Αυτό δεν είναι τραγούδι #929
Dj της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης
Υπάρχει κάποια ελληνική ταινία που να ταυτίζεται με το πνεύμα των 80s; Ισχυρίζομαι (όχι εντελώς αυθαίρετα) ότι υπάρχει μία που ανταποκρίνεται περισσότερο από κάθε άλλη στο ζητούμενο: η Ρεβάνς.
Η κατάσταση στον χώρο του Ελληνικού Κινηματογράφου κατά τη δεκαετία του ’80 ήταν μπερδεμένη (και πότε δεν ήταν;), αλλά ελπιδοφόρα. Οι αντιεμπορικοί πειραματισμοί του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου είχαν υποχωρήσει και οι εμπλεκόμενοι έδειχναν διάθεση να βάλουν νερό στο κρασί τους (και μερικούς θεατές στις αίθουσες που παίζονταν οι ταινίες τους). Από την άλλη, ο Παλιός Ελληνικός Κινηματογράφος (ό,τι είχε απομείνει από αυτόν, τέλος πάντων) έκανε μια προσπάθεια να επανακάμψει, η οποία τελικά στέφθηκε με αποτυχία για πολλούς (και προφανείς, αλλά δεν είναι της ώρας) λόγους. Οι προχειροδουλειές που έβγαιναν σωρηδόν και κατευθείαν σε βιντεοκασέτες ήταν η ταφόπλακα μιας βιομηχανίας που άκμασε από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μέχρι το 1967, όταν η χούντα έβαλε τη χώρα στον γύψο για μία (κρίσιμη, όπως αποδείχτηκε) επταετία.
Επιγραμματικά: Στη δεκαετία του’80, ο Παλιός Ελληνικός Κινηματογράφος ανέκαμψε για λίγο, πριν ξεψυχήσει οριστικά και αμετάκλητα, και ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος ψαχνόταν.
Παρόλο που ο κόσμος δεν πήγαινε πια σινεμά (το πλήγμα της έγχρωμης τηλεόρασης και του βίντεο ήταν αδυσώπητο), ελληνικές ταινίες βγήκαν στις αίθουσες, ίσως και περισσότερες από την προηγούμενη, ιδιαίτερα ταραγμένη για την Ελλάδα, δεκαετία του ’70. Εκείνες που είχαν καλλιτεχνικό βάρος και (κάποιες εξ αυτών) εμπορική επιτυχία, δεν ανήκαν σε «ρεύματα»· ήταν δημιουργίες σκηνοθετών με προσωπικό όραμα, οι οποίοι θα γύριζαν αυτό που είχαν στο κεφάλι τους ο κόσμος να χαλούσε, ανεξάρτητα από τη χρονική συγκυρία. Σημαντικές ταινίες στα 80s παρουσίασαν, μεταξύ άλλων, ο Νίκος Νικολαΐδης [Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα (1979), Γλυκιά Συμμορία (1983), Πρωινή Περίπολος (1987)]· ο Παντελής Βούλγαρης [Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927 (1980), Τα Πέτρινα Χρόνια (1985), Η φανέλα με το 9 (1988)]· ο Θόδωρος Αγγελόπουλος [Μεγαλέξαντρος (1980), Ταξίδι στα Κύθηρα (1984), Ο Μελισσοκόμος (1986), Τοπίο στην Ομίχλη (1988)]· ο Κώστας Φέρρης [Ρεμπέτικο (1983), Oh Babylon (1988)]· η Τώνια Μαρκετάκη [Η Τιμή της Αγάπης (1984)]. Σταματώ εδώ, γιατί ο σκοπός μου δεν είναι μία εξαντλητική αναφορά στις παραγωγές της επίμαχης δεκαετίας. Από τις ταινίες που προαναφέρθηκαν (ενδεικτικά, επαναλαμβάνω), είναι προφανές, για διάφορους λόγους ασφαλώς, ότι καμιά τους δεν ταυτίζεται με το «πνεύμα των 80s».
Κατά την ίδια περίοδο, υπήρχαν βέβαια και οι ταινίες του Νίκου Περάκη: Άρπα Colla (1982), Λούφα και Παραλλαγή (1984), BIOS + Πολιτεία (1987). Αναφέρομαι ξεχωριστά στον Περάκη, γιατί από τις ταινίες αυτές, η πρώτη και η τρίτη όντως προσπάθησαν να συλλάβουν το πνεύμα των 80s: Η Άρπα Colla περιέγραφε (σαν καρικατούρα) το αισθητικό και ιδεολογικό μπέρδεμα των νέων κινηματογραφιστών της εποχής, ενώ το BIOS + Πολιτεία αποτύπωνε (πάλι σαν καρικατούρα) τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις όπως τις ζήσαμε στην επώδυνη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ. (Η μεγάλη του εμπορική επιτυχία, η Λούφα και Παραλλαγή, δεν είχε σχέση με τα 80s.) Αυτές οι δύο ταινίες, καίτοι μέσα στο πνεύμα των 80s, μπορούν να ταυτιστούν μόνο μερικώς με τη δεκαετία αυτή: τα 80s ήταν πολλά άλλα πράγματα πέρα από τους προβληματισμούς των κινηματογραφιστών και την πασοκική μετάλλαξη της κοινωνίας.
Και φτάνουμε στην ταινία που για μένα είναι η πλέον κατάλληλη να χαρακτηριστεί ως «η ελληνική ταινία της δεκαετίας του’80».
Η Ρεβάνς (1983) είναι η δεύτερη από τις τρεις όλες κι όλες ταινίες του Νίκου Βεργίτση. (Οι άλλες δύο: Ιστορίες μια Κερήθρας (1980) και Ο Αρχάγγελος του Πάθους (1986 – όλες στα 80s!) Εκτός από τη σκηνοθεσία, ο Βεργίτσης ήταν υπεύθυνος και για το σενάριο (με τη συνεργασία των πρωταγωνιστών του, Αντώνη Καφετζόπουλου και Γιώτας Φέστα, στους διαλόγους).
Η ταινία πήγε καλά στις αίθουσες: τρίτη σε εισιτήρια (120.000) τη σεζόν 1983/84. (Έχει ενδιαφέρον η πρώτη τετράδα, θα μας βάλει στο κλίμα της εποχής: 1. Καμικάζι Αγάπη μου, 2. Μάντεψε τι Κάνω τα Βράδια, 3. Ρεβάνς, 4. Ρόδα ,Τσάντα και Κοπάνα. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, η Ρεβάνς και οι ανταγωνιστές της – αν και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι το κοινό της δεν επικαλύπτεται, σε μικρό ποσοστό έστω, με το κοινό των υπόλοιπων, που είναι κοινό.)
Συνεπώς, η Ρεβάνς άρεσε. Γιατί; Για πολλούς και διάφορους λόγους. Πρώτον, δεν ήταν δύσκολη, δεν είχε «επίπεδα»· ήταν αυτό που έβλεπες. Δεύτερον, οι διάλογοι ήταν φυσιολογικοί (και έξυπνοι)· οι χαρακτήρες μιλούσαν σαν κανονικοί άνθρωποι, σαν εμάς! Τρίτον, επιτέλους καλός ήχος: ακούγαμε τους ηθοποιούς, δεν υποθέταμε (όπως συνέβαινε συνήθως με τις ελληνικές παραγωγές) τι έλεγαν. Οι χώροι οικείοι: η δική μας Αθήνα. Φωτογραφία και μοντάζ, μια χαρά. Η μουσική (του Δημήτρη Παπαδημητρίου) εξαιρετική. Ερμηνείες πολύ καλές απ’ όλους. Σκηνοθεσία καλή· όχι πρωτοποριακή, αλλά καλή: φαινόταν ότι είχε πέσει δουλειά και σκέψη. Και τέλος, το σενάριο: απολύτως μέσα στο πνεύμα των 80s· και –το βασικότερο– έγκαιρα.
Η Ρεβάνς αντανακλούσε επιτυχώς τα διλλήματα και το κλίμα αμφισβήτησης (μέρους) της γενιάς του ’80. Οι νέοι της εποχής (οι οποίοι ήταν εκείνοι που κυρίως πήγαιναν σινεμά τότε, σε αντίθεση, λ.χ., με τα 60s) μπορούσαν να ταυτιστούν με τις σκέψεις των συνομήλικών τους χαρακτήρων (αν και όχι –ακόμα– με τη μάλλον προχωρημένη πρακτική στις σχέσεις των τριών βασικών ρόλων).
Το μήνυμα της ταινίας ήταν διττό: από την μία, η αμφισβήτηση της «ηθικής» του ΚΚΕ (κυρίως, αλλά και της παλιάς αριστεράς γενικότερα) τόσο σε ό,τι αφορούσε τη μνήμη, όσο και την πρακτική. Από την άλλη, ένας επαναπροσδιορισμός του πολιτικού, μέσα από επιλογές που έφερναν σε πρώτο πλάνο το προσωπικό (το οποίο αναδεικνυόταν ως εξόχως πολιτικό) και τον νέο ρόλο της γυναίκας. Μας άρεσε ο χαρακτήρας της Εύας (Γιώτα Φέστα), οι επιλογές της, η ρήξη της με τον προκαθορισμένο στο άμεσο παρελθόν ρόλο της. Η Εύα αμφισβητεί, αυτονομείται, αποφασίζει για λογαριασμό της. Η Εύα έχει προσωπικότητα. Δεν είναι φεμινίστρια· είναι γυναίκα-πρότυπο. Το όνομά της δεν πρέπει να είχε επιλεχτεί τυχαία από τον σεναριογράφο: Εύα – η γυναίκα-restart. Αντίθετα, οι δύο νεαροί που την διεκδικούν λέγονται Γιάννης (Αντώνης Καφετζόπουλος) και Γιώργος (Πάνος Ηλιόπουλος): τα δύο πιο κοινά ελληνικά ονόματα. Σαφής ο συμβολισμός.
Η Ρεβάνς είναι μία ταινία-ύμνος στη γυναίκα που αφυπνίζεται για να διεκδικήσει ό,τι της έχουν στερήσει για αιώνες, για χιλιετίες, οι πατριαρχικές κοινωνίες. Ίσως ακούγεται ελαφρώς σχηματικό και αφελές σήμερα, αλλά το 1983 αυτά τα ζητήματα δεν ήταν λυμένα (όχι πως τώρα είναι, αλλά λέμε). Ο κόσμος άλλαζε ακόμα και στην Ελλάδα – έστω και με 20 χρόνια καθυστέρηση. Γι’ αυτό μας άρεσε η Ρεβάνς, γι’ αυτό πήγαμε οι τότε νεολαίοι μαζικά στις αίθουσες να τη δούμε: γιατί είχε συλλάβει το πνεύμα αυτής της αλλαγής εν τη γενέσει της.
Επί προσωπικού, λίγο πριν το τέλος: Η Ρεβάνς συνδέεται με ένα ατομικό μου ρεκόρ: είναι η μόνη ταινία που έχω δει (σε αίθουσα πρώτης προβολής, κανονικά) τρεις φορές μέσα σε μια βδομάδα. Την πρώτη φορά (την πρώτη μέρα προβολής, μια Δευτέρα, αν θυμάμαι καλά) πήγα μόνος μου. (Τότε έβλεπα τρεις-τέσσερις ταινίες τη βδομάδα, πολλές φορές και δύο την ίδια μέρα, οπότε συχνά αναγκαζόμουν να πηγαίνω μόνος μου γιατί κανείς από τις παρέες μου δεν είχε φάει τέτοια πετριά.) Την λάτρεψα! Δεν μπόρεσα να εξηγήσω αμέσως με σαφήνεια στους φίλους μου γιατί μου άρεσε τόσο, αλλά ήξερα ότι είχε να κάνει με το πώς παρουσίαζε τον βασικό γυναικείο χαρακτήρα. (Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πάντα τη γυναίκα είχα στο μυαλό μου.) Έπρεπε να την ξαναδώ, έπρεπε να καταλάβω! Έπεισα τους δύο αιώνιους κολλητούς μου (τους είπα ότι κερνάω εγώ, επιχείρημα ατράνταχτο!) και τη δεύτερη φορά ήρθαν μαζί μου: εκείνοι για να δουν τον λόγο που τους τα είχα ζαλίσει δυο μέρες τώρα κι εγώ για να εμπεδώσω. Εντυπώσεις: ο ένας τσαντίστηκε με το γεγονός ότι τα νήματα στην πλοκή τα κινούσε η Εύα· ο άλλος τσαντίστηκε επειδή το τέλος ήταν διφορούμενο· εγώ, σταθερά μαγεμένος. Το Σάββατο εκείνης της εβδομάδας, πήγα και την είδα ξανά. Αυτή τη φορά, συνοδευόμενος από μία φίλη μου, την οποία γυρόφερνα χωρίς ελπίδα, γιατί τα είχε φτιάξει με κάποιον άλλο (έναν απαράδεκτο τύπο, εννοείται!). Όταν της το πρότεινα, πάντως, δέχτηκε μετά χαράς. («Νέες προοπτικές, Μικέ!» όπως θα έλεγε κι ο Κωνσταντάρας.) Τώρα, τι διάολο είχα στο μυαλό, να την πάω να δούμε εκείνην ακριβώς την ταινία, δεν ξέρω. Δεν θέλω να ξέρω. Δεν αποκλείεται να ήθελα να μεταγγίσω λίγη τέχνη στη ζωή μας. Όποιος κι αν ήταν ο σκοπός μου, απέτυχα: η φίλη μου δεν το έπιασε το υπονοούμενο. Όμως, μου είπε κάτι, όταν φεύγοντας από το σινεμά την ρώτησα πώς της είχε φανεί η ταινία, το οποίο ήρθε να επιβεβαιώσει το γιατί είχα φάει τέτοιο κόλλημα (με τη Ρεβάνς – αλλά και με την ίδια): «Επιτέλους, μια γυναίκα σωστή σε ελληνική ταινία!» Περί αυτού επρόκειτο.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
* * *
Με αφορμή την έκθεση GR80s. Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη (25/1,-12/3) στη στήλη δημοσιεύονται τραγούδια (που δεν είναι τραγούδια) της δεκαετίας του ’80.
Το dim/art είναι χορηγός επικοινωνίας της έκθεσης
GR80s, το site
GR80s στο facebook
GR80s στο twitter
* * *
Εδώ άλλα τραγούδια που δεν είναι τραγούδια
Στο:Αυτό δεν είναι τραγούδι Tagged: GR80s, Αντώνης Καφετζόπουλος, Γιώργος Θεοχάρης, Γιώτα Φέστα, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Κινηματογράφος, Μουσική, Νίκος Βεργίτσης, Πάνος Ηλιόπουλος
from dimart http://ift.tt/2kNkYks
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου