—του Αλέξανδρου Ζωγραφάκη—
Πολλές φορές συνδιαλέγομαι με ήρωες βιβλίων ή με συγγραφείς που έχω αγαπήσει. Μου αρέσει να φαντάζομαι τις αντιδράσεις τους σε δικά μου προβλήματα. Έτσι εξάλλου μου ήρθε η ιδέα να τους βάλω σε κείμενα όπου θα εμφανίζονται σε καταστάσεις μιας πεζής καθημερινότητας. — Α. Ζ.
* * *
Δεύτερο μπουκάλι Ραψάνη. Με τον Μ. Καραγάτση στον «Οικονόμου» στα Πετράλωνα. Το μαγαζί γεμάτο. Φάγαμε κόκκορα κοκκινιστό με μακαρόνια. Ζήτησε έξτρα κεφαλοτύρι. «Δεν ξέρω αν ήμουν ταλέντο. Εγώ τουλάχιστον δεν το έβλεπα έτσι. Αυτό που κατάλαβα από πολύ νωρίς, και σίγουρα το εκμεταλλεύτηκα δεόντως, ήταν η δυνατότητά μου να αποστασιοποιούμαι από τον εαυτό μου. Έχουν ακουστεί πολλά για μένα, αλλά εγώ θα σου πω τη δική μου άποψη για τον Καραγάτση», μου λέει. Μιλάει για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο. «Ναι, επίτηδες το κάνω αυτό. Μπορείς να το πάρεις ως έπαρση και να βουλώσεις τ’ αυτάκια σου, πολύ που χέστηκα, αλλά μπορείς και να με ακούσεις πρώτα». Ανάβει ένα ακόμα τσιγάρο. «Η φύση τής μυθοπλασίας είναι τέτοια που σε ωθεί να συνδιαλέγεσαι με τον εαυτό σου. Με το πέρασμα του χρόνου αυτό γίνεται όλο και πιο έντονο. Ακούς το στερεότυπο ότι ξαναδιαβάζεις, λέει, κάτι την άλλη μέρα και βλέπεις τα λάθη. Ε, σιγά σιγά αυτό παύει να ισχύει. Ο συγγραφέας, αργά αλλά σταθερά, χώνει μια σφήνα ανάμεσα στον εαυτό του και σε εκείνον», μου λέει. «Σε εκείνον; Ποιόν εκείνον;» ρωτάω. «Τον παραμυθά. Ο εαυτός σου είναι μια ανερμάτιστη αφηγηματική μηχανή. Φλύαρη, ασίγαστη, νομοτελειακά τετριμμένη. Όλοι την έχουμε. Σε ρωτάω ποιος είσαι και αρχίζεις να μου αραδιάζεις τις παπαριές σου. Φυσικά και δεν πιστεύεις ότι λες παπαριές. Θεωρείς ότι αφηγείσαι θέσφατα γιατί έτσι τα θυμάσαι. Ορκίζεσαι γι’ αυτά μάλιστα. Η μνήμη όμως είναι πλανεύτρα και από τον λίγο Φρόιντ που πρόλαβα να διαβάσω θα σου πω ότι τίποτα δεν είναι ακριβώς σίγουρο — ή, μάλλον, γίνεται ακόμα χειρότερο: τα σίγουρα, οι πιθανότητες είναι ότι δεν τα θυμάσαι. Αυτά που σε καθόρισαν, σε καθόρισαν γιατί σε σημάδεψαν, αλλά αν σε σημάδεψαν μάλλον κάπως τα έχεις παραλλάξει για να αμβλύνεις τον πόνο του σημαδέματος. Άρα τι θυμάσαι; Θυμάσαι τα ανούσια που είναι και ανώδυνα να θυμάσαι. Όλοι τζάμπα μάγκες είμαστε όταν αφηγούμαστε την ιστορία μας. Και οι περισσότεροι αυτόν τον αφηγητή έχουν ως κριτήριο για το τι είναι αφήγηση. Αυτά είναι όμως παπαριές, σου το είπα από την αρχή. Ουδεμία σχέση έχουν με τη λογοτεχνία. Ο παραμυθάς είναι αλλιώς. Είναι μια καλοκουρδισμένη, καλολαδωμένη αφηγηματική μηχανή που γνωρίζει καλά πού θέλει να πάει έστω κι αν δεν έχει υπόψιν της όλες τις λεπτομέρειες για το πώς θα πάει εκεί. Το «πού» το γνωρίζει, το «πώς» το βγάζει στο φτερό. Και το φτερό αυτό δεν είναι άλλο από το κενό ανάμεσα στον εαυτό σου και στον παραμυθά που σου επιτρέπει να βλέπεις με άλλο μάτι τα δικά σου κατασκευάσματα, σχεδόν ταυτοχρόνως με την κατασκευή τους. Καταλαβαίνεις το πρόβλημα; Αν υπάρχει ταλέντο αυτό είναι η μεγάλη χωρικά, και πρόωρη χρονικά, δημιουργία του κενού. Να σου το πω και διαφορετικά το κενό μπας και πάρεις χαμπάρι. Το κενό είναι ο χώρος αυτός που σου επιτρέπει, πάνω στη συγγραφή, να κοντοστέκεσαι και να αναζητάς ακριβώς τη λέξη ή την έκφραση που θέλεις. Στο κενό αυτό ισορροπείς. Εκεί πατάς και ψάχνεις το σωστό βάσει του κριτηρίου που έχεις σμιλέψει. Το κριτήριο εδράζεται στο κενό, που μόνο κενό δεν είναι. Μαγκιά, ε;»
* * *
They Live
Στο:They Live Tagged: Αλέξανδρος Ζωγραφάκης, Μ. Καραγάτσης
from dimart http://ift.tt/2jP0CGP
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου