Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Χριστόφορος Μηλιώνης (1932-2017)

η αλήθεια ήταν πολύ πεζή

—Χ.Μ.—

Αποχαιρετάμε τον Χριστόφορο Μηλιώνη, πεζογράφο της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και μελετητή της ελληνικής λογοτεχνίας, που πέθανε σήμερα στα 85 του χρόνια.

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης, γιος δασκάλου, γεννήθηκε στο Περιστέρι της επαρχίας Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων, όπου και τέλειωσε το Δημοτικό. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής το χωριό του κάηκε από τους Γερμανούς, οπότε η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετακινηθεί, κι έτσι ο Μηλιώνης φοίτησε στο γυμνάσιο της Πωγωνιανής (1942-1947) και στη Ζωσιμαία Σχολή (1947-1950). Έπειτα, σπούδασε στο τμήμα κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1950-1955) και από το 1957 έως το 1959 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Τρίπολη και τα Γιάννενα. Εργάστηκε ως καθηγητής αρχικά σε διάφορα σχολεία της Ηπείρου και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Αμμοχώστου στην Κύπρο (1960-1964), ενώ από το 1977 ως το 1980 υπήρξε γυμνασιάρχης σε σχολεία των νομών Αγρινίου, Βοιωτίας, Σαλαμίνας και Αττικής. Διετέλεσε επίσης σχολικός σύμβουλος Δυτικής Αττικής. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Παντρεύτηκε την Τατιάνα Τσαλίκη, καθηγήτρια στο τμήμα γαλλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Δάφνη.

Πήρε μέρος στην έκδοση των περιοδικών Ενδοχώρα και Δοκιμασία των Ιωαννίνων, και συνεργάστηκε με περιοδικά όπως Η λέξη, Αντί, Νέα Πορεία, Κυπριακά Χρονικά, Το δέντρο, Χάρτης, Γράμματα και Τέχνες, καθώς επίσης με τη «Φιλολογική Καθημερινή» της οποίας την επιμέλεια είχε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις από τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, ενώ υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τους μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου.

Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1986, για τη συλλογή Καλαμάς και Αχέροντας) και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα ρωσικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα ουγγρικά και τα ολλανδικά.

Πεζογράφος της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς,  πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στον χώρο της λογοτεχνίας το 1954 με τη δημοσίευση του διηγήματός του «Το δίκαννο» στο περιοδικό Ηπειρωτική Εστία, ενώ το 1961 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων Παραφωνία. Ο αφηγηματικός λόγος του συνδυάζει στοιχεία της παραδοσιακής και της νεωτερικής γραφής, ενώ θεματολογικά κινείται σταθερά γύρω από τον ίδιο άξονα, αποτέλεσμα δημιουργικού συγκερασμού βιωματικών και αυτοβιογραφικών στοιχείων με στοιχεία πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι. Διηγήματα

  • Παραφωνία. Γιάννενα, Ενδοχώρα, 1961.
  • Το πουκάμισο του Κενταύρου. Αθήνα, 1971.
  • Το πουκάμισο του Κενταύρου και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Θεμέλιο, 1982 (επανέκδοση των Παραφωνία και Το πουκάμισο του Κενταύρου σ’ έναν τόμο).
  • Τα διηγήματα της Δοκιμασίας. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
  • Καλαμάς και Αχέροντας. Αθήνα, Στιγμή, 1985. (Κρατικό Βραβείο Διηγήματος)
  • Χειριστής ανελκυστήρος. Αθήνα, Κέδρος, 1993.
  • Το μικρό είναι όμορφο. Αθήνα, Κέδρος, 1997.
  • Τα φαντάσματα του Γιορκ. Αθήνα, Κέδρος, 1999. (Βραβείο Διηγήματος περιοδικού «Διαβάζω»)
  • Μια χαμένη γεύση. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1999.
  • Η φωτογένεια. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002.
  • Το διήγημα. Αθήνα, Σαββάλας, 2002.
  • Λογοτεχνικό μηνολόγιο. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003.
  • Μετρημένα λόγια. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2004.
  • Το μοτέλ. Κομμωτής κομητών. Αθήνα, Κέδρος, 2005.
  • Τα πικρά γλυκά. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2014.

 

ΙΙ. Νουβέλες

  • Ακροκεραύνια. Αθήνα, Κέδρος, 1976.

 

ΙΙΙ. Μυθιστορήματα

  • Δυτική Συνοικία. Αθήνα, Κέδρος, 1980.
  • Ο Σιλβέστρος. Αθήνα, Κέδρος, 1987.

 

ΙV.  Δοκίμια

  • Υποθέσεις. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983.
  • Με το νήμα της Αριάδνης· Μεταπολεμική πεζογραφία· Ερμηνεία κειμένων. Αθήνα, Σοκόλης, 1991.
  • Σημαδιακός και αταίριαστος. Αθήνα, Νεφέλη, 1994.
  • La nouvelle Grecque. Αθήνα. Νεφέλη, 2004.
  • Το βλέμμα της Μέδουσας είναι όμορφο. Αθήνα, Σοκόλης, 2007.

Πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου

* * *

milionischristoforos_gr

Εσωτερική μετανάστευση

—της Ελισάβετ Κοτζιά—

Δεν ξέρω αν η φιλολογία και η κριτική έχουν πλήρως συνειδητοποιήσει την ιδιάζουσα θέση που κατέχει ο Χριστόφορος Μηλιώνης μέσα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας, όντας ο πεζογράφος που κατ’ εξοχήν σχολίασε ένα από τα μαζικότερα και κρισιμότερα συμβάντα της ελληνικής ζωής – τη μεταπολεμική μετακίνηση μεγάλων τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού από την ύπαιθρο στις πόλεις. Όχι πως περιέγραψε το ίδιο το συμβάν – στα πενήντα πέντε όμως χρόνια της λογοτεχνικής του παρουσίας το έργο του στάθηκε επίμονα πάνω στις τεράστιες συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις, στις σημαντικές συνέπειες και στις ολέθριες απώλειες που συνόδεψαν τις μετακινήσεις αυτές. Προσωπικός έτσι και εξομολογητικός ο τόνος του, όχι όμως εσωστρεφής και ιδιωτικός, διότι εκείνο που κατόρθωσε να καταγράψει υπήρξε μια κοινή αίσθηση καθόλου ευκαταφρόνητη, μια συλλογική εμπειρία που αφορά τους περισσότερους. Όπως στις παλαιότερες διηγηματογραφικές συλλογές Καλαμάς και Αχέροντας (1985) και Χειριστής ανελκυστήρος, (1995), στο μυθιστόρημα Δυτική συνοικία (1980) και στις νουβέλες Ακροκεραύνια (1976) και Μοτέλ (2005), έτσι και στα περισσότερα από τα έντεκα διηγήματα της νέας διηγηματογραφικής του συλλογής Τα πικρά γλυκά (Μεταίχμιο, σελ. 160), ο Μηλιώνης αποκαλύπτει τη βαθιά νοσταλγία του για τον γενέθλιο τόπο στον οποίο επιστρέφει με κάθε αφορμή. Μέσα από τη μνήμη και τον συνειρμό, ο αφηγητής του οδηγείται στα παιδικά του χρόνια σε χωριό της Ηπείρου («Το λιθάρι», «Ο χαρταετός»), καθώς και στα πρώτα νεανικά χρόνια της στρατιωτικής θητείας («Προσκλητήριο», «Εκείνη η Άνοιξη») και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας («Ένας είναι ο Θεός»). Επιστροφή στον απολεσθέντα παράδεισο; Κάθε άλλο. Ο αφηγητής ούτε εξιδανικεύει ούτε ωραιοποιεί. Τα μακρινά εκείνα χρόνια των διώξεων και των ερημώσεων δεν ήταν καθόλου εύκολα. Τα πρόσωπα δεν υπήρξαν άλλωστε ήρωες, αλλά θύματα των στερήσεων και των καταστροφών. Ωστόσο, στο αίσθημα και στην ψυχολογία του αφηγητή αποκτούν τεράστια σημασία. Διότι μέσα από το πρίσμα της μεταγενέστερης πεζής, ισοπεδωμένης και εντελώς ανούσιας, άχρωμης, κενής αστικής ζωής, εκείνο το δύσκολο, βασανισμένο παρελθόν αποδεικνύεται ουσιαστικότερο και πολύ πιο αληθινό. Γι’ αυτό και στον Χριστόφορο Μηλιώνη συναντάμε έναν μεγάλο καημό για την οριστικά χαμένη αυθεντικότητα και το ανυπολόγιστο κόστος το οποίο προήλθε από τον απάνθρωπο αλλά ταυτόχρονα αναπόφευκτο εξαστισμό. Χωρίς ωστόσο να υφίσταται καμιά διάθεση καταγγελίας – διότι δίπλα στη βαθύτατη αυτή νοσταλγία υπάρχουν ταυτόχρονα το χιούμορ και η παραδοχή της πραγματικότητας, μια θυμοσοφική απόφαση ότι τίποτα δεν μπορεί πια να αλλάξει, μια ήρεμη αποδοχή της απώλειας.

Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του Μηλιώνη βρίσκεται στον τρόπο που ο συγγραφέας χειρίζεται λογοτεχνικά τη φυσιογνωμία του αφηγητή. Όπως και στα προηγούμενα έργα, έτσι και στα Πικρά γλυκά δεν συναντάμε έναν Έλληνα επαρχιώτη με τις αρνητικές συνδηλώσεις που κατά κανόνα συνοδεύουν τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. Συναντάμε αντιθέτως ένα ορεσίβιο που εγκαταστάθηκε τελικά στην πόλη, έναν συγκεκαλυμμένα τρυφερό, στοχαστικό, συναισθηματικό και συγκινημένο άνθρωπο, που δεν θαμπώνεται καθόλου από τις αστικές σειρήνες και τους καταναλωτικούς συρμούς, που πατάει γερά στα πόδια του και νιώθει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του γιατί ξέρει ποιος είναι. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε καταστράφηκε, οι συντεταγμένες άλλαξαν, το στίγμα χάθηκε. Εκείνος όμως ούτε θρηνεί ούτε καταστροφολογεί, αλλά ξέρει να μιλήσει συζητώντας με ευθύτητα για τους δεσμούς του με τη Φύση και τους ανθρώπους του χωριού, αναζητώντας με ακατασίγαστο πάθος τον ρυθμό της παλιάς ζωής, ξέροντας τι έχασε και πώς να το αποτιμήσει. Ρίζες έτσι αποκαλύπτεται πως δεν είναι ο τόπος, οι άνθρωποι ή τα αντικείμενα, αλλά το συναίσθημα που καταφέρνει να κρατάει άσβεστο μέσα του για όλα αυτά. Με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να κάνει νύξη σε τόσο ουσιαστικά στοιχεία της ατομικής ταυτότητας όπως είναι το πρόσωπό του («Η φωτογένεια») και το οικογενειακό του όνομα («Η μηλιά» ).

Έχω υποστηρίξει ότι ορισμένα από τα παλαιότερα έργα του Μηλιώνη, όπως το μυθιστόρημα Σιλβέστρος (1987), η διηγηματογραφική συλλογή Τα φαντάσματα του Γιορκ (1999) και η νουβέλα Μοτέλ (2005), αντλούν έντονα από την παράδοση του φασματικού, του χιμαιρικού και του ονειρικού σε αντιδιαστολή προς την παράδοση του ρεαλισμού. Με αφορμή το Πικρά γλυκά που αναπτύσσεται πάνω στον ίδιο τόνο με το Καλαμάς και Αχέροντας και τον Χειριστή ανελκυστήρος, θα πρέπει να παραδεχθώ ότι στον Μηλιώνη οι δυο παραδόσεις κατά κάποιο τρόπο συγχωνεύονται, καθώς το θέμα σε όλα τα βιβλία του μοιάζει εντέλει να είναι μόνον ένα: το παρελθόν και τα ακατανίκητα φαντάσματά του.

Πηγή: Η Καθημερινή (13.7.2008) 

* * *

* * *

Το καρδιογράφημα

[Από τη συλλογή Χειριστής ανελκυστήρος, Κέδρος 1993. Πρώτη δημοσίευση: Τα Νέα 15/6/1991.]

ΜΟΥ ΞΕΚΟΛΛΗΣΕ ΤΙΣ ΒΕΝΤΟΥΖΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΔΙΑ. Μάζεψε αργά τα καλώδια και τα ‘κανε κουλούρα. Έσπρωξε μαλακά το μηχάνημα στην άκρη. Ύστερα μ’ ένα βαμπάκι μου σκούπισε τις αλοιφές. Ένιωσα σ’ εκείνα τα σημεία μια κρυάδα.

Είχε ακόμα τ’ ακουστικά κρεμασμένα στο στήθος και μελετούσε με εμβρίθεια τη χάρτινη κορδέλα με τα κρυπτογραφικά μηνύματα, που τίποτε καλό δεν προμηνούσαν, όσο τουλάχιστον μπορούσα να κρίνω από το ύφος του. Μου φάνηκε εκείνη την ώρα πως ήμασταν κι οι δυο πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα, ο κόσμος ολόγυρα κρατούσε την αναπνοή του, κι αυτός δίσταζε: να μου τραβήξει το σκοινί ή να μην το τραβήξει.

Επιτέλους μίλησε:

«Εμφανίζονται βέβαια πού και πού, κατά διαστήματα, μερικά σχήματα ακανόνιστα. Αλλά για να δώσει ασφαλή συμπεράσματα, πρέπει να γίνεται πάνω στην κρίση. Τώρα μονάχα ενδείξεις μπορούμε να ‘χουμε».

«Και οι ενδείξεις;» ρώτησα. Κάθισε στο γραφείο του και μασούσε την άκρη από το γκρίζο του μουστάκι.

«0πωσδήποτε, χρειάζεται διερεύνηση! » είπε με στόμφο. «Οπωσδήποτε! Έτσι μάλιστα που μου τα περιέγραψες — Πώς ήρθες ως εδώ;»

«Ως τη Σταδίου με το τρόλεϊ» είπα. « Το αυτοκίνητο, ξέρετε, είναι πρόβλημα, δεν έχεις πια πού να παρκάρεις… Ως εδώ, πάντως, με τα πόδια» πρόσθεσα μ’ έναν τρόπο που δήλωνε: Όπως βλέπετε, δεν έχω τίποτε. Δεν έμεινε άλλο πάνω σ’ αυτό, αλλά συνεχίζοντας την πρώτη σκέψη του είπε: «Εντωμεταξύ να φυλάγεσαι. Το τσιγάρο ξέχασε το. Όχι κούραση, όχι ένταση, όχι επικίνδυνες συγκινήσεις». Έβγαλε τ’ ακουστικά και, μολονότι τ’ ακούμπησε μαλακά πάνω στο κρύσταλλο του γραφείου, ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος του μενταγιόν. «Άλλωστε» είπε φιλοσοφικά «μπαίνουμε πια σε κρίσιμη ηλικία και πρέπει να φυλαγόμαστε. Δεν μπορείς στα πενήντα σου να ζεις όπως στα σαράντα χι όπως στα τριάντα χι oπως στα είκοσι». Πρόσεξα πως παρά την πρόθεσή του να βάλει και τον εαυτό του μέσα σ’ αυτή την υπόθεση, έσπευσε γρήγορα να τον τραβήξει και πάλι έξω. Και σαν να με διάβασε, είπε: «Γενικά μιλώντας».

Έτσι λοιπόν αρχίσανε τα πράγματα.

Στο χολ της εξόδου ήταν ένας μεγάλος καθρέφτης. Στάθηκα μια στιγμή να φτιάξω τους γιακάδες μου, μέσα σε ηλεκτρικούς ιριδισμούς και ανακλάσεις από τις αναμμένες απλίκες. Τίποτε πάνω μου δεν το φανέρωνε. Το πρόσωπό μου ροδαλό. Έσυρα την παλάμη στα μάγουλά μου. Μοσχοβολούσαν κολόνια. Σιχτίρ, δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Μάθανε το μάθημά τους και το λένε σαν ποίημα. Τα καλά και συμφέροντα. Μα η δική μου επίσκεψη δεν είχε άλλο νόημα, παρά μόνο προληπτικά. Με σπρώξανε κι οι άλλοι από γύρω, «μην τ’ αφήνεις» μου λένε, «να πας το γρηγορότερο. Έστω προληπτικά. Στην ηλικία σου δεν είναι να τ’ αφήνει κανείς αυτά, και μάλιστα την άνοιξη. Είναι η εποχή της, ξέρεις’ αναστατώνεται ο οργανισμός, φορτσάρει να πούμε η μηχανή και δεν αντέχει· μπουκώνει. Τι νομίζεις είναι ο άνθρωπος; Μηχανή είναι». Και τι ήθελε να πει μ’ εκείνο το «πώς ήρθες ως εδώ;» Πώς ήθελε λοιπόν; Ούτε καν ταξί δε χρειάστηκα. Και ποιες είναι οι επικίνδυνες συγκινήσεις; «Έτσι, λέει, που μου τα περιέγραψες». Έφταιγα λοιπόν εγώ που κάθισα και του αράδιασα εκείνα τα τυχαία συμπτώματα, που μπορούν να συμβούν στον καθένα, και που εκείνος τα βρήκε, λέει, ανησυχητικά. Κι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη πάει να μου φέρει όλα τ’ απάνω κάτω.

Βγήκα στο δρόμο. Φυσούσε ένας αέρας χλιαρός, φουσκοδέντρης. Ερχόταν πέρα από το Μαράσλειο, γλιστρούσε πάνω στις γυαλιστερές καμπούρες των αυτοκινητων, σάρωνε την κάπνα και κατέβαινε μαζί μου την Πατριάρχου Ιωακείμ. Τα πεζοδρόμια της πλατείας γεμάτα κόσμο, νεαρούς και κοπέλες. Κάθονται με απλωμένα πόδια κάτω από τις τέντες που κυματίζουν. Κι εγώ δεν ήμουν πια παρά ένας ηδονοβλεψίας. Είπα να καθίσω. Θυμήθηκα τον καιρό πριν πόσα χρόνια; που καθόμουν εκεί με τη Λέλα. Τι να ‘γινε; Ούτε αν πέρασε τις εξετάσεις δεν έμαθα τελικά.

Ούτε κάθισα ούτε πήρα ταξί για το σπίτι, όπως λογάριασα κάποια στιγμή. Έστριψα δεξιά και πήρα τις ανηφόρες, κόντρα στις θεωρίες πως πρέπει ν’ αλλάζεις τρόπο ζωής ανά δεκαετία. Βάδιζα αργά, στήνοντας αυτί σε κάθε μου βήμα, σχεδόν ψηλαφώντας, λες και προσπαθούσα να ξαναβρώ στα τυφλά ξεχασμένα μονοπάτια. Σταματούσα κάθε λίγο να ελέγξω τους χτύπους, ν’ ανασάνω βαθιά. Κι όταν επιτέλους ανέβηκα την τελευταία στροφή, και την πέτρινη σκάλα, και πάτησα στο πλακόστρωτο της πλατείας, ήταν για μένα μια νίκη.

Πίσω από το παρτέρι, σε μια γωνιά απόμερη, που την έκανε πιο σκοτεινή ένα κοντόπευκο με πυκνό φύλλωμα, βρήκα παγκάκι ελεύθερο. Ήταν και δεν ήταν η Δεξαμενή που είχα γνωρίσει για πρώτη φορά όταν ήρθα στην Αθήνα να κάνω φροντιστήριο και, αν πετύχω, να γραφτώ και να φοιτήσω· αλλιώς θα ξαναγύριζα στο ριζικό μου. Θυμάμαι που συχνά τα βράδια, όταν τελειώναμε το μάθημα, ανηφορίζαμε μαζί από την πλατεία Κάνιγγος ως τις αφετηρίες των λεωφορείων. Στεκόμασταν στο δρόμο και πίναμε πορτοκαλάδες. Της πρότεινα ν’ ανεβούμε μια μέρα στο Λυκαβηττό. Μου είχε κάνει εντύπωση που ερχόμουν με το λεωφορείο και, μόλις περάσαμε το Δαφνί, τον είδα ξαφνικά αντίκρυ μου να υψώνει τη γυμνή του κορυφή μέσ’ από το δάσος του. Δε θυμάμαι πια πώς φτάσαμε στον Αϊ-Γιώργη. Πάντως ήταν απόγευμα, έπεφτε ο ήλιος να βασιλέψει, κι απ’ τον περίβολο κοιτούσαμε κάτω και πέρα όλη την έκταση της πόλης, λευκή και ρόδινη. Φαίνεται πως είχαμε ανέβει από τη Δεξαμενή, και το λέω αυτό επειδή από κείνη την ημέρα δε χωρίζαμε πια στις αφετηρίες των λεωφορείων, πίσω από την Ακαδημία, αλλά συνεχίζαμε το δρόμο μας προς το Κολωνάκι. Καθόμασταν σ’ ένα τραπέζι έξω από το ζαχαροπλαστείο και, χωρίς να πούμε τίποτε γι’ αυτό, βιαζόμασταν να τελειώσουμε γρήγορα την πορτοκαλάδα και να πάρουμε τις ανηφόρες.

Κατέβαινε ο χλιαρός αγέρας από την πλαγιά, έφτανε στις νεραντζιές και θρόιζε, κι ύστερα ανάδευε το φύλλωμα του πεύκου μας κι έσβηνε. Η Λέλα ζεστάθηκε απ’ την ανηφόρα, μες στο κατακαλόκαιρο, κι ανοίγει το μπλουζάκι της. Τα πεύκα στην πλαγιά και τα κυπαρίσσια κυματίζουν μες στη νύχτα. Η πλατεία έρημη. Το μάγουλό της είναι δροσερό, τα δάχτυλα βρίσκουν το λοβό του αυτιού της, πέταλο λουλουδιού. Το άλλο χέρι γίνεται θρασύ. Η σάρκα της τρυφερή και λεία. Ζεστή και τρυφερή. Κι η ρώγα στα δάχτυλα τρέμει. Ξαφνικά η Λέλα τινάζεται. Είχε όλη την ώρα το σαγόνι της ακουμπισμένο στον ώμο μου, αλλά φαίνεται πως τα μάτια της γυροφερναν ανήσυχα, και ξαφνικά μ’ έσπρωξε απότομα. Μάζεψε τα πόδια της, έσφιξε με τα δυο της χέρια την ξεκούμπωτη μπλούζα της πάνω στο στήθος. Η σκιά γλιστρούσε αθόρυβα στη σκάλα, ένα ψηλό και μαύρο κυπαρίσσι. Κι όσο πλησίαζε τόσο πιο πολύ ψήλωνε. Ήρθε και στάθηκε μπροστά μας.

«Σηκωθείτε!» είπε.

Σηκώθηκα και στάθηκα μπροστά στη Λέλα που είχε συσπειρωθεί στη θέση της. Θυμάμαι που λύγιζαν τα γόνατά μου και τραύλιζα.

«Τα στοιχεία σας!» λέει. Κατάφερα επιτέλους να πω:

«Τι κάναμε;»

« Τις ταυτότητές σας! » λέει ξανά.

«Δεν έχουμε ταυτότητες» είπα. «Ήμασταν στο φροντιστηριο. Ετοιμαζόμασταν κιόλας να φύγουμε».

«Ελάτε μαζί μου» λέει εκείνος.

«Εντάξει» του λέω. «Εγώ να ‘ρθω. Μα για ποιο λόγο;»

«Για εξακρίβωση» λέει και προχωρεί προς την έξοδο της Ηρακλείτου. Εγώ τον ακολουθώ και τον παρακαλώ, «και εντάξει, να ‘ρθω μονάχα εγώ, νομίζω πως φτάνει». Γυρίζει τότε και μου λέει σχεδόν φιλικά:

«Πού ζεις εσύ; Δεν ξέρεις τι καιρός διαβαίνει;»

«Ήταν λάθος μας» λέω εγώ, «το παραδέχομαι…» και καταλαβαίνω πως ήθελε να πει πολύ περισσότερα.

Ακολούθησε σιωπή. Το θυμάμαι και νιώθω την καρδιά μου που πάει να σπάσει, ακόμα και τώρα. Δεν πρέπει να θυμάμαι. «Όχι το κορίτσι» ξαναλέω ξεψυχισμένα. Φάνηκε να συγκατανεύει. Γυρίζω τότε στη Λέλα που είχε απομείνει ένα κουβάρι στο παγκάκι: «Πήγαινε εσύ», της λέω «και θα σου τηλεφωνήσω». Τη βλέπω που τινάζεται και φεύγει γρήγορα προς την άλλη πλευρά, κατά την Ηροδότου. Εγώ κατηφορίζω δίπλα του. Στα σκοτεινά η στολή του φαίνεται κατάμαυρη. Στην πρώτη γωνία σταματάει, σκέφτεται λίγο και μου λέει:

«Φύγε κι εσύ. Όμως να ξέρεις’ αν σε ξαναπιάσω, δε θα ‘χω έλεος! »

Ένιωσα τότε την πιο μεγάλη ευγνωμοσύνη της ζωής μου. Είπα «ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ! » κι έστριψα στην πρώτη γωνία. Ύστερα περιπλανήθηκα μερικά τετράγωνα, ξαναβγήκα στην πλατεία και ήρθα και κάθισα στο παγκάκι να περιμένω.

Τι να ‘γινε η Λέλα; Ούτε τηλεφώνημά της είχα, ούτε ο αριθμός της απαντούσε κι ούτε στο φροντιστήριο ξανάρθε. ‘H μήπως ήρθε και δε μου ξαναμίλησε; Το βέβαιο είναι πως, έτσι κι αλλιώς, χαθήκαμε. Και πέρασαν από τότε — Πότε στο διάβολο πέρασαν;

Κοιτάζω γύρω μου. Τα παγκάκια γεμάτα αγόρια και κορίτσια, που ερωτεύονται. Μελετώ τις φιγούρες τους. Ένα αγόρι είναι ξαπλωμένο ανάσκελα, αυτή του χαϊδεύει τα μαλλιά, κάτι του λέει και γελούν. Η άλλη τον φιλάει με μανία, πάνε να χωρίσουν τα πρόσωπά τους και πάλι ξανασμίγουν. Στ’ αριστερά μου, στην πιο σκοτεινή γωνιά, ακούγονται κάτι σαν αναφιλητά, είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις. Πάω ν’ ανάψω το τσιγάρο που το κρατώ τόση ώρα στα δάχτυλά μου και διστάζω. «Αηδίες» λέω και τ’ ανάβω. Τραβώ βαθιά τον καπνό και τον νιώθω να μπουκώνει τα πλεμόνια μου. Με ναρκώνει ευχάριστα, ωστόσο αποφεύγω να ξανατραβήξω και το κρατώ πάλι ανάμεσα στα δυο μου δάχτυλα. Κι εκεί που συλλογίζομαι, γυρνώ το κεφάλι μου και βλέπω τη μαύρη σκιά που αναδύεται από τα σκαλάκια της Ηρακλείτου κι έρχεται κατευθείαν προς το μέρος μου. Φτάνει στο κέντρο της πλατείας και μου λέει:

«Πάλι εδώ εσύ;» Πετάγομαι επάνω.

«Φεύγω! Φεύγω!» λέω τρομοκρατημένος. «Ήρθα για λίγο αγέρα και φεύγω!»

Κι ενώ απομακρύνομαι βιαστικά, με σκυμμένο κεφάλι, σφίγγοντας με το αριστερό μου μπράτσο την καρδιά μου που πάει να σπάσει, «Τον ρουφιάνο!» σκέφτομαι. «Από τόσους, εμένα βρήκε!» Κι ύστερα: «Τόσα χρόνια μού την είχε στημένη».

* * *

1977

Καλαμάς κι Αχέροντας

Φωτογραφική αναδημοσίευση του διηγήματος του Χριστόφορου Μηλιώνη «Καλαμάς κι Αχέροντας» από την ομώνυμη συλλογή (εκδόσεις Στιγμή, 1985). Πρώτη δημοσίευση του διηγήματος στο περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 31, 1984.

img_0807 img_0808 img_0809 img_0810 img_0811

* * *

Ο τελευταίος ταμπάκος

[Στη μνήμη του Δ. Χατζή. Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Αντί, 31/7/1981]

Ο παπουτσής ο Μέρμηγκας πήρε με τη σειρά τα χάνια στο Κριθαροπάζαρο. Έριξε μια ματιά απ’ την τζαμαρία στο Γυαλί Καφενέ – τι γυρεύει εδώ ο Χαρίσης, τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Έφτασε ως το χάνι του Κόρακα, ρώτησε κι εκεί:
«Μη φάνηκε ο Χαρίσης ο ταμπάκος;»
«Δεν τον είδαμαν» του λένε.
Ξαναγύρισε στο Κριθαροπάζαρο. Κοίταξε ακόμα μια φορά στο χάνι του Ζώη, ξαναρώτησε μην πέρασε εντωμεταξύ, «δεν φάνηκε», του λένε, και κατηφόρησε στη λίμνη. Νύχτωσε για τα καλά, ανάψανε απ’ ώρα τα ηλεκτρικά. Έχει και μια υγρασία, του κερατά. Φυσάει νοτιάς, που περονιάζει τα κόκαλα. Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη. Την ακούει που βρυχιέται και ξερνάει τα κύματα στο μώλο – πάλι καμιά βρώμα έκανε το μούλικο και δεν θα ησυχάσει, ώσπου να το ξεβράσει σε τίποτα καλαμιές. Κοίταξε έναν- έναν τους καφενέδες ανηφορίζοντας στο Κουρμανιό κι έφτασε εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει, στο μαγέρικο του Γκογιάννου.
«Στεφάνωσα» τους είπε. «Τίποτα δεν έκαμα». Εκείνοι τον κοίταξαν με το στόμα ανοιχτό: ο Ζώης ο χανιτζής, ο Καραμπίνας ο κουρέας, ο Κατσούλης ο αμαξάς, ο Γκριμπογιάννης ο φαναρτζής, ο Σιέμος ο ντουφεξής. Στην πιατέλα απείραχτος και ο μεζές κόντευε να κρυώσει. Και τα ποτήρια γιομάτα.
«Τι με τηράτε;» τους λέει, σαν χάχηδες. Δεν τον ήβρα πουθενά». Κι ο Γκουγιάννος, κοιλαράς και λιγδιασμένος, με την ξύλινη κουτάλα μετέωρη πίσω απ’ τον πάγκο του:
«Έμένα δεν μου φαίνεται για καλό» είπε. Μα οι άλλοι τον αποπήραν:
«Άει γκρεμίσου παλιοκερατά» του λένε. «Κάπου έντεσε ο άνθρωπος. Αρχέψτε κι όπου να ‘ναι θα ΄ρθει, τι θα κάνει». Κάρφωσαν τα πιρούνια στα συκωτάκια, βούτηξαν με τα δάχτυλα το ψωμί στο λάδι, «άντε γειά μας», είπαν, «εβίβα το πρώτο». Μα το κρασί δεν έκανε κάτω.
«Τι διάολο πάθατε;» είπε ο Ζώης. «Με το ζόρι το μισολάενο».
«Αν είχαμε τώρα το Χαρίση, θάταν αλλιώς»
Κι ύστερα έπεσε μια βουβαμάρα για πολλή ώρα. Μια μούγκα, που γινόταν αβάσταχτη όσο λιγόστευαν οι ελπίδες να φανεί.
«Μας την έσκασε ο παλιοταμπάκος» ξέπασε επιτέλους ο Κατσούλης. «Αν ήταν αυτός, θάταν αλλιώς απόψε. Αυτός ήξερε ιστορίες, με σημασία, κι είχε έναν τρόπο να τις λέει. Ήξερε για τους παλιούς Γιαννιώτες, τους σκωταράδες, που δεν κινούσαν το πρωϊ στη δουλειά, αν δεν περνούσαν πρώτα απ’ το μαγέρικο – συκώτια και μισολάενο αναντάμ παπαντάμ».
«Καλλιώρα σαν κι εμάς».
«Τι σαν κι εμάς; Μια φορά κάθε σαββατόβραδο, το λες σαν κι εμάς εσύ; Εκείνοι ήταν άλλοι άνθρωποι».
Ήξερε για τη Βασιλαρχόντισσα ακόμα, που την είχαν πάρει οι κλέφτες, για να τους στείλει λύτρα ο Βλαχλείδης, κι ύστερα της βγάλανε τραγούδι:
Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι αμαρτία
Να μένει η Βάσω στα βουνά, σε κλέφτικα λημέρια.

«Ντε μωρέ Σιέμο, κάνε την αρχή»
«Δεν βγαίνει» είπε ο Σιέμος. Σώπασαν.
Παλιοτικός άνθρωπος. Τα ‘χε ζήσει αυτά και τα ‘λεγε.
Ήξερε τους παλιούς, τους Μολυβάδες, τον Σαμπεθάη τον Καμπιλή, που πήρε στο λαιμό του τους Εβραίους. Τότε με τους Γερμανούς. «Άντε να φύγουμε», τους λέγανε, να βγούμε στα Ζαγόρια, να τραβήξουμε απογάλια και τον κόσμο μας». Εκείνος το χαβά του, με το νόμο και τα γρόσια, να ταϊσει τον ένα, να μπουκώσει τον άλλο. Δεν τους έβγαζε στα βουνά, που έβραζε το αντάρτικο.
«Εγώ τον θυμάμαι τον Καμπιλή» είπε ο Κατσούλης. Και τη Μαργαρίτα του Μολυβάδα τη θυμάμαι. Την έπαιρνα με το παετόνι. Ύστερα την εκτελέσανε οι Γερμανοί. Μα ο Χαρίσης τα λεγε αλλιώς. Είχε τον τρόπο του»
«Και στα πολιτικά, μπασμένος. Ιδεολόγος»
«Σαν κι εμάς»
«Τι σαν κι εμάς; Ποιος από μας βγήκε στο βουνό, σαν τον Χαρίση; Εμείς – κανά μπερντάχι στο τμήμα μοναχά. Σαν κι εμάς το λες εσύ αυτό;»
Λεβέντης σ όλα του. Κι άμα έβλεπε θηλ’κό έστριβε τα μουστάκια του. Έλεγε κι εκείνο για τις εβραιοπούλες-«πως το ΄λεγε, μωρή κωλοσούσα;»
«Μαρή Ρεβέκα! Απόψε που έλειπι ο άντρασι μ’ , έρθε ένας κύριος στο σπίτι και μ’ άνοιξε την πόρτα. – Κι εσύ τι έκαμες; – εγώ τον άφκα να ιδώ τι θα κάμει. Βγάνει το παλτό του και το κρεμάει σαν κύριος στην κρεμάστρα. Τον αφήνω εγώ, να ιδώ τι θα κάμει. Με παίρνει, με πηγαίνει στο κρεβάτι, βγάνει τα ρούχα του, βγάνει και τα δικά μου. Εγώ τον αφήνω, να ιδώ τι θα κάμει. Ξαπλώνει απάνω μου και μου βάνει κάτι ανάμεσα στα σκέλια. –Τι κάνεις αυτού; Του λέω…».
Ο λόγος του κουρέα έμεινε μετέωρος, κανένας δεν γέλασε. Σώπασαν με βλέφαρα κατεβασμένα, βαριά από το κρασί. Ο καημένος ο Χαρίσης, πως τα ΄λεγε και γελούσε ο πρόσωπός του! Άνθρωπος μερακλής, γεροντοπαλίκαρο. Το θηλυκό δεν το ΄χε μπουχτίσει.
Τις απόκριες στις τζαμάλες, γύριζε το βράδυ όλες τις γειτονιές, από φωτιά σε φωτιά. Τον τραβολογούσαν οι γυναίκες να τους πει τραγούδια – «τις τρανές, μπρε μπρε μπρε, τις τρανές αποκριές». Κι εκείνο τα’ άλλο, που τα παράσταινε κιόλας:
Πως το τρίβουν το πιπέρι
Του διαόλ’ οι καλοέροι

-άεντε, Χαρίση, να μας δείξεις πως το τρίβουν το πιπέρι. Χαλασιά σου.
«Χαλασιά σου, Χαρίση» είπαν κι έφεραν τα ποτήρια στα χείλη τους.
Μα πιο καλά τα ΄λεγε για τους ταμπάκηδες. Πως αργάζονταν τα τομάρια στη λίμνη, πίσω απ’ τα ξυλάδικα, χωμένοι ως το γόνατο στα βρωμονέρια, μες στην μπόχα. Με το βρακί ξεκούμπωτο, να παίρνουν αγέρα τ’ αχαμνά τους. Κι όλο αφυσκιές έλεγαν. Είχαν δικά τους χούγια αυτοί, δικά τους ζακόνια. Αλλά στο σπίτι νοικοκύρηδες. Και στην αγορά με υπόληψη. Εκείνος ο Σιούλας αρχαντάνθρωπος. Πάνε όλοι τους, τους έφαγαν τα εμπόρια, όλο ψεύτικο πράμα. Ψεύτισε ο κόσμος. Μονάχα ο Χαρίσης τώρα, ο τελευταίος ταμπάκος… Κόπηκε πάλι η κουβέντα στη μέση. Σώπασαν, κοιτάχτηκαν με μάτια θολά. Σκοτεινιασμένοι.
«Άεντε, εβίβα! Πανάθεμά σε, Γκουγιάννο κιρατα. Λειψό το φέρνεις» Κι ο Γκριμπογιάννης άπλωσε τη χωματένια κανάτα στον πάγκο του μάγερα. Κι εκείνος,
«Δεν πάτε, λέω γω, να ιδείτε τι γένεται ο άνθρωπος;» τους λέει. Και τότε σαν τους έζωσαν τα μαύρα φίδια, σηκώθηκαν, ένας ένας ξεπόρτισαν. Κατηφόρισαν κατά τη λίμνη, στα παλιά ταμπάκικα, ένας πίσω τον άλλο, με σκυφτό κεφάλι, βαρύ απ’ το κρασί, γερασμένοι, με τα φαρδιά παντελόνια τους, τα μπαλωμένα – εκτός απ’ τον κουρέα τον Καραμπίνα, που πήγαινε μπροστά σεινάμενος κουνάμενος, βεργαλυγώντας, κι ούτε νοτιάς τον έπιανε ούτε υγρασία. Όλα τα σοκάκια τα ΄ξερε κι όλες τις πόρτες τις κρυφές η κωλοσούσα. «Πέρα από τα ξυλάδικα έχει το σπίτι του, πίσω απ΄ το παλιό το Συναγώι, ξέρω εγώ» Κι όλο γύριζε και τους έκανε κουνήματα να τον ακολουθήσουν, η παλιοκαραμπίνα, κι αυτοί να μην μπορούν να τον φτάσουν, τους έβγαλε την ψυχή στους έρημους δρόμους.
Έκοψαν μέσα απ΄ τα ξυλάδικα, που μύριζαν μουχλιασμένο πριονίδι, και χώθηκαν σ΄ένα στενό σοκάκι λησμονημένο. Ο Καραμπίνας σταμάτησε στο μισάνοιχτο πορτάκι, οι άλλοι μαζεύτηκαν γύρω του. Κανένας δεν τολμούσε. Μόνο κοίταζαν το παλιόσπιτο με τον γκρεμισμένο τσατμά, και πάνω από την πόρτα τα χαρβαλωμένο παραθύρι- είχε φως μέσα ή ήταν από το ηλεκτρικό στη γωνία, με το τενεκεδένιο καπέλο, που το ταρακουνούσε ο αγέρας και το ‘ κανε να τρίζει λυπητερά; Κανένας δεν αποφάσιζε να σπρώξει τη θύρα. Κι ο Καραμπίνας, τώρα που τους έδειξε, έκανε πίσω και δεν σάλευε.
Πρώτος κουνήθηκε ο Σιέμος. Κι από κοντά οι άλλοι. Ήταν ένα έμπασμα θεοσκότεινο, μύριζε μούχλα. Όμως εκεί στην κώχη ξεκινούσε μια σκάλα που πότε πότε φωτιζόταν αχνά από ένα φως που κατέβαινε από ψηλά. Σκουντουφλώντας πήραν να την ανεβαίνουν και σε κάθε πόδι που πατούσε θρηνούσε το ξύλινο σκαλοπάτι, έτσι που ο θρήνος ανέβαινε μαζί τους ως επάνω, στη μικρή κάμαρη, όπου είδαν ένα ντιβάνι καταμεσής με δυο λαμπάδες, κι ανάμεσά τους ο Χaρίσης αναπαυόταν, με μισό χαμόγελο κάτω από τις άσπρες μουστάκες του. Οι άντρες στριμώχτηκαν στη γωνία. Δυο γριές κάθονταν στα σκαμνιά, με τα χέρια δεμένα στην ποδιά τους. Μονάχα σήκωσαν τα μάτια. Ύστερα από λίγο η μια είπε:
«Φουρτούνα σου, Χαρίση ήρθαν οι φίλοι σου»
Κι εκείνοι, σαν να κατάλαβαν, ανέβασαν τα βαριά τους χέρια, έκαναν το σταυρό τους και πάλι ασάλευτοι κι αμήχανοι.
«Τι στέκεστε έτσι;» ξανάπε η γριά. «Τι δεν κάθεστε;»
Κοίταξαν γύρω, όλοι μαζί. Ύστερα στρώθηκαν, δυο στο πάτωμα, δυο στο τζάκι, που ήταν κλεισμένο μπροστά μ’ ένα μπερντέ, ένα παλιό πανί, σκούρο – χρόνια θάχε ν’ ανάψει φωτιά. Ο Σιέμος κι ο Γκριμπογιάννης απόμειναν όρθιο, με τα σκέλια ανοιχτά, τα χέρια κρεμασμένα.
«Καλά ήρθατε εσείς, να πάμε κι εμείς στα σπίτια μας, να κλείσουμε μάτι. Γειτόνισσες είμαστε… Θα μας έρθει και λιγοθυμιά απ΄ την κρασίλα, π’ ανάθεμά σας. Πάρτε τα σκαμνιά».
«Κι αύριο μπονώρα εδώ είμαστε»
Κι ενώ η μια κατέβαινε τη σκάλα, η δεύτερη ακολουθούσε, ξεγοφιασμένη, σκαμπανεβάζοντας τα πισινά της μια πάνω μια κάτω, σαν βάρκα δεμένη στο μώλο, και μουρμούριζε:
«Ποιο αύριο; Ούτε τρεις ώρες νύχτα δεν απόμειναν».
Έφυγαν οι γυναίκες, κι εκείνοι, καθισμένοι σταυροπόδι, με τον Χαρίση στη μέση, ξανάσαναν.
«Δεν έπρεπε να μας το κάνεις αυτό αδερφέ» είπε ο Σιέμος, κι εκείνος χαμογελούσε αχνά και σαν λυπημένα στο λιγοστό φως που ρίχνανε οι λαμπάδες.
«Ν’ ανάβαμε τη λάμπα…»
Ο Μέρμηγκας ανέβηκε έπιασε τη μικρή γυάλινη λάμπα, που ήταν κρεμασμένη από ένα καρφί στον τοίχο, δίπλα στο τζάκι. Την κούνησε, είχε λίγο πετρέλαιο. Την άναψε. Ένα ήμερο φως απλώθηκε στους μαυρισμένους τοίχους, στο ντουλάπι με το τζαμωτό, στα σκαμμένα πρόσωπα με τα πρησμένα μάτια, τα βοϊδίσια. Κι η ώρα άρχισε να κυλάει ήσυχα, σπιτικά, κι ο καθένας σκεφτόταν τα δικά του – αν είχε να σκεφτεί. Το κρύο έμπαινε απ’ όλες τις χαραμάδες και ανάγκαζε τους άντρες να σφίγγονται και να τυλίγονται στα φαρδιά τους σακάκια, τα μπαλωμένα, κουκουβισμένοι καθένας στη μεριά του.
Κάποια στιγμή ο Καραμπίνας, εκεί που κάθοταν στην ποδιά του τζακιού άπλωσε το χέρι κι ανασήκωσε τον μπερντέ – μια κίνηση αυθόρμητη, να ιδεί αν θα μπορούσαν ν’ ανάψουν κάτι, να ζεσταθούν. Το χέρι του έπιασε μια νταμιζάνα. Την κούνησε κι ακούστηκε το πάφλασμά της.
«Ο καημένος ο Χαρίσης» είπε, «εδώ το φυλάει το ρακί». Και τα μπιρμπιλωτά του μάτια παίξανε πάνω στο τζαμωτό ντουλάπι. Γλίστρησε ως εκεί με μια κίνηση γατίσια, το άνοιξε και ανάμεσα σ’ αδειανά μπουκάλια βρήκε τρία ρακοπότηρα.
«Από ένα» είπε. «Για τ’ αντέτι».
Γέμισε πρώτα τα τρία ποτήρια, τα πήραν οι διπλανοί του – «ο Θεός να μακαρίσει την ψυχή του» είπαν. Ύστερα, το ίδιο, οι άλλοι τρεις. Το ρακί κατέβηκε ζεστό στην καρδιά τους – «ρακί ματαβγαλμένο, μερακλής άνθρωπος». Φούντωσαν.
«Σήκου, Καραμπίνα» πετάχτηκε ο Μέρμηγκας, «σβήσε εκείνες τις λαμπάδες και δεν τις αντέχω. Μας μπούκωσαν καπνό οι ρουφιάνες». Κι ο Καραμπίνας πάλι γλίστρησε σαν τη γάτα και φύσηξε τις λαμπάδες. Πριν καθίσει στη θέση του, περιμάζεψε κοντά του τα ποτήρια, ύστερα έστριψε εκεί που καθόταν στο τζάκι και ξαναγέμισε – δεύτερη σειρά. Ο Σιέμος τότε άρχεψε σιγανά να μουρμουρίζει ένα θλιβερό σκοπό σαν μοιρολόι.
Για σήκου απάνω, Γιάννο μου και μη βαριοκοιμάσαι
Βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι
«Σιέμο!» τον έκοψε ο Γκριμπογιάννης. «όχι λυπητερά του Χαρίση- στα Γιάννενα στον Κουραμπά, αυτό να πούμε».
Και τότε ξεκίνησαν όλοι μαζί, όπως στου Γκογιάννου τ’ άλλα σαββατόβραδα:
Στα Γιάννενα στον Κουραμπά είν’ ένα χιλιδόνι
Φωνές βραχνές, ασυντόνιστες, σπασμένες απ’ το παράπονο.
«Καραμπίνα» έκοψε πάλι το τραγούδι ο Ζώης, «φέρε μωρή κωλοσούσα την νταμιζάνα, να μην σε βλέπω να κλωθογυρίζεις όλη την ώρα αυτού στο τζάκι, σαν ο γανωματής στον τέντζερη. Βάλ’ την εδώ στη μέση να γιομίζουμε τα ποτήρια σαν άνθρωποι, να μας βλέπει κι ο Χαρίσης, να χαίρεται η ψυχή του. Μια Κυριακή…», συνέχισε τα λόγια του με τραγούδι, κι οι άλλοι ακολούθησαν:
μια Κυριακή, μια πίσημην ημέρα
ήρθε μια περιστέρα
να μην την είχα ιδεί…
Είπαν ύστερα δε σ’ άρεγαν τα Γιάννενα, Φέζο ντερβέναγα, είπαν Βασιλική προστάζει, βεζύρη Αλήπασα, είπαν το Σιαμαντάκα, ώσπου βράχνασιαν οι φωνές και δεν έβγαιναν, και ένας σώπαινε, όχι αμέσως, παρά μόνο έλεγε το τραγούδι ως τη μέση, ύστερα ένα στίχο εδώ έναν παρακάτω, ύστερα λέξεις, κατόπι συλλαβές ασύνδετες και τέλος έγερνε στο πάτωμα κι αποκοιμιόταν, και μαζί τους έσβηνε ένας άλλος κόσμος, ώσπου βαθιά ησυχία απλώθηκε στην κάμαρη. Το πετρέλαιο στη λάμπα είχε τελειώσει, ανέβηκε η φλόγα μια δυο φορές ως την κορφή στο λαμπογυάλι, ν’ ανασάνει, και τέλος έσβησε. Και τότες ήσυχα – ήσυχα πέρασε μέσα το φως της αυγής και φώτισε το ήμερο πρόσωπο που χαμογελούσε αχνά, κουρασμένο λίγο μα βαθιά ευχαριστημένο, κάτω από τα πεσμένα άσπρα μουστάκια.

Αυτή ήταν η τελευταία νύχτα του Χαρίση, του τελευταίου ταμπάκου. Όταν καλοξημέρωσε, ήρθαν τέσσερις του δήμου, μαζί κι οι φίλοι του, μαζί κι οι δυο γριές της νύχτας, και τον πήρανε.

* * *

* * *

Ένας είναι ο Θεός!

Θυμήθηκα τον πρώτο μου χρόνο που δούλεψα στην Πάργα, για να βγάλω πια το ψωμί μου. Πρώτη φορά που έφευγα μακριά από τους δικούς μου, μόνος σε μια κωμόπολη απομονωμένη, πίσω από τον ήλιο, δυο μέρες ταξίδι από το σπίτι μου –έτσι ήταν τότε η Πάργα, μην κοιτάτε τώρα. Ήμουν άπειρος, και από κόσμο και από τη δουλειά που πήγαινα να κάνω. Ξεπεταρούδι ήμουν, ούτε φαντάρος δεν είχα πάει ακόμη. Έπεσε κι ένας χειμώνας βαρύς, με παγωνιές και βοριάδες. Όλο το απόγευμα και όλη τη νύχτα άκουγα τα κύματα που σπάγανε με ορμή στους μόλους, κι ύστερα το σούρσιμο των χαλικιών, καθώς το κύμα τραβιόταν πίσω για να πάρει φόρα και να ορμήσει ξανά στη στεριά. Αμάθητος όπως ήμουν από θάλασσα, τον πρώτο καιρό δεν μπορούσα να ηρεμήσω και να κλείσω μάτι από κείνο το βουητό. Με τον καιρό όμως το συνήθισα και μάλιστα το ένιωθα να μου κρατάει συντροφιά τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα. Θυμόμουν τότε το λόγο της μάνας μου, όταν με ξεπροβοδούσε: «Μην στενοχωριέσαι! Έχει ο Θεός!».

Όταν ξυπνούσα το πρωί, έστρεφα τα μάτια σ’ ένα στενόμακρο παράθυρο αντίκρυ από το κρεβάτι μου, το μοναδικό, για να διαπιστώσω αν ήταν η ώρα να σηκωθώ για το σχολείο. Μια σουσουράδα αναμαλλιασμένη από την παγωνιά, έκανε χορευτικές κινήσεις στο περβάζι του παραθυριού, κι ύστερα ράμφιζε απ’ έξω το τζάμι. Τις πρώτες μέρες που το πρόσεξα αυτό, το θεώρησα ως σημάδι θεόσταλτο. Μάλιστα το έγραψα κιόλας σ’ ένα από τα γράμματά μου, δεν θυμάμαι σε ποιον φίλο μου, θυμίζοντάς του πως η ίδια η λέξη οιωνός σημαίνει πουλί. Όλα τότε ήταν γεμάτα από οιωνούς, από μεταφυσικά νοήματα, όλη η ζωή μου διαποτίζονταν από μυστικές επικοινωνίες. Με τον καιρό ανακάλυψα ότι η αλήθεια ήταν πολύ πεζή: το τζάμι είχε μήνες να πλυθεί κι είχε γεμίσει μυγοφτύσματα κι η σουσουράδα μου τα νόμιζε έντομα και τα ράμφιζε απ’ έξω – και το έγραψα κι αυτό σε κάποιον φίλο μου. Αλλά μέρα με την ημέρα ανακάλυπτα με απογοήτευση ότι και σε πολλά άλλα πράγματα η αλήθεια ήταν πολύ πιο πεζή. Κάθε μέρα και διαπίστωνα, κι ωστόσο εκείνη η φωνή μέσα μου συνέχιζε να μου επαναλαμβάνει: Έχει ο Θεός! Και με κρατούσε.

Πλενόμουν γρήγορα στον παγωμένο νιπτήρα, έτρωγα λίγο ψωμί μ’ ελιές, τυλιγόμουν μ’ ένα κασκόλ κι ανηφόριζα το μονοπάτι για το Τουρκοπάζαρο, όπου βρισκόταν το Ημιγυμνάσιο, στεγασμένο σ’ ένα παλιό τουρκόσπιτο. Τρεις τάξεις όλες κι όλες, σε τρεις αίθουσες, με ένα διάδρομο μπροστά κι ένα μικρό Γραφείο. Εκεί έβρισκα τη θερμάστρα αναμμένη κιόλας από την καθαρίστρια που ανέβαινε χαράματα, έψηνα καμιά φορά καφέ και κοίταζα κάτω τη γραφική πολιτειούλα, την κάτασπρη, και το απέραντο Ιόνιο, γεμάτο αφρισμένα κύματα σε όλη την έκτασή του. Περίμενα τον διευθυντή, που ηλικιωμένος καθώς ήταν και υπέφερε από άσθμα, αργούσε να βγάλει την ανηφόρα, στεκόταν κάθε τόσο, ακουμπούσε σε κανέναν κορμό ελιάς, έβγαζε το μαντήλι κι έβηχε με τις ώρες, έτσι που θαρρούσες πως τελικά θα ξερνούσε στο μονοπάτι τα πλεμόνια του, στη ρίζα της ελιάς. Εμείς οι δυο ήμασταν όλοι κι όλοι οι καθηγητές, φιλόλογοι και οι δύο, και διδάσκαμε στις τρεις τάξεις όλα τα μαθήματα, από Αρχαία μέχρι Θρησκευτικά και Άλγεβρα. Καθώς μάλιστα εκείνος ήταν του δημοσίου και είχε πολλά χρόνια υπηρεσίας στην καμπούρα του, εκτελούσε και χρέη διευθυντού και το ωράριό του ήταν περιορισμένο. Έτσι το βάρος των αυξημένων ωρών έπεφτε στις πλάτες μου, που ήμουν νέος, με είχαν προσλάβει «επί συμβάσει» και πληρωνόμουν από το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων. Και μαζί έπεσαν στις πλάτες μου και τα θρησκευτικά και η Άλγεβρα. Με την Άλγεβρα δεν τα πήγαινα άσχημα, γιατί όλο και τη θυμόμουνα από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Τη διάβαζα πάντως με προσοχή τα απογεύματα, καθώς και τα Θρησκευτικά, για να μη βρεθώ καμιά φορά σε δύσκολη θέση μπροστά στους μαθητές μου-καμιά δεκαπενταριά όλους κι όλους σε κάθε τάξη. Μπορώ να πω πως τα πήγαινα καλά, πράγμα που αργότερα, όταν πια τέλειωνε η χρονιά, το βεβαίωσε και ο Επιθεωρητής μου που με είχε επιθεωρήσει. «Καλά πας!» μου είπε. Ωστόσο, παρά την επιμέλειά μου, λίγο έλειψε να τα βρω σκούρα μ’ ένα μαθητή μου στην πρώτη τάξη, που δεν διακρινόταν για την ευφυΐα του. Ήταν στο μάθημα της Παλαιάς Διαθήκης και τους διηγιόμουν τη δημιουργία του ανθρώπου και πώς ο Θεός έπλασε την Εύα από το πλευρό του Αδάμ. Σήκωσε τότε το χέρι του ο μαθητής και με ρώτησε σχεδόν τρομαγμένος:

– Δηλαδή, κύριε καθηγητά, και τώρα έτσι γίνονται οι γυναίκες; Για μια στιγμή θόλωσε ο νους μου. Τι να του απαντούσα; Ποια ήταν θεολογικώς ορθή απάντηση; Αυτό δεν θυμόμουν να το έλεγε το βιβλίο τους. Για να κερδίσω χρόνο στη συνέχεια, έδωσα την πρώτη απάντηση που ήρθε στο νου μου:
– Ε όχι, μωρέ παιδί μου! Είπα. Αυτό έγινε μια φορά στην αρχή! Τώρα γίνονται κι αυτές όπως όλοι οι άνθρωποι!

Ευτυχώς δεν με ρώτησε πώς γίνονται οι άλλοι άνθρωποι. Φαντάζομαι πως, μια και προβληματίστηκε, θα φρόντισε να βρει την απάντηση σε κάποιους άλλους αρμοδιότερους, δηλαδή στους συμμαθητές του, που άφησαν ένα μακρόσυρτο μουρμουρητό, μαθητές και μαθήτριες, μόλις ακούστηκε η ερώτηση.Πάντως τώρα, ύστερα από πενήντα περίπου χρόνια, σκέφτομαι πως ήταν καλύτερα που δεν ήμουν θεολόγος. Ποιος ξέρει τι ρητορείες θα του αράδιαζα για να τον καθησυχάσω και το παιδί θα ’μενε στο σκοτάδι και στους φόβους του, δε θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια.

Στην πρώτη τάξη είχαμε θυμάμαι κι ένα Μουσουλμάνο, ένα φοβισμένο παιδάκι, μικρόσωμο, με μάτια όλο έκπληξη και πανικό. Τον έλεγαν, θυμάμαι Μουλιαζίμ. Νεχάτ Μουλιαζίμ. Ζούσε στην Πάργα με τη μάνα του, δεν ξέρω αν είχε αδέρφια, πάντως πατέρα δεν είχε. Πρέπει να ήταν φτωχή οικογένεια, κι ίσως γι’ αυτό οι δικοί τους δεν είχαν φύγει με τις ανταλλαγές. Η μάνα ξενοδούλευε στα σπίτια και τις ελιές.

Ο Μουλιαζίμ λοιπόν, σαν Μουσουλμάνος που ήταν, δεν είχε υποχρέωση να παρακολουθεί το μάθημα των θρησκευτικών. Ο διευθυντής τον είχε καλέσει στο Γραφείο, τις πρώτες μέρες κιόλας που αρχίσανε τα μαθήματα, και «μας είχε ενημερώσει» κι εκείνον κι εμένα. Αργότερα ενημέρωσε και τον επιθεωρητή –μην βρούμε και κανέναν μπελά, μου είπε. Δεν ξέρω αν ο Μουλιαζίμ αντιλήφθηκε σωστά εκείνο το «δεν είχε υποχρέωση» ή αν το εξέλαβε ως απαγόρευση. Πάντως στην ώρα των Θρησκευτικών δεν έμπαινε ποτέ στην τάξη. Καθόταν σε μια πέτρα, στην αυλή, όσο ήταν καλός ο καιρός, και διάβαζε το βιβλίο του, ενώ με τις κακοκαιρίες στεκόταν σε μια γωνιά του διαδρόμου και περίμενε υπομονετικά το κουδούνι.

Μια μέρα με φοβερή παγωνιά ανοίγω την πόρτα και τον βλέπω πάλι όρθιο στο διάδρομο να τρεμουλιάζει. Θυμήθηκα τη σουσουράδα που ράμφιζε το παράθυρό μου.

«Βρε Νεχάτ» του λέω. «Έλα, αγόρι μου, μέσα στη σόμπα μην αρρωστήσεις! Θέλεις άκουγε, θέλεις μην ακούς. Ένας είναι ο Θεός για όλον τον κόσμο!» Θυμάμαι που μπήκε δειλά και κάθισε στο θρανίο του. Για μια στιγμή έγινε σιωπή -ιερή σιωπή, παραλίγο να πω- κι ύστερα συνεχίστηκε το μάθημα.

Πέρασε εκείνη η χρονιά, έληξε το Συμφωνητικό μου, πήγα φαντάρος, απολύθηκα, διορίστηκα στο Δημόσιο, πιάστηκα από την κρικέλα. Μπήκα κι εγώ σ’ ένα δρόμο. Ερχόταν το καλοκαίρι και τριγυρνούσα με τις συντροφιές στις παραλίες. Τις πιο πολλές φορές στις κοντινές. Στο Μενίδι, στη Μαργαρώνα της Πρέβεζας, στην Καστροσυκιά. Μια φορά είπαμε να πάμε στην Πάργα, που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται τουριστικά, να μείνουμε λίγες μέρες.

Θα είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που ήμουν εκεί καθηγητής. Και δεν μπορώ να πω πως δεν ήμουν συγκινημένος, όταν βρέθηκα ξανά στα ανηφορικά δρομάκια της, με τα σκαλιά. Ανέβηκα στο Τουρκοπάζαρο, έφτασα ως την πόρτα του κάστρου, είδα το παλιό μας Γυμνάσιο, εγκαταλειμμένο, χωρίς παράθυρα. Είχε χτιστεί καινούριο, εκεί στην ανατολική γωνία, μπροστά στην Κόκκινη Βίλα, που τώρα, κοντά του, είχε μικρύνει πολύ. Όλο το μυστήριο που έκρυβε τότε είχε χαθεί, μαζί με τους ενοίκους της – ένα ζευγάρι μονόχνωτο, μυστήριο κι εκείνο, λέγανε, που απέφευγε τις πολλές συναναστροφές. Πότε πότε συναντούσα κάποιον γνωστό, μερικοί με αναγνώριζαν. Ρώτησα για κάποιους του Συλλόγου Κηδεμόνων, είχαν πεθάνει. Το ίδιο και ο διευθυντής μου. Μαθητές μου δεν έβλεπα. Ή είχαν σκορπίσει για τις σπουδές τους ή είχαν ανδρωθεί και είχαν γίνει αγνώριστοι.

Ένα πρωί, εκεί που στεκόμουν στο δρομάκι, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού όπου μέναμε και περίμενα την παρέα μου για να πάμε για μπάνιο, με πλησίασε μια γυναίκα μεσόκοπη και με χαιρέτησε με εγκαρδιότητα:

– Εσύ, μου λέει, δεν είσαι ο καθηγητής; Και είπε το όνομά μου.
– Ποια είσαι; τη ρωτώ.
– Εγώ είμαι η μάνα του Μουλιαζίμ, μου λέει. Τον θυμάσαι;
– Και βέβαια, της λέω, τον θυμάμαι. Τι κάνει ο Νεχάτ;
– Είναι στα ξαδέρφια του, στη Σμύρνη, μου λέει.
– Πες του χαιρετισμούς, αν με θυμάται.
– Αν σε θυμάται! Ούτε εκείνος ούτε εγώ σε ξεχνάμε, μου λέει.
– Για ποιο πράγμα;
– Για κείνο που τους είπες!…

Η αλήθεια είναι πως ανησύχησα, αλλά η γυναίκα συνέχισε:
– Ήρθε λαχανιασμένος στο σπίτι μας από το σχολείο, τρέχοντας, εκείνη τη μέρα και μου είπε: «Μαμά, ο καθηγητής μάς είπε σήμερα πως ένας είναι ο Θεός για όλον τον κόσμο!»… Ξεχνιούνται αυτά;
Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Ήταν τότε το καλύτερο μάθημα που πήρα ως δάσκαλος.

Πρόπερσι, όπως ξέρετε, αρχές Ιουλίου, ήρθε στην Ελλάδα η μις Τουρκία. Εμφανίστηκε στην τηλεόραση. Κοπέλα χάρμα των ματιών, θεσπέσια ομορφιά. Μα ποιος το περίμενε; Την λέγανε Μουλιαζίμ και μίλησε ελληνικά! Είπε πως ο πατέρας της ήταν απ’ την Πάργα. Λογάριασα τα χρόνια. Ήταν λοιπόν η κόρη του Νεχάτ! Άλλωστε κάποια στιγμή παρουσιάστηκε κι ο ίδιος , στρουμπουλός, με λίγο μουστάκι στο απάνω χείλι. Γνώρισα το φοβισμένο βλέμμα στα μάτια του. ήταν και ο καιρός που όλο επεισόδια γινόντουσαν με την Τουρκία κι ακουγόντουσαν πάλι μισαλλόδοξα μηνύματα. Ύστερα ακούστηκε από τη Σμύρνη και η φωνή της μάνας του που έστελνε χαιρετίσματα στις φιλενάδες της στην Πάργα. Η μορφή της δεν παρουσιάστηκε, μονάχα η φωνή της που διαπερνούσε το χάος των σαράντα πέντε χρόνων.

Έμεινα κατάπληκτος από τα παιχνίδια της τύχης. Άλλη μια φορά που ο χρόνος για μένα είχε εξατμιστεί, όπως συχνά μου συμβαίνει.

Πήρα και του έγραψα ένα γράμμα: «Νεχάτ, αγόρι μου!» τού ’γραψα. «Μην ακούς τι λένε οι «προκαθήμενοι». Μην τ’ ακούς, Νεχάτ! Κι αν νοστάλγησες, γιε μου, την Πάργα, έλα να την ξαναδείς. Πάρε και τη μάνα σου να ξαναδεί τις φιλενάδες της, πριν φύγει. Ένας είναι ο θεός για όλον τον κόσμο! Κι είναι αυτός που σας ευλόγησε κι έδωσε την ομορφιά στην κόρη σου, για να τον δοξάζει. Ας σας έχει καλά Νεχάτ!»

Δεν ήξερα πού να στείλω το γράμμα, δεν είχα διεύθυνση, τό ’στειλα και δημοσιεύτηκε σε μια εφημερίδα. Δεν ξέρω αν έφτασε ποτέ στα χέρια του. Δεν το φαντάζομαι. Όμως η ευχή μου σίγουρα έφτασε στο αυτί του θεού –κι αυτό είναι αρκετό για μένα.

Πηγή: Ιδιωτική οδός

hristoforos_milionis-02

* * *

Χριστόφορος Μηλιώνης. Η φρίκη του Εμφυλίου

—του Τάσου Πορφύρη—

Σχεδόν εξήντα χρόνια πέρασαν από κείνη την «Αποκριά» του Χριστόφορου Μηλιώνη*. Από τότε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Το δίστιχο που φιλοξενείται στην πρώτη σελίδα της «Αποκριάς»,

σ’ ούλο τον κόσμο ξαστεριά σ’ ούλο τον κόσμο ήλιος
και στα καημένα Γιάννενα μαύρη βροχή κι αντάρα

έδωσε τη θέση του –σηματοδοτώντας την καινούργια εποχή– στο ανώδυνο ιστορικό

Γιάννενα πρώτα στ’ άρματα
Στα γρόσια και στα γράμματα.

Ακριβά ξενοδοχεία κι ακριβότερα εστιατόρια στην περιοχή των Ταμπάκικων, όπου αγιοποιήθηκε ο Σιούλας  ο Ταμπάκος από τον Δημήτρη Χατζή. Η προτομή του Λορέντζου Μαβίλη, γυρνώντας την  πλάτη στις καφετέριες με στυλωμένο το βλέμμα στο Δρίσκο. Στην «κυρα-Φροσύνη» νταμπαντούμπα από οπ και ποπ μουσική, άδικα ψάχνεις για βαρύ ή μέτριο σε χοντρό φλιτζάνι και το ρούφηγμα να συνοδεύεται μ’ ένα «άααχ!» που σημαίνει πως θαραπαύτηκες! Και μοναχά κατεβαίνοντας την Αβέρωφ δεξιά –προς τη Λίμνη– κοντά στο Κάστρο, ένα μαγέρικο με μεγάλες αλουμινένιες κατσαρόλες –μαρμίτες– μισογεμάτες με παραδοσιακά φαγητά, βουτηγμένες ως τη μέση σε μεγάλο μεταλλικό σκαφίδι γιομάτο ζεστό νερό για να τα κρατά στη σωστή θερμοκρασία.

Και πατσάς και γίδα βραστή και ψάρια της λίμνης. Και κρασί χύμα.

Μεταλλικά τραπέζια και καρέκλες ξύλινες με ψάθα. Γκαρσόνια μ’ άσπρη ποδιά και την πετσέτα να κρατιέται από τη ζώνη της μέσης. Κι η πελατεία, Μετσοβίτες με τις χαρακτηριστικές τους παραδοσιακές στολές και τη γκλίτσα, συνταξιούχοι από τα γύρω χωριά που κατέβηκαν στην πρωτεύουσα του νομού για δουλειές και, καθώς βιάζονται για το λεωφορείο της επιστροφής, αφήνουν το μισό φαΐ στο πιάτο, εργένηδες, τουρίστες και φοιτητές συνοδεύοντας μισογκόλιες υπάρξεις από τότε που έμαθαν πως σ’ αυτό το εστιατόριο έτρωγε ο Αγγελόπουλος με το κινηματογραφικό του συνεργείο τον καιρό που γύριζε την «Αναπαράσταση». Το βησσανιώτικο «Μωρή κοντούλα λεϊμονιά» τραγουδήθηκε από τον πρωταγωνιστή «θύμα» στο έργο κι έγινε γνωστό στο πανελλήνιο.

Στο Σταυράκι το μνημείο των εκτελεσθέντων ύστερα από τη θανατική τους καταδίκη από το Στρατοδικείο Ιωαννίνων στη δίκη της Πρίντζου και στο Μπιζάνι κοντά στ’ «Αυγό» η προτομή του Πωγωνήσιου -από τα Φραστανά- Λεωνίδα Ράφτη, επίσης εκτελεσμένου ύστερα από απόφαση του ίδιου στρατοδικείου.

Αυτά και άλλα που πρέπει να ψάξεις να τα βρεις. Γιατί ό,τι βλέπεις πλησιάζοντας στην πόλη, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων ξαπλωμένες ζερβόδεξα της λεωφόρου απ’ όπου αγοράζει κανείς το θάνατό του ` με ποιο μοντέλο και με πόσα χιλιόμετρα τρέχοντας μπορείς να τον κερδίσεις. Και ξενοδοχεία πολυτελείας και τα περισσότερα με τζακούζι. Στο φανάρι κρέμεται η «Εγνατία» από πάνω μας, συνεχίζοντας -θάβοντας να λες καλύτερα- στη διαδρομή της το κορμί της πατρίδας.

Και στην πόλη, στα πεζοδρόμια, τραπεζοκαθίσματα κατειλημμένα από τρόφιμους καφετεριών, συνήθως της σπουδάζουσας νεολαίας. Το Χάνι του Κωτσιολάμπρου στέκει ακόμα σαν κτίσμα, με το ένα φύλλο της σιδερένιας πόρτας εισόδου ανοιχτό γιατί στο βάθος της αυλής υπάρχει εμπορικό κατάστημα. Οι στάβλοι στο ισόγειο κλεισμένοι με καρφωμένες σανίδες και χοντρά χαρτόνια χιαστί, το ίδιο και τα δωμάτια του ορόφου. Οι πέτρινες σκάλες που οδηγούν σ’ αυτόν γλυμμένες από τις αρβύλες και τα τσαρούχια. Πλατάνια απειλούν με τις ρίζες τους το οικοδόμημα. Και το φάντασμα του Ρόβα να κάθεται στις σκάλες και να θυμάται τα ταξίδια στη Βλαχιά κι ανεπαίσθητος ήχος κλαρίνου ν’ ακούγεται από πολύ μακριά ` από κείνα τα χρόνια.

Οι φαντάροι από τη μια μεριά κι οι αντάρτες από την άλλη. Ούτε ο Εθνικός Στρατός από τη μια, ούτε ο Δημοκρατικός από την άλλη. Αυτά ζαχάρωναν το χάπι που πικρότερο δεν μπορούσε να γίνει.

Είδα στην τηλεόραση σε μιαν εκπομπή αφιερωμένη στη σύγχρονη λογοτεχνία, έναν εκπρόσωπό της να αναφέρεται στον Εμφύλιο και να αποκαλεί τους αντάρτες «κομμουνιστοσυμμορίτες» και να το δικαιολογεί λέγοντας ότι είναι γιος στρατηγού. Πέρα από το ότι ο γιος δεν έχει καμιά ευθύνη για το επάγγελμα του πατέρα του -και θα μπορούσε κάλλιστα αν ήθελε να το παραλείψει-, κάνει εντύπωση πόσο ορισμένοι έλκονται από αστέρια και λιλιά. Κι αυτό αρχίζει από νωρίς, από το βαθμό του λοχαγού.

Για τον Εμφύλιο γράφτηκαν πολλά και κυρίως για το «παιδομάζωμα». Ο ιστορικός Μαργαρίτης, καθηγητής του Α.Π.Θ., σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη του Β. Βασιλικού (ΕΤ3, Σάββατο 20/3/2010, ώρα 12 το μεσημέρι) δεν δέχεται τον όρο «παιδομάζωμα» και προτιμάει να μιλάει για «πόλεμο για τα παιδιά». Γιατί τα παιδιά που μάζεψε -παιδιά της υπαίθρου- και τα μάντρωσε σε παιδουπόλεις ο Εθνικός Στρατός και τα άλλα που ο Δημοκρατικός Στρατός έστειλε σε χώρες του παραπετάσματος, ήταν τα θύματα του εμφυλίου. Και σε καμιά περίπτωση δεν είχαμε «γενίτσαρους» βέβαια. Είχαμε επιστήμονες, καλλιτέχνες που επαναπατρίστηκαν και προσέφεραν και προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο.

Εφόσον δεν υπάρχουν γενίτσαροι δεν υπάρχει και παιδομάζωμα· γκέγκε;

Στις δεκατέσσερις όλες κι όλες σελίδες μέτριου σχήματος βιβλίου, κατόρθωσε ο Μηλιώνης με αξιοθαύμαστη παρατηρητικότητα, αξιοζήλευτη αίσθηση του περιττού και κυρίως την ωριμότητα ακριβοδίκαιου παρατηρητή, προικισμένου με σπάνιο τάλαντο, να μας βάλει στο «παιχνίδι» της «Αποκριάς». Μονάχα που η «Αποκριά» αυτή δεν γίνηκε «σ’ έναν άλλο κόσμο», αλλά σε τούτον σε ορισμένο χρόνο, όπου «περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν-δυο» κι «αποθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό» και «το φεγγάρι που βγήκε αποκριάτικο το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα μαχαιρωμένο»**.

Ο Σαχτούρης κράτησε τις αποστάσεις του, ο Μηλιώνης βούτηξε στα βαθιά νερά. Στις δεκατέσσερις σελίδες χώρεσε η κόλαση του Εμφύλιου. Και τα θύματά του κι από τις δυο πλευρές ανάλογα προς τα πού ήθελε να φυσήξει. Κι όταν κουράζονταν τα πλεμόνια του κι ήθελε να ξεδώσει έπιανε τα «νήματα». Τα κουνούσε κατά την όρεξή του κι οι «κούκλες» σφάζονταν μεταξύ τους στο πλατώ. Κι όταν κουρασμένος τον «έπαιρνε» για λίγο στο πλάι, τότε θύτες και θύματα έκαναν του κεφαλιού τους. Οι στρατιώτες με το «λάφυρο» στο σακούλι, στρώθηκαν στην πρώτη ταβέρνα που συνάντησαν και μπεκρούλιασαν˙ βάλανε και τα όργανα να βαράνε και το ’ριξαν στο χορό και το αίμα να μουλιάζει το σακούλι και να δείχνει τον τορό προς το Φρουραρχείο εκεί που μπήκαν καβάλα σ’ έναν γάιδαρο φωνάζοντας στον σκοπό: «Κάνε δρόμο, κουραμπιέ!»

Όταν άνοιξε τα μάτια του, το κακό είχε γίνει˙ τέτοια εξέλιξη ούτε αυτός δεν την ήθελε· έτσι ομολογούσε υποκρινόμενος. Γιατί ποιος μπορούσε να τον κρατήσει εντός ορίων;

Κι έστειλε το λάφυρο, «το ματωμένο κεφάλι με τα μακριά μαλλιά», σ’ αυτούς που ανήκε· στα γονικά του –γιατί ο πατέρας νεκροθάφτης–, με την εντολή να το θάψει νύχτα, μονάχος. Ξημέρωσε Κυριακή με ήλιο και μακρινούς ήχους καμπάνας.

Εδώ ο συγγραφέας αφήνει λάσκα τα λουριά στον αναγνώστη που προχωρεί –βάζοντας τέλος στην ιστορία– ως την κάθαρση: Κι οι στρατιώτες που είχαν ξεμεθύσει, αντί την άλλη μέρα να παρουσιαστούν στη μονάδα τους τράβηξαν κατά τη χαράδρα, βρήκαν ένα χείμαρρο, πλένονταν και θρηνούσαν. Κι όταν χόρτασε ο τόπος μοιρολόι, στάθηκαν ο ένας αντίκρυ στον άλλον και πυροβόλησαν «με το τρία». Γιατί υπάρχουν πράγματα που δεν δικαιολογούνται. Κι ούτε παίρνουν αναβολή.

Το γραφτό του Μηλιώνη δεν ανήκει νομίζω σε κανέναν από τους σύγχρονους -ισμούς όπως: μοντερνισμός, μεταμοντερνισμός κι ούτε βέβαια μαγικός ρεαλισμός. Θα μπορούσα να το τοποθετήσω στον εμφυλιακό ρεαλισμό για τις άγριες διαθέσεις και πραγματώσεις του.

________________________________________________

 

1  Χριστόφορος Μηλιώνης: «Ακροκεραύνια», δεύτερη έκδοση, Αθήνα 1981, «Κέδρος», σελ. 133 – 149

2  Μίλτου Σαχτούρη: «Η Αποκριά», ποιήματα 1845 -1971, «Κέδρος» 1977, σελ. 105

Πηγή: Γράμματα και Τέχνες 

* * *

Εδώ άλλες αναρτήσεις από την κατηγορία Βιβλίο

Το dim/art στο facebook

Το dim/art στο twitter

instagram-logo

img_logo_bluebg_2x


Στο:Βιβλίο Tagged: Λογοτεχνία, Χριστόφορος Μηλιώνης, βιβλίο

from dimart http://ift.tt/2iLHbC2
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου