάρω, απλώς δεν έχουμε τι να πούμε, βαριέμαι. Άσε που… Τι; (Ακούει τι του λέει ο άλλος. Σοβαρεύει. Ξαφνικά παγώνει. Μένει για λίγο ακίνητος, σαν άγαλμα, με το βλέμμα στυλωμένο στο παράθυρο, από το οποίο φαίνεται η λίμνη και στο βάθος τα βουνά. Έχει χλομιάσει. Ψιθυρίζει στο κινητό, με το βλέμμα πάντα στο παράθυρο). Κάτσε ρε Πρόεδρε, τι πάει να πει ότι από εδώ και πέρα θα μας εκπροσωπείς εσύ προσωπικά στη διαπραγμάτευση; Αν είναι για τον Αναστασιάδη, σου λέω, δεν είναι ότι δεν τον γουστάρω… Οκέι, τον βαριέμαι λίγο, αλλά η δουλειά, δουλειά. Ντάξει, μωρέ, λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα. (Κατεβάζει μονοκοπανιά το κρασί του). Εδώ στη Γενεύη η ώρα δεν περνάει με τίποτα. Τώρα, αυτά ότι τσακωθήκαμε και ότι μας άκουσε όλο το ξενοδοχείο είναι υπερβολές… Τι; Ελβετία; Ναι, γιατί, εγώ τι είπα; ( Συνοφρυώνεται, προσπαθεί να καταλάβει). Γενεύη, ναι. Μα θα με τρελάνεις; Τι εννοείς «που ακριβώς είμαι». Στη Γενεύη είμαι. Τι; Ναι. Ναι ρε πρόεδρε, η Γενεύη στην Ελβετία είναι. Ναι, ναι, η Γενεύη είναι πόλη και η Ελβετία είναι χώρα. (Κλείνει το κινητό με το χέρι του, κοιτάζει το ταβάνι και παίρνει μερικές βαθιές εισπνοές). Λοιπόν, είσαι σίγουρος για αυτό που μου είπες; Δεν είναι εύκολες οι διαπραγματεύσεις, ξέρεις… (Ανασηκώνει τους ώμους και μιλάει ψυχρά). Καλά, στο κάτω κάτω, εσύ είσαι το αφεντικό. Όπως νομίζεις. (Οι υπόλοιποι θαμώνες έχουν αγανακτήσει και κάνουν νεύμα στον σερβιτόρο). Ναι, κάτσε να τελειώσω το φαγητό μου και πάω να ετοιμάσω τις βαλίτσες μου. Από τη σύγχυση έχασα τη μπουκίτσα μου μέσα στο τυρί. Τι; Όχι αλήθεια λέω, τρώω φοντύ. Αν και είναι ατάκα από το Αστερίξ…. Το Αστερίξ! (Γουρλώνει τα μάτια). Μιλάς σοβαρά, δεν ξέρεις το Αστερίξ; Τι; Όχι ρε Πρόεδρε, δεν είναι του Μπρεχτ. Όχι, ούτε του Χικμέτ είναι. Εξάλλου, ο Χικμέτ ήταν Τουρκαλάς… Λοιπόν, πρέπει να σε αφήσω, έχει έρθει εδώ ο σεφ και κάτι μου λέει… Τι; (Κοιτάζει τον σεφ που στέκεται πολύ σοβαρός μπροστά του ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να καταλάβει τι του λέει ο άλλος στο κινητό. Η έκφρασή του δείχνει απελπισία). Ποιο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας ρε Πρόεδρε; Τι λες τώρα; (Μένει για λίγο σιωπηλός, μετά καταλαβαίνει και προσπαθεί να μη γελάσει). Όχι, Πρόεδρε, όχι το Σ.Ε.Φ. Ο σεφ. Ο σεφ είναι κάτι σαν αρχιμάγειρας. Σημαντικό πρόσωπο. Ήρθε να με επιπλήξει που μιλάω στο κινητό. Κωλοελβετοί, γαμώ τα τυριά και τις σοκολάτες και τα ρολόγια σας μέσα. Λοιπόν, καλά, πάω να μαζέψω τα πράγματά μου και την κάνω. Όπως αγαπάς. Θα περάσεις γαμάτα κοιτώντας τη λίμνη κάθε βράδυ. Άντε, γεια. (Κλείνει το κινητό τσαντισμένος. Κοιτάει το ρολόι του. Μετά συνειδητοποιεί ότι ο σεφ έχει φύγει αλλά τώρα έχει έρθει ο μαιτρ ντ’ οτέλ, ο οποίος κάτι του λέει σε αυστηρό τόνο και του δείχνει προς την πόρτα. Γυρίζει, τον κοιτάει από πάνω ως κάτω). Τι θες τώρα κι εσύ, ρε πιγκουίνε, άσε μας να φάμε, μπωωωω… Άντε μη σου τραβήξω καμιά μήνυση αγόρι μου και τρέχεις, άντε μπράβο. (Στρέφεται πάλι στο φοντύ του κι αρχίζει να ψάχνει συστηματικά για την μπουκίτσα του. Fade to black).

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από τη στήλη «Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο»

Ανθρώπινο! Πολύ ανθρώπινο!

—André Spire—
Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης

Ο πατέρας μου ήξερε λατινικά,
η μητέρα μου έπαιζε πιάνο
κι επήγαινε σ’ επισκέψεις.
Καταλαβαίνεις, μικρή μου,

καταλαβαίνεις;
Είχα ένα παιδαγωγό,
ένα άλογο,
ένα τουφέκι,
υπηρέτες και ιπποκόμο.

Καταλαβαίνεις;
Αλλ’ αγαπούσα πολύ τα βιβλία
τις καρδιές και τα μάτια θλιμμένα.
Καταλαβαίνεις, μικρή μου,
καταλαβαίνεις;

Αγαπούσαμε πολύ τα δάκρυα,
την αγάπη, τους νικημένους,
τον ουρανό και τους διαβάτες…
Ας ανάψουμε τη φωτιά μας,
ας τινάξουμε τα βιβλία μας,

ας βουρτσίσουμε τα ρούχα μας,
ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας.
Ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας,
κι ας πλύνουμε τα πιάτα.
Καταλαβαίνεις, μικρούλα μου,

καταλαβαίνεις;

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:«Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο» Tagged: Γενεύη, Γιώργος Τσακνιάς, Ελβετία

from dimart http://ift.tt/2iE1FvK
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου