Αυτό δεν είναι τραγούδι #930
Dj της ημέρας, ο Γιώργος Ζαχαριάδης
Είναι ένα από εκείνα τα b-side που τελικά έγιναν χιτ. Και μάλιστα, παγκόσμιο χιτ: αρχικά στη δεύτερη πλευρά του single «Keypunch Operator» (1980), το «Down under» ξανακυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1981 ως το τρίτο single του άλμπουμ Business as Usual των Men at work. Κατέκτησε τα charts στην πατρίδα του συγκροτήματος την Αυστραλία, μετά στη Νέα Ζηλανδία, μετά στον Καναδά, μετά στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία — κάπως έτσι, το κομμάτι που έγραψαν οι Colin Hay και Ron Strykert, οι ιδρυτές του συγκροτήματος, απλώθηκε σαν επιδημία στον αγγλόφωνο κόσμο. Κι έγινε κάτι σαν ανεπίσημος εθνικός ύμνος της Αυστραλίας ένα κομμάτι που ξεκινάει με τους στίχους: «ταξιδεύοντας με ένα βανάκι που το ψήνει ο ήλιος, λιώμα στη μαστούρα…»
Το 2008, η Larrikin Music έκανε αγωγή στο συγκρότημα με την κατηγορία ότι το ριφ του φλάουτου είναι κλεμμένο από ένα παιδικό τραγουδάκι ονόματι «Kookaburra», της Marion Sinclair (1896-1988), τα δικαιώματα του οποίου είχαν περιέλθει στην εταιρία μετά τον θάνατο της συνθέτιδας. Τον Οκτώβριο του 2011 το συγκρότημα υποχρεώθηκε τελεσίδικα να καταβάλλει στη Larrikin Music 5% επί των παρελθόντων και μελλοντικών κερδών — ο δικαστής έκρινε ότι το εν λόγω ριφ του «Down under» εμπεριέχει «σημαντικό μέρος» της μελωδίας του «Kookaburra», το ποσοστό που επιδικάστηκε, ωστόσο, ήταν πολύ μικρότερο από την αρχική απαίτηση.
Δυσκολεύομαι να βρω το «σημαντικό μέρος» της ομοιότητας. Κρίνετε μόνοι σας:
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα από τα πιο ιδιαίτερα, εμπνευσμένα και ζωντανά κομμάτια των ’80s.
Traveling in a fried-out combie
On a hippie trail, head full of zombie
I met a strange lady, she made me nervous
She took me in and gave me breakfast
And she said
Do you come from a land down under?
Where women glow and men plunder?
Can’t you hear, can’t you hear the thunder?
You better run, you better take cover
Buying bread from a man in Brussels
He was six-foot-four and full of muscles
I said, «Do you speak-a my language?»
He just smiled and gave me a Vegemite sandwich
And he said
I come from a land down under
Where beer does flow and men chunder
Can’t you hear, can’t you hear the thunder?
You better run, you better take cover
Yeah
Lyin’ in a den in Bombay
With a slack jaw, and not much to say
I said to the man, «Are you trying to tempt me
Because I come from the land of plenty?»
And he said
Do you come from a land down under? (oh yeah yeah)
Where women glow and men plunder?
Can’t you hear, can’t you hear the thunder?
You better run, you better take cover
Living in a land down under
Where women glow and men plunder
Can’t you hear, can’t you hear the thunder?
You better run, you better take cover
Living in a land down under
Where women glow and men plunder
Can’t you hear, can’t you hear the thunder?
You better run, you better take cover
Living in a land down under
Where women glow and men plunder
Can’t you hear, can’t you hear the thunder?
You better run, you better take cover
Living in a land down under
Where women glow and men plunder
Can’t you hear, can’t you hear the thunder?
You better run, you better take cover
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.
Το «σύνδρομο του στενού παντελονιού» είναι μία σχετικά νέα νευρολογική οντότητα, που παλαιότερα εμφανιζόταν κυρίως στους άνδρες, αλλά πλέον το πρόβλημα αφορά και τις γυναίκες λόγω των στενών χαμηλοκάβαλων παντελονιών... Το βασικό σύμπτωμα του συνδρόμου είναι το μούδιασμα στην περιοχή των μηρών, το οποίο προκαλείται από το πλευρικό μηριαίο δερματικό νεύρο στην περιοχή της λεκάνης. Μάλιστα, το μούδιασμα αυτό μπορεί να εμφανιστεί το πρωί, μετά τον ύπνο, εξηγεί στο CBSNews ο Δρ Nicholas Morrissey, αγγειοχειρουργός στο Presbyterian Hospital
του Πανεπιστημίου της Κολούμπια.
Αν το μούδιασμα αυτό επαναλαμβάνεται σε καθημερινή βάση, τότε μπορεί να προκληθεί μόνιμη βλάβη. Το ίδιο μπορεί να συμβεί αν το παντελόνι είναι πολύ σφιχτό στην περιοχή της κοιλιάς. Τα συμπτώματα είναι κοιλιακή δυσφορία, αίσθημα καύσου και ρέψιμο. Αν παράλληλα, συνυπάρχει οισοφαγίτιδα, γαστροοισοφαγική παλλινδρόμηση, τα στενά ρούχα επιδεινώνουν το πρόβλημα. Παλαιότερη έρευνα ανάμεσα σε 2.000 άνδρες στη Βρετανία, έδειξε ότι ένας στους 10 άνδρες είχαν προβλήματα στη βουβωνική χώρα, την ουροδόχο κύστη και τους όρχεις, εξαιτίας των στενών παντελονιών. onmed.gr
Ο οξύς, απρόσμενος και πολύ απότομος πόνος στο στομάχι είναι κάτι που δεν πρέπει ποτέ να το αφήσετε να περάσει απαρατήρητο... Ένας πόνος στην κοιλιακή χώρα μπορεί να έχει διάφορες αιτίες. Διαβάστε τις στην λίστα που ακολουθεί για να ξέρετε τι πρέπει να κάνετε: Φλεγμονή (κολίτιδα, εκκολπωματίτιδα και σκωληκοειδίτιδα) Πάρετε κάποιο παυσίπονο για να ανακουφιστείτε από τον πόνο, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτείτε τα επείγοντα ή/και να επικοινωνήσετε με τον γιατρό σας, ειδικά αν ο πόνος συνοδεύεται από ναυτία, έμετο και πυρετό. Πρόβλημα σε κάποιο όργανο (πέτρες στη χολή, απόφραξη του εντέρου, διόγκωση του ήπατος) Και πάλι μπορείτε να πάρετε κάποιο παυσίπονο για τον πόνο, αλλά μην μείνετε εκεί, ακόμα και αν προσωρινά νιώσετε καλύτερα. Ο οξύς, απότομος πόνος είναι κάτι που πρέπει να το κοιτάξει ένας γιατρός και να σας κάνει τις κατάλληλες εξετάσεις. Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου Πρόκειται για μία χρόνια ασθένεια με δυνατές “καούρες” στο στομάχι και έντονο κοιλιακό πόνο. Συμβουλευτείτε τον γιατρό σας για εξειδικευμένη φροντίδα και αγωγή. Ένα παυσίπονο για το στομάχι θα σας ανακουφίσει από τους σπασμωδικούς πόνους. Πυελικό άλγος Πόνος στην περιοχή της λεκάνης που εντοπίζεται από το επίπεδο του ομφαλού μέχρι το άνω μέρος των κάτω άκρων. Η διάγνωση των αιτιών του πυελικού πόνου είναι δύσκολη. Μπορεί να νιώσετε οξύ ή και βαθύ πόνο. Επίσης κάποιες φορές θα νιώσετε πόνο “που έρχεται και φεύγει” ή είναι σαν “πίεση” και “βάρος” στην περιοχή της λεκάνης. Αν είστε γυναίκα, το πυελικό άλγος θα μπορούσε επίσης να προκληθεί από κύστεις των ωοθηκών, ενδομητρίωση και ωορρηξία. Κοιλιακή κήλη Οι κήλες στην περιοχή της κοιλιάς είναι σοβαρό πρόβλημα που παρουσιάζεται συχνότερα τα τελευταία χρόνια. Απαιτεί συνήθως χειρουργική επέμβαση. Πρόκειται ουσιαστικά για μία “τρύπα” στο κοιλιακό τοίχωμα μέσα από την οποία περνάει κάποιο όργανο (πχ έντερο) μαζί με το εσωτερικό κάλυμμα της κοιλιάς (σάκος) και εμφανίζεται κάτω από το δέρμα, σαν μικρό φούσκωμα στο σημείο εκείνο. Πρέπει να επισκεφθείτε άμεσα τον γιατρό ή/και το νοσοκομείο. onmed.gr
Στην εποχή της μετα-αλήθειας —ο όρος κατοχυρώθηκε γρήγορα στην τραμπ-αλισμένη εποχή μας—, όλες οι ενδείξεις και οι μετρήσεις δείχνουν πως οι αναγνώστες των «ψευδών ειδήσεων» αυξάνονται διαρκώς, υποβαθμίζοντας την εγκυρότητα των ΜΜΕ και εκτινάσσοντας την «εξατομίκευση της πληροφορίας» μέσω του πληθωρικού Διαδικτύου. Όπως μάλιστα έδειξε πρόσφατα το σχετικό κουίζ του Guardian,[1] στη νέα μετάλλαξή τους τα ψευδή νέα μπορούν να προκύπτουν ή να απορρέουν από τις πραγματικές ειδήσεις, ενώ η σύγχυση ακόμη και του μορφωμένου αναγνώστη είναι πλέον δεδομένη. Η διάρρηξη των παραδοσιακών δεσμών με την πολιτική και τη δημοσιογραφία, έχουν στρέψει τους πολίτες αλλά και το επικοινωνιακό μάρκετινγκ σε μια νέα εκδοχή ενημέρωσης, στην οποία τόσο τα μυθεύματα όσο και οι τεκμηριωμένες ειδήσεις συμμετέχουν πλέον ισάξια και ισότιμα στην περιγραφή της πραγματικότητας.
Στον πυρήνα αυτής της νέας τάσης βρίσκονται κυρίως οι «θεωρίες συνωμοσίας», οι οποίες συγκροτούν ψευδείς και ταυτόχρονα πρωτότυπες ερμηνείες για την κατανόηση της πραγματικότητας, βασισμένες πάντα σε μια παρασκηνιακή απειλή που δήθεν «αποκαλύπτεται», συνοδευμένη πάντα από το αντίστοιχο κατηγορητήριο για τους απειλητικούς φανταστικούς εχθρούς. Η σύγχρονη μορφή προπαγάνδας και χειραγώγησης των πολιτών στηρίζεται πάνω σε αυτή τη γενικευμένη «συνωμοσιολογική κουλτούρα», που είναι ταυτόχρονα επίσημη και ανεπίσημη, θεσμική και εναλλακτική, αληθοφανής και παρανοϊκή. Όπως έχει δείξει με το εκτεταμένο έργο του ο Πιέρ-Αντρέ Ταγκίεφ, οι θεωρίες συνωμοσίας βασίζονται πάνω σε μια «ερμηνευτική της παράνοιας», η οποία ωστόσο δεν έχει μια ενιαία χρήση αλλά μεταλλάσσεται διαρκώς μέσα στα νέα επικοινωνιακά περιβάλλοντα και δίκτυα στα οποία εντάσσεται. Οι θεωρίες συνωμοσίας διατηρούν τη σημασιολογική πλαστικότητά τους, ακριβώς επειδή εκπορεύονται από δημοφιλείς αντιλήψεις, ανθεκτικά στερεότυπα και διαμορφωμένες συλλογικές αναπαραστάσεις. Πρόκειται για ένα νευρωτικό «δράμα κατανόησης» του κόσμου, στο οποίο «κάποιοι» κρύβουν το δήθεν «πραγματικό νόημα των γεγονότων». Γι αυτό, οι θεωρίες συνωμοσίας, είτε αναφέρονται στην ιστορία είτε αναφέρονται στην πολιτική, αφηγούνται το αναδρομικό νόημα όλων των συμβάντων, με άξονα το οριστικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών, τη νέα διαφάνεια της αποκαταστημένης αλήθειας, τον υπερβατικό ιδεαλισμό της αποκαλυπτικής ερμηνείας.
Αυτή ακριβώς η «επιθυμία λύτρωσης» από την ιστορία και την πολιτική φέρνει πιο κοντά τη συνωμοσιολογική κουλτούρα στην ακροδεξιά ιδεολογία. Ο αντιεκσυγχρονιστικός λόγος, η καταγγελία των ελίτ και της «συστημικής» δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, ο λαϊκιστικός εξαγνισμός της εθνικής ψυχής, ο αμυντικός ταυτοτικός λόγος, ο ρητορικός εξτρεμισμός σε βάρος των στοχοποιημένων μειονοτήτων δεν αποτελούν απλώς «πλοκές» στα ευφάνταστα σενάρια των θιασωτών αυτής παρανοϊκής ερμηνείας του κόσμου· είναι τα βασικά θεμέλια που προετοιμάζουν την αντιδραστική σκέψη στην εποχή της μετανεωτερικότητας. Για αυτό και τα fake news δεν πρέπει να αναλυθούν απλώς ως μια ψευδο- επικοινωνιακή μυθοπλασία. Η πρόθεση της κατασκευής τους είναι απολύτως ιδεολογική: από την ολοκληρωτική προπαγάνδα μέχρι την «εξατομικευμένη ενημέρωση», η συνεκτική γραμμή που χαρακτηρίζει αυτή την κατασκευασμένη μετα-αλήθεια είναι η επινοημένη απόδραση από την ορθολογική κατανόηση, εξήγηση και ερμηνεία της σύνθετης πραγματικότητας.
Ειδικότερα σήμερα που η ροή της πληροφορίας δεν αφήνει κανένα περιθώριο ελέγχου και ιεράρχησης της επαλήθευσης των ειδήσεων, της επιχειρηματολογίας του/της δημοσιογράφου αλλά και της κρίσης του αναγνώστη, η «γκρίζα ζώνη» των νοημάτων είναι ακόμη πιο αινιγματική. Σε ένα επικοινωνιακό σύμπαν, ωστόσο, που κυριαρχεί η καχυποψία, η μισαλλοδοξία και ο καταγγελτισμός, ο δρόμος για τις αντιδραστικές ιδεολογίες έχει ήδη ανοίξει. Ας δούμε την πρόχειρη fake καταγραφή της στιγμής στη μεγάλη συνωμοσιολογική κλίμακα: ο Πούτιν και οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες εξέλεξαν τον Τραμπ, το Brexit έγινε προκειμένου να εξωθηθεί η Ευρώπη στη Γερμανική μονοκρατορία, η Κίνα προσπαθεί μυστικά να καταργήσει και να αντικαταστήσει το Facebook με νέες δικές της ελεγχόμενες τεχνολογίες κλπ.
Το προηγούμενο infotainment έχει ήδη δώσει τη θέση του στις σκοτεινές αλήθειες των fake news. Όπως όμως σωστά επισημαίνει ο Ταγκίεφ, η «γνωσιολογική εξάρτηση» από τη συνωμοσιολογία είναι πολύ εύκολο να μετατρέψει την ημιμαθή βαρβαρότητα της επιφανειακής γνώσης σε δογματική «τοξικομανία του μίσους». Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε ελάχιστες μέρες περάσαμε από τα fake news του Τραμπ στο «τείχος» του Μεξικού και στο διάταγμά του για την απαγόρευση της εισόδου στη χώρα σε νόμιμους μετανάστες αλλά και σε πρόσφυγες από επτά συγκεκριμένες μουσουλμανικές χώρες. Ο ρατσισμός είναι εδώ και δεν είναι καθόλου fake.
Αυτό δεν είναι τραγούδι #929
Dj της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης
Υπάρχει κάποια ελληνική ταινία που να ταυτίζεται με το πνεύμα των 80s; Ισχυρίζομαι (όχι εντελώς αυθαίρετα) ότι υπάρχει μία που ανταποκρίνεται περισσότερο από κάθε άλλη στο ζητούμενο: η Ρεβάνς.
Η κατάσταση στον χώρο του Ελληνικού Κινηματογράφου κατά τη δεκαετία του ’80 ήταν μπερδεμένη (και πότε δεν ήταν;), αλλά ελπιδοφόρα. Οι αντιεμπορικοί πειραματισμοί του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου είχαν υποχωρήσει και οι εμπλεκόμενοι έδειχναν διάθεση να βάλουν νερό στο κρασί τους (και μερικούς θεατές στις αίθουσες που παίζονταν οι ταινίες τους). Από την άλλη, ο Παλιός Ελληνικός Κινηματογράφος (ό,τι είχε απομείνει από αυτόν, τέλος πάντων) έκανε μια προσπάθεια να επανακάμψει, η οποία τελικά στέφθηκε με αποτυχία για πολλούς (και προφανείς, αλλά δεν είναι της ώρας) λόγους. Οι προχειροδουλειές που έβγαιναν σωρηδόν και κατευθείαν σε βιντεοκασέτες ήταν η ταφόπλακα μιας βιομηχανίας που άκμασε από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μέχρι το 1967, όταν η χούντα έβαλε τη χώρα στον γύψο για μία (κρίσιμη, όπως αποδείχτηκε) επταετία.
Επιγραμματικά: Στη δεκαετία του’80, ο Παλιός Ελληνικός Κινηματογράφος ανέκαμψε για λίγο, πριν ξεψυχήσει οριστικά και αμετάκλητα, και ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος ψαχνόταν.
Παρόλο που ο κόσμος δεν πήγαινε πια σινεμά (το πλήγμα της έγχρωμης τηλεόρασης και του βίντεο ήταν αδυσώπητο), ελληνικές ταινίες βγήκαν στις αίθουσες, ίσως και περισσότερες από την προηγούμενη, ιδιαίτερα ταραγμένη για την Ελλάδα, δεκαετία του ’70. Εκείνες που είχαν καλλιτεχνικό βάρος και (κάποιες εξ αυτών) εμπορική επιτυχία, δεν ανήκαν σε «ρεύματα»· ήταν δημιουργίες σκηνοθετών με προσωπικό όραμα, οι οποίοι θα γύριζαν αυτό που είχαν στο κεφάλι τους ο κόσμος να χαλούσε, ανεξάρτητα από τη χρονική συγκυρία. Σημαντικές ταινίες στα 80s παρουσίασαν, μεταξύ άλλων, ο Νίκος Νικολαΐδης [Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα (1979), Γλυκιά Συμμορία (1983), Πρωινή Περίπολος (1987)]· ο Παντελής Βούλγαρης [Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927 (1980), Τα Πέτρινα Χρόνια (1985), Η φανέλα με το 9 (1988)]· ο Θόδωρος Αγγελόπουλος [Μεγαλέξαντρος (1980), Ταξίδι στα Κύθηρα (1984), Ο Μελισσοκόμος (1986), Τοπίο στην Ομίχλη (1988)]· ο Κώστας Φέρρης [Ρεμπέτικο (1983), OhBabylon (1988)]· η Τώνια Μαρκετάκη [Η Τιμή της Αγάπης (1984)]. Σταματώ εδώ, γιατί ο σκοπός μου δεν είναι μία εξαντλητική αναφορά στις παραγωγές της επίμαχης δεκαετίας. Από τις ταινίες που προαναφέρθηκαν (ενδεικτικά, επαναλαμβάνω), είναι προφανές, για διάφορους λόγους ασφαλώς, ότι καμιά τους δεν ταυτίζεται με το «πνεύμα των 80s».
Κατά την ίδια περίοδο, υπήρχαν βέβαια και οι ταινίες του Νίκου Περάκη: ΆρπαColla (1982), Λούφα και Παραλλαγή (1984), BIOS+ Πολιτεία (1987). Αναφέρομαι ξεχωριστά στον Περάκη, γιατί από τις ταινίες αυτές, η πρώτη και η τρίτη όντως προσπάθησαν να συλλάβουν το πνεύμα των 80s: Η ΆρπαColla περιέγραφε (σαν καρικατούρα) το αισθητικό και ιδεολογικό μπέρδεμα των νέων κινηματογραφιστών της εποχής, ενώ το BIOS+ Πολιτεία αποτύπωνε (πάλι σαν καρικατούρα) τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις όπως τις ζήσαμε στην επώδυνη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ. (Η μεγάλη του εμπορική επιτυχία, η Λούφα και Παραλλαγή, δεν είχε σχέση με τα 80s.) Αυτές οι δύο ταινίες, καίτοι μέσα στο πνεύμα των 80s, μπορούν να ταυτιστούν μόνο μερικώς με τη δεκαετία αυτή: τα 80s ήταν πολλά άλλα πράγματα πέρα από τους προβληματισμούς των κινηματογραφιστών και την πασοκική μετάλλαξη της κοινωνίας.
Και φτάνουμε στην ταινία που για μένα είναι η πλέον κατάλληλη να χαρακτηριστεί ως «η ελληνική ταινία της δεκαετίας του’80».
Η Ρεβάνς (1983) είναι η δεύτερη από τις τρεις όλες κι όλες ταινίες του Νίκου Βεργίτση. (Οι άλλες δύο: Ιστορίες μια Κερήθρας (1980) και Ο Αρχάγγελος του Πάθους (1986 – όλες στα 80s!) Εκτός από τη σκηνοθεσία, ο Βεργίτσης ήταν υπεύθυνος και για το σενάριο (με τη συνεργασία των πρωταγωνιστών του, Αντώνη Καφετζόπουλου και Γιώτας Φέστα, στους διαλόγους).
Η ταινία πήγε καλά στις αίθουσες: τρίτη σε εισιτήρια (120.000) τη σεζόν 1983/84. (Έχει ενδιαφέρον η πρώτη τετράδα, θα μας βάλει στο κλίμα της εποχής: 1. Καμικάζι Αγάπη μου, 2. Μάντεψε τι Κάνω τα Βράδια, 3. Ρεβάνς, 4. Ρόδα ,Τσάντα και Κοπάνα. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, η Ρεβάνς και οι ανταγωνιστές της – αν και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι το κοινό της δεν επικαλύπτεται, σε μικρό ποσοστό έστω, με το κοινό των υπόλοιπων, που είναι κοινό.)
Συνεπώς, η Ρεβάνς άρεσε. Γιατί; Για πολλούς και διάφορους λόγους. Πρώτον, δεν ήταν δύσκολη, δεν είχε «επίπεδα»· ήταν αυτό που έβλεπες. Δεύτερον, οι διάλογοι ήταν φυσιολογικοί (και έξυπνοι)· οι χαρακτήρες μιλούσαν σαν κανονικοί άνθρωποι, σαν εμάς! Τρίτον, επιτέλους καλός ήχος: ακούγαμε τους ηθοποιούς, δεν υποθέταμε (όπως συνέβαινε συνήθως με τις ελληνικές παραγωγές) τι έλεγαν. Οι χώροι οικείοι: η δική μας Αθήνα. Φωτογραφία και μοντάζ, μια χαρά. Η μουσική (του Δημήτρη Παπαδημητρίου) εξαιρετική. Ερμηνείες πολύ καλές απ’ όλους. Σκηνοθεσία καλή· όχι πρωτοποριακή, αλλά καλή: φαινόταν ότι είχε πέσει δουλειά και σκέψη. Και τέλος, το σενάριο: απολύτως μέσα στο πνεύμα των 80s· και –το βασικότερο– έγκαιρα.
Η Ρεβάνς αντανακλούσε επιτυχώς τα διλλήματα και το κλίμα αμφισβήτησης (μέρους) της γενιάς του ’80. Οι νέοι της εποχής (οι οποίοι ήταν εκείνοι που κυρίως πήγαιναν σινεμά τότε, σε αντίθεση, λ.χ., με τα 60s) μπορούσαν να ταυτιστούν με τις σκέψεις των συνομήλικών τους χαρακτήρων (αν και όχι –ακόμα– με τη μάλλον προχωρημένη πρακτική στις σχέσεις των τριών βασικών ρόλων).
Το μήνυμα της ταινίας ήταν διττό: από την μία, η αμφισβήτηση της «ηθικής» του ΚΚΕ (κυρίως, αλλά και της παλιάς αριστεράς γενικότερα) τόσο σε ό,τι αφορούσε τη μνήμη, όσο και την πρακτική. Από την άλλη, ένας επαναπροσδιορισμός του πολιτικού, μέσα από επιλογές που έφερναν σε πρώτο πλάνο το προσωπικό (το οποίο αναδεικνυόταν ως εξόχως πολιτικό) και τον νέο ρόλο της γυναίκας. Μας άρεσε ο χαρακτήρας της Εύας (Γιώτα Φέστα), οι επιλογές της, η ρήξη της με τον προκαθορισμένο στο άμεσο παρελθόν ρόλο της. Η Εύα αμφισβητεί, αυτονομείται, αποφασίζει για λογαριασμό της. Η Εύα έχει προσωπικότητα. Δεν είναι φεμινίστρια· είναι γυναίκα-πρότυπο. Το όνομά της δεν πρέπει να είχε επιλεχτεί τυχαία από τον σεναριογράφο: Εύα – η γυναίκα-restart. Αντίθετα, οι δύο νεαροί που την διεκδικούν λέγονται Γιάννης (Αντώνης Καφετζόπουλος) και Γιώργος (Πάνος Ηλιόπουλος): τα δύο πιο κοινά ελληνικά ονόματα. Σαφής ο συμβολισμός.
Η Ρεβάνς είναι μία ταινία-ύμνος στη γυναίκα που αφυπνίζεται για να διεκδικήσει ό,τι της έχουν στερήσει για αιώνες, για χιλιετίες, οι πατριαρχικές κοινωνίες. Ίσως ακούγεται ελαφρώς σχηματικό και αφελές σήμερα, αλλά το 1983 αυτά τα ζητήματα δεν ήταν λυμένα (όχι πως τώρα είναι, αλλά λέμε). Ο κόσμος άλλαζε ακόμα και στην Ελλάδα – έστω και με 20 χρόνια καθυστέρηση. Γι’ αυτό μας άρεσε η Ρεβάνς, γι’ αυτό πήγαμε οι τότε νεολαίοι μαζικά στις αίθουσες να τη δούμε: γιατί είχε συλλάβει το πνεύμα αυτής της αλλαγής εν τη γενέσει της.
Επί προσωπικού, λίγο πριν το τέλος: Η Ρεβάνς συνδέεται με ένα ατομικό μου ρεκόρ: είναι η μόνη ταινία που έχω δει (σε αίθουσα πρώτης προβολής, κανονικά) τρεις φορές μέσα σε μια βδομάδα. Την πρώτη φορά (την πρώτη μέρα προβολής, μια Δευτέρα, αν θυμάμαι καλά) πήγα μόνος μου. (Τότε έβλεπα τρεις-τέσσερις ταινίες τη βδομάδα, πολλές φορές και δύο την ίδια μέρα, οπότε συχνά αναγκαζόμουν να πηγαίνω μόνος μου γιατί κανείς από τις παρέες μου δεν είχε φάει τέτοια πετριά.) Την λάτρεψα! Δεν μπόρεσα να εξηγήσω αμέσως με σαφήνεια στους φίλους μου γιατί μου άρεσε τόσο, αλλά ήξερα ότι είχε να κάνει με το πώς παρουσίαζε τον βασικό γυναικείο χαρακτήρα. (Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πάντα τη γυναίκα είχα στο μυαλό μου.) Έπρεπε να την ξαναδώ, έπρεπε να καταλάβω! Έπεισα τους δύο αιώνιους κολλητούς μου (τους είπα ότι κερνάω εγώ, επιχείρημα ατράνταχτο!) και τη δεύτερη φορά ήρθαν μαζί μου: εκείνοι για να δουν τον λόγο που τους τα είχα ζαλίσει δυο μέρες τώρα κι εγώ για να εμπεδώσω. Εντυπώσεις: ο ένας τσαντίστηκε με το γεγονός ότι τα νήματα στην πλοκή τα κινούσε η Εύα· ο άλλος τσαντίστηκε επειδή το τέλος ήταν διφορούμενο· εγώ, σταθερά μαγεμένος. Το Σάββατο εκείνης της εβδομάδας, πήγα και την είδα ξανά. Αυτή τη φορά, συνοδευόμενος από μία φίλη μου, την οποία γυρόφερνα χωρίς ελπίδα, γιατί τα είχε φτιάξει με κάποιον άλλο (έναν απαράδεκτο τύπο, εννοείται!). Όταν της το πρότεινα, πάντως, δέχτηκε μετά χαράς. («Νέες προοπτικές, Μικέ!» όπως θα έλεγε κι ο Κωνσταντάρας.) Τώρα, τι διάολο είχα στο μυαλό, να την πάω να δούμε εκείνην ακριβώς την ταινία, δεν ξέρω. Δεν θέλω να ξέρω. Δεν αποκλείεται να ήθελα να μεταγγίσω λίγη τέχνη στη ζωή μας. Όποιος κι αν ήταν ο σκοπός μου, απέτυχα: η φίλη μου δεν το έπιασε το υπονοούμενο. Όμως, μου είπε κάτι, όταν φεύγοντας από το σινεμά την ρώτησα πώς της είχε φανεί η ταινία, το οποίο ήρθε να επιβεβαιώσει το γιατί είχα φάει τέτοιο κόλλημα (με τη Ρεβάνς – αλλά και με την ίδια): «Επιτέλους, μια γυναίκα σωστή σε ελληνική ταινία!» Περί αυτού επρόκειτο.
* * *
Κάθε βράδυ, ένας συνεργάτης ή φίλος του dim/art διαλέγει ένα τραγούδι — ή, μάλλον όχι· αυτό δεν είναι τραγούδι, ή δεν είναι μόνο ένα τραγούδι: είναι μια ιστορία για ένα τραγούδι. Στείλτε μας κι εσείς ένα τραγούδι που δεν είναι τραγούδι στο dimartblog@gmail.com.